————————————
Σ Κ Η Ν Η Π Ρ Ω Τ Η
————————————
Αλλάζει ο μπερντές. Φεύγει η παράγκα, Μένει το βουνό. Ο Καραγκιόζης αγκομαχώντας ανεβαίνει το βουνό με τα κολλητήρια και την Αγλαΐα για τη στάνη του Μπαρμπαγιώργου. (Ακούγονται βαρειές ανάσες. Μονολογεί για την πανδημία του κορωνοϊού και μιλάει στην Αγλαΐα και στα Κολλητήρια.
Καραγκιόζης: Ωχ, τι κακό μας βρήκε (κλαίει). Από πού στο διάολο ήρθε αυτή η βρωμόμπαλα που δεν τη βλέπουμε καθόλου και μπαίνει παντού και έχει σκοτώσει τόσον κόσμο. Και έχει κάτι κέρατα και φίδια γύρω γύρω Παναγία μου.
Αλαΐτσα μου, φυλαχτείτε, κι εσείς κολλητήρια μου φυλαχτείτε. Μη φτερνίζεστε, ρε.. Μη ξύνετε τη μύτη σας. Μη πιάνετε τα μάτια σας. Και κοιτάτε δω. Αν βάζετε το χέρι σας στην τσέπη του άλλου, να το πλένετε κι ό,τι πήρατε να το δίνετε πάλι πίσω. Αν σας πιάσω, θα πάρω τη σανίδα και θα σας κάνω μαύρα στο ξύλο. Άντε τώρα. Πάμε στη στάνη του μπάρμπα μου του Μπαρμπαγιώργου, μήπως βρούμε εκεί τρόπο να πολεμήσουμε, να διώξουμε αυτήν την καταραμένη, τη στρίγγλα την κορώνα και να σωθούμε.
Αγλαΐα: Αχ Καραγκιοζάκο μου φοβάμαι, Φοβάμαι μη χαθούμε.
Καραγκιόζης: Εγώ να δεις που δεν έχω πια βρακί να φορέσω. Όσο το σκέφτομαι κατουργιέμαι απάνω μου. Άσε που με πάει έξι κι ένα απ΄ το φόβο μου.
Κολλητήρια: Μπαμπάκο, μπαμπάκο. Εμείς μπαμπάκο, αφού είναι μπάλα, θα την πάρουμε και θα παίζουμε ποδόσφαιρο. Θα την πιάσουμε απ’ τα κέρατα και θα την πετάμε ψηλά, να πέσει κάτω και να σκάσει.
Καραγκιόζης: Δεν σας είπα, ωρέ, ότι είναι επικίνδυνο; Μη σας δω να κάνετε κάτι τέτοιο θα σας ξυλοφορτώσω και θα σας πάρει ο διάολος τον πατέρα και όλο σας το σόι. Και ελάτε εδώ να σας δώσω και μια προκαταβολή. (Τους δίνει από μια κατραπακιά).
Ακούγονται βελάσματα, τσόκανα και σκυλιά. Φτάνουν. Ο Καραγκιόζης φωνάζει τον Μπαρμπαγιώργο.
Καραγκιόζης: Μπάρμπα, μπαμπούλη, Πού είσαι; Μπάρμπα μπαστουνόβλαχε, για μαζεψε τα σκυλιά. Πού είσαι μωρέ;
Ο Μπαρμπαγιώργος φωνάζει στα σκυλιά να φύγουν.
Μπαρμπαγιώργος: Ουστ, ουστ, βρε. Δε βλέπετε που 'ναι τ’ ανηψάκι μου; Χμ. Κάτι θα μου σκαρώσ’ τώρα που 'ρχεται δπάνω. Κάνα καρδάρι με γιαούρτι θέλει να μου κλέψει. Για στάκα να τουν πιάσω να του τις βρέξου απού τώρα.
Τον ξυλοφορτώνει πριν προλάβει ο Καραγκιόζης να του μιλήσει. Ο Καραγκιόζης κλαίει και παρακαλεί τον Μπαρμπαγιώργο να σταματήσει.Ηρεμούν. Ο Καραγκιόζης του εξηγεί τι λένε τα ραδιόφωνα και οι τηλεοράσεις.
Καραγκιόζης: Άκου, ρε μπαρμπούλη, και καληγώνεις το τσαρούχι σου στην κούτρα μου αργότερα. Δεν άνοιξες ραδιόφωνα; Δεν είδες τηλεόραση; Δεν διάβασες εφημερίδες; Δεν άκουσες ότι έχει έρθει μια κορώνα και ξεπαστρεύει τον κόσμο με τον γιό της;
Μπαρμπαγιώργος: Που να τα βρω αυτούνα αυτού στη σταν; Κι του ραδιόφουνο είν κείνο του κουτί κι μιλάει χωρίς άνθρουπο; Α; Κι αυτό που το λέν τιλιούραση, είν' κείνο που δείχνει τα τσουπιά που τραγουδάν κι μαγειρεύουν; Ωχ μαϊνόλα μ'. Κι η φιρεμίδες σάμτις ξέρου ιγώ τι γράφουν; Σάμτις ξέρου γράμματα; Ξήγα μου μωρέ κι θα μι πιθάνς΄.
Καραγκιόζης: Α, Κατάλαβα. Στο σχολειό μέχρι το γράμμα κάπα έφτασες, τα άλλα τα 'γραψες στα παλιά σου τα τσαρούχια. Και πού να βάλεις την κεραία; Σε κάνα κυπαρίσσι;
Μπαρμπαγιώργος: Έλα ιδώ ρε αλεπουδόπιασμα. Τι 'ναι αφτούνα αφτου που λεν κι φωναζουνε στα ράδια κι οι φιρεμίδες; Για κάποιουν γιό της κορώνας που σαλεύει δω και κει, κι κάνει, λέει πολύ κακό;. Ξήγα μου μωρέ κι θα μι πιθάνς΄. Μπας κι παντρέφτηκε καμιά πριγκιποπούλα με κορώνα κι έκανε γιό χτικιάρκο και σιργιανάει δω και κει; Πες μου, ωρέ, που πάει, να πάου να τους ίβρω, να βγάλου το τσαρούχι μ' να τους ταρναρίσου, να τους στείλου στον αγύριστου.
Καραγκιόζης: Αχ, μπαρμπούλη μου, πού να στα λέω. Δεν είναι πριγκιποπούλα με κορώνα. Ένα θηλυκό διαολόπραμα είναι που την λέν Κορώνα κι έχει κέρατα που δεν την βλέπεις και πετάει από δω κι από κεί.
Μπαρμπαγιώργος: Βρε μπας κι είναι καμιά κουρούνα μωρέ, καμιά καρακάξα; Κι πως μωρέ ιγώ θα κάνου να την πιάσου; Α, θα πα να στήσου ξώβιργα να κάτσει απάνω, θα την πιάσου κι θα την κάψου. Θα πα να βάλου σκιάχτρα με τη μουτσούνα σου γύρου γύρου στα καταράχια να σκιαχτεί και να μη κάμει κατά δω.
Καραγκιόζης: Αχ ρε μπαρμπούλη. Αφού δεν την βλέπεις.
Μπαρμπαγιώργος: Τι είνι μωρέ ξωτκό; Στάκα να βγάλου το μαχαίρι του μαυρομάνικου κι ένα φύλλου απήγανου κι θα δεις κατά πού θα καν. Θα την ξορκίσου και στου διάολου θα πάει.
Καραγκιόζης: Αχ, μπαρμπούλη. Κάτσε να σου πω.
Μπαρμπαγιώργος:Τι να πεις, βρε αλεπουδόπιασμα. Στάκα μωρέ να τοιμαστώ να κατέβου σα κάτ να τη βρω.
Καραγκιόζης: Ωχ μπαρμπούλη. Σταμάτα. Μη πας πουθενά. Θα σε βρει αυτή η καταραμένη. Κι άμα σε βρει και μπει μέσα στα ρουθούνια σου, θα πάθεις κακό μεγάλο. Θα σε πιάσει γαϊδουρόβηχας, θέρμη τρικούβερτη και τετρακούβερτη, πλεμονία σα χτικιό, και μετά, μπαρμπούλη, φωτιά στη φουστανέλα σου και στα λιμά σου.
Μπαρμπαγιώργος: Τι είνι μωρέ; Τόσ’ άγρια είνι. Καν’ στη μπάντα μωρέ. Σα με δει θα της πω: «Έλα ιδώ μωρή, ιγώ είμι ου Γιώργους ου Μπλατσάρας απ' τη Ρούμιλη, απού τα Γκράβαρα, κι θα σι φοβηθώ; Στάκα και βγάζου του τσαρούχι μου και θα σι συγυρίσου. Κι άμα με τσιμπήσεις, μωρή, ιγώ θα πα στη θεια Κοντύλω πο 'χει τα βοτάνια κι τα γιατρκά κι θα μου φτιάξ ένα γιατρικό κι θα πει κι ένα ξόρκι, κι θα γλυτώσου».
Καραγκιόζης: Αχά! Σαν καλό μου φαίνεται. Αν βγάλεις το τσαρούχι σου θα ψοφήσει από τη βρώμα των ποδιών σου. Για τα άλλα, άντε να σε συχωρέσουμε από τώρα.
Μπαρμπαγιώργος: Που είσι θειά Παύλαινα, θειά Γιώργαινα, θειά Κοντύλω. Φέρτε μου τη φστανέλα μου τη λαμπριάτικη με τα σαρανταδυό μπαλώματα, του κόκκινου του γιλέκου μι τα σιρίτια, του σιλάχι μ', του μαχαίρ του μαυρομάνικου, λίγη μαντέκα για του μουστάκ, λιβάνι κι απήγανου. Φέρε και συ θειά Κοντύλω, κειό το γιατρικό που το πίνω κι νταβραντίζουμαι κι δέκα τσουπιά δε μι φτάνουν για γοργολαβία. Θέλου να κατέβου σα κάτ ν απαντήσου μια κουρούνα μι του γιό της να τους πιάσου κι να τους λιανίσου.
Καραγκιόζης: Στάσου, μπαρμπούλη μου, μη πας, γιατί θα πάθεις κακό και θα σε κλαίνε οι ρέγγες. Είναι πολύ μπαμπέσα. Μπαίνει από παντού απ’ το στόμα, τη μύτη, τα μάτια, πιάνεται από τα χέρια σου και δεν ξεφεύγεις. Χειρότερα κι από ξωτικό.
Μπαρμπαγιώργος: Τι λες μωρέ. Έτσι είνι; Ωχ, μαϊνόλα μ'. Κι πού θα πάμ' να κρυφτούμε, μωρέ;
Καραγκιόζης: Όπου και να πας, μπαρμπούλη, θα σε βρεί. Να και γω έφυγα από την πόλη και πήρα τα βουνά και με κυνηγάει.
Μπαρμπαγιώργος: Στην μπάντα ρε να πιάσου την γκλίτσα να της δώσου κατακούτελα στου δοξαπατρί, που κυνηγάει τα ανηψούδι μου.
Καραγκιόζης: Άκου μπαρμπούλη τι πρέπει να κάνεις. Πρώτα να πλυθείς.
Μπαρμπαγιώργος: Τ’ είνι αυτού;
Καραγκιόζης: Α, κατάλαβα από τότε που σε λαδοξυδοβαφτίζανε έχεις να βάλεις νερό απάνω σου.
Μπαρμπαγιώργος: Τι λες μωρέ: Πέρσι ωρέ δεν έπλυνα τα πόδια μ' στο μούστο που πατούσαμι τα σταφύλια;
Καραγκιόζης: Γι' αυτό ήπιαμε ξύδι.
Μπαρμπαγιώργος: Στάκα, ωρέ, να βγάλω το τσαρούχι να μάθεις.
Καραγκιόζης: Ακόμα πρέπει μπαρμπούλη, να φορέσεις και μάσκα.
Μπαρμπαγιώργος: Τ’είνι; Καρναβάλι έχουμι και δεν του ξέρου; Βρε σαφρακιασμένου πριχού ένα μήνα δεν είχαμι Καθαροδευτέρα; Ξανάρθαν τα καρναβάλια; Όι μανόλα μ'. Ήρθι ου κόσμους ανάποδα.
Καραγκιόζης: Όχι μπαρμπούλη μου δεν είναι για καρνάβαλο. Είναι για να κλείνεις το στόμα σου και τη μύτη σου μην πάει και σου μπει από κει μέσα.
Μπαρμπαγιώργος: Ωρέ, χανούμισσα με φερετζέ θα μι κάνς; Βάι βάι, χάλασ’ ου κόσμους. Και να μι δουν έτσι στου χωργιού και θα λεν: «Ου Γιώργους ου Μπλατσάρας εγίνη χανούμισσα;» Ωχ κακο πόπαθα ου έρμους.
Καραγκιόζης: Άντε τώρα μπαρμπούλη έμπα στη στάνη και έμπα σε κανά βαγένι με νερό και σαπούνι να πλυθείς.
Μπαρμπαγιώργος: Ώχου κακού που μι βρήκε. Ου Γιώργους ου Μπλατσάρας να σαπουνίζιται σαν τις παστρικές.
Καραγκιόζης: Βρε έμπα μέσα και μη φωνάζεις. Να την, έρχεται με τον γιό της.
Μπαρμπαγιώργος: Ποια μουρέ: Καμιά τσούπρα να κάνου καμιά γοργολαβία, να τη γαργαλίσου;
Καραγκιόζης: Ποια τσούπρα μωρέ. Η κορούνα έρχεται.
Μπαρμπαγιώργος: Ώχου. Στάκα Καραγκιόζη να μπω παραμέσα στο βαγένι να μη με βρεί.
Καραγκιόζης: Μείνε κει μέσα και σκάσε.
Μπαρμπαγιώργος: Ωρέε θα μι πνίξεις. Άιντε βγαίνου.
Καραγκιόζης: Να μπαρμπούλη μου, έρχονται κι άλλοι απάνω στο βουνό για να σωθούν. Λοιπόν, μπαρμπούλη, άκου. Εδώ στη στάνη σου θα είμαστε ασφαλείς. Δεν βλέπω να μπορέσει να ανέβει μέχρι εδώ. Κι αν ανέβει θα κλειστούμε όλοι στη στάνη κι από κεί να δούμε πώς να τη διώξουμε για να σωθούμε.
Μπαρμπαγιώργος: Εντάξει βρε σαφρακιασμένου. Μα άμα σι πιάσου να μου κλέβεις το τυρί θα βγάλω του τσαρούχι μου και θα σι κάνου τελατίνι στου ξύλου. Στάκα, ωρέ κι τόσοι πουλλοί αν έρθουνε, πως θα τους ταîσω όλους αυτουνούς. Α, ας είναι. Ναν καλά τα ζα κι βλέπουμι. Θα κοιμηθούμι ούλοι στρωματσάδα παν στα σαΐσματα και τις αντρομίδες.
Καραγκιόζης: Μόνο, μπαρμπούλη, μη βγάλεις τα τσαρούχια σου γιατί θα σκάσουμε απ’ τη βρώμα. (Φωνάζει): Αγλαΐαααα, Κολλητήριααααα. Εσείς θα βάζετε τον κόσμο έναν έναν μέσα και θα τον στέλνετε για πλύσιμο στην ποτίστρα που πίνουν τ’ άλογα νερό. Πάρτε και μπόλικο σαπούνι να πλυθούν όλοι. Και μετά μέσα όλοι. Πάρτε και πέντε μπακράτσια γάλα, πέντε τουλούμια τυρί, εφτά καρβέλια ψωμί, έξι καρδάρια γιαούρτι και ένα βαρελάκι κρασί και μοιράστε το να φάνε να πιούνε για να στηλωθούνε. (Κι από μέσα του): Και τον λογαριασμό στον μπάρμπα μου. Πρέπει να ετοιμάσω την καμπούρα μου για το ξύλο που θα φάω.
Α να, έρχονται πολλοί από κάτω, από την πόλη. Πλακώσανε όλοι μαζί. Παναγία μου..