Μία αναγνώστις

Ήταν ήδη αρ­κε­τή ώρα εκεί. Κα­θό­ταν μό­νη, στο πλάι του τά­φου, γερ­μέ­νη προς τα εμπρός, με τα χέ­ρια ακου­μπι­σμέ­να στα μά­γου­λα, χω­ρίς να σκέ­φτε­ται τί­πο­τα. Όσα έβλε­πε εί­χαν στα­μα­τή­σει. Πα­ντού γύ­ρω της έμε­νε ασά­λευ­το ένα πο­λύ­χρω­μο, ανα­δι­πλω­μέ­νο, ζω­ντα­νό τέ­λος: τα δέν­δρα στέ­κο­νταν σαν ζω­γρα­φιές, ο αέ­ρας εί­χε πά­ψει να φυ­σά, όλες οι ει­κό­νες ήταν ακι­νη­το­ποι­η­μέ­νες, τα ζω­ύ­φια εί­χαν εξα­φα­νι­στεί στις φω­λιές τους, ένα ολό­κλη­ρο πε­τρω­μέ­νο, ανά­γλυ­φο δά­σος λου­λου­διών έτει­νε το από­κο­σμο βλέμ­μα του προς τον ήλιο. Ξάφ­νου από μα­κριά φά­νη­κε κα­θα­ρά η φι­γού­ρα μιας κα­λο­σχη­μα­τι­σμέ­νης, θαρ­ρα­λέ­ας αλ­λά συ­νά­μα σο­βα­ρής πε­τα­λού­δας, που υπο­λο­γί­ζο­ντας τον αέ­ρα και τη γύ­ρω ατμό­σφαι­ρα, πλη­σί­α­ζε με χο­ρευ­τι­κά, κομ­ψά τι­νάγ­μα­τα των φτε­ρών της το σύ­μπλεγ­μα γυ­ναί­κας-αρ­χέ­γο­νου ορ­θο­γώ­νιου μο­νό­λι­θου. Και ήταν τό­τε που η μορ­φή του νε­κρού, σε αντί­θε­ση με τα λου­λού­δια και τα δέ­ντρα και τον άνε­μο, έσπα­σε την ακι­νη­σία της βγαί­νο­ντας από τον εαυ­τό της (μπο­ρού­σε να τη δει κα­νείς να τα­ράσ­σε­ται χα­ρού­με­νη) σκιρ­τώ­ντας στον νου της γυ­ναί­κας, όπου ορι­σμέ­νες λέ­ξεις συν­δέ­θη­καν με μια συ­γκε­κρι­μέ­νη σει­ρά ει­κό­νων σε έναν απροσ­διό­ρι­στα μα­κρι­νό, σο­φό τό­νο.


Συ­νέ­βη κά­τι αλ­λό­κο­το: τα γρα­πτά του, όχι ο ίδιος, άρ­χι­σαν να περ­νούν μπρο­στά από τα μά­τια της και εί­χαν τον χα­ρα­κτή­ρα πραγ­μα­τι­κών, δι­κών της εμπει­ριών, που έχουν συμ­βεί σε συ­γκε­κρι­μέ­νη ώρα, με συ­γκε­κρι­μέ­νο τρό­πο· χα­ρα­κτή­ρα νο­ε­ρών γε­γο­νό­των με τη ση­μα­σία γεν­νή­σε­ων ή και θα­νά­των, ανα­γνώ­σε­ων που ανα­δι­πλώ­θη­καν μέ­σα στη μνή­μη της, στον δι­κό της, προ­σω­πι­κό χρό­νο της Ιστο­ρί­ας. Ο νε­κρός δια­σχί­ζει τώ­ρα δα το μυα­λό μου και έχει την ει­κό­να ενός κει­μέ­νου κα­θό­λου ξε­κά­θα­ρου ή συ­γκε­κρι­μέ­νου, σκέ­φτη­κε μει­διώ­ντας η γυ­ναί­κα ενώ εξα­κο­λου­θού­σε να κά­θε­ται ακί­νη­τη δί­πλα στον τά­φο και ενώ –με έναν ολο­έ­να πιο φι­λι­κό και συ­νά­μα απει­λη­τι­κό τρό­πο– την κα­τέ­κλυ­ζε μία θα­μπή, απροσ­διό­ρι­στη σκιά από τη χώ­ρα των κο­ντι­νών μας νε­κρών, από έναν εν­διά­με­σο χώ­ρο πε­ρι­χα­ρα­κω­μέ­νο από το από­λυ­το σκο­τά­δι· ήταν μία αδρή μορ­φή, απροσ­διό­ρι­στη στις άκρες μα στον πυ­ρή­να της το ίδιο σα­φής με τη φω­τιά, με τη ζω­τι­κή, στιγ­μιαία ορ­μή μιας γεν­ναί­ας και φο­βε­ρής κα­τά­φα­σης ασκη­μέ­νης στην κα­τα­στρο­φή. Εί­δε τα κεί­με­νά του –μία αστρα­πή φώ­τι­σε φευ­γα­λέα τη με­γά­λη ει­κό­να– και διέ­κρι­νε μία ανα­πα­ρά­στα­ση δι­κών της πε­ρα­σμά­των και στο­ών και δω­μα­τί­ων και υπε­ρυ­ψω­μέ­νων μπαλ­κο­νιών και αυ­λών και ξέ­φω­των και πάρ­κων και στε­νών και λε­ω­φό­ρων στους οποί­ους εκεί­νη εί­χε κά­πο­τε βρε­θεί, όπου εί­χε στα­θεί μό­νη της, όπως επί­σης εί­χε γνω­ρί­σει άλ­λους, εί­χε απο­χω­ρι­στεί από αν­θρώ­πους, εί­χε πι­κρα­θεί, εί­χε πα­λέ­ψει, εί­χε τσου­γκρί­σει πο­τή­ρια, εί­χε αντι­πα­λέ­ψει τον θά­να­το, εί­χε νι­κη­θεί από τον θά­να­το, εί­χε φι­λή­σει, εί­χε χτυ­πή­σει, εί­χε αρ­νη­θεί, εί­χε απο­δε­χτεί, εί­χε ερω­τευ­τεί την άγρια γλώσ­σα, εί­χε ερω­τευ­τεί τη με­λω­δι­κή γλώσ­σα, εί­χε με­λε­τή­σει τους δυ­σή­νιους μυ­χούς των ωραί­ων και των άσχη­μων πτυ­χών των πραγ­μά­των, των συ­ναι­σθη­μά­των και των γε­γο­νό­των, εί­χε πει το με­γά­λο ναι όπως και πολ­λά μι­κρό­τε­ρα τρα­ντα­χτά όχι, εί­χε επι­θυ­μή­σει και εί­χε σαρ­κα­στεί και εί­χε αφε­θεί στο πλή­ρες, εί­χε φί­λους και εί­χε εχθρούς, εί­χε ξο­δέ­ψει και εί­χε αγο­ρά­σει, εί­χε πέ­σει και εί­χε ση­κω­θεί, εί­χε ακο­λου­θή­σει την πα­ρά­δο­ση των άλ­λων, εί­χε κά­νει μέ­χρι κε­ραί­ας το δι­κό της, εί­χε αγα­πή­σει, εί­χε μι­σή­σει, εί­χε πα­ρα­δο­θεί στη γλώσ­σα της με­τα­φο­ράς, εί­χε ασπα­στεί τον μπω­ντλαι­ρι­σμό, εί­χε ασπα­στεί τον αντι­μπω­ντλαι­ρι­σμό, εί­χε φα­ντα­στεί το ιδα­νι­κό, εί­χε ανοί­ξει την καρ­διά της στο υπαρ­κτό, εί­χε αφή­σει τη φω­νή της να ακου­στεί δυ­να­τά, χω­ρίς ψι­θυ­ρί­σμα­τα, με σκο­πό να ακού­σει τον εαυ­τό της, όχι να φτιά­ξει την ει­κό­να του.

Σκέ­φτη­κε πως όλα αυ­τά μπο­ρεί να ήταν στη φα­ντα­σία της και χα­μο­γέ­λα­σε ξα­νά.

Σε μια στιγ­μή η πε­τα­λού­δα την προ­σπέ­ρα­σε χω­ρίς να της δώ­σει την πα­ρα­μι­κρή ση­μα­σία· όλα –τα δέ­ντρα, τα λου­λού­δια, τα μυρ­μή­γκια, ο κό­σμος– βρή­καν ξα­νά τη γνώ­ρι­μη κί­νη­σή τους.

ΣΧΕΤΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: