Έκανε πάντα τις δουλειές με θόρυβο και σκούπιζε όταν ήμασταν σπίτι, σαν να ήθελε να επιβάλει την παρουσία της σκούπας στη ζωή όλων μας. Αν διαμαρτυρόμασταν, έλεγε θα είμαι πιο ήσυχη άλλη φορά, κύριε ή ξεχάσατε την ταμπελίτσα «Μην ενοχλείτε». Ύστερα κοπανούσε ντουλάπια, γέμιζε κουβάδες, σφουγγάριζε. Το πλυντήριο ήταν πάντα στο δυνατό, η τηλεόραση ανοιχτή, ο απορροφητήρας στο φουλ. Άπλωνε ρούχα, έριχνε χλωρίνη, σφουγγάριζε πατώματα. Με το φαγητό στον φούρνο, εκείνη έκανε παρκέ. Πότε θα φάμε; ρωτούσαμε. Μόλις τελειώσω το σπα μου έλεγε. Πριν τελειώσουμε απ’ το τραπέζι, ξεκινούσε τη λάντζα – το θορυβώδες είδος, που θυμίζει ξιφασκία. Αν δεν έκανε θόρυβο, δεν ήταν δουλειά. Ίσως γι’ αυτό μισούσε το σιδέρωμα – πολύ αθόρυβο. Αν και το εκπαιδευμένο αυτί μπορούσε να συλλάβει ακόμα και τις πιο βουβές αποχρώσεις οργής, αυτές που εκφράζονταν με ένα σίδερο που έτριζε υπόκωφα πάνω στη σχάρα της σιδερώστρας. Ήταν αργά το βράδυ, εμείς βλέπαμε τηλεόραση. Τα σιδερωμένα ρούχα στοιβάζονταν στην καρέκλα δίπλα της, σαν τις μέρες που περνούσαν ολόιδιες. Η δουλειά της δεν είχε τελειώσει, όλο και κάποιος θα ήθελε να τσιμπήσει κάτι. Η αδερφή μου ζητούσε συνήθως τηγανίτες, ο αδερφός μου κουάκερ, εγώ μια περίεργη συνταγή, ψωμί του τοστ με λάδι, αλάτι, λίγο τυρί και μυρωδικά. Μου άρεσε η ρίγανη. Πάλι τελείωσε, ρε μαμά; διαμαρτυρόμουν. Δεν είναι ευχαριστημένος ο κύριος; απαντούσε. Ρωτούσα τι άλλο είχαμε, κι εκείνη άνοιγε το ντουλάπι και μου απαριθμούσε τα μπουκαλάκια: δυόσμο, δεντρολίβανο, γαρίφαλο, κάπαρη. Τίποτα δεν με ενθουσίαζε. Την επόμενη θα σου δείξω το ροζ πιπέρι έλεγε.
Χρίστος Κυθρεώτης