——————————
[ Θραύσματα από το έργο του Κωστή Παπαγιώργη ]
——————————
Ατελέσφορη χειρονομία
Συμβαίνει ενίοτε ―μέσα στην πιο θρυμματισμένη καθημερινότητα― να μας τυλίγει η ανία. Να είμαστε μέσα στα πράγματα, μέσα στις σκέψεις μας, αλλά ένα βαθύτερο ρεύμα ― μια «σιωπηλή ομίχλη» να βυθίζει τα πάντα σε μια αλλόκοτη αδιαφορία, η οποία μας ενσταλάζει την αίσθηση της αχαρακτήριστης ολότητας των πραγμάτων. Ασφαλώς δεν πρόκειται για την ανέφικτη σύλληψη του απείρως διαστελλόμενου σύμπαντος και τα παρόμοια, παρά για ένα ριζικό βίωμα του κόσμου που ανθίσταται πανταχόθεν. Κάθε ζωντανός οφείλει να κυκλοφορεί με έναν αόρατο κουβά γεμάτο κόκαλα. Μόνο τα οστά συνετίζουν, όχι ο αυτισμός του «θα πεθάνω, θα πεθάνω, θα πεθάνω». Αν δεν μαγαριστείς στην αγορά, πώς θα αγορεύσεις; Με όλους τους κινδύνους και τη χασούρα ―μεγάλη χασούρα, όντως― η νύχτα έχει αναδειχθεί σε ιδεώδες φροντιστήριο των αρχάριων ψυχών. Κοντολογίς, ο μεθυσμένος δεν χορταίνει να χάνει τα λογικά του. Αυτή η αιωνιότητα μιας χρήσης, που είναι η κάθε μέρα ―μολονότι δεν παραλείπει να επανέρχεται, πάλι και πάλι, ξανά μανά― είναι με νοίκι, ορίζει αυστηρές προθεσμίες και δεν αναγνωρίζει κανένα ενοικιοστάσιο. Η σορός στο χώμα, οι άλλοι σπίτια τους. Τι άλλο είναι το ποτό; Κάθε σανίδι σαπίζει, κάθε δέντρο πέφτει. Καλοί με όλους, πρόθυμοι στην οικειότητα και μετά στην μνησικακία είναι συνήθως οι πολύ αδύναμοι άνθρωποι. Όπως λίγες δόσεις τρέλας κάθε μέρα σε γλιτώνουν από το άσυλο, λίγος θάνατος κάθε νύχτα σε σκληραγωγεί καλύτερα για το τελικό ναυάγιο. Αν ο μεθυσμένος ξυπνήσει, ξυπνάει πάντα σαν πλατωνική φράση: πάνυ χαλεπώς έχω υπό του χθες πότου και δέομαι αναψυχής τινός. Παντού νεκροί και πτώματα. Μελλοντικός νεκρός ο καθένας μας, κυκλοφορεί ανάμεσα σε τωρινούς και αβοήθητους νεκρούς. Ο νεκρός δεν έχει κανένα ψεγάδι. Όποιος πάει στο σπίτι του μπεκιάρη έχει πολλές αφορμές για να μακρύνουν τα γένια του. Είναι εντυπωσιακή η δεινότητα στην έκφραση που δείχνει μια καρδιά με επείγουσες ανάγκες όταν στρώνεται στη δουλειά και αποφασίζει να τα μάθει όλα μόνη της. Για να δεις τη νύχτα δεν αρκεί να κλείσεις τα μάτια. Γενέθλια γη του καθενός, πατρίδα, είναι ο τόπος όπου τον «ξεγέλασαν» ― για να ζήσει. Ο αθλητής υπερβαίνει πάντα το στοιχείο του αγωνίσματός του προς τη νίκη. Έτσι, αν αναρωτηθούμε, για παράδειγμα, τι σκέφτεται ο κολυμβητής για το νερό, η απάντηση είναι απλή: τίποτα. Ο άνθρωπος που μπαίνει σε ένα μπαρ και πιάνει ψηλό σκαμνί, αδιάφορο αν εκείνη τη στιγμή ψηφίζει και με τα δυο του χέρια το εφήμερο, δεν αποφασίζει τίποτα για το μέλλον του. Το καθόλου μόνο είναι κακό. Φαινομενικά άτρωτος ελέω αγαθής τύχης, κάθε χαροκόπος και χασομέρης τρώει πολύ γρήγορα τα ψωμιά του. Το αιώνιο, με άλλα λόγια, μπορεί να είναι και μια πολύ καθημερινή υπόθεση. Απλώς χρειάζεται μυαλό. Ο Γκαίτε αποκάλεσε τη ρομαντικής εμπνεύσεως λογοτεχνία «ποίηση του νοσοκομείου». Ο μπουφόνος και το νευρόσπαστο δύσκολα επιστρέφουν, αν επιστρέφουν ποτέ, στην κατάσταση του ανθρώπου που δε γεννά γύρω του τη θυμηδία. Η αποτυχία είναι το γούστο μου. Κι αφού όλοι είμαστε τρύπιοι και χάνουμε το καλύτερο, [ο Βακαλόπουλος] ήξερε να σκύβει και να μαζεύει. Η ιδιάζουσα ικανότητα του ανθρώπου να συλλέγει μνήμες και να τις αναπαράγει κατά το δοκούν ανήκει στη φαντασία. Αυτή είναι ό,τι πιο ανθρώπινο στον άνθρωπο. Άλλωστε είναι και η μόνη, κατά τον Χιουμ, που δύναται να προβεί σε συνθετική οργάνωση του χρόνου. Για να συνθέσεις το παρελθόν με το παρόν και το μέλλον, θα πρέπει να έχεις πρόσβαση, πραγματική ή πλασματική, και στις τρεις διαστάσεις του χρόνου. Η φαντασία το πράττει, ενώ η μνήμη αδυνατεί. Άνθρωπος που έχει την οξυδέρκεια κάθε λίγα χρόνια να κόβει δρόμο, ο Βακαλόπουλος ανήκε μοιραία στη χορεία των ανθρώπων που συχνά χάνουν τον δρόμο. Όσα λησμονάει η πρόοδος τα θυμάται η γλώσσα. Ενώ τα πάντα συναρτώνται πλέον με τη δραστηριότητα του νου, την εξυπνάδα και τον λελογισμένο προγραμματισμό, όταν θέλουμε να μιλήσουμε για τις μύχιες προτιμήσεις του ανθρώπου επιστρέφουμε (ακούσια) στο πανίσχυρο κέντρο των αισθήσεών του: το στόμα, τη γεύση, το σάλιο. Ο Homo sapiens μπορεί να είναι ο σοφός και sapientia η σοφία και η επιστήμη, ωστόσο «sapio» σημαίνει κυρίως «έχω τη διακριτική γεύση των χυμών». Από την άλλη, το περίφημο «goût», το γούστο ―πρύτανης των τεχνών και των πνευματικών απολαύσεων― τι άλλο υπονοεί από τη γεύση; Η οξύνοια, η μεγάλη ευαισθησία στα θέματα της αισθητικής, ταυτίζεται με τη δουλειά του γευσιγνώστη που μπορεί, με κλειστά μάτια, να δοκιμάσει μια γουλιά και να αποφανθεί. Συνέχεια αυτό δεν κάνουμε στη ζωή; Μπορεί να απογοητεύονται οι νοησιοκράτες όταν βλέπουν να ανάγεται η ανωτερότητα της σκέψης σε κάτι τόσο στοιχειώδες όπως το θαλάμι του στόματος, τι να πούμε όμως για το γουρούνι που θεωρείται πρώτο σε εξυπνάδα μεταξύ των ζώων απλά και μόνο επειδή τρώει τα πάντα; Ο παμφάγος είναι πανέξυπνος. Πολλές γεύσεις, πολλές σκέψεις... Αν ο κινηματογράφος έγινε τέχνη νοθεύοντας μια σειρά άλλων (ζωγραφική, θέατρο, μουσική, παντομίμα, μυθιστόρημα), το ποδόσφαιρο έκανε το ίδιο με πολλά αθλήματα: τους δρόμους, την πάλη, τα άλματα ― εξού και η καταδίκη του από τους υποστηρικτές των καθαρόαιμων αθλημάτων ως νόθας παιδιάς. Στο άλλο άκρο τώρα, η μικροψυχία αφανίζει τα πάντα εν ονόματι της μικρής, πολύτιμης λεπτομέρειας. Η κούκλα που μας αρνείται δεν αξίζει, γιατί έχει κάπως χοντρά σφυρά, λαϊκή φωνή, κακό γούστο. Ο καλύτερος γραφιάς, το εντρύφημα των εκλεκτών, εφόσον μας επιτίμησε κάποτε, ανάγεται ολόκληρος σε κάτι γλοιώδες που κυκλοφορεί στη φάτσα του, σε κάτι χυδαίο που τον κατατρύχει. Σε όλες τις σχετικές κρίσεις ―και η κοινωνική ζωή είναι φυτώριο παρόμοιων ανθέων― οι μετατοπίσεις από τον εργάτη στο έργο, από το όλο στο μέρος, από το ουσιώδες στο επουσιώδες γίνονται εν ριπή οφθαλμού. Ο καθένας βρίσκει ό,τι ζητάει. Αλλά θα ήταν άχαρο αν μέναμε στο ηθοπλαστικό συμπέρασμα ότι ο φθόνος χρησιμοποιεί σμικρυντικό φακό και η αγάπη μεγεθυντικό. Καλά κάνουν και οι δύο. Αυτό που μας ζει δεν είναι η δικαιοσύνη. Η μεγάλη ζύμη είναι η αδικία. Μας αρέσει να αδικούμε για να βγαίνουμε λάδι. Όντως το «λάδι» δίνει ζωή. Κάθε σχέση μέσα στο έργο του Ντοστογιέφσκι έχει πάντα να κάνει με ένα απροσδιόριστο ξελόγιασμα, με ένα μεταφυσικό εκμαυλισμό, με μια λατρεία που αγγίζει τα όρια του αυτοστραγγαλισμού. Αν διωχτεί η βία από τα γήπεδα, υπάρχει βάσιμος λόγος ότι θα φύγουν μαζί και τα γήπεδα. Παρότι ο μέθυσος μοιάζει κάπως με αδιάβαστο ηθοποιό, που στρέφεται συχνά πυκνά προς τον υποβολέα του (την μποτίλια), διάχυτη είναι η αίσθηση πως όλα πάνε κατ’ ευχήν. Υπάρχει ένας άταφος βιωμένος χρόνος που κληροδοτείται εξ ολοκλήρου ή εξ αδιαιρέτου στους επιζώντες. Απεναντίας το μαρτυρολόγιο είναι η πιο θελκτική πλεκτάνη. Οι υπερευαίσθητοι άνθρωποι, αν δεν χάνονται σε παιδαριώδεις ονειροπολήσεις, καταλήγουν ρέκτες της παρατήρησης, με αποτέλεσμα να γίνεται η καρδιά τους μια απίθανη κρύπτη από ιδιότυπα συμπεράσματα. Ο συγγραφέας που «γράφει» είναι ο άνθρωπος που ξεκινάει «άγλωσσος», χωρίς συμπαράσταση, χωρίς έτοιμο κόσμο, χωρίς φίλους. Γι’ αυτό και τα βιβλία που αφήνουν εποχή είναι βιβλία μοναχικά και πάνω απ’ όλα χωρίς παρελθόν. [Με την καύση] σώζοντας το σκήτος από την σκωληκόβρωτη μοίρα του, είναι σαν να σώζουμε την ευγενή αφθαρσία της ψυχικής υπόστασης. Καιρός του φαίνεσθαι, καιρός του αφανίζεσθαι. Όλα τα λεξικά φιλοσοφούν. Persona non grata μέσα στον κόσμο, ξοδεμένο βέλος ή άνθρωπος που θα συνέλθει μόνο μέσα στο φέρετρο, ο Πρόξενος ενσαρκώνει την πιο βέβηλη δυνατότητα προσευχής μέσα στον σύγχρονο κόσμο. Στα πάντα είναι Πρώην. Πρώην Πρόξενος, πρώην μέλος του ναυτικού της Αυτού Μεγαλειότητος, πρώην φίλος, πρώην εραστής, πρώην φιλόδοξος, πρώην φυσιολογικός άνθρωπος και νυν μεθύστακας. Τα πάντα υπόσχονται μια δαψίλεια. Η τσιγγουνιά έχει ελάχιστους πιστούς στο χωριό των μεθυσμένων. Τα πάντα πρέπει να περάσουν απ’ το αφύλαχτο τελωνείο του στόματος. Η γιορτή αρχίζει να σβήνει και τα τελευταία της φώτα. Όποιος έφαγε κάποτε μάτια αγελάδας, γράφει ο Τζόις, θα τον κοιτάζουν κατόπιν όλη του τη ζωή. Και, φυσικά, τα τραύματα του παρελθόντος σε μια τέτοια λυγμική κατάσταση ισοδυναμούν με ταλέντα. Ανεπίδεκτη ορθολογισμού, η αγάπη στήνει το δικό της σκηνικό. Πάμε στον τάφο κανονική επίσκεψη· για να βρούμε τον άνθρωπό μας και να μιλήσουμε μαζί του. Όποιος βούλεται επιβάλλει μέσα του υπακοή. Μέσα «στη φωτεινή νύχτα του μηδενός της αγωνίας ανακύπτει για πρώτη φορά η αρχέγονη διάνοιξη αυτούσιων των όντων: τα όντα είναι― και όχι το μηδέν. Όπερ σημαίνει ότι η ίδια η παρουσία των πραγμάτων γεννά την εμπειρία του μηδενός. Το μηδέν δεν είναι ον. Ούτε η αγωνία συνιστά σύλληψη του μηδενός ― καθότι μόνο η διάνοια συλλαμβάνει. Αφού το στόμα μου ήταν χτισμένο παράθυρο, έπρεπε να βρω μια διέξοδο προς τον κόσμο. Μιλούσα γράφοντας, αλλά δεν μπορούσα να γράφω μιλώντας. Το σημαίνον, μολονότι το ορίσαμε ως ακουστική εικόνα και όχι ως υλική υπόσταση, μπορεί να γραφτεί ή να ακουστεί, να περισυλλεγεί από τις αισθήσεις. Απεναντίας το σημαινόμενο δεν είναι ον που υφίσταται στον κόσμο αλλά μια καθαρή γενικότητα, σημασία, νόημα και, για να πούμε την ακριβή λέξη, υπερβατικό σημαινόμενο. Ενώ το σημαίνον είναι αισθητό, το σημαινόμενο δε δίνεται με κανέναν τρόπο στις αισθήσεις· η τάξη του είναι νοητική. Η υπαρκτική αναλυτική, η περιγραφή της ύπαρξης με άλλα λόγια, είναι το άδηλο υπόστρωμα του καρτεσιανού υποκειμένου. Μόλις γεννιέται το πουλάρι, τελείται μια ανταλλαγή πνοής και αφής με την μητέρα του ― οσφρητική σφραγίδα που το ακολουθεί δια βίου. Ο άνθρωπος δεν ζει τίποτα διαφορετικό: η σφραγίδα της διυποκειμενικότητας τον έχει χαράξει άπαξ δια παντός. Από μόνος του δεν είναι τίποτα. Μόνο οι άλλοι είναι η ζωή και η χαρά του. Και η ισόβια λύπη του. Όταν συναισθάνεσαι απλώς το δράμα ενός ανθρώπου που έχασε την όρασή του, του αγοράζεις ένα ειδικό μπαστούνι ή ένα σκύλο· όταν, όμως, οδηγείς την συμπάθεια ως το ακραίο της όριο, έρχεσαι στην θέση του, του δωρίζεις το μάτι σου και γίνεσαι σαν κι αυτόν. Τα γεννητικά ―κατ’ άλλους απλώς ερωτικά― όργανα ένα πράγμα διδάσκουν: ότι αυτός που τα φέρει είναι πέρασμα. Αν εξετάσουμε τα μάτια ενός βρέφους λίγες ώρες ή λίγες μέρες αφότου γεννήθηκε, εύκολα διαπιστώνουμε ότι δε βλέπουν. Αυτή η αναγκαία πείρα ―που είναι προάσκηση, παρελθόν και μνήμη― χαρακτηρίζει κάθε δραστηριότητα του νου. Τα πάντα εξαρτώνται από ένα ήδη. Ο χορευτής έχει ήδη χορέψει. Ο ψαράς έχει ήδη ψαρέψει. Κι αν ο συγγραφέας γράφει, είναι γιατί, όπως θα έλεγε ο Μπλανσό, έχει ήδη γράψει. Σαν ένοικος η συνείδηση μπορεί να εξαντλεί όλη την κλίμακα της δημιουργίας και της φαυλότητας, της εγκληματικότητας και της αγιότητας, του πολιτισμού και της βαρβαρότητας, πλην όμως ανώτερο προνόμιό της παραμένει η κατ’ εξαίρεσιν παρουσία της που είναι συνώνυμη με την ελευθερία. Ξαφνικά από αδέκαρος και απελπισμένος, είδα, καθώς λένε οι Γάλλοι, «άχυρο μέσα στις μπότες μου». Καιρός του κλέπτειν, καιρός του αναγιγνώσκειν. Ο Ντοστογιέφσκι όρθωσε το ανάστημά του εκεί που εξουθενώθηκε ο Γκόγκολ. «Με τα χείλη που ’χω σε φιλάω», λένε στην Νάξο, για να θυμίσουν ό,τι ο καθένας δίνει ό,τι έχει. Η φρόνηση που δε σπαταλιέται σε απαντήσεις, γιατί το μόνο που την ενδιαφέρει είναι η καταγωγή της σιωπής, ξέρει εδώ να θυμίζει την παθητικότητα. Τις συνθήκες του κόσμου δεν τις εξηγείς, απλώς τις παραδέχεσαι. Η εξέγερση απέναντι στο χώρο και το χρόνο είναι τόσο μάταια, όσο και η ελπίδα ενός ουροβόρου φιδιού ότι κάποτε θα μπορέσει να καταβροχθίσει το ίδιο το κεφάλι του. Άρχισα να γράφω με το μολύβι στο στόμα. Αυτό είναι η γραφή: ένας υπάκουος Ααρών που σου δανείζει το στόμα του για να μιλήσεις. Κυριολεκτικά ζω για να ξεχνάω. Μου βγήκε η πίστη για να διαβάσω αυτά τα έργα ― όσο τα διάβασα. Η αληθινή φιλοσοφία είναι σαν τον ανίατα τρελό: δύσκολα τον καταλαβαίνεις και σπάνια τον ακολουθείς. Μέσα σε μια εφταετία περίπου (1968-1976), εξαφάνισα από τα βιβλιοπωλεία του Παρισιού πάνω από 10.000 τόμους. Αλλά αφού ήθελα να «φιλοσοφήσω», όφειλα να «ξενοφωνήσω». Έχουμε τη συνήθεια να λέμε: Αυτός διαβάζει πολύ, όπως για κάποιον άλλον λέμε: Πίνει πολύ. Τι συμβαίνει, όμως, όταν αυτοί οι κάποιοι είναι ο ίδιος άνθρωπος; Το πιο πιθανό είναι ότι πασχίζει να βρει δύο αλήθειες: in studiis veritas, in vino veritas. Αλήθειες δεν υπάρχουν σ’ αυτές τις ασκήσεις, εκτός ίσως από τη βεβαιότητα ότι μετά από χρόνια θα χτιστεί μέσα σε ετούτη τη στενόχωρη φράση: Η τελετή δε αυτώ παράλυσις εκ φιλοσοφίας, φιλοποσίας και φιλοκαπνίας. Είμαι ένα μολύβι που χαράζει αργά αργά αυτή την πρόταση, καθώς νιώθω φράσεις, λέξεις και σκέψεις να σβήνουν από την πυκνογραμμένη μνήμη μου. Συνεπώς η επιθυμία δεν μπορεί παρά να είναι πάντα επιθυμία του απόντος. Και μόνο αυτή η απουσία μας κάνει να λατρεύουμε και να προσδοκούμε την παρουσία, την πληρότητα… Στον αντίποδά του κάθε πράγμα αναγνωρίζει το πολύτιμο άλας που του χαρίζει ζωή και ισχύ. Η ζωή δοξολογεί το θάνατο, η μέρα τη νύχτα, η ευτυχία τη δυστυχία. Να γιατί το καλύτερο κατάλυμα είναι εκείνο που του λείπει η στέγη. Και έχει έτσι θέα προς τον ουρανό και την ανεξερεύνητη νύχτα…