Εξωφρενική ημιμάθεια

Εξωφρενική ημιμάθεια

Κά­που στις αρ­χές της δε­κα­ε­τί­ας του ενε­νή­ντα, φοι­τη­τής στην Θεσ­σα­λο­νί­κη κα­τέ­βαι­να την Αρι­στο­τέ­λους απ΄τα αρι­στε­ρά –από τα δε­ξιά δεν εί­χε ακό­μα τί­πο­τα για να δεις, ο Ια­νός άνοι­ξε αρ­γό­τε­ρα– προς τη θά­λασ­σα. Λί­γο πριν τη βι­τρί­να του Stereodisc –γε­μά­τη βι­νύ­λια τό­τε– υπήρ­χε ένας πά­γκος βι­βλί­ων, στον οποίο πά­ντα κο­ντο­στε­κό­μουν.
Εκεί­νη τη μέ­ρα στά­θη­κα αρ­κε­τή ώρα για­τί έπε­σε στην αντί­λη­ψή μου ένα δέ­μα πε­ριο­δι­κών, δε­μέ­να με σπά­γκο. Ο λό­γος της κα­θυ­στέ­ρη­σής μου οφει­λό­ταν στην δει­λία μου, στην έλ­λει­ψη θάρ­ρους να ζη­τή­σω από τον πλα­νό­διο πω­λη­τή να μου ανοί­ξει το δέ­μα, ώστε να δω τα τεύ­χη, να δια­βά­σω τα πε­ριε­χό­με­να, να τα ξε­φυλ­λί­σω… να κα­τα­λά­βω τέ­λος πά­ντων πε­ρί τί­νος πρό­κει­ται.
Χάρ­της λε­γό­ταν το άγνω­στο σ' εμέ­να πε­ριο­δι­κό, το δέ­μα απο­τε­λού­νταν από δε­κα­πέ­ντε τεύ­χη, και το κό­στος αυ­τών, όλα μα­ζί, 150 δραχ­μές… πε­ρί­που όσο ένας κα­φές στην Αγί­ου Δη­μη­τρί­ου. Τα φοι­τη­τι­κά χρή­μα­τα όμως πά­ντα με­τρη­μέ­να, ενώ οι λί­στες με τα επι­θυ­μη­τά βι­βλία και βι­νύ­λια ξε­χεί­λι­ζαν. Άξι­ζε άρα­γε τον κό­πο;
Άρ­γη­σα να πά­ρω την από­φα­ση, μα τε­λι­κά την πή­ρα και αγό­ρα­σα –ίσως και για αι­σθη­τι­κούς λό­γους, κα­λαί­σθη­τα φαι­νό­ταν– το δέ­μα με τα δε­κα­πέ­ντε τεύ­χη του άγνω­στου τό­τε για μέ­να πε­ριο­δι­κού στα τυ­φλά. Τε­λι­κά άξι­ζε τον κό­πο! Έμα­θα πολ­λά από αυ­τά τα τεύ­χη –τον Καλ­βί­νο, τον Μπόρ­χες– αλ­λά μάλ­λον πί­στε­ψα κά­ποια από τα γρα­φό­με­να που δεν θα έπρε­πε, χω­ρίς ωστό­σο να ευ­θύ­νο­νται οι συ­ντά­κτες.
Κι­νη­μα­το­γρα­φό­φι­λος πε­ρισ­σό­τε­ρο, εκεί­νη την επο­χή, πα­ρά ανα­γνώ­στης άρ­χι­σα να δια­βά­ζω τα κι­νη­μα­το­γρα­φι­κά κεί­με­να. Τον Αχιλ­λέα Κυ­ρια­κί­δη δεν τον ήξε­ρα –αρ­γό­τε­ρα εί­δα στο Φε­στι­βάλ Δρά­μας τον «Νυμ­φίο» και το «Recitativo» και διά­βα­σα με­τα­φρά­σεις του– εί­χα απλώς ξε­φυλ­λί­σει το βι­βλίο του Η συ­νέ­χεια επί της Οθό­νης (εκδ. Ύψι­λον), χω­ρίς όμως να το αγο­ρά­σω. Ού­τε εί­χα δια­βά­σει τα κεί­με­να, αν το εί­χα κά­νει θα ήξε­ρα την ύπαρ­ξη του πε­ριο­δι­κού· τον εί­χα λοι­πόν κα­τε­γραμ­μέ­νο ως άν­θρω­πο του Σι­νε­μά.

Στο τεύ­χος 9 (Δε­κέμ­βριος 1983) υπήρ­χε ένα κεί­με­νο που με εν­θου­σί­α­σε, σχε­δόν με κρά­τη­σε άυ­πνο… δη­μιουρ­γι­κές φοι­τη­τι­κές αϋ­πνί­ες. Το κεί­με­νο εί­χε τί­τλο «Το Εξω­φρε­νι­κό Αρι­στούρ­γη­μα» και μι­λού­σε για τη ζωή και το έρ­γο ενός αμε­ρι­κα­νού σκη­νο­θέ­τη βαυα­ρι­κής κα­τα­γω­γής, του Φρέντ Μπά­τον (πραγ­μα­τι­κό όνο­μα Φρί­ντριχ Κράν­φεν­σταϊν Κνοπφ), ο οποί­ος ξε­κι­νά­ει στην γερ­μα­νι­κή UFA, αλ­λά τε­λι­κά δια­φεύ­γει στις ΗΠΑ όπου κά­νει πολ­λά και διά­φο­ρα, ενώ φαί­νε­ται αυ­τός να έχει γυ­ρί­ζει την πρώ­τη ται­νία noir και όχι ο Χιού­στον, λί­γο πριν δη­λα­δή από το Γε­ρά­κι της Μάλ­τας, χω­ρίς όμως να έχει κα­τα­γρα­φεί ως πρώ­τη, αφού ατυ­χώς για τον δη­μιουρ­γό της, προ­βλή­θη­κε το 1946.
Εκεί­νη την επο­χή, η σχέ­ση μας με την πλη­ρο­φο­ρία ήταν τε­λεί­ως δια­φο­ρε­τι­κή από σή­με­ρα, στα δε κι­νη­μα­το­γρα­φι­κά στη χώ­ρα μας ακό­μα χει­ρό­τε­ρη. Λί­γη, μάλ­λον ανύ­παρ­κτη, βι­βλιο­γρα­φία, στα δι­κά μου χρό­νια τα κι­νη­μα­το­γρα­φι­κά πε­ριο­δι­κά εί­χαν πά­ψει να κυ­κλο­φο­ρούν – πρό­λα­βα το τε­λευ­ταίο τεύ­χος της Οθό­νης– κα­νέ­να από τα πα­λιά πε­ριο­δι­κά δια­θέ­σι­μο, όλα εξα­ντλη­μέ­να, δυο τρία τεύ­χη Φιλμ εί­χα βρει στου Ρα­γιά, ού­τε καν φιλ­μο­γρα­φί­ες σκη­νο­θε­τών που εκτι­μού­σα­με δεν εί­χα­με, ώστε να υπάρ­χει μια ει­κό­να του τι ίσως έπρε­πε να δού­με.
Έτσι, η ανα­κά­λυ­ψη μιας τυ­χαί­ας πλη­ρο­φο­ρί­ας γι­νό­ταν μί­τος να μας βγά­λει από τα σκο­τά­δια. Ήταν κά­πως σαν τον «Κή­πο με τα Δια­κλα­δω­τά Μο­νο­πά­τια» του Μπόρ­χες: μια τυ­χαία πλη­ρο­φο­ρία σου άνοι­γε κά­να δυο προ­ο­πτι­κές, που κυ­νη­γώ­ντας τες μπο­ρού­σες να μά­θεις κά­τι που σε οδη­γού­σε σε κά­τι άλ­λο κ.ο.κ.· πύ­κνω­νε έτσι κλα­δά­κι κλα­δά­κι σαν δέ­ντρο προς το φως της γνώ­σης. Ακό­μα θυ­μά­μαι τα μο­νο­πά­τια που τυ­χαία ακο­λού­θη­σα για να πέ­σω πά­νω σε κά­ποιον με­γά­λο δη­μιουρ­γό, κα­θώς και την ανεί­πω­τη χα­ρά της ανα­κά­λυ­ψης – πά­ντα την μοι­ρα­ζό­μα­σταν με άλ­λους ρέ­κτες συ­νο­δεία φρα­πέ. Τώ­ρα, βέ­βαια, αντι­λαμ­βά­νο­μαι πως ού­τως ή άλ­λως, αρ­γά ή γρή­γο­ρα θα έπε­φτα πά­νω τους –ιδί­ως στους με­γά­λους– τό­τε όμως εί­χα άγ­χος μη μου δια­φύ­γει τί­πο­τα. Εί­χα την αί­σθη­ση ότι εκεί έξω ήταν γε­μά­τος ο τό­πος ση­μα­ντι­κές πλη­ρο­φο­ρί­ες που θα με οδη­γού­σαν στην κι­νη­μα­το­γρα­φο­φι­λι­κή από­λαυ­ση και έπρε­πε να τις κυ­νη­γή­σω. Κά­πως έτσι ού­τε οι πά­γκοι των πλα­νό­διων πω­λη­τών βι­βλί­ων δεν έπρε­πε να περ­νούν απα­ρα­τή­ρη­τοι.

Πα­ρό­λα αυ­τά εί­χα ήδη τό­τε μια ει­κό­να της Ιστο­ρί­ας του Σι­νε­μά, από τον Georges Sadoul γε­νι­κό­τε­ρα και ει­δι­κό­τε­ρα για το film noir από τους Βα­λού­κο και Σπη­λιό­που­λο. Επί­σης, ήξε­ρα από τη Δαι­μο­νι­κή Οθό­νη της Λό­τε Άισ­νερ για τον γερ­μα­νι­κό εξ­πρε­σιο­νι­σμό και τη φυ­γή αρ­κε­τών κε­ντρο­ευ­ρω­παί­ων δη­μιουρ­γών στην Αμε­ρι­κή, αλ­λά για τον Μπά­τον –που ήταν επί­σης γιος μα­ρα­γκού σαν εμέ­να– δεν εί­χα ακού­σει τί­πο­τα πο­τέ.
Το κεί­με­νο του Κυ­ρια­κί­δη για τον Φρεντ Μπά­τον έχει και φιλ­μο­γρα­φία (πλή­ρης πα­ρα­κα­λώ) στο τέ­λος, εί­χε και βι­βλιο­γρα­φι­κές ανα­φο­ρές –πά­ντα εκτι­μού­σα­με τα κεί­με­να που μας συ­νέ­δε­αν με άλ­λα– εί­χε όμως και υπό­τι­τλο που δεν εί­χα προ­σέ­ξει (μάλ­λον για­τί δεν μου έλε­γε τί­πο­τα): «Με τον τρό­πο του Χ. Λ. Μπόρ­χες». Επί­σης, κά­τι άλ­λο που πρό­σε­ξα εκ των υστέ­ρων –όταν εμπι­στευό­με­νος τις κι­μη­μα­το­γρα­φο­φι­λι­κές μου γνώ­σεις, απέ­κτη­σα αμ­φι­βο­λί­ες– ήταν πως το κεί­με­νο δεν ήταν στις σε­λί­δες που το πε­ριο­δι­κό αφιέ­ρω­νε στις «Τέ­χνες», αλ­λά ήταν στην ενό­τη­τα «Κλί­μα­κες».
Με τον τρό­πο του Μπόρ­χες λοι­πόν... (χω­ρίς να γνω­ρί­ζω τί­πο­τα για αυ­τόν τον τρό­πο), αφού έχω γυ­ρί­σει τον κό­σμο ανά­πο­δα να βρω πε­ρισ­σό­τε­ρα για τον Φρεντ Μπά­τον, δεν βρί­σκω τί­πο­τα και απο­γοη­τεύ­ο­μαι, ακρι­βώς με αυ­τόν τον τρό­πο, παίρ­νω τον λό­γο σε διά­λε­ξη σε­μι­να­ρί­ου κι­νη­μα­το­γρά­φου για το noir στηΧΑΝΘ και ρω­τάω για τον Φρεντ Μπά­τον, με την επι­μο­νή του ημι­μα­θή, που νο­μί­ζει πως κά­τι ξέ­ρει πε­ρισ­σό­τε­ρο, αρα­διά­ζω με κά­θε λε­πτο­μέ­ρεια όλες τις πλη­ρο­φο­ρί­ες από το κεί­με­νο του Κυ­ρια­κί­δη ώστε ο ει­ση­γη­τής της διά­λε­ξης τε­λι­κά πεί­θε­ται πως ίσως κά­τι ξέ­ρω –δεν ήταν ημι­μα­θής ώστε να θε­ω­ρεί ότι ο ίδιος ξέ­ρει τα πά­ντα– και ντρο­πα­λά, μπρο­στά σε αρ­κε­τούς ακρο­α­τές –οι οποί­οι εί­χαν πει­στεί και από το ύφος μου για την “εμπε­ρι­στα­τω­μέ­νη” ερώ­τη­σή μου– πα­ρα­δέ­χε­ται πως δεν τον γνω­ρί­ζει…
Οποία απο­γο­ή­τευ­ση… δεν επρό­κει­τo να μά­θω πο­τέ για τον Φρεντ Μπά­τον. Τον Σε­πτέμ­βρη του 1994 στη Δρά­μα, στο Φε­στι­βάλ Ται­νιών Μι­κρού Μή­κους, συ­νά­ντη­σα τον Αχιλ­λέα Κυ­ρια­κί­δη - πα­ρου­σί­α­ζε την ται­νία του «Νυμ­φί­ος» – αλ­λά δεν τον ενό­χλη­σα. Εί­χα πια αρ­χί­σει να κα­τα­λα­βαί­νω για τους τρό­πους, τα σύ­μπα­ντα, τα πλαί­σια, για το πώς δια­πλέ­κο­νται τα αφη­γή­μα­τά μας με την πραγ­μα­τι­κό­τη­τα, άλ­λο­τε δια­σκε­δα­στι­κά, άλ­λο­τε κα­τα­στρο­φι­κά, άλ­λο­τε αδιά­φο­ρα.

Υ.Γ. Εκ των υστέ­ρων ανα­κά­λυ­ψα ένα δια­κλα­δω­τό μο­νο­πά­τι που δεν εί­χα κα­τα­φέ­ρει να ιχνη­λα­τή­σω τό­τε για να με οδη­γή­σει: αυ­τό των εκ­δό­σε­ων Ύψι­λον, του Χάρ­τη, του Κυ­ρια­κί­δη, του Μπόρ­χες, του πε­ριο­δι­κού Τραμ, του Κα­λο­κύ­ρη, του Κορ­τά­σαρ... τους ανα­κά­λυ­ψα μέ­σω άλ­λων μο­νο­πα­τιών. Να το πως αλ­λιώς: με­τά κα­τά­λα­βα αυ­τά τα τεύ­χη σε ποιο σύ­μπαν ανή­καν.

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: