Ο Κωστής Παπαγιώργης και η φιλοσοφία

Ο Κωστής Παπαγιώργης και η φιλοσοφία

1/ Το γρα­πτό που απο­τυγ­χά­νει

Δύ­σκο­λο να πεις τι πα­θαί­νει ένα βι­βλίο όταν το απο­κη­ρύσ­σει ο συγ­γρα­φέ­ας του. Βγαλ­μέ­νο από το corpus έρ­γων ομό­σαρ­κων γί­νε­ται από­το­κο ενός αναί­μα­κτου δια­με­λι­σμού, μέ­λος ασυ­σχέ­τι­στο πια και άστε­γο. Τυ­χόν φυ­σι­κή ασχή­μια κι αλ­λο­κο­τιά το σώ­ζουν, ίσως· το φρί­κια­σμα έχει τις χά­ρες του, και ένα εξαμ­βλω­τι­κό curiosum κουρ­νιά­ζει ευ­κο­λό­τε­ρα στη δια­στρο­φι­κή αγκά­λη των αν­θρώ­πων. Tα πράγ­μα­τα ζο­ρί­ζουν, όταν το από­βλη­το γρα­πτό υπο­λεί­πε­ται και στην στρε­βλό­τη­τα ακό­μη, οπό­τε πα­ρα­μέ­νει στα αζή­τη­τα για δε­κα­ε­τί­ες. Τέ­τοια εί­ναι η πε­ρί­πτω­ση της Οντο­λο­γί­ας του Μάρ­τιν Χάι­ντεγ­γερ (Αθή­να: Νε­φέ­λη 1982), ενός νε­α­νι­κού φι­λο­σο­φι­κού πο­νή­μα­τος του Κω­στή Πα­πα­γιώρ­γη που εκ­κρε­μεί σε κα­θε­στώς φι­λο­σο­φι­κής και συ­νά­μα λο­γο­τε­χνι­κής κα­ρα­ντί­νας. Πρώ­τος ο συγ­γρα­φέ­ας του το απο­κή­ρυ­ξε διαρ­ρή­δην – αν όχι τις ιδέ­ες πε­ρί Χάι­ντεγ­γερ που πε­ριέ­χει, πά­ντως «το φρό­νη­μα» με το οποίο γρά­φτη­κε,[1] πράγ­μα βα­ρύ­τε­ρο ακό­μη. Μή­πως δεν εί­ναι το φρό­νη­μα με το οποίο γρά­φε­ται ένα βι­βλίο κά­τι σαν την ψυ­χή του;
Η Οντο­λο­γία του Μάρ­τιν Χάι­ντεγ­γερ μοιά­ζει πράγ­μα­τι με διτ­τή απο­τυ­χία. Δεν θα βοη­θή­σει ιδιαί­τε­ρα όσους επι­θυ­μούν να μυ­η­θούν στον Χάι­ντεγ­γερ, ού­τε θα το απο­λαύ­σουν όσοι αγα­πούν το ύφος του Πα­πα­γιώρ­γη. Απο­τυγ­χά­νει ως ό,τι υπο­τί­θε­ται πως εί­ναι –ένα βι­βλίο για τον Μάρ­τιν Χάι­ντεγ­γερ–, εφό­σον στην πιά­τσα βρί­σκει κα­νείς πιο κα­τα­νοη­τές ει­σα­γω­γές στον γερ­μα­νό φι­λό­σο­φο· και δύ­σκο­λα συ­γκρί­νε­ται με κα­το­πι­νά αρι­στουρ­γη­μα­τι­κά δο­κί­μια, όπως εί­ναι τα Ίμε­ρος και κλι­νο­πά­λη (1988), Η κόκ­κι­νη αλε­πού (1989), ή οι Ζώ­ντες και τε­θνε­ώ­τες (1991), τα οποία εί­ναι ήδη κλα­σι­κά της νε­ο­ελ­λη­νι­κής γραμ­μα­τεί­ας (το πρώ­το έχει ως θέ­μα τον έρω­τα μέ­χρις εσχά­των· το δεύ­τε­ρο την μι­σαν­θρω­πία· το τρί­το, τον θά­να­το). Ο ίδιος ο Πα­πα­γιώρ­γης εί­χε να πει τα εξής για την Οντο­λο­γία του Μάρ­τιν Χάι­ντεγ­γερ: «…δεν το εκτι­μώ κα­θό­λου –το απέρ­ρι­ψα άλ­λω­στε και δεν ανα­τυ­πώ­θη­κε – επει­δή κου­βα­λά­ει όλα τα κου­σού­ρια του χαρ­το­για­κά με την κί­βδη­λη συ­νεί­δη­ση».[2] Έκτο­τε, κα­νείς δεν ξέ­ρει τι να κά­νει με το βι­βλίο τού­το. Δί­χως ανα­τυ­πώ­σεις ή ανα­φο­ρές, μοιά­ζει ανα­πό­δρα­στα πα­ρα­δο­μέ­νο στη λή­θη μιας damnatio memoriae.

Κι όμως – πρό­σφα­τα ο Δη­μή­τρης Κα­ρά­μπε­λας πα­ρα­τή­ρη­σε ότι εν αντι­θέ­σει με τους ισχυ­ρι­σμούς του Πα­πα­γιώρ­γη το ύφος των απο­κη­ρυγ­μέ­νων κει­μέ­νων του φέ­ρει in nuce όλα τα στοι­χεία που εντέ­λει τον ανέ­δει­ξαν σε σπου­δαίο στυ­λί­στα του νε­ο­ελ­λη­νι­κού λό­γου: «το εκ­φρα­στι­κό κε­ντρί, η αβί­α­στη προ­φο­ρι­κό­τη­τα, η με­τα­φο­ρι­κή φα­ντα­σία, εί­ναι πα­ρό­ντα από τις πρώ­τες κιό­λας δο­κι­μές του, έστω απο­νευ­ρω­μέ­να, απορ­ρυθ­μι­σμέ­να σε φρά­σεις χα­λα­ρές και πλα­τειά­ζου­σες. [...] [η] σφο­δρό­τη­τα της απάρ­νη­σης μοιά­ζει αδι­καιο­λό­γη­τη».[3] Η Οντο­λο­γία του Μάρ­τιν Χάι­ντεγ­γερ δεν απο­τε­λεί εξαί­ρε­ση, αλ­λά φέ­ρει ατό­φια τα γο­νί­δια του συγ­γρα­φέα της. Ως γνω­στόν, μό­νον τα σπλά­χνα σου μπο­ρείς να απο­κη­ρύ­ξεις.
H πι­θα­νή –επ΄ου­δε­νί βέ­βαιη– αδυ­να­μία του Πα­πα­γιώρ­γη να ανι­χνεύ­σει ανα­δρο­μι­κά το ίδιο του το ύφος στην Οντο­λο­γία του Μάρ­τιν Χάι­ντεγ­γερ, μάλ­λον η πι­θα­νό­τε­ρη αδια­φο­ρία του για ένα τέ­τοιο φι­λο­λο­γι­κό εγ­χεί­ρη­μα, όσο κι η ολί­γον πο­ζέ­ρι­κη συ­νή­θεια νε­ο­ελ­λή­νων συγ­γρα­φέ­ων να απο­κη­ρύσ­σουν τα νε­α­νι­κά γρα­πτά τους, εξη­γούν το «για­τί» η Οντο­λο­γία του Μάρ­τιν Χάι­ντεγ­γερ δεν ανα­τυ­πώ­θη­κε πο­τέ. Ωστό­σο, προ­κύ­πτει το ερώ­τη­μα για το «πώς» ένα τέ­τοιο βι­βλίο σχε­τί­ζε­ται σή­με­ρα με δο­κί­μια υστε­ρό­τε­ρα και επι­τυ­χη­μέ­να, για τον τρό­πο δη­λα­δή που φι­λο­ξε­νεί­ται δυ­σχε­ρώς στο ίδιο ρά­φι μα­ζί τους, έστω ανα­δρο­μι­κά. Σώ­μα­τα τα­λαι­πω­ρη­μέ­να και βι­βλία απο­τυ­χη­μέ­να κρύ­βουν δυ­να­τές εντά­σεις που κά­πο­τε έχουν με­γα­λύ­τε­ρη αξία από τα ίδια. Εν προ­κει­μέ­νω, η Οντο­λο­γία του Μάρ­τιν Χάι­ντεγ­γερ εί­ναι ένα κεί­με­νο με πε­νι­χρό λο­γο­τε­χνι­κό ή φι­λο­σο­φι­κό βά­ρος, που όμως συ­νι­στά μια κρυμ­μέ­νη ή λαν­θά­νου­σα απο­λο­γία του δο­κι­μια­κού στο­χα­σμού. Αυ­τή εμ­φα­νί­ζε­ται υπό τον μαν­δύα ενός πο­νή­μα­τος πε­ρί Χάι­ντεγ­γερ, και δεν μοιά­ζει να προ­έ­κυ­ψε ως απο­τέ­λε­σμα συγ­γρα­φι­κού σχε­δια­σμού ή εμπρό­θε­τα, αλ­λά ανε­πί­γνω­στα μάλ­λον και ασύ­νει­δα· απλώς συ­νέ­βη.

2/ Figmentum malum, ή το πο­τα­πό βά­θος του αν­θρώ­που

Ο άν­θρω­πος εί­ναι κυ­φό ον. Με την πρώ­τη ευ­και­ρία πα­θο­κρα­τεί­ται, κι η φύ­ση του ανα­πο­δί­ζει νου και λο­γι­σμό. Όλο σχε­δόν το έρ­γο του Πα­πα­γιώρ­γη ανα­πτύσ­σει αυ­τήν την ιδέα του Πα­σκάλ – πως ο άν­θρω­πος εί­ναι χί­μαι­ρα, και πως ακέ­ραιες προ­σω­πι­κό­τη­τες δεν στέ­κουν μπρος μας πα­ρά μό­νον ως μα­σκα­ρά­τες. Εκτρο­πές κα­θη­με­ρι­νές και υπο­τρο­πές συ­νε­χείς επι­μαρ­τυ­ρούν μιαν αστο­χία εαυ­τού πα­ρα­μό­νι­μη κι ανε­κρί­ζω­τη. Ο Πλά­τω­νας της Πο­λι­τεί­ας, ο Χρι­στός των Ευαγ­γε­λί­ων και ο Καντ της Κρι­τι­κής του πρα­κτι­κού λό­γου δεν κα­τά­φε­ραν να αναι­ρέ­σουν την πα­λιά αλή­θεια πως ο γέ­ρος γάϊ­δα­ρος περ­πα­τη­σιά νέα δεν μα­θαί­νει. Γρά­φει ο Πα­πα­γιώρ­γης στο Ίμε­ρος και κλι­νο­πά­λη:

«Ο άν­θρω­πος ψεύ­δε­ται, κου­ρά­ζε­ται, αγα­να­κτεί, πε­λα­γώ­νει, με­τα­νιώ­νει, βρί­σκει κα­τα­φύ­γιο στη χυ­δαιό­τη­τα και την ασχή­μια, συ­χνά το σκά­ει από τον εαυ­τό του. Πώς να αρ­θεί πά­νω από τις εγ­γε­νείς του ατέ­λειες και να απο­βεί εν­σάρ­κω­ση της ομορ­φιάς; Αρ­γά ή γρή­γο­ρα εξα­να­γκά­ζε­ται να υπο­κύ­ψει στην πι­κρή σκέ­ψη ότι δεν μπο­ρεί να ζει στο ύψος αυ­τών που αι­σθά­νε­ται».[4]

Ο βί­ος ως διαρ­κής απο­τυ­χία να ανα­χθεί κα­νείς στην ηθι­κή τά­ξη του κό­σμου προ­οι­κο­νο­μεί­ται στις εναρ­κτή­ριες αρά­δες της Οντο­λο­γί­ας του Μάρ­τιν Χάι­ντεγ­γερ: «Η δύ­να­μη των πραγ­μά­των», δια­βά­ζου­με, με­τριέ­ται με γνώ­μο­να την «σπά­νια τέ­χνη που κά­νει την κά­θε στιγ­μή και την κά­θε ζωή να ομο­λο­γεί ότι το πα­ρελ­θόν εί­ναι μια σει­ρά από μι­κρές ή με­γά­λες απο­τυ­χί­ες» (σ. 7). Μο­λο­νό­τι, λοι­πόν, στο πρώ­το κε­φά­λαιο της Οντο­λο­γί­ας του Μάρ­τιν Χάι­ντεγ­γερ ο νε­α­ρός Πα­πα­γιώρ­γης συ­ζη­τά την αι­σιο­δο­ξία του Καρ­τέ­σιου, υπορ­ρή­τως δια­σώ­ζει ακέ­ραιη την κο­σμο­α­ντί­λη­ψη του Πα­σκάλ – κι εί­ναι αυ­τή που ανα­κι­νεί τη διε­ρώ­τη­ση πολ­λών ύστε­ρων δο­κι­μί­ων. Διό­λου τυ­χαίο, πως αρ­κε­τά χρό­νια αρ­γό­τε­ρα ο Πα­πα­γιώρ­γης θα με­τα­φρά­σει έξο­χα τον Πα­σκάλ: «Εί­μα­στε ανί­κα­νοι και για το αλη­θές και για το αγα­θό», δια­βά­ζου­με στις Σκέ­ψεις, κα­θώς ο Πα­σκάλ ιχνη­λα­τεί το figmentum malum [κα­κό πλά­σμα] που εί­ναι ο άν­θρω­πος: «... αυ­τό το πο­τα­πό βά­θος του αν­θρώ­που, ετού­το το figmentum malum δεν εί­ναι πά­ρεξ απλό επι­κά­λυμ­μα: πο­τέ δεν αφαι­ρέ­θη­κε. Το Εγώ εί­ναι αξιο­μί­ση­το».[5] Ο κα­κό­μο­χθος και στρε­βλο­κάρ­διος άν­θρω­πος που πε­ρι­γρά­φει ο Πα­πα­γιώρ­γης, το ον που δεν αλ­λά­ζει πα­ρ’ όλη την ορ­θο­πε­δι­κή βία της ηθι­κής φι­λο­σο­φί­ας, εί­ναι η σαρ­δό­νια απά­ντη­ση στην προ­τρο­πή του Πίν­δα­ρου και του Νί­τσε να «γί­νου­με αυ­τοί που εί­μα­στε».

Γι’ αυ­τό, θα πε­ρί­με­νε κα­νείς πως ο Πα­πα­γιώρ­γης θα στρε­φό­ταν αμέ­σως στην χαι­ντεγ­γε­ρια­νή πρό­σλη­ψη της έν­νοιας της Selbstverfehlung, δη­λα­δή της αυ­τα­πώ­λειας – της αστο­χί­ας του έν­δον εαυ­τού. Κά­τι τέ­τοιο θα ανα­δεί­κνυε ορι­σμέ­νες εκλε­κτι­κές συγ­γέ­νειες με τον Χάι­ντεγ­γερ. Ωστό­σο, η Οντο­λο­γία του Μάρ­τιν Χάι­ντεγ­γερ δεν ακο­λου­θεί την ανα­με­νό­με­νη πο­ρεία· εξαρ­χής δια­πνέ­ε­ται από μια γε­νι­κευ­μέ­νη δυ­σθυ­μία που αφο­ρά τον φι­λο­σο­φι­κό λό­γο εν γέ­νει. Σαν το αγό­ρι στο χα­λί του σα­λο­νιού που κουρ­δί­ζει την κούρ­σα του γνω­ρί­ζο­ντας πως από στιγ­μή σε στιγ­μή η χεί­ρα του χαι­ρέ­κα­κου αδερ­φού θα την πα­ρε­μπο­δί­σει απ’ το να τρέ­ξει αβί­α­στα, ο Πα­πα­γιώρ­γης μοιά­ζει να πε­ριο­ρί­ζε­ται από την επι­λο­γή να γρά­ψει στη σκιά του Χάι­ντεγ­γερ, χω­ρίς να απο­τι­νάσ­σει την συγ­γέ­νεια τού­τη. Ήδη στις πρώ­τες σε­λί­δες η δυ­σφο­ρία που προ­κα­λεί η δια­νοη­τι­κή εκ­ζή­τη­ση της νε­ώ­τε­ρης φι­λο­σο­φί­ας τον ωθεί να ανα­ζη­τή­σει προ­σω­ρι­νή κα­τα­φυ­γή στον Αντρέ Ζιντ, «έναν συγ­γρα­φέα που δεν ήταν φι­λό­σο­φος αλ­λά εί­χε ανά­γκη την φι­λο­σο­φία». Κι η ενα­σχό­λη­ση με τον Χάι­ντεγ­γερ γί­νε­ται από την ανά­πο­δη – εκ­θέ­το­ντας το σκε­πτι­κό της χαϊ­ντεγ­γε­ρια­νής επα­νεκ­κί­νη­σης της φι­λο­σο­φί­ας επι­βε­βαιώ­νε­ται η ανά­γκη για μια στο­χα­στι­κή γρα­φή, η οποία ωστό­σο διό­λου δεν εί­ναι πρό­θυ­μη να κου­βα­λά­ει εσα­εί τα μπα­γκά­ζια της ιδιο­γλωσ­σί­ας του Χάι­ντεγ­γερ. Ανά­λο­γη υπήρ­ξε, νο­μί­ζω, η σχέ­ση του Εμίλ Σιο­ράν με τον Χάι­ντεγ­γερ – κι έχει τη ση­μα­σία του πως ο Σιο­ράν εί­ναι εκεί­νος ο σύγ­χρο­νος δο­κι­μιο­γρά­φος με τον οποίο συγ­γε­νεύ­ει πε­ρισ­σό­τε­ρο ο Πα­πα­γιώρ­γης (και τον οποίο με­τά­φρα­σε υπο­δειγ­μα­τι­κά):

«Αν με­τα­φρα­στεί σε τρέ­χου­σα γλώσ­σα, ένα φι­λο­σο­φι­κό κεί­με­νο εξα­νε­μί­ζε­ται κα­τά τρό­πο πε­ρί­ερ­γο. Όλα τα φι­λο­σο­φι­κά κεί­με­να θα έπρε­πε να υπο­βλη­θούν σε αυ­τήν τη δο­κι­μα­σία. [...] Οφεί­λω βε­βαί­ως ευ­χα­ρι­στί­ες στον Χάι­ντεγ­γερ διό­τι, με την αξιο­θαύ­μα­στη λε­κτι­κή του επι­νοη­τι­κό­τη­τα, μου άνοι­ξε τα μά­τια. Κα­τά­λα­βα τι θα έπρε­πε πά­ση θυ­σία να απο­φύ­γω».[6]

Ο Σιο­ράν και ο Πα­πα­γιώρ­γης συ­νει­δη­το­ποιούν νω­ρίς ότι ο φι­λο­σο­φι­κός λό­γος αδυ­να­τεί να απο­δώ­σει με ενάρ­γεια την «κα­κία φύ­σε­ως», την pravitas animi που μα­στί­ζει το αν­θρω­πο­μά­νι. Ο λό­γος της φι­λο­σο­φί­ας κι εκεί­νος της συ­ναι­σθη­μα­τι­κής εκτρο­πής εί­ναι ασύμ­πτω­τοι, διό­τι ασύμ­πτω­τα εί­ναι τα εν­δια­φέ­ρο­ντά τους – η φι­λο­σο­φία ανα­ζη­τεί κά­ποιο «διό­τι», το οποίο και ανευ­ρί­σκει ολο­έ­να· ενώ τα ανα­πό­βλη­τα πά­θη εμ­μέ­νουν στις συ­γκε­κρι­μέ­νες πε­ρι­στά­σεις που τα γεν­νούν και στις τρο­πές του εαυ­τού τους, ώστε οποια­δή­πο­τε ανα­γω­γή σε γε­νι­κές φι­λο­σο­φι­κές θε­ω­ρί­ες παύ­ει πια να τα έχει προ οφθαλ­μών. Πώς λοι­πόν να μι­λή­σει κα­νείς για τον homo ineptus και τα συ­νε­χή ρα­πί­σμα­τά του; Τι εί­δους γλώσ­σα απαι­τεί­ται για να φω­τι­στούν οι πτυ­χώ­σεις της μι­σαν­θρω­πί­ας, μιας εμ­μο­νής τό­σο αβυσ­σα­λέα αν­θρω­πο­κε­ντρι­κής; Το βί­ω­μα βλέ­πει στην αλά­να των πα­θών, κι η φι­λο­σο­φία στον ακά­λυ­πτο των εν­νοιών. Η θέα εί­ναι δια­φο­ρε­τι­κή, κι ο συγ­γρα­φέ­ας που με­τα­κι­νεί­ται από το ένα ση­μείο στο άλ­λο έχει ανά­γκη ένα ύφος αλ­λιώ­τι­κο από εκεί­νο των φι­λο­σό­φων, μια γλώσ­σα άλ­λη. Ώσπου να τη βρει, κο­λυ­μπά απρό­θυ­μα στα από­νε­ρα του Χάι­ντεγ­γερ, ή του Κίρ­κε­γκωρ, ή του Πα­σκάλ.

3/ Stimmung και αυ­το­βιο­λο­γία

Εί­μα­στε απά­τρι­δες μες στα κα­θη­με­ρι­νά μας πά­θη, και συ­νή­θως πα­ρα­μέ­νου­με μουγ­γοί επί­σης. Αυ­τή η πε­ρι­πλά­νη­ση –ανοι­κειό­τη­τα θα την πει ο Χάι­ντεγ­γερ στο τέ­ταρ­το κε­φά­λαιο της Ει­σα­γω­γής στη Με­τα­φυ­σι­κή– πα­ρω­θεί σε δο­κι­μές με τον λό­γο. Από τον Μο­νταίν ως τον Πα­πα­γιώρ­γη το δο­κί­μιο συ­στή­νε­ται ως απόρ­ροια της ανο­μο­λό­γη­της αδυ­να­μί­ας της φι­λο­σο­φί­ας να ανα­με­τρη­θεί με τα συ­γκε­κρι­μέ­να πε­ρι­στα­τι­κά της ζω­ής, όσα της ξε­γλι­στρούν όπως τα μι­κρά ψά­ρια απ’ τα δί­χτυα, εί­τε πρό­κει­ται για έναν ξυ­λο­δαρ­μό, εί­τε για ένα μει­δί­α­μα. Η φι­λο­σο­φία γλωσ­σο­κο­πά­ει πα­ρά τα κα­θέ­κα­στα· ενώ το δο­κί­μιο απα­ντά στο πλέ­ον τυ­χαίο ή ευ­τε­λές κά­λε­σμα της αν­θρώ­πι­νης συμ-πά­θειας (το να έρ­χε­σαι στη θέ­ση του άλ­λου) και αντι-πά­θειας.
Περ­νώ­ντας από τον υπο­μνη­μα­τι­σμό των φι­λο­σό­φων (όπου σε και­ρούς κρί­σης απο­σύ­ρε­ται κα­νείς ασμέ­νως και βρί­σκει έναν κά­ποιο σκο­πό, ή έτσι νο­μί­ζει) στον πρω­το­γε­νή δο­κι­μια­κό λό­γο, ο δο­κι­μιο­γρά­φος δεν ορ­ρω­δεί προ ου­δε­νός, αντι­θέ­τως επε­κτεί­νε­ται θρα­σύ­τα­τα ως τα πά­θη του γεί­το­να, κι ακό­μη πα­ρα­πέ­ρα, ως τα πά­θη «όσων έχουν το σθέ­νος να πα­ρα­με­ρί­ζουν χω­ρίς να αφή­νουν χνά­ρια», για να θυ­μη­θού­με ξα­νά τον Σιο­ράν. Αυ­τό που εν­δια­φέ­ρει κι εμπνέ­ει εί­ναι ο άν­θρω­πος ως πα­θη­μα­τι­κό ον. Όταν λοι­πόν ο Πα­πα­γιώρ­γης λέ­ει πως: «ήθε­λα να γρά­φω με τη φυ­σι­κό­τη­τα που ένας άν­θρω­πος κι­τρι­νί­ζει όταν φο­βά­ται, ξυ­ρί­ζε­ται στον κα­θρέ­φτη ή σκά­ει στα γέ­λια όταν ακού­σει κά­τι πα­ρά­δο­ξο», τό­τε κυ­ριο­λε­κτεί.[7] Ζη­τεί μια γλώσ­σα σω­μα­τι­κή που να έχει κά­τι από τα γέ­λια του Δη­μό­κρι­του κι από τα δά­κρυα του Ηρά­κλει­του, και από το σφρί­γος του Μο­νταίν, που έγρα­ψε κά­πο­τε ένα δο­κί­μιο για τους αντί­χει­ρες.
Τού­τη η «αυ­το­βιο­λο­γία του Κω­στή», όπως θα την πει ο Γιώρ­γος - Ίκα­ρος Μπα­μπα­σά­κης,[8] λαν­θά­νει ακό­μη και στην Οντο­λο­γία του Μάρ­τιν Χάι­ντεγ­γερ, το (φαι­νο­με­νι­κά) λι­γό­τε­ρο προ­σω­πι­κό βι­βλίο του Πα­πα­γιώρ­γη. Η ανά­γκη για μια γρα­φή αλ­χη­μι­κή που γί­νε­ται σώ­μα και πρό­σω­πο συ­μπλέ­κε­ται με τον υπο­μνη­μα­τι­σμό του Χάι­ντεγ­γερ, ώσπου εξαίφ­νης με­ταρ­σιώ­νε­ται σε υφο­λο­γι­κή από­κλι­ση, μά­λι­στα πρω­το­πρό­σω­πη:

«Ξε­χα­σμέ­νος κά­ποια χει­μω­νιά­τι­κη νύ­χτα έξω από τον Πύρ­γο της Ηλεί­ας, κα­τά­λα­βα σε βά­θος τι εν­νο­εί ο Χάι­ντεγ­γερ όταν λέ­ει ότι τη φύ­ση τη συ­να­ντού­με πά­ντα μέ­σα σε μια συ­γκι­νη­σια­κή διά­θε­ση. Δεν πρό­κει­ται για την υπο­κει­με­νι­κό­τη­τα των αι­σθη­μά­των (αυ­τό το γα­λά­ζιο που μου θυ­μί­ζει τα μά­τια της, η αν­θι­σμέ­νη μυ­γδα­λιά ντύ­θη­κε το νυ­φι­κό της), αλ­λά για την a priori θυ­μι­κή διά­θε­ση που χα­ρα­κτη­ρί­ζει την κά­θε στιγ­μή μας μέ­σα στον κό­σμο» (σ. 115).
Όποιος πέ­ρα­σε ως οδοι­πλα­νής (από το οδοι­πλα­νέω: πε­ρι­πλα­νιέ­μαι από οδού εις οδόν, πε­ρι­φέ­ρο­μαι) έξω τον Πύρ­γο γνω­ρί­ζει το ιδιαί­τε­ρο νε­ο­ελ­λη­νι­κό πνεύ­μα του τό­που (genius loci). Εδώ λοι­πόν σαρ­κώ­νε­ται η χαι­ντεγ­γε­ρια­νή ιδέα «ότι κά­ποιοι με εγκα­τέ­λει­ψαν μέ­σα στον κό­σμο» και ανα­δύ­ε­ται η αντί­στοι­χη «θυ­μι­κή διά­στα­ση» [Stimmung] (σ. 149). Η δο­κι­μια­κή κα­τα­γρα­φή των πα­θών ανέ­κα­θεν τρέ­φε­ται με πε­ρι­στα­σια­κές «θυ­μι­κές κα­τα­στά­σεις» για να ακρο­πα­τή­σει σε τό­πους που αφή­νουν ασυ­γκί­νη­τη τη φι­λο­σο­φία. Αν όμως «η λο­γι­κή και η κα­θα­ρή θε­ω­ρία δεν συ­γκι­νού­νται, αυ­τό ση­μαί­νει ότι δεν έχουν ανα­κα­λύ­ψει τα υπαρ­κτι­κά τους θε­μέ­λια», δια­βά­ζου­με στην Οντο­λο­γία του Μάρ­τιν Χάι­ντεγ­γερ (σ. 150). Κι αλή­θεια, τι να την κά­νου­με μια θε­ω­ρη­τι­κο­λο­γία που μο­νί­μως της δια­φεύ­γουν οι μύ­ριες πα­ρα­μορ­φώ­σεις της αν­θρώ­πι­νης πα­θο­κρά­τειας;
Ση­μειω­τέ­ον, ότι οι πρω­το­πρό­σω­πες εκτρο­πές εί­ναι μάλ­λον σπά­νιες στο έρ­γο του Κω­στή Πα­πα­γιώρ­γη (τη εξαι­ρέ­σει του Συν­δρό­μου αγο­ρα­φο­βί­ας [1998] και των Βι­βλιο­λα­τρών [1990], τα οποία όμως εί­ναι εξαρ­χής γραμ­μέ­να στο πρώ­το πρό­σω­πο). Αν οι σπο­ρά­δην φα­νε­ρώ­σεις του πρώ­του προ­σώ­που στην Οντο­λο­γία του Μάρ­τιν Χάι­ντεγ­γερ έχουν μια κά­πως ιδιαί­τε­ρη αξία, εί­ναι επει­δή πρό­κει­ται για κα­τά­λοι­πα γρα­φής επι­στο­λι­κής, για σπα­ράγ­μα­τα μιας αλ­λη­λο­γρα­φί­ας που εί­τε τους επε­τρά­πη να εν­σω­μα­τω­θούν σε ένα δια­φο­ρε­τι­κό εί­δος του λό­γου, ή κά­πως πέ­τυ­χαν να εισ­δύ­σουν σε τού­το κα­τά τό­πους, και να πα­ρα­μεί­νουν ως εί­χαν, ολί­γες πα­λαιές αρά­δες άθι­κτες. Πράγ­μα­τι, μέ­ρος της Οντο­λο­γί­ας του Μάρ­τιν Χάι­ντεγ­γερ προ­έ­κυ­ψε όταν ο Πα­πα­γιώρ­γης επε­ξερ­γά­στη­κε «γράμ­μα­τα-δο­κί­μια», τα οποία εί­χαν σκο­πό να δια­σκε­δά­σουν «τη στρα­τιω­τι­κή ανία» κά­ποιου φί­λου (σ. 7). Κα­τά τα λοι­πά, ο Πα­πα­γιώρ­γης ήξε­ρε κα­λά, όπως ο Σιο­ράν και οι γάλ­λοι moralistes, ότι η πιο προ­σω­πι­κή γρα­φή του εαυ­τού απαι­τεί την απόρ­ρι­ψη ακό­μη και της κα­τά­σαρ­κης μά­σκας του πρώ­του προ­σώ­που.

4/ Το χα­λα­σμέ­νο όρ­γα­νο

Στην Οντο­λο­γία του Μάρ­τιν Χάι­ντεγ­γερ βρί­σκου­με έξο­χα δια­τυ­πω­μέ­νη την εμ­μο­νή με το συ­ντρίμ­μι και το στρέ­βλω­μα, το αυ­θε­ντι­κό εν­δια­φέ­ρον για το χα­λα­σμέ­νο όρ­γα­νο και το από­βλη­το πράγ­μα:

«Τα συ­ντρίμ­μια που αφή­νουν πί­σω τους οι με­τω­πι­κές συ­γκρού­σεις στην εθνι­κή οδό εξα­κο­λου­θούν άρα­γε να εί­ναι όρ­γα­να-αυ­το­κί­νη­τα ή με­τα­τρέ­πο­νται σε ένα σω­ρό πα­λιο­σί­δε­ρα; Τα από­μα­χα κα­νό­νια μπρος στους Invalides ή στη σχο­λή Ευ­ελ­πί­δων εί­ναι ακό­μα όπλα ή μέ­ταλ­λα; Αχρη­στευ­μέ­νο ή χα­λα­σμέ­νο όρ­γα­νο ση­μαί­νει πα­ρά­λυ­ση των για να και άμε­ση απει­λή ότι η πα­ρεύ­ρε­ση βρί­σκε­ται προ των πυ­λών. Και πραγ­μα­τι­κά, όταν το λά­στι­χο του πο­δη­λά­του ξαφ­νι­κά τρυ­πή­σει, το όρ­γα­νο μέ­νει στα χέ­ρια χω­ρίς για να, ορ­φα­νε­μέ­νο από τη χρή­ση του και ανί­κα­νο να αντι­με­τω­πί­σει τη θα­νά­σι­μη αντί­πα­λό του» (σ. 113).

Όμορ­φος τρό­πος για να εξη­γή­σει κα­νείς τις χαι­ντεγ­γε­ρια­νές έν­νοιες της «παρ-εύ­ρε­σης» και της «προ-χει­ρό­τη­τας»! Πε­ρισ­σό­τε­ρο από δαύ­τες με­τρά­ει εδώ αυ­τό που μοιά­ζει να εί­ναι απλώς μια επε­ξή­γη­σή τους· ή αλ­λιώς, την πα­ρά­στα­ση κλέ­βει ό,τι μας φα­νε­ρώ­νε­ται μες στον με­τα­φο­ρι­κό λό­γο, ό,τι μας κλεί­νει το μά­τι μες από τα από­μα­χα κα­νό­νια και τα τρύ­πια λά­στι­χα. Τα ευ­τε­λέ­στε­ρα πράγ­μα­τα δεί­χνουν τον αν­θρω­πό­τυ­πο του από­βλη­του και του λο­ξία· και τα στρα­πά­τσα, τη δυ­σλει­τουρ­γία και την κα­τάρ­ρευ­ση (ατο­μι­κή και συλ­λο­γι­κή), εν ενί λό­γω τον άν­θρω­πο ως σύ­ντριμ­μα. Όπως θα πει ο Πα­πα­γιώρ­γης αρ­γό­τε­ρα,

«Αυ­τό που με συ­ναρ­πά­ζει εί­ναι η κα­τά­στα­ση του δια­λυ­μέ­νου Εγώ, του αν­θρώ­που που βρί­σκε­ται σε από­λυ­τη αδυ­να­μία – σαν τον λα­γό μπρο­στά στο φί­δι – και αρ­χί­ζει να παίρ­νει ανά­πο­δες, όπως λέ­με».[9]

Η τε­ρα­το­σκο­πία, δη­λα­δή η πα­ρα­τή­ρη­ση κι η ερ­μη­νεία των θυ­μι­κών και άλ­λων πα­ρα­μορ­φώ­σε­ων υπήρ­ξε αγα­πη­μέ­νη ασχο­λία των moralistes, που ήδη με τον Πα­σκάλ και τον Μο­νταίν δια­φο­ρο­ποιού­νται από την καρ­τε­σια­νού τύ­που λο­γο­κρα­τία της νε­ώ­τε­ρης φι­λο­σο­φί­ας. Η θε­μα­τι­κή του συ­ντριμ­μέ­νου Εγώ εντάσ­σει τον Πα­πα­γιώρ­γη στην δυ­τι­κο­ευ­ρω­παϊ­κή αντί­λη­ψη πε­ρί δο­κι­μί­ου, όσο κι η επι­λο­γή των εκ­φρα­στι­κών του μέ­σων – ακό­μη κι όταν φέ­ρε­ται να σχο­λιά­ζει τον Χάι­ντεγ­γερ, τά­χα.

5/Allotria

Δο­κί­μιο εί­ναι ο δια­παιγ­μός της φι­λο­σο­φί­ας (από το δια­παί­ζω, που θα πει εμπαί­ζω, παί­ζω μέ­χρι τέ­λους).
Δο­κί­μιο εί­ναι ό,τι απο­μέ­νει από τα στρα­πά­τσα της πά­λης με τον εαυ­τό και με τους άλ­λους.
Δο­κί­μιο εί­ναι οι νο­ση­ρές εκ­δο­χές του θυ­μι­κού εγκλει­σμέ­νες σ’ ένα φω­τει­νό ύφος. Και το ύφος βρί­σκε­ται στις απο­κλί­σεις μας.

Τέ­τοια γρα­φή –μια απο­πει­ρο­γρα­φία– πο­τέ δεν εί­χε ιδιαί­τε­ρη πα­ρά­δο­ση στην Ελ­λά­δα, τον τό­πο όπου άπα­ντες θέ­λουν να εί­ναι ποι­η­τές ή πε­ζο­γρά­φοι. «Πρω­το­γε­νές [πράγ­μα] ήταν πά­ντα η λο­γο­τε­χνία, δευ­τε­ρο­γε­νές, πά­ρερ­γο ή κα­τα­σκευα­σμέ­νο ήταν το δο­κί­μιο».[10] Ακό­μη χει­ρό­τε­ρα, το δο­κί­μιο εί­ναι το ίδιο ένα από­βλη­το εί­δος του λό­γου, μια λο­γο­τε­χνία που εν­δύ­ε­ται το πα­νω­φό­ρι του στο­χα­σμού για να βγει στο σύ­γκρυο της ύπαρ­ξης, ένα «εν­δια­μέ­σως» που μας προ­κα­λεί έκ­πλη­ξη κι απο­ρία. Εί­ναι μια «με­θο­δι­κή μη μέ­θο­δος» που λει­τουρ­γεί με απο­σπά­σμα­τα, γρά­φει ο Αντόρ­νο, όπως άλ­λω­στε η πραγ­μα­τι­κό­τη­τά μας εί­ναι απο­σπα­σμα­τι­κή. Για τον Αντόρ­νο, το δο­κί­μιο αντα­να­κλά το αντι­κεί­με­νο της αγά­πης και του μί­σους, κι η μο­νί­μως επι­σφα­λής ενό­τη­τά του προ­κύ­πτει από μια πο­ρεία ανά­με­σα στις ρηγ­μα­τώ­σεις και τις αιχ­μές, πα­ρά γυα­λί­ζο­ντάς τες.[11] Κι αν ο Αντόρ­νο κα­τα­τάσ­σει το δο­κί­μιο στα «αλ­λό­κο­τα» (Allotria), ο φι­λό­σο­φος Max Bense το ορί­ζει ως «πα­ρά­ξε­νη εσχα­τιά» (ein merkwürdiges Konfinium), και ορια­κή πε­ρί­στα­ση (Grenzfall).[12] Τα γε­νι­κά χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά του δο­κι­μί­ου –που τα βρί­σκει κα­νείς όλα στον Κω­στή Πα­πα­γιώρ­γη– εί­ναι το πεί­ρα­μα και ο υβρι­δι­σμός, μια δη­μιουρ­γι­κή ροή σκέ­ψε­ων και συ­ναι­σθη­μά­των· το εν­δια­φέ­ρον για τον πο­λι­τι­σμό της κα­θη­με­ρι­νό­τη­τας, για το ευ­τε­λές και το εφή­με­ρο· η ασυ­νέ­χεια και το θραύ­σμα· μια οπτι­κή γω­νία συ­νει­δη­τά υπο­κει­με­νι­κή, μά­λι­στα ο δο­κι­μιο­γρά­φος με θάρ­ρος κα­τα­φά­σκει την υπο­κει­με­νι­κή του μα­τιά· αυ­το­βιο­γρα­φι­κά στοι­χεία· η αγά­πη για το πα­ρά­δο­ξο· η ευ­σύ­νο­πτη μορ­φή· η εν­σω­μά­τω­ση γλωσ­σι­κών τύ­πων της κα­θο­μι­λου­μέ­νης· κι ένα κυ­μαι­νό­με­νο ύφος που συν­δυά­ζει στοι­χεία λο­γο­τε­χνι­κά, ιστο­ρι­κά και επι­στη­μο­νι­κά.[13] Άρα­γε, μπο­ρεί πο­τέ ένα τέ­τοιο υβρί­διο λό­γου, που κα­τά­γε­ται από μια επο­χή πριν την ανά­δυ­ση της μυ­θο­πλα­σί­ας και την διά­κρι­ση των ει­δών, να φι­λιώ­σει πο­τέ με τη φι­λο­σο­φία ξα­νά, να γυ­ρί­σει εκεί απ’ όπου απο­σκίρ­τη­σε τον δέ­κα­το έβδο­μο αιώ­να; Δεν το νο­μί­ζω. Αν κά­τι βε­βαιώ­νει η Οντο­λο­γία του Μάρ­τιν Χάι­ντεγ­γερ εί­ναι την βε­βια­σμέ­νη συ­νύ­παρ­ξη φι­λο­σο­φι­κής θε­ω­ρί­ας και δο­κι­μια­κού στο­χα­σμού.
Ακό­μη και η μυ­στι­κι­στι­κή ηδο­νή που δια­νοί­γει ο πό­νος στα κεί­με­να του Σιο­ράν δεν φα­νε­ρώ­νε­ται πο­τέ σε εκεί­να του Κω­στή Πα­πα­γιώρ­γη. Αυ­τά πα­ρα­μέ­νουν κεί­με­να πε­ρή­φα­να κε­ντρω­μέ­να στην κα­θη­με­ρι­νή εμπει­ρία, ο ξυ­λο­δαρ­μός και το με­θύ­σι δεν κα­τα­δέ­χο­νται να χά­σουν τη σω­μα­τι­κό­τη­τά τους. Ενώ στον Σιο­ράν τα δά­κρυα γί­νο­νται αγω­γοί μιας μυ­στι­κής κι εντε­λώς ιδιω­τι­κής θεί­ας ευ­χα­ρι­στί­ας, εκεί­να του ερα­στή που γλωσ­σο­δέρ­νε­ται επ’ ου­δέν έρ­χο­νται, δεν πά­νε που­θε­νά. Ο ανα­γνώ­στης υπο­ψιά­ζε­ται μό­νον αραιά και που, ότι όποιος βιώ­νει στα πο­το­σχο­λα­στή­ρια την έσχα­τη κραι­πά­λη δεν απέ­χει και τό­σο από εκεί­νον που ανα­ζη­τεί στο ασκη­τα­ριό την εσχα­τιά της αιω­νιό­τη­τας.
Για τους εν­θου­σιώ­δεις ανα­γνώ­στες του ο Κω­στής Πα­πα­γιώρ­γης μοιά­ζει με τον δια­βα­στε­ρό οι­κό­τρο­φο που βγή­κε στον κό­σμο κι από χά­πα­το έγι­νε αλε­πού. Για τους ξη­ρούς φι­λό­λο­γους εί­ναι πι­θα­νό­τα­τα ο μο­να­δι­κός Έλ­λη­νας δο­κι­μιο­γρά­φος που πλη­ροί τα κρι­τή­ρια ενός στο­χα­στι­κού δο­κι­μια­κού λό­γου à la manière de Montaigne (έστω και αν η κο­σμο­α­ντί­λη­ψή του βρί­σκε­ται εγ­γύ­τε­ρα σε αυ­τήν του Πα­σκάλ),[14]) κα­θώς μό­νον δια­σταλ­τι­κές και κα­τά συμ­βε­βη­κός ση­μα­σί­ες της λέ­ξης «δο­κί­μιο» μας επι­τρέ­πουν ανε­τό­τε­ρες, κι εν­δε­χο­μέ­νως δη­μιουρ­γι­κό­τε­ρες κου­βέ­ντες πε­ρί νε­ο­ελ­λη­νι­κού δο­κι­μί­ου. Σε κά­θε πε­ρί­πτω­ση, το ύφος του Πα­πα­γιώρ­γη εί­ναι τό­σο και­νο­φα­νώς προ­σω­πι­κό, κι η σω­μα­τι­κό­τη­τα του στο­χα­σμού του κα­θί­στα­ται δια της γρα­φής τό­σο πα­ρο­ντι­κή και ζε­στή, ώστε δεν υφί­στα­ται χρεία με­σο­λά­βη­σης ή υπο­βο­ή­θη­σης· όπως, ίσως, συμ­βαί­νει στις ομορ­φό­τε­ρες αν­θρώ­πι­νες σχέ­σεις.

ΒΡΕΙ­ΤΕ ΤΑ ΒΙ­ΒΛΙΑ ΤΟΥ Κω­στή Πα­πα­γιώρ­γη ΣΤΟΝ ΙΑ­ΝΟ.

ΑΛΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
ΣΧΕΤΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: