O Kαραγκιόζης, η κορώνα & ο γιός της

Επίκαιρο έργο σε πέντε σκηνές από τον καραγκιοζοπαίχτη Μεμάρα

Τ Α  Π Ρ Ο Σ Ω Π Α

Καραγκιόζης, Αγλαΐα (σύζυγος Καραγκιόζη), Κολλητήρια (παιδιά Καραγκιόζη), Μπαρμπαγιώργος, Χατζηαβάτης, Σιόρ Διονύσιος, Σταύρακας, Μορφονιός
Γκέκας, Αρβανίτης· Χαχάμης, Εβραίος· Μεμέτης, Τούρκος· Αμπντάλας, Άραβας· Φράγκος, Ρούσος, Τσουάν Τσιν, Κινέζος· Κακαντούκου, Αφρικάνος· Σαχ Σουράι, Ινδός
, ένας παπάς
Η Κορώνα και ο γιός της
Καπετάν Απέθαντος, Κυρ Κωσταντής, Ιπποκράτης, Άι Γιώργης, Μεγαλέξανδρος, Περσέας

O Kαραγκιόζης, η κορώνα & ο γιός της
Koλάζ του Τζον Άσμπερι


Ε Ι Σ Α Γ Ω Γ Ι Κ Η   Σ Κ Η Ν Η

————————————

Αρχή με τη γνωστή μουσική. Ο Καραγκιόζης και τα κολλητήρια στη γραμμή. Ανακοινώνει το έργο. Ο μπερντές δείχνει αριστερά την παράγκα και δεξιά ένα βουνό με μια πλαγιά που πλησιάζει την παράγκα.

Καραγκιόζης (φωνάζει): Αγλαΐα….. Έβγα έξω, μωρή, απ' την παράγκα. Φέρε και τα παιδιά μαζί σου.
Αγλαΐα (αλαφιασμένη): Τι είναι Καραγκιοζάκο μου, αγάπη μου, και φωνάζεις; Κερδίσαμε το λαχείο;
Καραγκιόζης: Να τη, πρωί πρωί, την έπιασαν οι γλύκες.
Ελάτε όλοι όξω, ωρέ, μη σας την μπουμπουνίξω με το καταβρεχτήρι. Ακούστε με προσεκτικά. Λένε τα ραδιόφωνα πως έρχεται μεγάλο θανατικό από μια κορώνα που κυκλοφορεί με τον γιό της. Και θα 'ρθει και έδώ. Πάρτε ό,τι έχετε και δεν έχετε και πάμε πάνω στο βουνό, στον μπάρμπα μου τον Μπαρμπαγιώργο στη στάνη, μπας και γλυτώσουμε.
Κολλητήρι: Μπαμπάκο να πάρω τη σφεντόνα να τη σκοτώσω;
Άλλο Καλλητήρι: Εγώ μπαμπάκο να πάρω το σουρωτήρι για κράνος;
Μικρό Κολλητήρη: Εγώ μπαμπάκο να πάρω το πηρούνι να της βγάλω το μάτι;
Καραγκιόζης: Βρε σεις ούτε το σουρωτήρι, ούτε το καταβρεχτήρι, ούτε το πηρούνι, ούτε η σφεντόνα μας γλιτώνει. Βγάλτε τον σκασμό, που μόνο να τρώτε τον αγλέουρα ξέρετε. Άντε τρέξτε. Βάλτε τα πόδια στα κεφάλια να φτάσουμε γρήγορα.

Μπαίνουν στη γραμμή. Ο Καραγκιόζης παίρνει στον ώμο του το μικρό Κολλητήρι κι ανεβαίνουν.

————————————
Σ Κ Η Ν Η
   Π Ρ Ω Τ Η

————————————

Αλλάζει ο μπερντές. Φεύγει η παράγκα, Μένει το βουνό. Ο Καραγκιόζης αγκομαχώντας ανεβαίνει το βουνό με τα κολλητήρια και την Αγλαΐα για τη στάνη του Μπαρμπαγιώργου. (Ακούγονται βαρειές ανάσες. Μονολογεί για την πανδημία του κορωνοϊού και μιλάει στην Αγλαΐα και στα Κολλητήρια.

Καραγκιόζης: Ωχ, τι κακό μας βρήκε (κλαίει). Από πού στο διάολο ήρθε αυτή η βρωμόμπαλα που δεν τη βλέπουμε καθόλου και μπαίνει παντού και έχει σκοτώσει τόσον κόσμο. Και έχει κάτι κέρατα και φίδια γύρω γύρω Παναγία μου.
Αλαΐτσα μου, φυλαχτείτε, κι εσείς κολλητήρια μου φυλαχτείτε. Μη φτερνίζεστε, ρε.. Μη ξύνετε τη μύτη σας. Μη πιάνετε τα μάτια σας. Και κοιτάτε δω. Αν βάζετε το χέρι σας στην τσέπη του άλλου, να το πλένετε κι ό,τι πήρατε να το δίνετε πάλι πίσω. Αν σας πιάσω, θα πάρω τη σανίδα και θα σας κάνω μαύρα στο ξύλο. Άντε τώρα. Πάμε στη στάνη του μπάρμπα μου του Μπαρμπαγιώργου, μήπως βρούμε εκεί τρόπο να πολεμήσουμε, να διώξουμε αυτήν την καταραμένη, τη στρίγγλα την κορώνα και να σωθούμε.
Αγλαΐα
: Αχ Καραγκιοζάκο μου φοβάμαι, Φοβάμαι μη χαθούμε.
Καραγκιόζης: Εγώ να δεις που δεν έχω πια βρακί να φορέσω. Όσο το σκέφτομαι κατουργιέμαι απάνω μου. Άσε που με πάει έξι κι ένα απ΄ το φόβο μου.
Κολλητήρια: Μπαμπάκο, μπαμπάκο. Εμείς μπαμπάκο, αφού είναι μπάλα, θα την πάρουμε και θα παίζουμε ποδόσφαιρο. Θα την πιάσουμε απ’ τα κέρατα και θα την πετάμε ψηλά, να πέσει κάτω και να σκάσει.
Καραγκιόζης: Δεν σας είπα, ωρέ, ότι είναι επικίνδυνο; Μη σας δω να κάνετε κάτι τέτοιο θα σας ξυλοφορτώσω και θα σας πάρει ο διάολος τον πατέρα και όλο σας το σόι. Και ελάτε εδώ να σας δώσω και μια προκαταβολή. (Τους δίνει από μια κατραπακιά).

Ακούγονται βελάσματα, τσόκανα και σκυλιά. Φτάνουν. Ο Καραγκιόζης φωνάζει τον Μπαρμπαγιώργο.

Καραγκιόζης: Μπάρμπα, μπαμπούλη, Πού είσαι; Μπάρμπα μπαστουνόβλαχε, για μαζεψε τα σκυλιά. Πού είσαι μωρέ;

Ο Μπαρμπαγιώργος φωνάζει στα σκυλιά να φύγουν.

Μπαρμπαγιώργος: Ουστ, ουστ, βρε. Δε βλέπετε που 'ναι τ’ ανηψάκι μου; Χμ. Κάτι θα μου σκαρώσ’ τώρα που 'ρχεται δπάνω. Κάνα καρδάρι με γιαούρτι θέλει να μου κλέψει. Για στάκα να τουν πιάσω να του τις βρέξου απού τώρα.

Τον ξυλοφορτώνει πριν προλάβει ο Καραγκιόζης να του μιλήσει. Ο Καραγκιόζης κλαίει και παρακαλεί τον Μπαρμπαγιώργο να σταματήσει.Ηρεμούν. Ο Καραγκιόζης του εξηγεί τι λένε τα ραδιόφωνα και οι τηλεοράσεις.

Καραγκιόζης: Άκου, ρε μπαρμπούλη, και καληγώνεις το τσαρούχι σου στην κούτρα μου αργότερα. Δεν άνοιξες ραδιόφωνα; Δεν είδες τηλεόραση; Δεν διάβασες εφημερίδες; Δεν άκουσες ότι έχει έρθει μια κορώνα και ξεπαστρεύει τον κόσμο με τον γιό της;
Μπαρμπαγιώργος: Που να τα βρω αυτούνα αυτού στη σταν; Κι του ραδιόφουνο είν κείνο του κουτί κι μιλάει χωρίς άνθρουπο; Α; Κι αυτό που το λέν τιλιούραση, είν' κείνο που δείχνει τα τσουπιά που τραγουδάν κι μαγειρεύουν; Ωχ μαϊνόλα μ'. Κι η φιρεμίδες σάμτις ξέρου ιγώ τι γράφουν; Σάμτις ξέρου γράμματα; Ξήγα μου μωρέ κι θα μι πιθάνς΄.
Καραγκιόζης: Α, Κατάλαβα. Στο σχολειό μέχρι το γράμμα κάπα έφτασες, τα άλλα τα 'γραψες στα παλιά σου τα τσαρούχια. Και πού να βάλεις την κεραία; Σε κάνα κυπαρίσσι;
Μπαρμπαγιώργος: Έλα ιδώ ρε αλεπουδόπιασμα. Τι 'ναι αφτούνα αφτου που λεν κι φωναζουνε στα ράδια κι οι φιρεμίδες; Για κάποιουν γιό της κορώνας που σαλεύει δω και κει, κι κάνει, λέει πολύ κακό;. Ξήγα μου μωρέ κι θα μι πιθάνς΄. Μπας κι παντρέφτηκε καμιά πριγκιποπούλα με κορώνα κι έκανε γιό χτικιάρκο και σιργιανάει δω και κει; Πες μου, ωρέ, που πάει, να πάου να τους ίβρω, να βγάλου το τσαρούχι μ' να τους ταρναρίσου, να τους στείλου στον αγύριστου.
Καραγκιόζης: Αχ, μπαρμπούλη μου, πού να στα λέω. Δεν είναι πριγκιποπούλα με κορώνα. Ένα θηλυκό διαολόπραμα είναι που την λέν Κορώνα κι έχει κέρατα που δεν την βλέπεις και πετάει από δω κι από κεί.
Μπαρμπαγιώργος: Βρε μπας κι είναι καμιά κουρούνα μωρέ, καμιά καρακάξα; Κι πως μωρέ ιγώ θα κάνου να την πιάσου; Α, θα πα να στήσου ξώβιργα να κάτσει απάνω, θα την πιάσου κι θα την κάψου. Θα πα να βάλου σκιάχτρα με τη μουτσούνα σου γύρου γύρου στα καταράχια να σκιαχτεί και να μη κάμει κατά δω.
Καραγκιόζης: Αχ ρε μπαρμπούλη. Αφού δεν την βλέπεις.
Μπαρμπαγιώργος: Τι είνι μωρέ ξωτκό; Στάκα να βγάλου το μαχαίρι του μαυρομάνικου κι ένα φύλλου απήγανου κι θα δεις κατά πού θα καν. Θα την ξορκίσου και στου διάολου θα πάει.
Καραγκιόζης: Αχ, μπαρμπούλη. Κάτσε να σου πω.
Μπαρμπαγιώργος:Τι να πεις, βρε αλεπουδόπιασμα. Στάκα μωρέ να τοιμαστώ να κατέβου σα κάτ να τη βρω.
Καραγκιόζης: Ωχ μπαρμπούλη. Σταμάτα. Μη πας πουθενά. Θα σε βρει αυτή η καταραμένη. Κι άμα σε βρει και μπει μέσα στα ρουθούνια σου, θα πάθεις κακό μεγάλο. Θα σε πιάσει γαϊδουρόβηχας, θέρμη τρικούβερτη και τετρακούβερτη, πλεμονία σα χτικιό, και μετά, μπαρμπούλη, φωτιά στη φουστανέλα σου και στα λιμά σου.
Μπαρμπαγιώργος: Τι είνι μωρέ; Τόσ’ άγρια είνι. Καν’ στη μπάντα μωρέ. Σα με δει θα της πω: «Έλα ιδώ μωρή, ιγώ είμι ου Γιώργους ου Μπλατσάρας απ' τη Ρούμιλη, απού τα Γκράβαρα, κι θα σι φοβηθώ; Στάκα και βγάζου του τσαρούχι μου και θα σι συγυρίσου. Κι άμα με τσιμπήσεις, μωρή, ιγώ θα πα στη θεια Κοντύλω πο 'χει τα βοτάνια κι τα γιατρκά κι θα μου φτιάξ ένα γιατρικό κι θα πει κι ένα ξόρκι, κι θα γλυτώσου».
Καραγκιόζης: Αχά! Σαν καλό μου φαίνεται. Αν βγάλεις το τσαρούχι σου θα ψοφήσει από τη βρώμα των ποδιών σου. Για τα άλλα, άντε να σε συχωρέσουμε από τώρα.
Μπαρμπαγιώργος: Που είσι θειά Παύλαινα, θειά Γιώργαινα, θειά Κοντύλω. Φέρτε μου τη φστανέλα μου τη λαμπριάτικη με τα σαρανταδυό μπαλώματα, του κόκκινου του γιλέκου μι τα σιρίτια, του σιλάχι μ', του μαχαίρ του μαυρομάνικου, λίγη μαντέκα για του μουστάκ, λιβάνι κι απήγανου. Φέρε και συ θειά Κοντύλω, κειό το γιατρικό που το πίνω κι νταβραντίζουμαι κι δέκα τσουπιά δε μι φτάνουν για γοργολαβία. Θέλου να κατέβου σα κάτ ν απαντήσου μια κουρούνα μι του γιό της να τους πιάσου κι να τους λιανίσου.
Καραγκιόζης: Στάσου, μπαρμπούλη μου, μη πας, γιατί θα πάθεις κακό και θα σε κλαίνε οι ρέγγες. Είναι πολύ μπαμπέσα. Μπαίνει από παντού απ’ το στόμα, τη μύτη, τα μάτια, πιάνεται από τα χέρια σου και δεν ξεφεύγεις. Χειρότερα κι από ξωτικό.
Μπαρμπαγιώργος: Τι λες μωρέ. Έτσι είνι; Ωχ, μαϊνόλα μ'. Κι πού θα πάμ' να κρυφτούμε, μωρέ;
Καραγκιόζης
: Όπου και να πας, μπαρμπούλη, θα σε βρεί. Να και γω έφυγα από την πόλη και πήρα τα βουνά και με κυνηγάει.
Μπαρμπαγιώργος: Στην μπάντα ρε να πιάσου την γκλίτσα να της δώσου κατακούτελα στου δοξαπατρί, που κυνηγάει τα ανηψούδι μου.
Καραγκιόζης: Άκου μπαρμπούλη τι πρέπει να κάνεις. Πρώτα να πλυθείς.
Μπαρμπαγιώργος: Τ’ είνι αυτού;
Καραγκιόζης: Α, κατάλαβα από τότε που σε λαδοξυδοβαφτίζανε έχεις να βάλεις νερό απάνω σου.
Μπαρμπαγιώργος: Τι λες μωρέ: Πέρσι ωρέ δεν έπλυνα τα πόδια μ' στο μούστο που πατούσαμι τα σταφύλια;
Καραγκιόζης: Γι' αυτό ήπιαμε ξύδι.
Μπαρμπαγιώργος: Στάκα, ωρέ, να βγάλω το τσαρούχι να μάθεις.
Καραγκιόζης: Ακόμα πρέπει μπαρμπούλη, να φορέσεις και μάσκα.
Μπαρμπαγιώργος: Τ’είνι; Καρναβάλι έχουμι και δεν του ξέρου; Βρε σαφρακιασμένου πριχού ένα μήνα δεν είχαμι Καθαροδευτέρα; Ξανάρθαν τα καρναβάλια; Όι μανόλα μ'. Ήρθι ου κόσμους ανάποδα.
Καραγκιόζης: Όχι μπαρμπούλη μου δεν είναι για καρνάβαλο. Είναι για να κλείνεις το στόμα σου και τη μύτη σου μην πάει και σου μπει από κει μέσα.
Μπαρμπαγιώργος: Ωρέ, χανούμισσα με φερετζέ θα μι κάνς; Βάι βάι, χάλασ’ ου κόσμους. Και να μι δουν έτσι στου χωργιού και θα λεν: «Ου Γιώργους ου Μπλατσάρας εγίνη χανούμισσα;» Ωχ κακο πόπαθα ου έρμους.
Καραγκιόζης: Άντε τώρα μπαρμπούλη έμπα στη στάνη και έμπα σε κανά βαγένι με νερό και σαπούνι να πλυθείς.
Μπαρμπαγιώργος: Ώχου κακού που μι βρήκε. Ου Γιώργους ου Μπλατσάρας να σαπουνίζιται σαν τις παστρικές.
Καραγκιόζης: Βρε έμπα μέσα και μη φωνάζεις. Να την, έρχεται με τον γιό της.
Μπαρμπαγιώργος: Ποια μουρέ: Καμιά τσούπρα να κάνου καμιά γοργολαβία, να τη γαργαλίσου;
Καραγκιόζης: Ποια τσούπρα μωρέ. Η κορούνα έρχεται.
Μπαρμπαγιώργος: Ώχου. Στάκα Καραγκιόζη να μπω παραμέσα στο βαγένι να μη με βρεί.
Καραγκιόζης: Μείνε κει μέσα και σκάσε.
Μπαρμπαγιώργος: Ωρέε θα μι πνίξεις. Άιντε βγαίνου.
Καραγκιόζης: Να μπαρμπούλη μου, έρχονται κι άλλοι απάνω στο βουνό για να σωθούν. Λοιπόν, μπαρμπούλη, άκου. Εδώ στη στάνη σου θα είμαστε ασφαλείς. Δεν βλέπω να μπορέσει να ανέβει μέχρι εδώ. Κι αν ανέβει θα κλειστούμε όλοι στη στάνη κι από κεί να δούμε πώς να τη διώξουμε για να σωθούμε.
Μπαρμπαγιώργος: Εντάξει βρε σαφρακιασμένου. Μα άμα σι πιάσου να μου κλέβεις το τυρί θα βγάλω του τσαρούχι μου και θα σι κάνου τελατίνι στου ξύλου. Στάκα, ωρέ κι τόσοι πουλλοί αν έρθουνε, πως θα τους ταîσω όλους αυτουνούς. Α, ας είναι. Ναν καλά τα ζα κι βλέπουμι. Θα κοιμηθούμι ούλοι στρωματσάδα παν στα σαΐσματα και τις αντρομίδες.
Καραγκιόζης: Μόνο, μπαρμπούλη, μη βγάλεις τα τσαρούχια σου γιατί θα σκάσουμε απ’ τη βρώμα. (Φωνάζει): Αγλαΐαααα, Κολλητήριααααα. Εσείς θα βάζετε τον κόσμο έναν έναν μέσα και θα τον στέλνετε για πλύσιμο στην ποτίστρα που πίνουν τ’ άλογα νερό. Πάρτε και μπόλικο σαπούνι να πλυθούν όλοι. Και μετά μέσα όλοι. Πάρτε και πέντε μπακράτσια γάλα, πέντε τουλούμια τυρί, εφτά καρβέλια ψωμί, έξι καρδάρια γιαούρτι και ένα βαρελάκι κρασί και μοιράστε το να φάνε να πιούνε για να στηλωθούνε. (Κι από μέσα του): Και τον λογαριασμό στον μπάρμπα μου. Πρέπει να ετοιμάσω την καμπούρα μου για το ξύλο που θα φάω.
Α να, έρχονται πολλοί από κάτω, από την πόλη. Πλακώσανε όλοι μαζί. Παναγία μου..

————————————
Σ Κ Η Ν Η
   Δ Ε Υ Τ Ε Ρ Η

————————————

Φτάνουν ο Χατζηαβάτης ο κοντοβράκης, ο σιορ Διονύσιος με τη βελέδα, ο Σταύρακας με το κουμπούρι και τον τσαμπουκά, κι ο Μορφονιός με τον πύργο του Άιφελ στη μούρη. Μετά έρχονται και άλλοι. Ο Γκέκας ο Αρβανίτης, ο Χαχάμης ο Εβραίος, ο Μεμέτης ο Τούρκος, ο Αμπντάλας ο Άραβας, ο Φράγκος, ο Ρούσος, ο Τσουάν Τσιν ο Κινέζος, ο Κακαντούκου ο Αφρικάνος, ο Σαχ Σουράι ο Ινδός. Στο τέλος εμφανίζονται: ένας παπάς, ο καπετάν Απέθαντος με φουστανέλα και σπαθί και ο κυρ Κωσταντής από την Πόλη (μοιάζει του Κωνσταντίνου Παλαιολόγου). Ο καθένας λέει το τραγούδι του ή μια ατάκα.

Καραγκιόζης: Ελάτε αδέρφια. Εδώ στη στάνη, στο μαντρί του Μπαρμπαγιώργου να γλυτώσουμε όλοι.
Ατάκα του Χατζηαβάτη: (Τραγουδάει έναν αμανέ) Αχ, ο καημένος και ο έρμος, ο φτωχός, κακό πο 'παθα. Ανέβηκα κι εγω εδώ για να γλιτώσω τη γυναικούλα μου και τα παιδάκια μου. Και να, τώρα, βλέπω αυτόν τον κακομούτρη τον φίλο μου τον Καραγκιόζη και να δω τι συφορά με περιμένει.
Καραγκιόζης
: Καλώς τον Χατζατζάρη. (Του ρίχνει μια κατραπακιά). Να μία για την καλημέρα. Αλλά τι να σου κάνω, παλιόφιλος είσαι. Να πάρε κι άλλη μία να σου φύγει η μιζέρια κι έμπα στη στάνη.
Χατζηαβάτης: Κακό χρόνο νάχεις Καραγκιόζη, μου έπρηξες το μάτι. (Κλαίγοντας μπαίνει στη στάνη).
Ατάκα του Σιόρ Διονύσιου: (Τραγουδάει το τραγούδι «Τι ωραία που είναι η Ζάκυνθος»)
Καραγκιόζης: Καλωσόρισες Νιόνιο. Τι υγρασία στα μπατζάκια σου είν' αυτή που βλέπω;
Σιορ Διονύσιος
: Ωρέ σκυλομούτρη Καραγκιόζο, τι με κογιονάρεις; Ξέρεις ποίος είμαι εγώ; Το μεγαλύτερο παλικαρόπουλο του Τζάντε. (Και λέει όλη την παρλάτα του.) Ωρέ θα βγάλω τη διμούτσουνη και θα στην μπομπουνίξω … Άγιε Διονύσιε, βόχθα με να σκοτώσω το φιδόπουλο και τούτη την κοτρώνα με τα κέρατα και να σου φέρω στη χάρη σου μια λαμπάδα σα με τον μπόι μου.
Ατάκα του Σταύρακα: (Τραγουδάει το τραγούδι ’Κάτω στα Λεμονάδικα») Ίσααα ρε μάγκες. Έ ρε Βαγγελίστρτα μου. Εμένανε με ξέρουν όλοι οι μάγκες κι όταν με συναντήσουν κάνουν πίσω γιατ’ είμαι ο γιος της μαμής της αφαλοκόφτρας. Πίσω ρε και μη μου πατάτε τον τσαμπουκά. Θα βγάλω τη λεγάμενη και θα την ισιώσω στο χώμα την κουρούνα.
Καραγκιόζης: ‘Ισαμ Σταύρακα, και κάτι κουδούνια βλέπω να 'ναι πίσω σου κρεμασμένα.
Σταύρακας: Είπες τίποτα, ρε Καραγκιόζο; Ή θες να σου ξηγηθώ αράπικο φυστίκι;
Ατάκα του Μορφονιοού: Ουίιιιιιιιιιιιιτς. Εγώ είμαι ο Μορφονιός της μάνας μου καμάρι, όλες οι νιές τρελαίνονται ποια να με πρωτοπάρει. Ουίτς. Εγώ είπα στη μαμά μου όταν την βρω την κουρούνα, θα βάλω τη μύτη μου να την πυροβολήσω και να την σκοτώσω. Ουίτς.
Καραγκιόζης: Ωχ, κατέφτασε το βαρύ πυροβολικό.

Οι άλλοι με τις δικές τους ατάκες.

Ατάκα του παπά: Σώσον Κύριε τον λαόν σου…Κύριε ελέησον, κύριε ελέησον…
Καραγκιόζης: Κεριά και λιβάνια. Έμπα και συ μέσα.
Ατάκα του Καπετάν Απέθαντου: (Παίζει ένα ηρωικό δημοτικό τραγούδι) Ωρέ εδώ είμαστ’ Ελλάδα και πολεμάμε γενναία, παλληκαρίσια και θα νικήσουμε. Στα όπλα ωρέ αδέρφια, αέρα, απάνω της, να την εξαφανίσουμε Μη φοβόσαστε ωρέ. Κρατείστε γερά. Να το μάθει όλος ο κόσμος ότι εδώ σ' αυτό βουνό, σ’ αυτό το μετερίζι, δώσαμε τη μάχη και νικήσαμε. Γειά σου Καραγκιόζη.
Καραγκιόζης: Γειά σου καπετάνιο με τη σπάθα σου;
Καπετάν Απέθαντος: Καλώς σ' ευρήκα Καραγκιόζη κι εσένα Μπαρμπαγιώργο, παλιέ μου φίλε.
Καραγκιόζης: Καπετάνιο, κάν’ έτσι να σηκώσω τη φουστανέλα να δω τι σόι όπλο έχεις κει από κάτω.

Πάει να τη σηκώσει και ο Καπετάν Απέθαντος του ρίχνει μια κατραπακιά.

Καπετάν Απέθαντος: Πάρε αυτήν για να τη θυμάσαι σε όλη σου τη ζωή, και θα σου δώσω κι άλλη μια να πας να γκρεμοτσακιστείς.
Καραγκιόζης: (Κλαίγοντας) Συγγνώμη, καπετάνιο μου, δεν το 'θελα. Αλλά κάτι είδα και κουνιόταν κει από κάτω.
Ατάκα του κυρ Κωσταντή: (Τραγουδάει το τραγούδι της Αγιασοφιάς). Να και εγώ ήλθα από την Πόλην, από την Αγια Σοφιά. Εκεί πάντοτε ήμουνα ζωντανός και όχι πεθαμένος. Ποτέ δεν με ξέχασε ο κόσμος εδώ και αιώνες κι από κει πάντα σύντρεχα όλους τους Ρωμιούς, όπου κι αν βρίσκονταν. Κι ανέβηκα εδω επάνω να συναντήσω τα αγαπημένα μου παιδιά, εδώ εις τα δοξασμένα ψηλά βουνά της αγαπημένης μου Ελλάδος. Ήκουσα διά τον μεγάλον κίνδυνον. Έσπευσα και εγώ να σας δώσω θάρρος και να σας είπω να μη φοβάσθε, διότι ο θεός είναι μεγάλος και βοηθά όλους τους ανθρώπους.
Αγλαΐα: Ελάτε εδώ όλοι καλοδεχούμενοι και όλοι μαζί θα πολεμήσουμε γενναία. Όλους τους χωράει η στάνη, όλοι αδέρφια είμαστε.

(Έναν έναν τους στέλνει να πάνε στην ποτίστρα να πλυθούν με σαπούνι.Τα κολλητήρια ρίχνουν νερό με τα καταβρεχτήρια). Ακούγονται βελάσματα.Μετά γυρνάνε όλοι στη στάνη και η Αγλαΐα τους φέρνει ζεστό γάλα.

Αγλαΐα: Πάρτε γάλα, πάρτε τυρί, ψωμί.

O Kαραγκιόζης, η κορώνα & ο γιός της

————————————
Σ Κ Η Ν Η
   Τ Ρ Ι Τ Η

————————————

Ακούγονται βρυχιθμοί. Ακούγονται σκυλιά. Εμφανίζεται η Κορώνα κοκκινόμαυρη. Σαν μπάλα να βγάζει φίδια με αγριεμένο πρόσωπο και με αλαζονεία λέει τι κάνει στους ανθρώπους.

Κορώνα: Γεννήθηκα σε μέρη μακρινά και πήρα εντολή από τον πατέρα μου τον διάβολο τον βασιλιά της Κόλασης να ξεκάνω τους ανθρώπους. Χρόνια και αιώνες τώρα προσπαθώ με λύσσα, αλλά δεν το έχω κατορθώσει ακόμα. Τώρα όμως είμαι πάνοπλη. Δέστε τα κέρατα που έχω, τα φίδια που βγαίνουν και δεν θα αφήσουν κανέναν πάνω στη γη. Ο πατέρας μου ο διαβολος είναι βασιλιάς της μαύρης γης και του σκότους. Μου έδωσε αυτήν την κορώνα για να βασιλέψουμε μαζί και ο γιός μου. Έκανα εκατομμύρια γιούς, ολόκληρους στρατούς που τους έστειλα παντού να εξαφανίσουν τους ἀνθρώπους. Δεν θα γλιτώσει ούτε νέος, ούτε γέρος, ούτε άντρας ούτε γυναίκα, ούτε παιδί. Να, και τώρα ήρθα κι έδω στην Ελλάδα. Άκουσα ότι εδώ είναι άνθρωποι γενναίοι και ήρθα να αναμετρηθώ μαζί τους, να μην περηφανεύονται, να εξαφανίσω και αυτούς, να μη μεινει κανείς. Και να βασιλέψω μόνον εγώ κι ο αφέντης μου ο διάβολος.

Τρομάζουν όλοι.  Ο κυρ Κωσταντής μπαίνει μπροστά.

Κυρ Κωσταντής: Φύγε κατηραμένη και δαιμονισμένη. Πήγαινε να πέσεις εις τα μαύρα σκοτάδια της κολάσεως. Να πας να συναντήσεις τον διάβολον αυτόν που σε εγέννησε. Μάθε ότι όσο δυνατή κι αν φαίνεσαι δεν θα μας νικήσεις. Όλοι εδώ που βλέπεις είμαστε πλάσματα του αγαθού Θεού και έχουμε τη δύναμή του. (Όσο μιλάει ο κυρ Κωσταντής διακόπτεται από τους βρυχηθμούς της Κορώνας. Απευθύνεται σε όλους.) Γονατίστε όλοι μαζί και να ζητήσουμε τη βοήθεια του παντοδύναμου Θεού που αγαπάει όλα του τα πλάσματα και δεν αφήνει κανένα να χαθεί. Οπλισθείτε με πίστη και γενναιότητα και θα διώξουμε μακριά αυτό το καταραμένο και διαβολικό πλάσμα.
Προσευχή από τον Κυρ Κωσταντή: Θεέ μου Παντοδύναμε, Βοήθησε μας, στείλε μας τη βοήθειά σου από τον ουρανό από κει που αιώνια κατοικείς. Μην αφήσεις τον άρχοντα του σκότους να βασιλέψει, γιατί εσύ είσαι ο μόνος δυνατός και αγαθός βασιλιάς όλου του κόσμου. Δείξε μας την αγάπη σου και τον δρόμο να ζήσουμε όλοι εδώ μαζί ειρηνικά με υγεία και να σε δοξάζουμε.

Ξανά βρυχηθμοί. Από τη μια η Κορώνα ἀγρια και ἐπιθετική. από την άλλη ο Κυρ Κωνσταντής και όλοι οι άλλοι. Ακούγεται μια βουή και σε λίγο μέσα από ένα σύννεφο εμφανίζεται να κατεβαίνει ένας γέρος καραφλός σοφός με αρχαία ενδυμασία. Είναι ο Ιπποκράτης, ο αρχαίος γιατρός.

Ιπποκράτης: Έλαβον εντολήν από τον μεγάλον μας Θεόν, όπως κατέλθω ίνα βοηθήσω διά των γνώσεων και της ιατρικής σοφίας την οποίαν αυτός μοι εδώρισε και διά των ιατρικών μου συνταγών και αφορισμών όπως ανακουφίσω τον πόνον υμών.. Όπίσω μου ακολουθούν τα πνευματικά μου τέκνα, οι ιατροί, τα οποία διεσπάρησαν ανά τον κόσμον και πάντες ομοθυμαδόν θα δώσωμεν την μάχην και εστέ βέβαιοι ότι θα εξουθενώσωμεν την ισχύν αυτού του επαράτου κακού. Ακούσατε τας συμβουλάς πάντων ημών μετά μεγίστης προσοχής και εστέ βέβαιοι ότι η σωτηρία εγγύς εστί.

Kyrkvnstantis
O Kαραγκιόζης, η κορώνα & ο γιός της

————————————
Σ Κ Η Ν Η
   Τ Ε Τ Α Ρ Τ Η

————————————

Και πάλι ακούγεται ο βρυχηθμός ακόμη πιο δυνατός. Τρομάζουν όλοι. Μπροστά τώρα ο κυρ Κωστνατής κι ο Ιπποκράτης. Ξαναγονατίζουν όλοι και ζητάνε ξανά βοήθεια.

Προσευχή από τον Κυρ Κωσταντή: Θεέ μου Παντοδύναμε, Βοήθησε μας. Στείλε μας τη βοήθειά σου από τον ουρανόν, από εκεί όπου αιώνια κατοικείς. Δείξε μας την αγάπη σου και τον δρόμο να ζήσουμε όλοι εδώ μαζί ειρηνικά με υγεία και να σε δοξάζουμε.

Ακούγεται το  «Τῇ Ὑπερμάχῳ. Τότε ακούγονται αστραπές και βροντές και κατεβαίνουν απ᾽ τον ουρανό τρεις καβαλάρηδες. Όλοι μαζεύονται σε μιαν άκρη τρομαγμένοι. Είναι ο Άι Γιώργης καβάλα σε άσπρο άλογο με κοντάρι που έχει πάνω τον Σταυρό, ο Μεγαλέξανδρος καβάλα στον Βουκεφάλα με το κοντάρι του ίσιο. Ο Περσέας καβάλα στον Πήγασο με την ασπίδα του που έχει τη Μέδουσα. Ο καθένας κρατάει τα όπλα του και λέει ποιος είναι και τι έκαμε.

Άι Γιώργης: Ιδού και εγώ ο Γεώργιος ο Μεγαλομάρτυς από την Καππαδοκίαν κατήλθον ίνα συνδράμω τον κόσμον εις ταύτην την οδυνηράν περίστασιν. Πάντες με γνωρίζετε και με παρακαλείτε εις τας δυσκόλους στιγμάς σας και πάντοτε εισακούω τας παρακλήσεις σας. Πτωχοί, αναξιοπαθούντες αδικημένοι εις εμέ προστρέχουσιν δια να εύρουν βοήθειαν. Όπου και αν ευρίσκομαι, εις τον Βορράν, τον Νότον, την Αανατολήν και την Δύσιν με το άσπρο μου άλογο τρέχω εις βοήθειαν των πάντων. Ιδού με αυτό το κοντάρι εφόνευσα τον στυγερόν δράκοντα και ήρπασα την κόρην του βασιλέως από τους οδόντας του. Με την δύναμιν του Θεού και τώρα θα αποκρούσω και αυτό το ανθρωποκτόνον τέρας.
Μεγαλέξανδρος: Κι εγω κατέβηκα με το αγαπημένο μου άλογο, τον Βουκεφάλα, τον πιστό μου φίλο που με βοήθησε να νικήσω σε όλους τους πολέμους, για να σας βοηθήσω, γιατί ξέρω ότι με αγαπάει όλος ο κόσμος και ξέρει ότι πολέμησα με γενναιότητα και γνώση για να φέρω τη σοφία σε όλον τον κόσμο. Το ξέρω ότι μ᾽ έχετε στη καρδιά σας και ότι πάντα λέτε «Ο Μεγαλέξανδρος ζει και βασιλεύει και τον κόσμο κυριεύει». Και να τώρα, να ήρθα και εγώ να σας υπερασπιστώ με το ανίκητο κοντάρι μου και να διώξω το κακό μακριά σας.
Περσέας: Εγώ είμαι ο Περσέας. Το ξέρω, πολλοί δεν με γνωρίζετε, αλλά τώρα θα δείτε τη δύναμή μου. Μην τρομάζετε που κατέβηκα με το φτερωτό άλογό μου τον Πήγασο. Πήρα και έγω εντολή να κατέβω και να έρθω σε σας όσο πιο γρηγορα γινόταν μαζί με τους συντρόφους μου καβαλλάρηδες για να πολεμήσω ενάντια στο κακό και να σας σώσω. Το όπλο μου είναι αυτή η ασπίδα. Έχει πάνω την άγρια Μέδουσα. Βασάνιζε τον κόσμο και τον θανάτωνε. Καβάλησα το φτερωτό μου άλογο και πήγα να την βρω. Πολέμησα μαζί της και τη σκότωσα και γλίτωσε ο κόσμος. Από τότε όποιος εχθρός των ανθρώπων βλέπει την ασπίδα μου αυτή, γίνεται πέτρα. Μ’ αυτό το ἀλογο έτρεξα και έσωσα την άδικα βασανισμένη και καταδικασμένη κόρη Ανδρομέδα από το στόμα του φοβερού θεριού της θάλασσας, εκεί κοντά στους Άγιους Τόπους του Χριστού. Να και τώρα είμαι μαζί σας εδώ σ’ αυτά τα δοξασμένα βουνά.

O Kαραγκιόζης, η κορώνα & ο γιός της

————————————
Σ Κ Η Ν Η
   Π Ε Μ Π Τ Η

————————————


Ξανακούγεται ο βρυχηθμός. Τότε μπαίνουν στην πρώτη γραμμή οι τρεις καβαλάρηδες προτάσσουν τα όπλα τους μαζί με τον Ιπποκράτη. Ακούγονται ήχοι μάχης. Από τη μια ο βριχυθμός από την άλλη οι ήχοι των καβαλάρηδων. Δίνεται η μάχη και στο τέλος το θερίο σκοτώνεται και εξαφανίζεται.
Ακούγονται ζητωκραυγές.

Οι τέσσερις σωτήρες όλοι μαζί: Εμείς εκτελέσαμε τις εντολές του Μεγάλου Θεού που άκουσε την προσευχή σας και διώξαμε το κακό. Από δω και πέρα να έχετε πίστη στο Θεό, να αγαπάτε ο ένας τον άλλον, απ᾽ όποια χώρα και φυλή κι αν είστε, να ζείτε με ειρήνη και να βοηθάτε ο ένας τον άλλον. Να μη μας ξεχνάτε και εμείς πάντα θα είμαστε κοντά σας.

Φεύγουν για τον ουρανό. Ακούγονται σάλπιγγες και ο κόσμος τους αποχαιρετά.

Κυρ Κωσταντής: (Σε όλους) Και τώρα, αγαπητοί μου, ας γονατίσουμε πάλι και ας ευχαριστήσουμε το Θεό που έστειλε τους τέσσερις σωτήρες και μας χάρισαν ζωή και υγεία.Ευχαριστούμε σε Παντοδύναμε Θεέ. Θα ακολουθούμε τις εντολές σου για ειρήνη και αγάπη όλου του κοσμου. Ας είσαι δοξασμένος στους αιώνες των αιώνων.

————————————
Ε Π Ι Λ Ο Γ Ο Σ

————————————

Καραγκιόζης: Εμπρός λοιπόν όλοι μαζί τώρα που νικήσαμε και έφυγε το κακό ας γλεντίσουμε. Γειά σου μπαρμπούλη Μπαρμπαγιώργο με τη στάνη σου. Σ ευχαριστούμε που μας δέχτηκες. Φέρε τωρα κανένα σφαχτό να φάμε. Άντε και ν᾽ αλλάξουμε βρακιά, γιατί όλοι είμαστε κατουρημένοι απ᾽ το φόβο μας.
Μπαρμπαγιώργος: Άι σαφρακιασμένο ανηψούδι μου. Πάλι μι κατάφερες να μι ξεκάνς και να μου φας τ’ αρνιά, το τυρί και το γιαούρτι. Χαλάλι σου, ωρέ, και να μου θυμίσεις ἀλλη φορά να βγάλω το τσαρούχι μου να σου καρουπμλιάσ’ το κεφάλι κι να σπάσω την γκλίτσα μ᾽ στη καμπούρα σ᾿. Άιντε ωρέ φάτε, γλεντήστε, χορέψτε.

Ο Μπαρμπαγιώργος φέρνει ψητά αρνιά, γιαούρτι και ζεστό ψωμί. Μαζεύονται όλοι αντάμα και χορεύουν την «Παπαλάμπραινα».
Πρώτος ο καπετάν Απέθαντος με την ελληνική σημαία, μετά ο κυρ Κωνσταντής, ο Μπαρμπαγιώργος και οι άλλοι, Τελευταίος ο Καραγκιόζης και τα Κολλητήρια με την Αγλαΐα.

Καραγκιόζης: Εδώ αγαπητά μου παιδιά, κυρίες και κύριοι, τελείωσε η παράστασή μας. Τώρα να πάτε σπίτια σας και να ζήσετε πολλά χρόνια και να μη ξεχνάτε ότι εγώ, ο Καραγκιόζης, είμαι πάντα κοντά σας. Γειά σας και χαρά σας…

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: