Ο ποιητής και γλωσσολόγος Μπλάζε Κόνεσκι (Блаже Конески, 1921-1993) υπήρξε μια από τις κορυφαίες προσωπικότητες της πνευματικής ζωής της Βόρειας Μακεδονίας. Ο Κόνεσκι διετέλεσε πρώτος πρόεδρος της Ακαδημίας Επιστημών και Καλών Τεχνών της χώρας του και ήταν ένας από τους θεμελιωτές της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου των Σκοπίων, η οποία φέρει το όνομά του. Εξέδωσε δεκατρείς συλλογές, μεταξύ των οποίων οι Ποιήματα
(1953), Κεντήστρα (1955), Σημειώσεις (1974), Εκκλησία (1988), Σεισμογράφος (1989) κ.ά. Η ποίησή του, βαθιά επηρεασμένη από την προφορική παράδοση της πατρίδας του, είναι χαμηλόφωνη και αυστηρή, οργανωμένη ως επί το πλείστον σε ολιγόστιχα ποιήματα. Στα ποιήματά του πρωταγωνιστούν το φυσικό τοπίο και οι άνθρωποι του λαού, κατά κανόνα με φόντο την ύπαιθρο. Αρκετά ποιήματά του αντλούν από την ιστορία και τους εθνικοαπελευθερωτικούς αγώνες της χώρας του, δίχως όμως ο τόνος του να εξοκέλλει σε ρηχό πατριωτισμό. Η πυκνότητα της έκφρασης, το κλίμα και η θεματογραφία του φέρνουν στον νου την ποίηση συγχρόνων του ευρωπαίων ποιητών, όπως ο Σάντρο Πένα ή ο Τσέσλαβ Μίλος.
Τα ποιήματα που φιλοξενούνται στον Χάρτη συνθέτουν μια ενότητα με τίτλο «Συναξάρια» και περιλαμβάνονται στη συλλογή Παλιά και νέα ποιήματα (1979). Ο Κόνεσκι, αντλώντας από το ύφος και τη λιτή αφήγηση των ορθόδοξων συναξαριών, ιστορεί τους βίους έξι «αγίων», έξι λαϊκών ανδρών και γυναικών, συγγενών και οικείων του. Ο εξομολογητικός τόνος και ο αφηγηματικός χαρακτήρας των ποιημάτων, πρωταγωνιστές των οποίων είναι καθημερινοί, αφανείς άνθρωποι της υπαίθρου, ανακαλούν στην αναγνωστική μνήμη την Ανθολογία του Σπουν Ρίβερ του Edgar Lee Masters (1915), ένα από τα σημαντικότερα έργα της αμερικανικής ποίησης του 20ού αιώνα.
Σημειώνεται ότι η μετάφραση έγινε από τα αγγλικά (από την έκδοση Blazhe Koneski: Poetry, μετάφραση: Andrew Harvey και Anne Pennington, επιμέλεια: Georgi Stardelov, Μακεδονικό Κέντρο P.E.N., Γιουγκοσλαβία, 1983). Ασφαλώς, η έμμεση μετάφραση –ιδίως ποίησης– είναι κάθε άλλο παρά προτιμητέα∙ εν προκειμένω, ωστόσο, δεδομένου ότι δεν γνωρίζουμε τη μακεδονική και προκειμένου να φτάσουν τα ποιήματα του Κόνεσκι στον Έλληνα αναγνώστη, προκρίθηκε αυτή η επιλογή παρά τους προφανείς περιορισμούς της. Αυτό ας καταγραφεί ως άλλη μια παραδοξότητα ανάμεσα στις πολλές που χαρακτηρίζουν τις σχέσεις Ελλάδας και Βόρειας Μακεδονίας. Διότι είναι αναμφίβολα παράδοξο να συναντάται κανείς με τη γλώσσα και τον πολιτισμό του γείτονά του, με τον οποίον τον συνδέει κοινή ιστορική πορεία αιώνων, μέσω μιας τρίτης, ηγεμονικής γλώσσας. Ας ελπίσουμε ότι σύντομα θα βρεθούν μεταφραστές που θα αναλάβουν να συστήσουν το έργο του Κόνεσκι στη χώρα μας απευθείας από το πρωτότυπο.