Στις 21 Αυγούστου 1925, η είδηση έφτασε στην εφημερίδα Ταχυδρόμος Βορείου Ελλάδος: ο λήσταρχος Φώτης Γιαγκούλας, ο Απέθαντος, είχε πεθάνει. Δολοφονημένος! Το έργο της δικαιοσύνης είχε αναλάβει η ερωμένη του, την ώρα που ο εκείνος αναπαυόταν στις αγκάλες της. «Ποία όμως ήτο η τολμηρά ερωμένη και διατί δεν ενεφανίσθη να ζητήση τας 600.000 δραχμάς της επικηρύξεως τας οποίας ως γνωστόν το Κράτος επί των ημερών του μανιακού διώκτου του ασυλλήπτου ληστάρχου διέθεσεν; Αυτήν ακριβώς την απορίαν ο κύριος Πετράκης μετέβη να εξακριβώση».
Οκτώ ώρες δρόμο με τα πόδια από την Κατερίνη, ανεβαίνοντας τον Όλυμπο, στη θέση Κόκκαλα, το απόσπασμα τριάντα ανδρών του μοίραρχου της Χωροφυλακής Μανώλη Πετράκη είχε αφήσει τα ακέφαλα πτώματα του Φώτη Γιαγκούλα και δύο συντρόφων του. Το πανέμορφο ξανθό κεφάλι, με κλειστά τα γαλανά μάτια του, είχε κοπεί και είχε τοποθετηθεί σε σφραγισμένο τενεκέ πετρελαίου γεμάτο με καθαρό οινόπνευμα 40 βαθμών προς αποφυγή «αυτολυτικών διεργασιών», σαπίσματος δηλαδή. Η παραλαβή έγινε στην Αθήνα από τον καθηγητή αφροδισίων και δερματικών νόσων του Πανεπιστημίου Αθηνών Γεώργιο Φωτεινό και τον επιμελητή του ιατροδικαστικού εργαστηρίου Νάτσα.
Είχε παρέλθει επταήμερο από την Κυριακή 20 Σεπτεμβρίου, όταν στον πυρετό της μάχης, εκεί όπου επιτέλους είχε βρεθεί ο Γιαγκούλας και αντί, όπως αναμενόταν, να βρέχει βροχή, έβρεχε σφαίρες, ο μοίραρχος Μανώλης Πετράκης, ακούγοντας τον Φώτη Γιαγκούλα να βγάζει ένα απότομο «αχ», βιάστηκε να κραυγάσει στους χωροφύλακές του: «Τον έφαγα τον λήσταρχο, εσείς χτυπάτε τους άλλους». Δεν είχε προσέξει πως κάποια σφαίρα είχε αχρηστέψει το κλείστρο στο βραχύκαννο μάνλιχερ του Απέθαντου και πως εκείνο το «αχ» δήλωνε τέτοια κακοτυχία. Έτσι, έλαβε την απάντηση που του άξιζε από τον Φώτη: «Μου έκλασες τα αρχίδια κύριε μοίραρχε!»
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι εκείνη υπήρξε η απάντηση. Η εφημερίδα Το Φως το επιβεβαιώνει: «Επρόκειτο περί ύβρεως ακατονομάστου». Θα το επιβεβαίωνε πλειστάκις και ο Φώτης Γιαγκούλας, «αν δεν είχε πέσει άπνους και νεκρός, εγερθείς δε πάραυτα, εξηφανίσθη, ο Θεός να τον προστατεύει και θα ξανάρθει» (δήλωση του ιερέος χωρίου Παραπράσταινας τότε, Τζώρτζη Πάντζιου).


Πηγή: Γιάννης Κολιόπουλος, Ληστές, Ερμής 1979. Βασίλης Τζανακάρης, Τα παληκάρια τα καλά σύντροφοι τα σκοτώνουν, Καστανιώτης 2002. Βασίλης Τζανακάρης, Φώτης Γιαγκούλας, ο Απέθαντος, Μεταίχμιο 2013, σσ. 360-377.