Αλλάζει ο άνθρωπος;

Λεπτομέρεια έργου του Ντοντ Πρόκτερ (1870-1972)
Λεπτομέρεια έργου του Ντοντ Πρόκτερ (1870-1972)


«Θα το πιστέψω όταν το δω» —— Tirso de Molina, Δον Χουάν Τενόριο

Εκείνο το χλωμό πρωινό των πεντηκοστών γενεθλίων του —που η υγρασία στην ατμόσφαιρα ήταν του ιδίου βαθμού με αυτή των ματιών του— συνειδητοποίησε πραγματικά πόσο μόνος και δυστυχισμένος είναι. Όπως τον χτύπησε στο πρόσωπο ανοίγοντας τα στόρια το καχεκτικό φως μιας ακόμη βροχερής μέρας, ξύπνησε από τον λήθαργο που είχε πέσει μισό αιώνα τώρα.  
Πάντα έδινε άλλοθι στους άλλους —φίλους, γνωστούς, συναδέλφους, συγγενείς— για όποιο λάθος κι αν έκαναν. Με τη φράση «κι αυτοί κουβαλούν τα δικά τους μπαγκάζια», που την επαναλάμβανε μέσα του δεκάδες φορές, ξεχνούσε καβγάδες, ανηθικότητα, ειρωνεία, γαλήνευε το μέσα του και πήγαινε παρακάτω πιστεύοντας στη συγχώρεση.  
Ο ίδιος πλησίαζε τον κόσμο με ανοιχτή καρδιά, δίνοντας απλόχερα και δείχνοντας τον εαυτό του. Εκείνο το αρρωστημένο φως όμως, τον έκανε να συνειδητοποιήσει πως δεν είχε περάσει ποτέ κανείς ειλικρινής άνθρωπος από τη ζωή του. Όλοι παρουσιάζονταν ως κάτι άλλο ώσπου —αργά ή γρήγορα— αποκαλύπτονταν η αλήθεια. Αυτό όμως που ταρακούνησε τα θεμέλια της ύπαρξής του, ήταν που συνειδητοποίησε πως ενώ φερόταν έντιμα στους υπόλοιπους, ψευδόταν στον ίδιο του τον εαυτό.

Έξυπνος, με καλή καρδιά, μα συνεσταλμένος, άτολμος και ανασφαλής. Ήταν οι χαρακτηρισμοί που άκουγαν οι γονείς του κάθε χρονιά από τις δασκάλες, όταν έφτανε η ώρα της αξιολόγησης των επιδόσεων. Κομπλεξικός θα παραδέχονταν σήμερα το πρωί, όπως έστεκε ολόγυμνος λουσμένος στο θαμπό φως, δειλός και ανέραστος. Μόλις πριν φέξει είχε ξεπροβοδίσει την κατάκτηση της προηγούμενης νύχτας.
Ντύθηκε γρήγορα-γρήγορα με τα ρούχα της δουλείας και φόρεσε από πάνω εκείνη την ποδιά του μπακάλη που είχε κληρονομήσει από τον πατέρα του, μαζί με το μαγαζί. Πέρασε τη θηλιά της στο λαιμό και έδεσε τα κορδόνια στη μέση, αφού προηγουμένως έχωσε στην τσέπη της όσα ψιλά είχε συγκεντρώσει από τις χτεσινές συναλλαγές με τους πελάτες. Πρώτη φορά αναρωτήθηκε γιατί τις φτιάχνουν έτσι: «μάλλον για να είναι βέβαιοι πως δε θα γλιτώσεις την αυτοκτονία» μουρμούρισε. Άνοιξε την πόρτα του δωματίου και κατέβηκε σαν μελλοθάνατος τα σκαλοπάτια, κουδουνίζοντας σαν σύγχρονος Ιούδας.  
Ο πατέρας είχε αφήσει το διώροφο κτήριο στο όνομά του, ενώ στην αδερφή του το διαμέρισμα τής οικογένειας. Στο ισόγειο ήταν το μαγαζί —ιδιοκτήτης ντελικατέσεν, συστηνόταν στις εφήμερες κατακτήσεις—. Ο ίδιος εντός του ένιωθε σαν τον Ζήκο, τον μπακαλόγατο, μ’ εκείνη την ποδιά και το ζελέ στο βαμμένο μαλλί πίσω από τον μπάγκο. Ωστόσο με λίγη καλή θέληση θα μπορούσες να το πεις ντελικατέσεν.

Εμπορευόταν σαλαμοκάσερα όλων των ειδών, ντόπια παραδοσιακά προϊόντα, από ελιές πατητές της Μάκρης, γλυκά του κουταλιού, τουρσιά, ως και μηλίνα* έφερνε, ολόφρεσκη, καθημερινά από την Κίρκη. Τα πάντα ήταν αγνά, φτιαγμένα με οικογενειακές συνταγές που προμηθευόταν από γυναικείους συλλόγους των χωριών της Θράκης. Εκεί βασίζονταν άλλωστε η επιτυχής επιβίωση του μπακάλικου. Κατάφερνε να διατηρήσει αμείωτη την πελατεία του στο πέρασμα των δεκαετιών, ενώ τα πάντα στο χώρο των τροφίμων άλλαξαν δραματικά μετά την εγκατάσταση στην περιοχή των μεγάλων αλυσίδων σούπερ μάρκετ.  
Πάνω από το μαγαζί στεγαζόταν το δώμα στο οποίο κατοικούσε από τότε που έχασαν τους γονείς. Πενήντα —σαν κι αυτόν— τετραγωνικά όλο κι όλο. Μία κάμαρα, ένας ενιαίος χώρος με την κουζίνα και ένα μπάνιο. Ένα κρεβάτι, ένας πίνακας από πάνω να απεικονίζει τον χορό των μουσών, ένα κομοδίνο, ένα επιδαπέδιο φωτιστικό, ένα παράθυρο, μια μπαλκονόπορτα, όλα σε μονό αριθμό. Μονός και ο ίδιος, αφού δεν ζευγάρωσε ποτέ να κάνει έστω μία σχέση διαρκείας στη ζωή του.

Η ίδια ρουτίνα καθημερινά, αφού έκλειναν πρώτα τα γύρω καταστήματα —έτσι είχε διδαχθεί από τον πατέρα— κατέβαζε τα σιδερένια δίχτυα μπροστά από την τζαμαρία και κλείδωνε τη γυάλινη πόρτα. Για κανένα μισάωρο τακτοποιούσε τα τρόφιμα στα ψυγεία, ξεδιάλεγε τα ληγμένα, σκούπιζε και συμμάζευε τον χώρο. Ανέβαινε κατόπιν τα σκαλοπάτια που οδηγούσαν από τον κήπο του κτηρίου στο δώμα. Η ανάβαση ήταν πάντα ελαφρύτερη από την κατάβαση, όντας κάθετα αντίθετη με τους νόμους της φυσικής.
Έκανε ένα μπάνιο, ξυριζόταν με Kolynos —άλλο ένα στοιχείο κληρονομικότητας— και έβαζε ακριβή κολόνια. Το ντύσιμό του δεν ήταν ούτε κάζουαλ, ούτε πολύ κυριλέ, —αντιπαθούσε τα κοστούμια, τον έπνιγαν— ήταν ακριβώς στο ενδιάμεσο. Είχε βρει το μέτρο ώστε να ντύνεται εξεζητημένα, τόσο όσο να τραβά τα γυναικεία βλέμματα, με ακριβά επώνυμα ρούχα της μόδας και κυρίως ακριβά παπούτσια, πάντα καλογυαλισμένα και ατσάκιστα σαν καινούρια. Ακολουθούσε βλέπετε τη συμβουλή της μητέρας: «Η γυναίκα καταλαβαίνει έναν άντρα πρώτα από τα παπούτσια». Σαν καλός ψαράς λοιπόν δόλωνε σωστά το αγκίστρι του.

Έβγαινε κάθε βράδυ, ακούραστος και έτοιμος για την επόμενη ερωτική περιπέτεια. Σχεδόν πάντα γύριζε στο δώμα με καινούρια συντροφιά, την οποία ξεφορτωνόταν διακριτικά πολύ πριν φέξει. Είχε τελειοποιήσει την υποκριτική του ικανότητα για αυτή τη στιγμή. Προετοιμάζοντας το έδαφος από πριν, χρησιμοποιούσε τις ίδιες δικαιολογίες: «έχω να σηκωθώ νωρίς, να ανοίξω το μαγαζί» ή «να πάω για προμήθειες» ή «στην τράπεζα πριν ανοίξουν τα καταστήματα». Του έβγαινε πια τόσο φυσικά και αυθόρμητα που έπειθε και τις πιο δύσπιστες ή όσες ήθελαν διακαώς να μείνουν όλη τη νύχτα, ελπίζοντας στην οικοδόμηση μιας πιο σταθερής σχέσης μαζί του. Πριν τις ξεπροβοδίσει, έκλεινε τον εφήμερο κύκλο με την φράση: «Θα σου τηλεφωνήσω», και πίσω από την κλειστή πόρτα πετούσε το χαρτάκι με το τηλέφωνο που είχε αλιεύσει πριν στο συρτάρι του κομοδίνου. Έπειτα ξάπλωνε μόνος στο θεοσκότεινο δωμάτιο και μετρούσε αντί για προβατάκια τις κατακτήσεις του για να τον πάρει ο ύπνος.

Τη νύχτα αυτών των γενεθλίων ακολούθησε την ίδια συνταγή, ωστόσο όλα είχαν μια άλλη μυρωδιά, μια άλλη γεύση. Από την Kolynos, την κολόνια που φόρεσε, ως το ποτό που ήπιε στο μπαρ. Ακόμη και τον καλύτερό του φίλο, αυτό το στριφτό των πέντε εκατοστών χαρτάκι, το γεμάτο καπνό που φλόγιζε στην άκρη, το αισθανόταν διαφορετικό. Ίσως έφταιγε που γνώρισε εκείνη.
Το δέρμα της ήταν σαν σκούρο χώμα που ευωδιάζει μετά το πρωτοβρόχι. Με μάτια στο χρώμα της νέγρας νύχτας, που λάτρευε, και χείλη βυσσινί της φλόγας που ανυπομονούσε να κάψουν τα δικά του. Με τέτοια κομπλιμέντα κατάφερε να την παρασύρει στο δωμάτιο. Αφού χόρτασε την πείνα του τρυγώντας το κορμί της σαν τσαμποστάφυλο, ξάπλωσε να ξαποστάσει στην χαράδρα του στήθους της. Ένιωθε τα μαλλιά της να φτερουγίζουν αέρινα στο πρόσωπό του όταν ξεστόμισε: «Πριν από σένα, ξέχασα τι είναι το φιλί» και ταυτόχρονα ταράχτηκε. Γύρισε από την άλλη προς το παράθυρο ευρισκόμενος σε δίλλημα. Να της σέρβιρε μία από τις συνηθισμένες ατάκες για να την ξεφορτωθεί ή μήπως αυτή τη φορά να δοκίμαζε κάτι διαφορετικό;

«Θα καταλάβεις τα πάντα σαν ερωτευθείς» του είχε πει η μάνα όταν έχασαν τον πατέρα, προσπαθώντας να τον πείσει για το μεγαλείο της αγάπης. «Θα το πιστέψω όταν το δω» ανταπάντησε εκείνος και κουβαλούσε μέσα του από τότε αυτή τη στιχομυθία. Νεότερος, που ο θάνατος φαινόταν αλαργινός, τρέμοντας τη θνητότητα ουσιαστικά πολλαπλασίαζε ότι δεν άντεχε να ενοποιήσει. Μήπως είχε έρθει η ώρα να χτενίζει μία μονάχα δεσποσύνη ως το τέλος;  
Γύρισε προς το μέρος της και την αγκάλιασε. Εκείνη είχε πάρει την εμβρυακή στάση. Σαν να κρύωνε όπως ήταν ολόγυμνη, έφερε τα γόνατά της σχεδόν στο στήθος. Κόλλησε το δικό του στην πλάτη της, με το ένα χέρι αγκάλιασε τον κόρφο της και το άλλο το πέρασε κάτω από το λαιμό. Τα πόδια του μπλέχτηκαν σαν ρίζες με τα δικά της σε μια προσπάθεια να την ζεστάνει. Όπως ήταν γυρισμένος στα πλάγια αντικρίζοντας τον τοίχο, παρατήρησε πως μέσα από τις γρίλιες περνούσε ένα πράσινο φως από τον σταυρό του φαρμακείου, που μόλις εκείνη τη μέρα άνοιξε απέναντι από το μπακάλικο. Το δωμάτιό του δεν ήταν πια τόσο σκοτεινό. Βάλθηκε να μετρά της δεκάδες κουκίδες φωτός για να τον πάρει ο ύπνος.

Ξημέρωσε, το πράσινο φως αντικαταστάθηκε με αυτό της αυγής. Ανασηκώθηκε και κάθισε στην άκρη του κρεβατιού με τα πόδια να κρέμονται. Τεντώθηκε να φτάσει στο κομοδίνο. Άλλο ένα δίλλημα ξεπήδησε, τα τσιγάρα ήταν πλάι στο στυλό με τα ποστ ιτ. «Θα μου δώσεις το τηλέφωνό σου» της είπε, «πρέπει να σηκωθώ να προλάβω τις τράπεζες πριν ανοίξουν τα μαγαζιά». Ήξερε πως δεν θα του αρνηθεί την άφεση. Ήταν έτοιμος να πληρώσει για τις πράξεις του, ίσος με όλες αυτές που συγκαταβατικά αποπλανήθηκαν.


————————————
* Μηλίνα: παραδοσιακή Θρακιώτικη πίτα που παρασκευάζεται στον οικισμό Κίρκη (Έβρου). Η ιδιαιτερότητα και πρωτοτυπία της συνίσταται στο γεγονός πως αποτελείται από τρία φύλλα με γέμιση από τυρί, αυγό και γιουφκάδες (χυλοπίτες) ή ρύζι. Ψήνεται σε χάλκινα ταψιά και από τις δύο πλευρές (την αναποδογυρίζουν οπότε ροδοκοκκινίζει πάνω-κάτω).

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: