Η ανάδυση του ναού

Η ανάδυση του ναού

                            Εκ­πλή­ξεις υπάρ­χουν στην πραγ­μα­τι­κό­τη­τα, όχι στη γραμ­μα­τι­κή  ———Λού­ντ­βιχ Βιτ­γκεν­στάιν

                                                                                Στην Κα­τε­ρί­να Κω­στί­ου

Στο κέ­ντρο του Λόπ­μου­ρι, εκα­τόν πε­νή­ντα πε­ρί­που χι­λιό­με­τρα από το Μπαν­γκόκ. Το φράγ­μα που χτί­στη­κε εδώ στα τέ­λη του ει­κο­στού αιώ­να, ανά­γκα­σε τους κα­τοί­κους να εγκα­τα­λεί­ψουν ορι­στι­κά τον οι­κι­σμό τους. Οι εναλ­λα­γές των και­ρι­κών συν­θη­κών εί­ναι ιδιαί­τε­ρα από­το­μες. Η όποια εξοι­κεί­ω­ση μα­ζί τους δεν μπο­ρεί να οδη­γή­σει μα­κρο­πρό­θε­σμα σε συν­θή­κες επι­βί­ω­σης. Ο το­πι­κός να­ός σκε­πά­ζε­ται εντε­λώς από το νε­ρό όσο διαρ­κεί η πε­ρί­ο­δος των βρο­χών. Οι πι­στοί προ­σπα­θούν να τον δια­κρί­νουν μέ­σα στο βούρ­κο, στα θο­λω­μέ­να νε­ρά, που έχουν ξε­χει­λί­σει από το πα­ρα­κεί­με­νο φράγ­μα. Ο να­ός εί­ναι εκεί πά­ντα. Πα­ρών έστω και αθέ­α­τος. Τον έχουν, εν­νο­εί­ται, απο­μνη­μο­νεύ­σει οι ντό­πιοι. Ξέ­ρουν ότι έστω και αλ­λοιω­μέ­νος τό­σο στο εσω­τε­ρι­κό του, όσο και στις εξω­τε­ρι­κές του πλευ­ρές, εκεί­νος εξα­κο­λου­θεί να υπάρ­χει. Όχι ως φά­σμα ή ως σύμ­βο­λο μιας απου­σί­ας αλ­λά ως αλή­θεια. Και μά­λι­στα τεκ­μη­ριω­μέ­νη, αναμ­φι­σβή­τη­τη.
Κι όταν τα νε­ρά στη συ­νέ­χεια θα υπο­χω­ρή­σουν, την πε­ρί­ο­δο της τα­κτι­κής, μα­θη­μα­τι­κά προ­βλε­πό­με­νης ξη­ρα­σί­ας, ο να­ός θα επα­νεμ­φα­νι­στεί στα­δια­κά ολό­κλη­ρος. Ένα κτί­σμα που έρ­χε­ται από το πα­ρελ­θόν των προ­σευ­χών, των ικε­σιών και των πα­τρο­πα­ρά­δο­των τε­λε­τών. Βέ­βαια, κά­θε φο­ρά που συμ­βαί­νει να επα­νεμ­φα­νί­ζε­ται στο φως της ημέ­ρας, όλο και κά­ποιο κομ­μά­τι του, μι­κρό ή σχε­τι­κά με­γά­λο, εν­δέ­χε­ται να λεί­πει. Ή φαί­νε­ται ότι δεν πρό­κει­ται να αντέ­ξει άλ­λο πια την επό­με­νη φο­ρά και θα κα­ταρ­ρεύ­σει ολο­σχε­ρώς. Η συ­νε­χής δο­κι­μα­σία της φθο­ράς και της αφθαρ­σί­ας: το ιε­ρό κτί­σμα βου­λιά­ζει μέ­σα στη δί­νη του ακά­θε­κτου ύδα­τος. Η ανα­γέν­νη­σή του δεν απο­τε­λεί φα­ντα­σια­κή προ­ο­πτι­κή, αλ­λά όντως χει­ρο­πια­στή εκ­πλή­ρω­ση ονεί­ρου.    
Αν κι έχει υπο­στεί αρ­κε­τές φθο­ρές στη διάρ­κεια του χρό­νου, ο να­ός στη συ­νεί­δη­ση των πι­στών συμ­βο­λί­ζει σθέ­νος και αντο­χή. Και δι­καί­ως: κα­θώς αντι­με­τω­πί­ζει κά­θε φο­ρά την ασύμ­με­τρη πί­ε­ση των υδά­τι­νων όγκων, απο­δει­κνύ­ει στο τέ­λος ότι υφί­στα­ται, ότι πα­ρά τις κα­θό­λα εμ­φα­νείς αντι­ξο­ό­τη­τες, επα­νεμ­φα­νί­ζε­ται, για να επι­βε­βαιώ­νει πα­νη­γυ­ρι­κά κά­θε φο­ρά τη διάρ­κεια του ιε­ρού φρο­νή­μα­τος. Οι ντό­πιοι, μάλ­λον στην πλειο­νό­τη­τά τους, αντι­λαμ­βά­νο­νται τον κύ­κλο των θε­α­μα­τι­κών αυ­τών επα­να­λή­ψε­ων της από­συρ­σης του να­ού από τον κό­σμο των ορα­τών και της επα­κό­λου­θης ανά­στα­σής του ως φαι­νό­με­νο κα­θη­λω­τι­κής δρά­σης του θεί­ου.

*

Μα­ζί με τα υπό­λοι­πα τμή­μα­τα του να­ού ανα­δύ­ε­ται ένας ακέ­φα­λος, πά­ντως επι­βλη­τι­κός Βού­δας, ύψους τεσ­σά­ρων μέ­τρων πε­ρί­που. Ού­τε αυ­τή τη φο­ρά, στα μέ­σα του Αυ­γού­στου του 2019, πα­ρα­τη­ρή­θη­κε κά­ποια άλ­λη κρί­σι­μη αφαί­ρε­ση, τραυ­μα­τι­κή το­μή ή σπά­σι­μο σε κά­ποιο ευαί­σθη­το ση­μείο. Από­το­μα: η ει­κό­να των γλυ­πτών μας που αφαί­ρε­σε με βία ο Ελ­γί­νος από τον Παρ­θε­νώ­να θέ­λει να πε­ρά­σει αμέ­σως στην οθό­νη του νου. Ο συ­νειρ­μός και η εγκαυ­στι­κή του: το συ­γκι­νη­σια­κό φορ­τίο της θλί­ψης για τη σα­φή­νεια των αδι­κιών, των προ­με­λε­τη­μέ­νων εγκλη­μά­των.
Συ­γκρα­τώ ότι εί­ναι επό­με­νο να προ­σέρ­χο­νται πολ­λοί εδώ για να κα­τα­θέ­σουν τα τυ­πι­κά μι­κρο­α­φιε­ρώ­μα­τα της λα­τρεί­ας τους ή ακό­μη και σκέ­τα λου­λού­δια στη βά­ση του βα­ριά πλη­γω­μέ­νου αγάλ­μα­τος. Τους συ­νε­γεί­ρει βε­βαί­ως η επι­στρο­φή του τι­μαλ­φούς γλυ­πτού, η εμπράγ­μα­τη ανά­κτη­ση του διά­ση­μου ιν­δάλ­μα­τός τους. Αρ­κε­τοί άλ­λω­στε από αυ­τούς, όταν ήταν ακό­μη μι­κρά παι­διά, έχουν προ­λά­βει να παί­ξουν αμέ­τρη­τες φο­ρές στην αυ­λή του να­ού, ή απλώς να σκαρ­φα­λώ­σουν ως τα δι­πλω­μέ­να πό­δια του διά­ση­μου Σο­φού, που απο­τε­λού­σε, όπως μα­θαί­νω, το κό­σμη­μα του οι­κι­σμού τους.
Αντι­λαμ­βά­νο­μαι όμως ότι ορι­σμέ­νοι από τους πε­ρί­οι­κους θα πε­ρι­μέ­νουν με ανυ­πο­μο­νη­σία το τέ­λος της ανομ­βρί­ας που θα ση­μά­νει αυ­το­μά­τως και το τέ­λος της ανέ­χειας, των βα­σά­νων που συ­νε­πά­γε­ται η πα­ντε­λής, η θλι­βε­ρή κα­τά συ­νέ­πεια έλ­λει­ψη νε­ρού. Η αμ­φι­ση­μία εί­ναι πρό­δη­λη: ο κα­θέ­νας ει­σπράτ­τει δια­φο­ρε­τι­κά τη θα­νά­σι­μη ή ευ­λο­γη­μέ­νη αντι­κα­τά­στα­ση των δε­δο­μέ­νων της κυ­κλι­κής δια­δρο­μής. Στα μά­τια του συ­νο­μι­λη­τή μου, που γεν­νή­θη­κε εδώ αλ­λά με­γά­λω­σε στην πρω­τεύ­ου­σα, δια­βλέ­πω πά­ντως τις ανη­συ­χί­ες του για το μέλ­λον της γε­νέ­θλιας κω­μό­πο­λης. Μι­σό εκα­τομ­μύ­ριο στρέμ­μα­τα γης πο­τί­ζο­νται από τα νε­ρά του φράγ­μα­τος, που μπο­ρεί να δια­σώ­σει άνε­τα ένα εκα­τομ­μύ­ριο κυ­βι­κά μέ­τρα νε­ρού, μου το­νί­ζει με τα μέ­τρια, αλ­λά πρό­σφο­ρα για την πε­ρί­στα­ση αγ­γλι­κά του. Η πα­ρά­τα­ση της ξη­ρα­σί­ας μό­νο συμ­φο­ρά ση­μαί­νει για τους γε­ωρ­γούς της ευ­ρύ­τε­ρης πε­ριο­χής, βιά­ζε­ται να συ­μπλη­ρώ­σει.
Ως πέ­ρα τέ­φρα. Η κυ­ριο­λε­κτι­κή, η αβί­ω­τη τέ­φρα. Ό, τι μου λέ­ει ο συ­νο­μι­λη­τής μου εί­ναι τώ­ρα το βά­ρος των στιγ­μών. Η ασή­κω­τη ώρα. Οι σχι­σμές, οι βα­θιές, μο­νό­το­νες ρυ­τί­δες στο έδα­φος. Οι επα­να­λή­ψεις της έν­δειας. To τσου­ρου­φλι­σμέ­νο το­πίο. Η θλί­ψη από την κα­μέ­νη υπο­μο­νή. H ευ­ερ­γε­σία έχει και πά­λι ανα­βλη­θεί. Δεν ξέ­ρω για­τί ακρι­βώς απο­φεύ­γω να ξα­να­κοι­τά­ξω τον ακέ­φα­λο δύ­τη. Ο Βού­δας / κο­λυμ­βη­τής με τις τα­κτι­κές του βου­τιές στην αφά­νεια θα στε­γα­στεί άρα­γε κά­που στο τέ­λος;                                                                    

*

Η αλ­λε­πάλ­λη­λη με­τα­μόρ­φω­ση. Η επα­να­φο­ρά και η ακύ­ρω­σή της. Στα­θε­ρά όμως εκεί, στη φλού­δα της μνή­μης, ένα άλ­λο νό­η­μα. Θέ­λο­ντας και μη αι­σθά­νο­μαι πά­λι τον εσω­τε­ρι­κό παλ­μό. Συ­νι­στά την επι­βε­βαί­ω­ση της ισχύ­ος των πνευ­μα­τι­κών φορ­τί­ων μας. Ως την καρ­διά των πραγ­μά­των ξέ­ρει να σφη­νώ­νε­ται: «όταν τε­λι­κά το σώ­μα κα­τα­στρέ­φε­ται, οπωσ­δή­πο­τε κά­τι τι επι­βιώ­νει από το νου και δια­τη­ρεί­ται ανέ­πα­φο στον αιώ­να τον άπα­ντα. Ο αν­θρώ­πι­νος νους δεν εί­ναι δυ­να­τόν να χα­θεί τε­λεί­ως». Πρό­κει­ται για την ει­κο­στή τρί­τη πρό­τα­ση από το πέμ­πτο μέ­ρος της Ηθι­κής του Βε­νέ­δι­κτου ντε Σπι­νό­ζα. Αντι­τί­θε­ται με σφο­δρό­τη­τα βέ­βαια, όπως γνω­ρί­ζουν οι με­λε­τη­τές της ιστο­ρί­ας των σκέ­ψε­ων, σε όσα άλ­λα πί­στευε ο ίδιος, ο κατ΄ εξο­χήν σκε­πτι­κι­στής, ο τό­σο πει­σμα­τι­κά ανα­τρε­πτι­κός αυ­τός φι­λό­σο­φος. O επί­μο­νος από­η­χος από διά­φο­ρες κα­τά και­ρούς συ­ζη­τή­σεις, από φρά­σεις που πα­ρα­μέ­νουν ανε­ξί­τη­λες. Η σει­ρά, η τά­ξη των ατο­μι­κών εμ­βλη­μά­των μας. Τα πο­ρί­σμα­τα, οι συ­νε­πα­γω­γές των άλ­λων, που θέ­λουν να γί­νουν για πά­ντα δι­κές μας. Και στο τέ­λος το πε­τυ­χαί­νουν. Η πε­ρι­δί­νη­ση των ιδε­ών, η συ­νο­χή ή μη των στο­χα­στι­κών απο­τι­μή­σε­ων, η κρι­τι­κή των απροσ­δό­κη­των αντι­φά­σε­ων και η ανα­με­νό­με­νη ή μη επα­νεμ­φά­νι­σή τους στην εξέ­λι­ξη της αν­θρώ­πι­νης αντί­λη­ψης. Δεν φαί­νε­ται να έχει τέ­λος η εμ­μο­νή του λό­γου. Από μια τέ­τοια εμ­μο­νή θα θέ­λουν μάλ­λον να απε­ξαρ­τη­θούν όχι προ­σω­ρι­νά, αλ­λά τε­λε­σί­δι­κα κά­ποιοι ασκη­τές δια βί­ου αφιε­ρω­μέ­νοι στον Βού­δα, που έχουν φτά­σει στην πε­ριο­χή του φράγ­μα­τος. Δεν θα χρεια­στεί συ­νε­πώς να τους ρω­τή­σω σή­με­ρα, κα­θώς πε­ρι­φέ­ρο­μαι ανά­με­σά τους, αν όντως συμ­φω­νούν με την προ­α­να­φε­ρό­με­νη, εντε­λώς απρό­ο­πτη δια­κή­ρυ­ξη της λε­γό­με­νης με­τα­ζω­ι­κής ορ­θό­τη­τας από την πλευ­ρά του Βε­νέ­δι­κτου ντε Σπι­νό­ζα. Στις εκ­φρά­σεις τους ταυ­το­ποιεί­ται, θαρ­ρώ, η απαλ­λα­γή από το Ερώ­τη­μα, η απαλ­λα­γή από την Απά­ντη­ση.

*

Η Βιρ­τζί­νια Γουλφ πε­ρι­γρά­φει Στο Φά­ρο, το ιδιαί­τε­ρα ση­μαί­νον έρ­γο της, μια πα­ρό­μοια σει­ρά δει­νών. Εκεί όμως δεν κα­το­νο­μά­ζε­ται κα­νέ­να φράγ­μα, ού­τε απο­κα­θί­στα­ται, έστω προ­σω­ρι­νά, ένα μέ­ρος της όλης απο­συ­ντο­νι­σμέ­νης αι­σθη­τι­κής τά­ξης. Δεν θα έρ­θει πο­τέ εν τέ­λει η μέ­ρα ή η νύ­χτα που θα ξα­να­βγούν και πά­λι τα τι­μαλ­φή αντι­κεί­με­να στην επι­φά­νεια των απτών πραγ­μά­των. Εν­νοώ κα­τά λέ­ξη τα εξής: «Όμως, αλί­μο­νο, η θεία αγα­θό­τη­τα δε μέ­νει ικα­νο­ποι­η­μέ­νη∙ με μια από­το­μη κί­νη­ση κλεί­νει το πα­ρα­πέ­τα­σμα∙ σ΄ ένα κα­ται­γι­σμό από χα­λά­ζι κρύ­βει τους θη­σαυ­ρούς της, και τους κομ­μα­τιά­ζει, τους σκορ­πί­ζει, τό­σο που να φαί­νε­ται αδύ­να­το ν’ απο­κτή­σουν ξα­νά την ατα­ρα­ξία τους ή να συν­θέ­σου­με από τα θραύ­σμα­τά τους ένα τέ­λειο σύ­νο­λο ή να δια­βά­σου­με στα σκορ­πι­σμέ­να κομ­μά­τια τις κα­θα­ρές λέ­ξεις της αλή­θειας. Για­τί η με­τα­μέ­λειά μας αξί­ζει μια μα­τιά μο­νά­χα∙ ο μό­χθος μας μο­νά­χα μια ανα­στο­λή». Ο ακέ­φα­λος Βού­δας αντι­θέ­τως υπαι­νίσ­σε­ται στα­θε­ρά την ελ­πί­δα της όρα­σης.


Δύο μέ­ρες με­τά τη­λε­φώ­νη­σα στην Αν­θού­λα Δα­νι­ήλ. Εί­χα ήδη επι­στρέ­ψει στο Μπαν­γκόκ. Την βρή­κα στο εξο­χι­κό της σπί­τι, στο Γα­λα­τά­κι της Κο­ριν­θί­ας. Αυ­τή τη φο­ρά η τη­λε­φω­νι­κή γραμ­μή υπε­ρα­σπι­ζό­ταν άνε­τα την οδό της επι­κοι­νω­νί­ας. Κά­τι που δεν εί­ναι πά­ντα αυ­το­νό­η­το όταν βρί­σκο­μαι στους τρο­πι­κούς. Της ανέ­φε­ρα πε­ρι­λη­πτι­κά τα όσα εί­δα στο Λόπ­μου­ρι και στα πε­ρί­χω­ρά του. Θυ­μά­μαι ότι μνη­μό­νευ­σε, λί­γο προ­τού τε­λειώ­σει η συ­νο­μι­λία μας, το δί­στι­χο του Οδυσ­σέα Ελύ­τη «την ορ­γή των νε­κρών να φο­βά­στε και των βρά­χων τ' αγάλ­μα­τα». Η φω­νή της ακου­γό­ταν ως το τέ­λος πο­λύ κα­θα­ρά. Εί­μαι σί­γου­ρος ότι θα τη θυ­μη­θώ και σε άλ­λη πε­ρί­στα­ση τη συ­ναλ­λη­λία που προ­έ­κυ­ψε τό­σο αβί­α­στα λί­γο πριν. Την αρ­ρα­γή ενό­τη­τα αυ­τών των αι­σθή­σε­ων.

                                                                                   

ΒΙ­ΒΛΙΟ­ΓΡΑ­ΦΙΑ ΠΑ­ΡΑ­ΘΕ­ΜΑ­ΤΩΝ

Οδυσ­σέ­ας Ελύ­της, Το Άξιον Εστί, Ίκα­ρος 1961.
Λού­ντ­βιχ Βιτ­γκεν­στάιν, Φι­λο­σο­φι­κή Γραμ­μα­τι­κή, πρό­λο­γος - μτ­φρ.: Κω­στής Μ. Κω­βαί­ος, Μορ­φω­τι­κού Ιδρύ­μα­τος Εθνι­κής Τρα­πέ­ζης 2010.
Βιρ­τζί­νια Γουλφ, Στο Φά­ρο, μτ­φρ.: Άρης Μπερ­λής, Κρύ­σταλ­λο, 1982.

ΑΛΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: