1
Η ξένη ήρθε να μας δει λίγες μέρες μετά τον θάνατό μου. Της άνοιξαν αμέσως. Σκέφτηκα ότι η θεία μου, ελαφρώς ιδρωμένη, με ρούχα που θα της έπεφταν ως συνήθως στενά, αλλά χαμογελαστή, θα πρέπει να παραμόνευε πίσω από την πόρτα ώστε να μειωθεί η πιθανότητα να γίνει αντιληπτή από τους γείτονες η άγνωστη επισκέπτρια που κατέφθασε μέρα μεσημέρι.
Βγαίνοντας από το ταξί, η ξένη είχε παραμείνει για λίγο στη μέση του δρόμου, προσπαθώντας να προσανατολιστεί. Κρυμμένη πίσω από τη βαριά κουρτίνα που σκίαζε το δωμάτιό μου την παρακολούθησα να στέκεται κάτω από έναν επιβλητικό ευκάλυπτο, να σκουπίζει το ιδρωμένο πρόσωπό της με ένα μαντήλι. Υπέθεσα πως έξω η ζέστη ήταν αφόρητη. Σέρνοντας την μικρή αποσκευή της λίγα λεπτά αργότερα προχώρησε στο σπίτι όπου την περίμεναν και χτύπησε μια φορά κοφτά το κουδούνι. Το κουδούνι μας.
Η θεία μου υπήρξε ανέκαθεν υπερβολικά ευδιάθετη, αν και αδέξια, οικοδέσποινα κι αυτό με έκανε να υποθέσω ότι η ευγενική συμπεριφορά της προς στην επισκέπτρια θα ερχόταν σε αντίθεση με τον πανικό που είχε κάνει τη φωνή της να τρέμει όταν της είχε μιλήσει το προηγούμενο βράδυ στο τηλέφωνο. Μετά τις συστάσεις, θα την άφησε όρθια στον ζεστό διάδρομο ψιθυρίζοντας πως την κάλεσαν για να δει την ανιψιά της, ένα κορίτσι είκοσι οχτώ ετών που τις τελευταίες μέρες αρνιόταν το φαγητό.
Σύρθηκα με κόπο μέχρι το κρεβάτι και ξάπλωσα, κρατώντας τα μάτια μου κλειστά. Τώρα η γυναίκα θα βρισκόταν στο ακατάστατο σαλόνι μας καθισμένη σε κάποια από τις δερμάτινες πολυθρόνες και θα περίμενε το καφεδάκι που της είχε τάξει η θεία μου. Θα της το έφερνε σε ασημένιο δίσκο με λουκούμι και δροσερό νερό κι ύστερα θα έσπευδε να φωνάξει την μητέρα μου που θα μυξόκλαιγε, ως συνήθως, στην κάμαρά της. Δεν ξέρω τι τύπος είναι η καλεσμένη μας και έτσι δεν μπορώ να πω με βεβαιότητα αν θα εκμεταλλευόταν τον χρόνο που είχε στη διάθεσή της για να χαζέψει έξω από το παράθυρο τη γαλήνια θάλασσα που πρόβαλε στον ορίζοντα --το σπίτι μας βρισκόταν ψηλά στον λόφο κι είχε εξαιρετική θέα προς το λιμάνι-- ή αν θα προτιμούσε να περιεργαστεί τα δεκάδες ασυνήθιστα αντικείμενα που στόλιζαν το ευρύχωρο σαλόνι της οικίας μας. Ίσως απλώς να έλεγχε τα μηνύματα στο κινητό της.
Να καθόταν άραγε στην άκρη του καθίσματός της σε επιφυλακή, έτοιμη να πεταχτεί μόλις θα έμπαινε στο δωμάτιο η μάνα μου, ή να είχε χαλαρά ακουμπήσει την πλάτη της στον καναπέ, πίνοντας αργά, μικρές, καυτές γουλιές από την ελληνικό της;
Από τον θόρυβο που έφτασε ως τα αυτιά μου κατάλαβα πως η μάνα και η θεία μου είχαν εισέλθει στο σαλόνι. Τι να σκέφτηκε άραγε την πρώτη στιγμή που τις αντίκρυσε μαζί; Οι αδερφές μοιάζουν πολύ, αν και τις χωρίζουν πέντε χρόνια. Η βασική διαφορά είναι ότι η θεία μου είναι πιο παχιά. Το μέτριο ύψος, τα μεγάλα καστανά μάτια, ο βαρύς σωματότυπος, τα πυκνά σγουρά μαλλιά είναι χαρακτηριστικά κοινά και στις δύο.
Φαντάζομαι πως η θεία μου θα ξεκίνησε και πάλι να μιλά χωρίς να αφήσει περιθώρια στη μάνα μου να αντιδράσει. Θα είπε στην ξένη πως δεν τα πάω καλά με τους γιατρούς και τους ψυχολόγους, «Η ανιψιά μου δεν εμπιστεύεται καθόλου γιατρούς και ψυχολόγους», είναι σαν να την ακούω. Η Αθηναία νομίζω θα εντυπωσιάστηκε που οι δύο γυναίκες είχαν επιλέξει το ίδιο χτένισμα –έναν χαλαρό, ατημέλητο κότσο– και παρόμοια ρούχα – μπλούζα και παντελόνι στις αποχρώσεις τού πράσινου και του γκρι. Τι να λέει, αλήθεια, η επιστήμη τής ψυχολογίας για τους ανθρώπους που δεν έχουν προσωπικό στιλ και όχι μόνο δεν τους πειράζει, μα επιζητούν να δείχνουν πανομοιότυποι με τους άλλους;
Η θεία μου θα την ενημέρωσε χωρίς αμφιβολία πως έβλεπα κάποιον ειδικό. «Ξέρετε αυτή η ιστορία έχει ξεκινήσει εδώ και έναν χρόνο», θα της είπε. Η μητέρα μου θα έδειχνε σαφώς καταβεβλημένη και χωρίς καμία διάθεση να φανεί κοινωνική και ευχάριστη. Θα είχε ψελλίσει μια καλησπέρα και θα είχε σωριαστεί στον καναπέ κοιτάζοντας την ξένη με αγωνία, περιμένοντας τις δικές της οδηγίες. Στις ερωτήσεις της θα ένευε απλώς ναι ή όχι και αν δεν απαντούσε η θεία μου, η επισκέπτρια δεν θα μπορούσε να βγάλει κανένα νόημα για την κατάσταση μου.
«Στην αρχή είχε εφιάλτες που την κράταγαν ξάγρυπνη. Στη συνέχεια, στις αϋπνίες προστέθηκε η απόφαση της να κλειστεί στο σπίτι και να διαβάζει, να μην βγαίνει πια με τους φίλους της, να μην δέχεται επισκέψεις», θα έδιναν όσες περισσότερες πληροφορίες μπορούσαν στην καλεσμένη να την προετοιμάσουν για τη συνάντηση. Θα της είπαν για τον γιατρό από το Ψυχιατρικό Νοσοκομείο που έβλεπα και πως αρνούμαι πια να τον δεχτώ. Η μάνα μου θα έκλαιγε με λυγμούς και οι άλλες δύο θα αναγκάζονταν διαρκώς να διακόπτουν την κουβέντα τους και να στρέφονται προς το μέρος της εκνευρισμένες. Εκείνη θα ψιθύριζε, όπως συνηθίζει, πως δεν είμαι καθόλου καλά, πως τους λέω κάτι πράγματα εντελώς τρελά και κάποια στιγμή η ξένη θα ένιωθε την υπομονή της να εξαντλείται. Θα σηκωνόταν από την πολυθρόνα της και, αγνοώντας τη μάνα μου, θα έλεγε στη θεία μου ήρεμα μα αποφασιστικά: «Παρακαλώ οδηγείστε με στην ασθενή, δεν έχω πολύ χρόνο στη διάθεσή μου.»
2
Το δωμάτιο μου βρίσκεται στον επάνω όροφο του παλιού αρχοντικού. Η ξύλινη, ελικοειδής σκάλα έτριζε στο κάθε τους βήμα. Σκεφτόμουν την ξένη να παρατηρεί βιαστικά τους πίνακες, τα έπιπλα με την παλιά ταπετσαρία, τα πορσελάνινα βάζα και διακοσμητικά. Από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου η οικογένειά μου περνούσε εδώ τους μήνες του καλοκαιριού. Προχώρησαν στον σκοτεινό διάδρομο και μπήκαν στη μόνη πόρτα που ήταν ανοιχτή. Τη δική μου.
Η κρεβατοκάμαρα μου είναι ψηλοτάβανη με διπλό κρεβάτι κι ελάχιστα έπιπλα. Ήμουν ξαπλωμένη στο κέντρο του κρεβατιού, ακίνητη, με τα μάτια σφαλισμένα. Οι βαριές κουρτίνες κρατούσαν έξω το φως του μεσημεριού. Επικρατούσε απόκοσμη ησυχία. Ο χώρος μύριζε έντονα και γλυκερά – το πατσουλί λουλουδιών που είχε φέρει η θεία και λιβάνι από την πρωινή επίσκεψη του ιερέα. Κατάλαβα πως παρατηρούσε τον καθρέφτη τοίχου που ήταν καλυμμένος με ένα λευκό ύφασμα. Στο μυαλό της θα άρχισε να διαμορφώνεται το προφίλ μου ως κάποιας που μισούσε την εικόνα της σε σημείο που δεν άντεχε να αντικρύζει τον εαυτό της στον καθρέφτη, ως κάποιας που τιμωρούσε το σώμα της στερώντας του την τροφή.
Ζήτησε να ανοίξουν το παράθυρο αλλά η θεία μου δεν κουνήθηκε. Η επισκέπτρια δίστασε για λίγα μόνο δευτερόλεπτα πριν τραβήξει διάπλατα τις κουρτίνες και ξεμανταλώσει τα παντζούρια ώστε να εισχωρήσει ο ζεστός μα φρέσκος αέρας του μεσημεριού. Το έντονο, διεισδυτικό φως του ήλιου με έλουσε μεμιάς αποκαλύπτοντας στην ξένη τη μορφή μου για πρώτη φορά. Θα την ξάφνιασε η λευκότητα του δέρματος, η παιδικότητα των χαρακτηριστικών μου.
Θα περίμενε να ανοιγοκλείσω τα μάτια μου ή να μορφάσω εκδηλώνοντας την δυσφορία μου για την εισβολή, μα δεν έκανα καμία κίνηση. Τράβηξε μια καρέκλα και κάθισε προς την άκρη του κρεβατιού, αρκετά μακριά ώστε να παρατηρεί τις αντιδράσεις μου, χωρίς όμως να με καταπιέζει με την παρουσία της.
Ζήτησε να μείνει μόνη μαζί μου. Διαισθάνθηκα την δυσαρέσκεια τής θείας μου – τελικά αποχώρησε με αργό βηματισμό. Για λίγο επικράτησε απόλυτη ησυχία. Η ξένη συστήθηκε λέγοντας το ονοματεπώνυμο και την ιδιότητά της. Την έλεγαν Λίλυ Ζ. και ήταν ψυχολόγος. Καμία αντίδραση, καμία αλλαγή στη στάση του σώματος μου δεν πρόδιδε πως είχα ακούσει τα λόγια της.
«Ξέρω πως έβλεπες έναν ψυχίατρο από το νοσοκομείο. Προτιμάς να καλέσουμε αυτόν;»
Είμαι σίγουρη ότι θα παραμόνευε ένα μου νεύμα, έστω μία σύσπαση του προσώπου που θα επιβεβαίωνε ότι ακούω. Ήμουν πετρωμένη.
«Τι σου συμβαίνει; Γιατί έχεις σταματήσει να τρως;» Καμία απόκριση. «Κάνε μια προσπάθεια να μου μιλήσεις, πιστεύω ότι μπορώ να σε βοηθήσω. Ξέρεις, έχω συναντήσει και άλλους που αντιμετώπιζαν το δικό σου πρόβλημα, Ιουλία». Κανείς δεν της είχε πει ότι προτιμούσα να με αποκαλούν Τζούλια. «Υπάρχει κάτι που σε φοβίζει;»
Αν μπορούσα να μιλήσω θα τη ρωτούσα γιατί αρνιόντουσαν οι ασθενείς της το φαγητό, αν και φαντάζομαι ότι ο καθένας θα είχε τους δικούς του λόγους. «Δεν θα αντέξεις πολύ ακόμα, Ιουλία. Ξαφνικά θα χάσεις εντελώς τις δυνάμεις σου. Η μητέρα σου θα αναγκαστεί να ζητήσει τη μεταφορά σου στο νοσοκομείο ή, ακόμα χειρότερα, σε κάποιο ψυχιατρικό ίδρυμα.»
Παρατήρησα το πρόσωπό της να κοκκινίζει, ήταν φανερό πως ένιωθε ταραγμένη από την απόλυτη έλλειψη ανταπόκρισης. Η φωνή της ήταν σταθερή μα η ματιά της πήδαγε από το ένα αντικείμενο στο άλλο, εστίαζε στο πρόσωπό μου και πάλι από την αρχή, σαν κάτι να προσπαθούσε να καταλάβει. Φαντάστηκα πως σκάλιζε νοερά βιβλία και εγχειρίδια επιχειρώντας να θυμηθεί, να ανασύρει στη μνήμη της περιπτώσεις σαν τη δική μου. Ήταν ακόμα νέα, μάλλον κοντά στα σαράντα, και όμορφη, με έναν τρόπο ανεπιτήδευτο. Αν ήμουν ζωντανή θα ήθελα να την γνωρίσω καλύτερα, να κάνω παρέα μαζί της.
Μου το είχαν πει πως θα έφερναν ψυχολόγο από την Αθήνα να με βοηθήσει να γιατρευτώ, είπαν πως το πρόβλημα είναι ψυχολογικό κι ύστερα άρχισαν τις νουθεσίες που σιγά σιγά έγιναν απειλές: Φάε, άνοιξε το στόμα σου και πιες νερό, μίλησέ μας, να τα πεις όλα στην ψυχολόγο τίποτα μην κρύψεις, σήκω από το κρεβάτι, είσαι καλά, είσαι νέα και όμορφη, μόλις ανοίξεις τα μάτια σου όλα θα γίνουν όπως πρώτα. Πες μας ποιος σε πείραξε, πες μας τι φοβάσαι, πες μας ποιος σου έκανε κακό, πες μας τι θέλεις από εμάς και θα το κάνουμε, πες μας τι λαχταράς και θα στο δώσουμε, πες μας ποιον αγαπάς και θα στον φέρουμε.
Η ψυχολόγος μάλλον αισθανόταν ότι το δωμάτιο δεν είχε αρκετό οξυγόνο, πήρε βαθιά ανάσα κι ύστερα ακούμπησε το δεξί της χέρι στο μέρος της καρδιάς, λες κι ήθελε να βεβαιωθεί ότι λειτουργούσε κανονικά.
Αν γινόταν να μιλήσω θα της έλεγα ότι δεν το επέλεξα αυτό που μου συμβαίνει, απλώς κανείς δεν μπορεί να πάει κόντρα στη φύση. Το φαγητό είναι για τους ζωντανούς, οι πεθαμένοι δεν χρειάζονται τροφή. Θα της εξηγούσα πως τα όργανά μου σταμάτησαν να δουλεύουν το ένα μετά το άλλο, τα ένιωθα να νεκρώνουν, να βγαίνουν εκτός λειτουργίας, δεν έχω πλέον ανάγκες. Άκουγα τον κτύπο της καρδιάς μου να επιμένει, να μην θέλει να εγκαταλείψει, και σκεφτόμουν ότι θα επιβληθώ, θα το πολεμήσω, και θα την κάνω κι αυτή να σωπάσει για πάντα. Όταν τελικά τα κατάφερα, γαλήνεψαν τα σωθικά μου. Έπαψαν να με τυραννούν τα βάσανα της σάρκας. Τώρα πια δεν φοβάμαι, τα πάντα έχουν συντελεστεί. Και δεν πονάω. Δεν χρειάζομαι κανέναν και τίποτα.
Η ξένη άπλωσε το χέρι της και με άγγιξε απαλά στον ώμο –δεν αισθάνθηκα τίποτα- πάνω από τα λουλουδάτα σκεπάσματα. «Πού βρίσκεσαι Ιουλία; Νιώθεις το άγγιγμά μου;» Η φωνή της ήταν τρυφερή, λες και απευθυνόταν σε παιδί.
Αν γινόταν θα της έλεγα πως αυτό το πράγμα που βλέπει είναι μια σκιά, ένα άδειο κουφάρι, δίχως σταγόνα αίμα στις φλέβες του, δεν είμαι εγώ. Εγώ είμαι νεκρή. Αυτό που βλέπει η ξένη είναι ένα φάντασμα. Παρακαλούν ένα άδειο κουφάρι να φάει και να πιει. Αυτό θα της έλεγα.
«Ιουλία, άρχισε να μου μιλάς και όλα θα πάρουν τον δρόμο τους.» Η ξένη αγνοεί πως δεν νιώθω τίποτα. Αυτό που βλέπει είναι μια οπτασία. Το κορμί μου λιώνει αργά και λυτρωτικά. Ακούω ακόμα τους ζωντανούς, αυτούς που δεν μπορούν ν’ απαγκιστρωθούν από μένα. Γύρνα κοντά μου, λέει η μάνα μου, είναι πολύ νωρίς ακόμα για να συναντήσεις τον πατέρα σου, είσαι ακόμα κορίτσι, η ζωή είναι μπροστά σου. Πώς γίνεται η ζωή να είναι μπροστά μου αφού είμαι εδώ και μέρες πεθαμένη, χωρίς ανάγκες, δίχως όνειρα κι επιθυμίες; Το κορμί μου έχει στραγγίσει από τους χυμούς του, το κοιτάζω από ψηλά τακτοποιημένο στο νεκροκρέβατο, κι είναι σαν να παρατηρώ μια κούκλα, ένα ομοίωμα χωρίς πνοή που πήρε τη θέση μου. Στην αρχή ένιωθα παράξενα να τις βλέπω να υποφέρουν, τώρα πια μου είναι αδιάφορο. Τις νύχτες καλούν το όνομά μου, στέκονται στο προσκέφαλό μου κι ακόμα μου ζητούν να ανοίξω τα μάτια μου και να τους μιλήσω.
«Δείχνεις καταβεβλημένη», λέει η ξένη. «Θέλω να αντιδράσεις, να μου δώσεις ένα σημάδι πως δέχεσαι τη βοήθειά μου. Ιουλία, με ακούς;»
Μιλάς σε ένα άδειο σώμα, θα ήθελα να της πω, αν μπορούσα να μιλήσω. Το κορμί και το πνεύμα μου έχουν αποχωριστεί, ωστόσο το πνεύμα μου δεν έχει σβήσει ακόμα – όταν γίνει κι αυτό θα απελευθερωθώ οριστικά.
Στέκεται πολύ κοντά μου, το άρωμά της πλημμυρίζει τα ρουθούνια μου, εντύπωση μου κάνει που μπορώ και το μυρίζω. Η φωνή της χαμηλώνει, τονίζει τις λέξεις, με έναν τρόπο κοφτό, απειλητικό. «Θέλω να πιείς το ποτήρι με το νερό που σου δίνω, να ανταποκριθείς όσο είναι καιρός. Δεν φαντάζεσαι πως θα είναι στο Ψυχιατρείο, πόσα χέρια θα σε αγγίξουν, πόσα μάτια θα σταθούν πάνω σου αλύπητα, με ποιον τρόπο θα μιλούν για σένα γιατροί και νοσοκόμες, αγνοώντας τις επιθυμίες σου. Θα σου φέρονται λες και είσαι ένα αντικείμενο χωρίς συνείδηση, θα σε παραφυλάνε στην κάθε σου κίνηση, καταλαβαίνεις;»
Βλέπω το είδωλο που βρίσκεται ξαπλωμένο στο κρεβάτι μου να ανοίγει τα μάτια του, κολλάω ψηλά στο ταβάνι και παρακολουθώ την σκηνή από εκεί. Το πρόσωπο της ξένης κάνει μια περίεργη σύσπαση σαν να μην μπορεί κι η ίδια να πιστέψει ότι με κατάφερε να ανοίξω τα μάτια μου. Στα χείλη της διαγράφεται ένα χαμόγελο ικανοποίησης, κοιταζόμαστε στα μάτια, τα δικά της είναι καστανά και μεγάλα. Σφίγγω τα χείλη μου σε έναν μορφασμό που δείχνει προθυμία να συνεργαστώ, ακόμα και υποταγή.
«Ιουλία, άφησέ με να σε βοηθήσω. Ό,τι και αν έχει συμβεί, ό,τι κι αν σε έφερε σε αυτή την κατάσταση θα το αντιμετωπίσουμε εδώ, μαζί. Αν αρχίσεις πάλι να πίνεις υγρά, θα φροντίσω να νοσηλευτείς στο σπίτι σου, θα αποφύγουμε την κλινική.»
Νεύω θετικά. Κάνω μια αδύναμη κίνηση προς το ποτήρι που κρατά η ξένη. Ακούω το φάντασμα να ουρλιάζει μέσα μου: «Η Τζούλια δεν έχει ανάγκη από νερό, δεν έχει ανάγκη τους ανθρώπους. Δεν χρειάζεται τίποτα πια…» Πνίγεται η φωνή στα τοιχώματα του εγκεφάλου μου, η ψυχολόγος δεν πρέπει να μάθει την αλήθεια, δεν πρέπει να καταλάβει ότι η Τζούλια είναι νεκρή.