Αλλού είναι οι γάτες, ναι, Λευτέρη. Δεν είναι εδώ όπου ορμούν το νερό
και τα ύδατα. Είναι σαν τις γυναίκες, που δεν αγαπούν τη βροχή. Κι ας
έρχονται, στην έβδομη βροχή, οι εχθροί και οι φίλοι μας, πλανόδιοι
σωματοφύλακες ονείρων, και μπαίνουν στο δωμάτιο για να ξαποστάσουν. Όχι
στο πράσινο δωμάτιο του Τruffaut, όχι σ’ αυτό το τέμενος του πένθους,
όχι ακόμα. Στο κόκκινο δωμάτιο μπαίνουν, σ’ αυτό, το μόνο
χρώμα, το χρώμα του συντρόφου που επιστρέφει, της «μητριάς πατρίδας»,
του άγγελου των πρώτων ημερών, των ματιών του Οιδίποδα στον Κολωνό.
Και μετά, δραπέτης.
Ο
Λευτέρης Ξανθόπουλος αυτοπροσδιοριζόταν ποιητής-σκηνοθέτης. Πλεονασμός.
Έπρεπε και του άξιζε να αρκείται στο «Ποιητής», με την έννοια του
δημιουργού, του ποιούντος, του hacedor που λέει ο Μπόρχες, του γόνιμου
εραστή και θεράποντα της τέχνης, κάθε τέχνης – κυρίως, της υψηλής
τέχνης της φιλίας.
Με τον τίτλο της τελευταίας του ποιητικής συλλογής, Άνθρωπος μηδενικών αποχρώσεων
(πόσο θλιβερό είναι να μην μπορώ να δώσω στη λέξη «τελευταίας» τον
ευφημισμό τού απλώς πρόσφατου, αυτού που φέρει μέσα του το σπόρο της
συνέχειας), ο Λευτέρης Ξανθόπουλος αυτοπροσωπογραφείται, συνειδητά ή
όχι, πάντως στην εντέλεια. Γιατί ο Λευτέρης ήταν ένας άνθρωπος ευθύς,
καθαρός, ορθάνοιχτος, ευανάγνωστος και ευερμήνευτος, σαν τους ευάλωτους
στο βλέμμα και στα αισθήματα μονοχρωματικούς πίνακες του Rauschenberg ή
του Yves Klein.
Τον αποχαιρετώ μ’ ένα δικό του ποίημα απ’ αυτή τη συλλογή: