Πέρυσι κανείς δεν είχε προβλέψει το κακό, παρ᾽ όλο που το είχε μέσα του από πάππου προς πάππου. Ούτε το είδε κανείς να έρχεται φέτος, αφού ο χειμώνας είχε κλείσει δρόμους και παράδρομους, όπως κλείνουν οι τσίμπλες τα μάτια. Όμως, για να δοκιμαστεί, όπως λένε οι παραδόσεις, η πίστη του καντηλανάφτη, επειδή εκείνος είχε ακούσει άπειρες φορές κατά την Θεία Λειτουργία πως άγνωστες, πίστευε και μη ερεύνα, οι βουλές του Κυρίου, η κοιλιά του τουμπάνιασε, πρήστηκε γεμάτη αέρα κοπανιστό, που δεν έφευγε ούτε από το στόμα, ούτε από πίσω του. Καθώς ξεπρόβαλε από το κονάκι του, μέρα ασυννέφιαστη και ηλιόλουστη, για να πάει εγκαίρως στην εκκλησία, ένιωσε πως ακροπατούσε στον δρόμο, άρχισε να υψώνεται αργά, λες και το πρωινό αγιάζι τον είχε αρπάξει από τις μασχάλες και τον ανασήκωνε. Ώσπου να φτάσει στην πλατεία, εκεί όπου τα παραπαίδια ξεσκόνιζαν τα πεζοδρόμια και οι μαγαζάτορες ξεσκόνιζαν την πραμμάτεια τους, ανοιγόκλεινε τα πόδια του μια σπιθαμή πάνω από το πλακόστρωτο και κουνούσε τα χέρια του σαν να φοβόταν ότι θα έπεφτε και έψαχνε να πιαστεί από τον αέρα, που τον πήγαινε κατά εδώ και κατά εκεί, όπως μακρύ αντρικό σώβρακο πιασμένο με μανταλάκια σε σκοινί μπουγάδας. Ώσπου να βγει από την πλατεία, είχε ανέβει μια οργιά ψηλότερα, κωπηλατούσε με τα χέρια του διάπλατα θέλοντας να αποφύγει να πέσει σε τοίχο, φώναζε βοήθεια προσευχόμενος, αλλά ακουγόταν σαν βουλωμένη μπουρού αναπόφευκτου ναυαγίου, το πρώτο κρούσμα.
Για να λέμε την αλήθεια, το πλήθος είχε κιόλας μαζευτεί και έσπευδε προς το μέρος του κρατώντας θυμιατήρια και σκοινιά με γάντζους στην άκρη μήπως κατάφερνε να τον γατζώσει και να τον προσγειώσει, όμως εκείνος ανέβαινε, έβλεπε τα παράθυρα των σπιτιών να ανοίγουν και να δείχνουν τα απόκρυφά τους, έκλεινε τα μάτια του για να μη σκανταλιστεί από τα άπρεπα του κόσμου, είχε φτάσει πάνω από τις σκεπές και απολάμβανε την θέα της πόλης, που κανένας πριν από αυτόν δεν είχε δει από τόσο ψηλά τον Φλεβάρη που και αν φλεβίσει καλοκαίρι θα μυρίσει, λογάριαζε πως από το ένα δευτερόλεπτο στο άλλο θα βρισκόταν διακόσια μέτρα ψηλά, από το κεφάλι ως τις πατούσες είχε γίνει ένα μπαλόνι, εκείνη την στιγμή έσκασε και τρίματα του κορμιού του έπεσαν ξερά σαν χοντροκοπανισμένο αλατοπίπερο στις γειτονιές, λεκέδες που τους πήρε η βροχή της επομένης.
Και να φανταστεί κανείς πως ήταν άνθρωπος της υπομονής, δεν είχε βλάψει ούτε ζωντανό, ούτε νεκρό. Απόδειξε όμως πως είναι αδύνατο να αναληφθεί ο άνθρωπος στους ουρανούς, ακόμα και όταν του δίνεται η ευκαιρία. Δεν θέλω να πιστέψω πως οι παπουτσήδες άρχισαν να πωλούν παπούτσια με μολυβένιες σόλες στους καλούς πελάτες τους για να είναι ασφαλισμένοι πως δεν θα εγκατέλειπαν έξαφνα τούτη την γη που την πατούμε και όλοι μέσα θε να μπούμε. Ούτε θέλω να πιστέψω τα λεγόμενα πως όσα τρίματα του κανταλανάφτη είχαν σωθεί από την βροχή θεωρήθηκαν φυλαχτά και πως θάνατοι στις μονάδες εντατικής θεραπείας έλαβαν χώρα, επειδή κάποιοι όρμησαν σε σπίτια σαν ποντικοί και σε κοτέτσια σαν αλεπούδες για να πιούν τσάι του βουνού, ραντίζοντάς το με την άκρη μιας κουταλιάς από εκείνα τα κατάλοιπα.
Λίγο ενδιαφέρει να πούμε περισσότερα, επειδή ο σκοπός του λόγου μας δεν είναι να μας απασχολήσει το κακό. Όπως γνωρίζετε, πολλοί τουμπάνιασαν εκείνες τις μέρες, όλο τον μήνα Φλεβάρη, κόλλησε και ο Μάρτης: οι καλοί και ενάρετοι, πιστοί και αλλοπαρμένοι ξεφούσκωναν γρήγορα και άφηναν την τελευταία πνοή τους με ένα σφύριγμα οχιάς, οι κακοί και άτιμοι έμεναν φουσκωμένοι μέρες ώσπου να ξεχαστούν κάποιες τουλάχιστον από τις βαριές αμαρτίες τους, οι γιατροί και οι οδοντοτεχνίτες είχαν βρει τρόπο να τρυπούν με μια χοντρή παραμάνα τις πρησμένες κοιλιές, από τις οποίες έφευγε αργά μια βρώμα άστιφτης πολυκαιρισμένης πατσαβούρας. Οι συμβολαιογράφοι έγραφαν διαθήκες, οι νεκροθάφτες έσκαβαν ολημερίς και ολονυχτίς τάφους, όπου συχνά έπεφταν για να ξαποστάσουν και να μη ξανασηκωθούν, οι ζωντανοί άρπαζαν τα χρυσαφικά και τα χρυσά δόντια τών ετοιμοθάνατων για να μην τους προλάβουν οι συγγενείς, οι σκύλοι έγλειφαν τους νεκρούς που έμεναν ασαβάνωτοι, δεν του χωρούσαν τα ψυγεία. «Εσύ», είπε ο πατέρας, «που ξέρεις γράμματα, να γράψεις την ιστορία που θα σου πω». Θα την είχα λησμονήσει αν με έπιανε ο ύπνος στην κουζίνα όπου ο πατέρας ανακάτευε το φαγητό, το οποίο κόχλαζε και άπλωνε τη μυρουδιά του ως τα σάλια μου που έτρεχαν λόγω της ώρας.
Φέτος λοιπόν από τον Φλεβάρη που άρχισε, το κακό που έπεσε είχε σχέση με το κακό που μας βρήκε από τον καντηλανάφτη και μετά, το ίδιο ήταν και χειρότερο. Κανένας δεν είχε πάρει τον ανήφορο προς τον ουρανό προηγουμένως, οι γιατροί έκαναν αφαιμάξεις και υποκλισμούς στους αρρωστημένους ώστε να φεύγουν πουργαρισμένοι από την ζωή και όχι βουτηγμένοι στις ακαθαρσίες από τις διάρροιες που προκαλούσε η επιδημία, με το στόμα καθαρό από το αίμα που έπηζε ανάμεσα στα δόντια τους ή κυλούσε βρωμερό από τη μύτη τους. Και με το που ξημέρωσε ο Μάρτης, επαναλαμβανόταν καθημερινά στις έξι το απόγευμα η διαταγή σωτηρίας, που ο πατέρας την είχε μάθει από στήθους, τόσες πολλές φορές την είχε ακούσει. «Στους δρόμους βαδίζουμε αθορύβως κρατώντας μπαστούνι με το οποίο μετράται η απόσταση από όσους συναντούμε, έχοντας εύκαιρο σφουγγάρι βρεγμένο με ξίδι για να απομακρύνονται τα μικρόβια. Κάθε πρωί τρώμε σύκα ξερά, λίγο απήγανο και μπόλικο σκόρδο. Αν, παρ' ελπίδα αυτά τα είδη λείπουν, τρώμε ψωμί βουτηγμένο σε κρασί μοσχάτο, ένα καρτούτσο μόνο. Οι άντρες έχουν υποχρέωση να ξυρίζονται κάθε πρωί, οι γενειοφόροι να θυσιάζουν τα μουστάκια τους, επειδή εκεί φωλιάζει το μόλεμα. Οι γυναίκες να αερίζουν τα ασπρόρουχα, τα σεντόνια ιδιαιτέρως και να πλένουν αμαρτύρητα εκεί που ξέρουν με ξίδι και σκόρδο».
Και τότε, που λές, συνέχιζε ο πατέρας μου, ο πρώτος της φαμίλιας μας, φύτεψε στο χωράφι του σκόρδα σεβόμενος την διαταγή σωτηρίας, που φούντωσαν χλωρά τον Απρίλη. Έπρεπε να σκύβει για να τα ξεριζώσει, να κάθεται στα γόνατα από την αυγή ως το απόγευμα, τόσες ώρες στο βάσανο, ώσπου κοψομεσιάστηκε, η γυναίκα του απέβαλε, ήταν στον μήνα της, πάντως η παραγωγή βγήκε άφθονη, την φόρτωσε στο τρακτέρ του και πήρε τους δρόμους να την πουλήσει και δεν ματαφάνηκε. Η φήμη λέει πως όσοι αγόρασαν τα σκόρδα του έγιαναν ας είχαν φτάσει στην αυλή του κάτω κόσμου και είχαν δει τον χάρο με τα μάτια τους, η αλήθεια είναι πως μάζεψε πολλά λεφτά, οι κακές γλώσσες λένε πως τα έφαγε παίζοντας ξιλίκι, άλλοι ορκίζονται πως πήγε στα Ιεροσόλυμα, έγινε χατζής και ξόδεψε ό,τι είχε για να χτιστεί ο ναός του Σολομώντα, στον οποίο είχε κάνει τάμα: όταν ήταν έτοιμος να πουλήσει το τελευταίο σκόρδο σε μια γυναίκα που το παιδί της το έτρωγε η επιδημία, το μοίρασε στη μέση για να δώσει το άλλο μισό σε μιαν άλλη γυναίκα που έκλαιγε ότι το δικό της το παιδί αγγελιαζόταν. Τότε αλαλιάστηκε από τα πλούτη και είπε: «Άμα φτωχύνω από τα σκόρδα, θα φτωχύνει ο Θεός», λέξεις που αν δεν τις είπε τις σκέφτηκε τον μήνα Μάη, που πιάνουμε το μαγιόξυλο.
Καταλαβαίνεις πως όλη η πόλη καταπιάστηκε να φυτεύει σκόρδα ακόμα και σε γλάστρες, σε σκεπές, σε ντουλάπια και σε κατώγια, ανάβοντας κεριά στις εκκλησίες και κάνονταν δεήσεις να κρατήσει το κακό ως τον αιώνα τον άπαντα. Τα χουχούλιζαν, τα καλόπιαναν με ευχές και κατάρες να ξεπεταχτούν πριν από τα σκόρδα των άλλων, να τα βγάλουν στην αγορά όπως βγάζουμε τις αμαρτίες μας. Οι άνθρωποι, το ξέρεις, είναι αχόρταγοι, όπως ο κόκορας που δεν του φτάνει μία κότα, αλλά παιδεύει όλες τις κότες στο κοτέτσι και όσες βρει στο δρόμο του. Όμως η λοιμική είναι σπλαχνική, έρχεται η ώρα που βαριέται να τυρανάει τον κόσμο και γυρίζει το καλοκαίρι στα λημέρια της, ώσπου να ξυπνήσει και να ξαναβγεί στον ήλιο, όχι επειδή το θέλει, αλλά επειδή οι άνθρωποι την καλούν για να έχουν την ευκαιρία να πουλήσουν σκόρδα. Γιατί, τι να κάνεις τα σκόρδα που έχεις μαζέψει; σε ρωτάω. Τι να κάνεις εκείνα που κληρονόμησες. Πόσα να φας για να μην πάνε χαμένα, αφού έχεις σκύψει τόσο πολύ για να τα ξεριζώσεις. Πόσα να δώσεις όταν κανείς δεν τα θέλει. Πόσα να κρατήσουν οι άνθρωποι, όταν εύχονται να εμφανιστεί πάλι το κακό για να πλουτίσουν. Το μάθημα που έχω να σου δώσω είναι να φοβάσαι τα σκόρδα έστω και αν φέρνουν δώρα.