Η άσπρη πουλάδα

Η άσπρη πουλάδα

Πολύ γόνιμες εκείνη τη χρονιά όλες οι κότες στον ορνιθώνα μας. Γεμίσαμε κοτοπουλάκια, πάψαμε να ακούμε όλη την ώρα μόνο κα-κα-κα. Τα τσίου-τσίου έδιναν μιαν άλλη ατμόσφαιρα σε όλη την αυλή. Και μια περισσή χαρά στον μικρό μας εγγονό, τον Γιαννάκη. Τον είχαμε κοντά μας δυο χρόνια τώρα, από τότε που έφυγε η κόρη μας με τα δυο μεγαλύτερα παιδιά της και πήγαν ν` ανταμώσουν τον πατέρα τους, στη Γερμανία. Θα βοηθούσε η ίδια στο εστιατόριο του άντρα της, θα πήγαιναν τα παιδιά σχολείο. Ο Γιαννάκης, ένα πολύ ζωηρό αλλά καλόβολο αγοράκι, μόλις είχε συμπληρώσει τα τρία. Επειδή η μητέρα του έπρεπε να δουλεύει ολημερίς στην οικογενειακή επιχείρηση, μας παρακάλεσε να τον κρατήσουμε για ένα σύντομο χρονικό διάστημα, μέχρι να τακτοποιηθούν στο καινούργιο σπίτι, να προσαρμοστούν τα παιδιά στο νέο σχολικό περιβάλλον και να γυρίσει να τον πάρει. Καμία αντίρρηση από μέρους μας. Ναι μεν ζωηρός ο Γιαννάκης, αλλά ποτέ δεν δημιουργούσε προβλήματα ούτε στη γειτονιά, ούτε σε μας. Του άρεσε απλά να σκαρφαλώνει στα δέντρα, να κυνηγάει τις κότες και να παίζει με τα δύο κυνηγόσκυλα του παππού, μόλις εκείνα εμφανίζονταν στην αυλή. Ομόρφυνε τόσο την καθημερινότητά μας, που παρακαλούσαμε και οι δύο να αργήσει η μάνα του να τον πάρει. Για τις βροχερές και κρύες μέρες του είχα φτιάξει μια πολύ όμορφη γωνίτσα στο περβάζι του παράθυρου της κουζίνας. Μία κίτρινη φλοκάτη, σωστός κρόκος αυγού, του πρόσφερε αναπαυτικό κάθισμα και από κει παρακολουθούσε την εξωτερική κίνηση: τις κότες που πηγαινοέρχονταν τσιμπολογώντας και κακαρίζοντας όλη μέρα, τον παππού απασχολημένο με την περιποίηση των ζωντανών στο στάβλο, τα σκυλιά, που έτσι και αντιλαμβάνονταν την παρουσία του, δεν έπαυαν να αναπηδούν για να τον φτάσουν κι εκείνος να τους χαιρετά σκασμένος στα γέλια.
Τα φετινά κοτόπουλα άλλαξαν τα ενδιαφέροντα του εγγονού μας. Τα παρακολουθούσε με αληθινή προσήλωση, καθώς εκείνα από τη μια μέρα στην άλλη μεταμορφώνονταν σε μικρές κοτούλες. Οι κοτούλες δεν άργησαν να ενηλικιωθούν και να αρχίσουν κι αυτές να προκαλούν τον κόκκορα να τις προσέξει. Μια απ` αυτές, μια κάτασπρη πουλάδα, ήταν η αδυναμία του Γιαννάκη. -«Αχ», έλεγε, «αυτή η πουλάδα γιαγιά, θα είναι δική μου. Δεν θα μου την πάρει κανείς!» Και φυσικά, δεν είχαμε κανέναν λόγο να μην του τάξουμε την ιδιοκτησία της κατάλευκης πουλάδας. Τώρα, ήταν η αδυναμία του Γιαννάκη; Ήταν το κίτρινο χρώμα της φλοκάτης; Η πουλάδα, κάθε πρωί που έμενε ανοιχτό το παράθυρο της κουζίνας κι εμείς δεν ήμασταν στον ίδιο χώρο, σκαρφάλωνε και γεννούσε ένα πάλλευκο αβγό επάνω στην φλοκάτη. Ο ενθουσιασμός του Γιαννάκη δεν περιγράφεται· αναπάντητη έμεινε η δική μας απορία. Ο ίδιος είχε φροντίσει να το διαλαλήσει σ` όλο το χωριό.

-«Η πουλάδα μου μού χαρίζει κάθε πρωί ένα φρέσκο αβγό!». Και όλοι ζητούσαν να μάθουν αν το αβγό ήταν πιο νόστιμο απ` όλα τα άλλα. -«Βέβαια, το πιο νόστιμο αβγό στον κόσμο όλο!» Ερχόταν η απάντηση όλο υπερηφάνεια.

Ναι, αλλά κάποια μέρα ήρθε η μητέρα του για να τον πάρει μαζί της. Καθόλου ευχάριστη στιγμή για όλους μας, δραματική για τον Γιαννάκη. Πώς να αποχωριστεί όλον αυτόν τον ονειρεμένο του χώρο και προπαντός τη λευκή του πουλάδα; Δόθηκαν υποσχέσεις, χύθηκαν δάκρυα από όλους και όρκος από μέρους μου, ότι θα πρόσεχα ιδιαίτερα την πουλάδα μέχρι να ξανάλθουν το Πάσχα, που δεν θα αργούσε και πολύ. Το Πάσχα ήρθε. Η οικογένεια ανέβαλε την άφιξη για το καλοκαίρι, όταν θα έκλειναν τα σχολεία και θα μειωνόταν η κίνηση του εστιατορίου. Δύσκολες και άδειες μας φαίνονταν οι μέρες, ειδικά σε μένα, χωρίς τον μικρό μου εγγονό. Φρόντιζα με λατρεία, θα έλεγα, την κάτασπρη πουλάδα· μη μου πάθει κανένα κακό και δεν τη βρει ακμαία και καρπερή ο φίλος της, αν και το τελευταίο διάστημα δεν εναπόθετε πια τα αβγά της στο παράθυρο. Η αλήθεια είναι ότι είχα βγάλει από κει την φλοκάτη και την είχα αποθηκεύσει μαζί με τα άλλα μάλλινα σκεπάσματα στο ερμάρι, στο ανώφλι.

Τηλέφωνο από τα σύνορα. Σε μερικές ώρες θα ήταν κοντά μας και παραγγελία από τον Γιαννάκη: να έχω έτοιμο αβγό της άσπρης πουλάδας. Να ετοιμάσω τα κρεβάτια ολονών, να μαγειρέψω τα εκλεκτότερα για όλους, να σφάξω και το κοκόρι για το αγαπημένο πιάτο του Γιαννάκη: κόκκορα κρασάτο με πατάτες τηγανητές. Με το μαχαίρι στο χέρι έξω από τον ορνιθώνα με βρήκε η άφιξή τους· κατέφθασαν πολύ νωρίτερα από την ώρα που τους περιμέναμε. Ακούω βήματα, βλέπω τον Γιαννάκη να τρέχει σαν σίφουνας στην αγκαλιά μου, ούτε το χέρι να σηκώσω δεν πρόφτασα. Δεν αντιλήφθηκα στην αρχή τι έγινε. Θρήνος και οδυρμός σε όλο το χωριό.

Σέρνομαι από δω εκεί, από κει εδώ, σε τίποτα πια νόημα δεν βρίσκω...

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: