«ἀνέβη Σίμων Πέτρος καὶ εἵλκυσε τὸ δίκτυον ἐπὶ τῆς γῆς, μεστὸν ἰχθύων μεγάλων ἑκατὸν πεντήκοντα τριῶν· καὶ τοσούτων ὄντων οὐκ ἐσχίσθη τὸ δίκτυον».
Τον είδα να κάθεται σε χαμηλό σκαμνάκι δίπλα σ’ ένα σαραβαλιασμένο αγροτικό αυτοκίνητο, έχοντας το κεφάλι ανάμεσα στις παλάμες του, ακούρευτος, αχτένιστος, ατημέλητος, φορώντας ένα τριμμένο παντελόνι κι ένα τρύπιο ξεθωριασμένο μπλουζάκι περιμένοντας κανέναν πελάτη. Εμπορευόταν σαλιγκάρια, που τα αγόραζε από άλλους ή τα μάζευε με κόπο και τα συσκεύαζε σε νάιλον σακούλες. Δυσκολεύτηκα να αναγνωρίσω τον παλιό μου συμμαθητή, καθώς είχαν περάσει αρκετά χρόνια και τα μαλλιά του πρόωρα είχαν γίνει κάτασπρα. Στην κλασική ερώτησή μου «Tι κάνεις εδώ;» η απάντηση ήρθε ευθέως αλλά κάπως νευρικά∙ μέσα σε δυο λεπτά μου είπε τη μικρή θλιβερή του ιστορία. «Δεν βλέπεις; Πουλάω σαλιγκάρια», είπε με μισόκλειστο στόμα, τραβώντας μια γερή ρουφηξιά από το τσιγάρο που μόλις είχε ανάψει. Ύστερα φύσηξε τον καπνό και βήχοντας μονολόγησε: «Όποιος δεν έχει μυαλό, πουλάει καρπούζια ή σαλιγκάρια για να επιβιώσει. Και πίστεψέ με, δεν υπάρχει κανένας άλλος τρόπος. Τους έχω δοκιμάσει όλους».
Πάμφτωχος αλλά πανέξυπνος και άριστος μαθητής. Στην τελευταία τάξη του γυμνασίου, μάλιστα, είχε πάρει και το βραβείο των μαθηματικών κι όλοι έλεγαν πως θα ήταν μεγάλη αδικία αν δεν τα κατάφερνε να σπουδάσει. Προβληματίστηκε πολύ και μετά από κάποιες έρευνες που έκανε πείστηκε ότι στο Λονδίνο θα μπορούσε να εργάζεται και παράλληλα να σπουδάζει. Έτσι, τελικά, τόλμησε να ξενιτευτεί. Πολύ γρήγορα, όμως, κατάλαβε πως δεν ήταν και τόσο εύκολα τα πράγματα εκεί. Για να μπορέσει να πληρώνει τα ενοίκιά του, που ήταν πανάκριβα, τα δίδακτρα, τα βιβλία του και το φαγητό του, έπρεπε να εργάζεται πολύ σκληρά μέχρι τα άγρια μεσάνυχτα. Πολύ γρήγορα τον κούρασε αυτός ο ρυθμός. Οι σπουδές μπερδεύτηκαν και καθυστερούσαν. Προβληματίστηκε πάρα πολύ, στις σκέψεις του πέρασε ακόμα και η επιστροφή στην πατρίδα. Κάποιο βράδυ ένας φίλος του, που έβλεπε την ελεεινή του κατάσταση, του πρότεινε να πάνε μαζί στο καζίνο. Του «δάνεισε» μάλιστα δυο τρεις στερλίνες για να μπορέσει να δοκιμάσει την τύχη του. Στην αρχή ξαφνιάστηκε, μα γρήγορα βρήκε πως η πρόταση του φίλου, ίσως, να ήταν η τελευταία του ευκαιρία. Πήγαν στο καζίνο. Πριν όμως εναποθέσει στη ρουλέτα τις μάρκες με τις οποίες τις είχε ανταλλάξει, άρχισε να σκέφτεται σε ποιον αριθμό θα έπρεπε να ποντάρει. Έκανε σιωπηλός την προσευχή του και παρακάλεσε θερμά τον θεό να τον βοηθήσει να κερδίσει. «Στείλε θεέ μου το Πνεύμα σου το άγιο για να φωτίσει τον γκρουπιέρη να γυρίσει σωστά τον τροχό. Όπως γέμισες με ψάρια τα δίκτυα των ψαράδων, Χριστέ μου», έλεγε στην προσευχή του, «έτσι να γεμίσουν οι τσέπες μου με στερλίνες. Για να μπορέσω να ξεφύγω από τούτη τη μιζέρια που περνώ εδώ στην ξενιτιά. Κάνε, θεέ μου, να κερδίσω, για να μπορέσω να συνεχίσω τις σπουδές μου. Δεν με λυπάσαι; Να ξεκουραστώ θέλω μόνο».
Η εικόνα με τα δίκτυα τού έφερε μιαν άλλη εικόνα: τον αριθμό 153, τον αριθμό των ψαριών στα δίκτυα των ψαράδων, «ένα», «τρία» και «πέντε», οι τυχεροί του αριθμοί, που τους έβλεπε τώρα να μετασχηματίζονται μια σε ψάρια μια σε χαρτονομίσματα και να στριφογυρίζουν στο μυαλό του καθώς στριφογυρίζει η μπίλια στη ρουλέτα, γύρω από τους κόκκινους και μαύρους αριθμούς της. Σε κάθε γύρο της μπίλιας επαναλάμβανε τη φράση «όπως γέμισες τα δίκτυα με ψάρια, Χριστέ μου». Σε κάθε γύρο αυξανόταν και η αγωνία του καθώς έβλεπε τη μπίλια να χάνει ταχύτητα και τελικά να σταματά στον αριθμό «τρία». Μόνο που δεν ξεφώνησε. Έσφιξε τη γροθιά του και ύψωσε το βλέμμα στον ουρανό: «Σε ευχαριστώ θεέ μου, σε ευχαριστώ Χριστέ μου, σε ευχαριστώ άγιο πνεύμα. Αγία Τριάδα μου, σας ευχαριστώ.
Συνέχισε για λίγο, ακόμα, να μου εξιστορεί: «γύρισα στο σπίτι μου ευχαριστημένος με τις τσέπες γεμάτες κολλαριστές λίρες στερλίνες. Τι τύχη! Ξημέρωσε κι εγώ ήμουν ακόμα ξύπνιος και μετρούσα χαρτονομίσματα. Ώστε υπάρχει κι άλλος τρόπος να ζει κάποιος, σκέφτηκα. Πιο εύκολος. Χωρίς κόπο. Άρχισα να ονειρεύομαι πανάκριβα αυτοκίνητα, πολυτελείς επαύλεις και ταξίδια σε εξωτικά μέρη. Αγόρασα ακριβά ρούχα και γευμάτιζα στα πιο ακριβά εστιατόρια. Είχα βρει, επιτέλους, τον δρόμο μου. Τις επόμενες μέρες άρχισα να επισκέπτομαι κάθε βράδυ το καζίνο. Επιδόθηκα στο ξέφρενο κυνήγι του χρυσαφιού. Δεν γνώριζα ακόμα ότι μέσα μου φώλιασε κάποιο σαράκι. Το σαράκι του τζόγου.
Όταν το συνειδητοποίησα ήταν αργά. Ήμουνα ένας νέος Αλέξης Ιβάνοβιτς του Ντοστογιέφσκι. Ξεκίνησα ασταμάτητα να ποντάρω στον έναν και μοναδικό Χριστό μου, να ποντάρω στους δυο ληστές της Σταύρωσης, ξανά στην αγία Τριάδα, να ποντάρω στους τέσσερις ευαγγελιστές, στον άγγελο της πέμπτης σάλπιγγας, στα εφτά λυχνάρια και τις εφτά σφραγίδες της Aποκαλύψεως, να ποντάρω στους δώδεκα μαθητές του Χριστού, στους δεκατρείς μάρτυρες της Καντάρας, στις σαρανταπαραμία του Αποστόλου Παύλου, ακόμα και στους σαράντα κλέφτες του Αλή Μπαμπά, αλλά, σε λίγο χρονικό διάστημα όλα μου τα χρήματα σκορπίστηκαν στους τέσσερις ανέμους. Έχασα τα πάντα, διέκοψα τις σπουδές μου και γύρισα στην πατρίδα με δανεικά. Τη συνέχεια τη γνωρίζεις πια: κάνω αυτό που βλέπεις. [Πουλάω σαλιγκάρια]».