Τουρίστας στην Ελλάδα του 1900 {1}

————————————————————
Η  Σ Κ Ο Ν Η  Τ Ο Υ  Χ Ρ Ο Ν Ο Υ

Τουρίστας στην Ελλάδα του 1900 {1}

Μέ­χρι τα μι­σά του 19ου αιώ­να, τα τα­ξί­δια ανα­ψυ­χής ήταν πο­λύ πε­ριο­ρι­σμέ­να. Με δί­κτυα με­τα­κί­νη­σης ανε­παρ­κή, ξε­νο­δο­χεία λι­γο­στά, και χώ­ρες στις οποί­ες δρού­σαν, ακό­μα, πε­ρι­πλα­νώ­με­νοι λη­στές, η ανα­ψυ­χή ήταν μια λέ­ξη που σπά­νι­ζε, όσο και οι του­ρί­στες. Οι τε­λευ­ταί­οι βρί­σκο­νταν, επι­πλέ­ον, αντι­μέ­τω­ποι με δε­κά­δες συ­νο­ρια­κές δια­τυ­πώ­σεις, με άγνω­στες γλώσ­σες, με δια­φο­ρε­τι­κά νο­μι­σμα­τι­κά συ­στή­μα­τα, αλ­λά και με αλ­λιώ­τι­κα ήθη και έθι­μα, που συ­χνά φά­ντα­ζαν… επί­φο­βα σε σχέ­ση με τις δι­κές τους συ­νή­θειες. Ο κό­σμος εκεί­να τα χρό­νια έκα­νε μα­κρι­νά τα­ξί­δια επει­δή έπρε­πε και όχι επει­δή ήθε­λε να τα­ξι­δέ­ψει. Μέ­χρι που ήλ­θε ο ατμός και τα άλ­λα­ξε όλα.
Η ανά­πτυ­ξη των ατμο­πλοϊ­κών γραμ­μών και των σι­δη­ρο­δρο­μι­κών δι­κτύ­ων, με­τέ­τρε­ψε το τα­ξί­δι σε από­λαυ­ση. Ο του­ρι­σμός, στη μορ­φή που τον γνω­ρί­ζου­με, ξε­κί­νη­σε όταν επι­χει­ρη­μα­τί­ες όπως ο Τό­μας Κουκ έκα­ναν το τα­ξί­δι επι­θυ­μη­τό στη με­σαία και την ανώ­τε­ρη τά­ξη. Οι πρώ­τοι τα­ξι­διω­τι­κοί πρά­κτο­ρες δη­μιούρ­γη­σαν ορ­γα­νω­μέ­να δί­κτυα για γρή­γο­ρες και άνε­τες με­τα­κι­νή­σεις. Οι πρώ­τοι εκεί­νοι του­ρί­στες, προ­ερ­χό­με­νοι κυ­ρί­ως από την Κε­ντρι­κή και Βό­ρεια Ευ­ρώ­πη, επι­θυ­μού­σαν να επι­σκε­φθούν μέ­ρη μα­κρι­νά και να γνω­ρί­σουν τις χώ­ρες και τους λα­ούς που τις κα­τοι­κού­σαν. Όλα ετού­τα θα τα εύ­ρι­σκαν στις σε­λί­δες κά­ποιων βι­βλί­ων, που κυ­κλο­φό­ρη­σαν σχε­δόν ταυ­τό­χρο­να με τα τα­ξί­δια ανα­ψυ­χής με­γά­λων απο­στά­σε­ων.

Thomas Cook: Ένας από τους με­γα­λύ­τε­ρους και­νο­τό­μους των σύγ­χρο­νων τα­ξι­διών.

Η εμ­φά­νι­ση των του­ρι­στι­κών οδη­γών βο­ή­θη­σε να γί­νει το τα­ξί­δι πιο ορ­θο­λο­γι­κό, με χρή­σι­μες πλη­ρο­φο­ρί­ες για τον τό­πο προ­ο­ρι­σμού, την ιστο­ρία και τον πο­λι­τι­σμό του, τα αξιο­θέ­α­τα, τις κλι­μα­τι­κές συν­θή­κες, τα ήθη και τα έθι­μα, το φα­γη­τό, τους τρό­πους με­τα­κί­νη­σης στην εν­δο­χώ­ρα κ.λπ.. Εκτός από όλα αυ­τά, τα ιδιαι­τέ­ρως πο­λύ­τι­μα για σύγ­χρο­νους με­λε­τη­τές των «πα­ρυ­φών» της Ιστο­ρί­ας, πα­ρεί­χαν επί­σης ένα σύ­ντο­μο λε­ξι­κό χρή­σι­μων φρά­σε­ων, για τη συ­νεν­νό­η­ση με τους ντό­πιους. Χα­ρα­κτη­ρι­στι­κό πα­ρά­δειγ­μα απο­τε­λεί μία από τις πρώ­τες (και μα­κρο­βιό­τε­ρες) εκ­δό­σεις του εί­δους, που κυ­κλο­φό­ρη­σε στη Γαλ­λία στα τέ­λη του 19ου αιώ­να από το δη­μο­σιο­γρά­φο Αντόλφ Ζο­άν. Οι Μπλε Οδη­γοί (Guides Bleus) όπως εί­ναι σή­με­ρα γνω­στοί από το χρώ­μα στα εξώ­φυλ­λά τους, που δια­νέ­μο­νταν από τη βι­βλιο­θή­κη-εκ­δο­τι­κό οί­κο Hachette, πε­ριέ­λα­βαν την Ελ­λά­δα στους πρώ­τους τί­τλους της σει­ράς. Ο του­ρι­στι­κός οδη­γός της Ελ­λά­δας κυ­κλο­φό­ρη­σε (διό­λου τυ­χαία) το 1896, γνω­ρί­ζο­ντας τα επό­με­να χρό­νια δύο επα­νεκ­δό­σεις. Όλες οφεί­λο­νταν, κυ­ρί­ως, στους εν Ελ­λά­δι Ολυ­μπια­κούς Αγώ­νες.

Στα πρώ­τα ατμό­πλοια των αρ­χών του 20ού αιώ­να συ­νυ­πήρ­χαν, ακό­μα, τα ιστία με τον ατμό. Εδώ, ένας από­πλους του αγ­γλι­κού «Britannia»

Η έκ­δο­ση του 1896 απευ­θυ­νό­ταν σε χι­λιά­δες (γαλ­λό­φω­νους) επι­σκέ­πτες που ήρ­θαν στην Ελ­λά­δα, προ­κει­μέ­νου να πα­ρα­κο­λου­θή­σουν την πρώ­τη ανα­βί­ω­ση των Ολυ­μπια­κών Αγώ­νων. Ακο­λού­θη­σε η δεύ­τε­ρη έκ­δο­ση, το 1906, η οποία προ­έ­κυ­ψε για τους ίδιους λό­γους. Αυ­τή τη φο­ρά ήταν η διορ­γά­νω­ση των Θε­ρι­νών Ολυ­μπια­κών Αγώ­νων, γνω­στών και ως Με­σο­λυ­μπιά­δα, που προ­σέλ­κυ­σε ακό­μα πε­ρισ­σό­τε­ρους ξέ­νους επι­σκέ­πτες στη χώ­ρα. Η τρί­τη έκ­δο­ση του οδη­γού, «διορ­θω­μέ­νη και επαυ­ξη­μέ­νη» όπως ανα­φε­ρό­ταν στην πρώ­τη σε­λί­δα, κυ­κλο­φό­ρη­σε πέ­ντε χρό­νια αρ­γό­τε­ρα. Με την Ελ­λά­δα πε­ρισ­σό­τε­ρο γνω­στή –πλέ­ον– στον «έξω» κό­σμο, χά­ρη σε αυ­τά τα δύο με­γά­λα αθλη­τι­κά γε­γο­νό­τα και στο πλή­θος που συ­γκέ­ντρω­σαν, ανα­δει­κνύ­ο­ντας τη χώ­ρα ως ελ­κυ­στι­κό προ­ο­ρι­σμό.
Η τε­λευ­ταία επα­νέκ­δο­ση του 1911 (από όπου αντλή­θη­καν τα στοι­χεία του πα­ρό­ντος κει­μέ­νου) συ­ντά­χθη­κε υπό την επο­πτεία του Γκι­στάβ Φου­ζέρ, διευ­θυ­ντή της Γαλ­λι­κής Σχο­λής Αθη­νών και κα­θη­γη­τή στην Σορ­βόν­νης. Πε­ριεί­χε 27 χάρ­τες, 56 σχε­δια­γράμ­μα­τα, 30 ει­κο­νο­γρα­φή­σεις και 12 πί­να­κες. Για τη σύ­ντα­ξή του συ­νει­σέ­φε­ραν με κεί­με­να, ντο­κου­μέ­ντα και χρη­στι­κές πλη­ρο­φο­ρί­ες, απε­σταλ­μέ­νοι «ιχνη­λά­τες» του οδη­γού, το σύ­νο­λο σχε­δόν των κα­θη­γη­τών της Γαλ­λι­κής Σχο­λής Αθη­νών, κα­θώς και Έλ­λη­νες επι­στή­μο­νες. Ιδιαί­τε­ρες ευ­χα­ρι­στί­ες απο­νέ­μο­νταν στον κα­θη­γη­τή αρ­χαιο­λο­γί­ας στο Πα­νε­πι­στή­μιο Αθη­νών –και με­τέ­πει­τα ακα­δη­μαϊ­κό– Αντώ­νιο Κε­ρα­μό­που­λο (1870-1960) για την πε­ρι­γρα­φή του μου­σεί­ου των Θη­βών, στον πρώ­το Έφο­ρο Αρ­χαιο­τή­των Κυ­κλά­δων του ελ­λη­νι­κού κρά­τους Δη­μή­τριο Σταυ­ρό­που­λο (1872-1919) για τις πλη­ρο­φο­ρί­ες σχε­τι­κά με τις νε­κρο­πό­λεις, και στον συγ­γρα­φέα, φι­λό­λο­γο και έφο­ρο αρ­χαιο­τή­των Πει­ραιά, Ιά­κω­βο Δρα­γά­τση (1853-1935) για τις ση­μειώ­σεις του για τον Πει­ραιά .

«Θα ήταν πε­ριτ­τό να αρ­χί­σου­με αυ­τόν τον οδη­γό με ένα δι­θύ­ραμ­βο για τις ομορ­φιές της Ελ­λά­δας», έγρα­φε ο Γκι­στάβ Φου­ζέρ στον πρό­λο­γο της έκ­δο­σης. «Για τον αν­θρω­πι­στή μιας προη­γού­με­νης επο­χής, η Ελ­λά­δα απο­τε­λού­σε μό­νο ένα φι­λο­λο­γι­κό σκη­νι­κό και ο ίδιος αρ­κεί­το να εξε­ρευ­νή­σει τα αρι­στουρ­γή­μα­τα της αρ­χαιο­ελ­λη­νι­κής γραμ­μα­τεί­ας και Ιστο­ρί­ας, χω­ρίς να εγκα­τα­λεί­ψει το γρα­φείο του. Σή­με­ρα, η έν­νοια του Ελ­λη­νι­σμού έχει εκ­συγ­χρο­νι­στεί, δη­μιουρ­γώ­ντας ένα κί­νη­μα πε­ριέρ­γειας για τη σύγ­χρο­νη Ελ­λά­δα. Όλο και πε­ρισ­σό­τε­ρο, κα­τα­νο­ού­με την ανά­γκη να πά­με εκεί, προ­κει­μέ­νου να με­λε­τή­σου­με επι­τό­που τα ερεί­πια της αρ­χαί­ας τέ­χνης και να γνω­ρί­σου­με τον σύγ­χρο­νο τρό­πο ζω­ής, κά­τω από ένα θαυ­μά­σιο σκη­νι­κό φω­τός, χρω­μά­των και των αρ­μο­νι­κών πε­ρι­γραμ­μά­των».
Συ­νε­χί­ζο­ντας, ο Φου­ζέρ ση­μεί­ω­νε: «Ήταν πριν τριά­ντα χρό­νια, όταν εμ­φα­νί­σθη­κε σε αυ­τή τη συλ­λο­γή ο Οδη­γός της Ανα­το­λής του Δρος Ιζα­μπέρ, που εί­χε έλ­θει ως του­ρί­στας στην Ελ­λά­δα λό­γω της έλ­ξης που του ασκού­σε η ύπαι­θρος χώ­ρα και των ανα­μνή­σε­ών του από τις κλα­σι­κές σπου­δές. Έπρε­πε όμως να προ­τά­ξει τον εν­θου­σια­σμό του ένα­ντι των κιν­δύ­νων που τον απει­λού­σαν. Πριν λί­γες δε­κα­ε­τί­ες, η κα­τα­νό­η­ση των πε­ρι­πε­τειών που εγκυ­μο­νού­σε ένα τέ­τοιο τα­ξί­δι, απο­θάρ­ρυ­νε τους πε­ρισ­σό­τε­ρους να το επι­χει­ρή­σουν. Στις ημέ­ρες μας όμως, το πνεύ­μα του Εντμόν Αμπού και του μυ­θι­στο­ρή­μα­τός του Ο βα­σι­λεύς των ορέ­ων (1857) δεν μπο­ρεί, πλέ­ον, να επη­ρε­ά­σει δυ­σμε­νώς ένα του­ρί­στα. Εδώ και πο­λύ και­ρό, οι ιστο­ρί­ες των λη­στών αυ­τών έχουν πά­ει να συ­να­ντή­σουν τις μυ­θι­κές πε­ρι­πέ­τειες του Κο­ρίν­θιου Σκί­ρω­να και του Αθη­ναί­ου Προ­κρού­στη».
Κα­τά τα γρα­φό­με­να του Φου­ζέρ, «Όχι μό­νο με­τά τον Αμπού, αλ­λά και με­τά τις δύο προη­γού­με­νες εκ­δό­σεις του πα­ρό­ντος οδη­γού (1896 και 1906), η Ελ­λά­δα δεν στα­μά­τη­σε να εξευ­ρω­πα­ΐ­ζε­ται. Δια­θέ­τει επαρ­κές οδι­κό και σι­δη­ρο­δρο­μι­κό δί­κτυο, πυ­κνά ατμο­πλοϊ­κά δρο­μο­λό­για, ξε­νο­δο­χεία για πιο απαι­τη­τι­κούς του­ρί­στες, συ­χνά κα­λύ­τε­ρα εκεί­νων της Νό­τιας Ιτα­λί­ας, της Σι­κε­λί­ας και πολ­λών πε­ριο­χών της Ισπα­νί­ας». Όταν κυ­κλο­φό­ρη­σε ο οδη­γός, η Ελ­λά­δα εί­χε, ακό­μα, πε­ριο­ρι­σμέ­να σύ­νο­ρα. Έφθα­ναν μέ­χρι τη Θεσ­σα­λία και για να πά­ει ένας του­ρί­στας βο­ρειό­τε­ρα, στη Μα­κε­δο­νία και την Θρά­κη, ή νό­τια, στην Κρή­τη, έπρε­πε να εφο­δια­στεί με ει­δι­κή βί­ζα.

1900: Η μό­δα των (κα­λο­βαλ­μέ­νων) Ευ­ρω­παί­ων για πό­λη και εξο­χή. Ο κα­θι­στός φο­ρά κο­στού­μι τα­ξι­διού.

Το πρώ­το κε­φά­λαιο ξε­κι­νού­σε από τα βα­σι­κά, κα­τα­το­πί­ζο­ντας τον ανα­γνώ­στη για το πο­λί­τευ­μα, τη διοί­κη­ση και την οι­κο­νο­μία της χώ­ρας: «Ο νό­μος της 5ης Ιου­λί­ου 1899 έχει χω­ρί­σει το Βα­σί­λειο της Ελ­λά­δος σε 26 νο­μούς, υπο­διαι­ρού­με­νους σε 69 επαρ­χί­ες και δή­μους, οι πε­ρισ­σό­τε­ροι των οποί­ων δια­τη­ρούν τα αρ­χαία το­πω­νύ­μιά τους. Ο στρα­τός απο­τε­λεί­ται από πε­ρί­που 24.000 άν­δρες σε και­ρό ει­ρή­νης. Σύμ­φω­να με τα τε­λευ­ταία στοι­χεία, του 1909, τα απο­θέ­μα­τα ήταν 135 εκα­τομ­μύ­ρια σε εθνι­κό νό­μι­σμα (δραχ­μή) και ο εμπο­ρι­κός στό­λος αριθ­μού­σε 286 ατμό­πλοια χω­ρη­τι­κό­τη­τας 485.000 κό­ρων. Ει­σα­γω­γές προ­ϊ­ό­ντων: 149 εκα­τομ­μύ­ρια τό­νοι, εκ των οποί­ων τα 11 εκα­τομ­μύ­ρια αφο­ρού­σαν γαλ­λι­κά προ­ϊ­ό­ντα. Εξα­γω­γές: 117, 5 εκα­τομ­μύ­ρια τό­νοι»

Εξί­σου κα­τα­το­πι­στι­κή (και ιδιαί­τε­ρα χρή­σι­μη στις συ­ναλ­λα­γές ενός του­ρί­στα) ήταν η ανα­φο­ρά στο εθνι­κό νό­μι­σμα: «Οι συν­θή­κες του τα­ξι­διού στην Ελ­λά­δα εί­ναι, πλέ­ον, λι­γό­τε­ρο συμ­φέ­ρου­σες, αφού η ανταλ­λα­γή του χρυ­σού σε δραχ­μές, πλέ­ον δεν απο­φέ­ρει κέρ­δος (προη­γου­μέ­νως ήταν 25 έως 30%). Η ζωή εί­ναι λί­γο πιο ακρι­βή απ’ ό,τι στην Ιτα­λία. Η δια­νυ­κτέ­ρευ­ση στα ξε­νο­δο­χεία των πό­λε­ων κο­στί­ζει, κα­τά μέ­σο όρο, 12-17 γαλ­λι­κά φρά­γκα. Στα χω­ριά, η δια­μο­νή και το φα­γη­τό χρε­ώ­νο­νται 7-8 φρά­γκα ημε­ρη­σί­ως. Εν ολί­γοις, ο λι­γό­τε­ρο απαι­τη­τι­κός τα­ξι­διώ­της, αυ­τός που δεν φο­βά­ται την τα­λαι­πω­ρία, ο ικα­νός να προ­σαρ­μο­στεί στις το­πι­κές συ­νή­θειες, και γνω­ρί­ζο­ντας λί­γες λέ­ξεις στα ελ­λη­νι­κά, μπο­ρεί, με 2-2.500 φρά­γκα να κά­νει από το Πα­ρί­σι ένα τα­ξί­δι αλέ-ρε­τούρ, μέ­νο­ντας στην Ελ­λά­δα για 2-2,5 μή­νες. Το τα­ξί­δι σε γκρουπ των 2-4 ατό­μων εί­ναι πο­λύ πιο οι­κο­νο­μι­κό: μοι­ρά­ζο­νται τα έξο­δα δια­μο­νής, φα­γη­τού, διερ­μη­νέα, κα­θώς και της ενοι­κί­α­σης άμα­ξας, ή πλε­ού­με­νου, ανά­λο­γα με τις με­τα­κι­νή­σεις τους».

Εθνο­λο­γι­κό (εκτός από στα­τι­στι­κό) εν­δια­φέ­ρον πα­ρου­σιά­ζει η απο­τύ­πω­ση της ελ­λη­νι­κής κοι­νω­νί­ας, με τον του­ρι­στι­κό οδη­γό να απο­τε­λεί χρή­σι­μη πη­γή πλη­ρο­φο­ριών για τον ση­με­ρι­νό ερευ­νη­τή: «Η τε­λευ­ταία απο­γρα­φή (1907) δί­νει συ­νο­λι­κά 2.631.752 κα­τοί­κους. Θα ήταν δί­καιο να προ­σθέ­σου­με πε­ρί­που 122.000 Έλ­λη­νες από τις φτω­χό­τε­ρες πε­ριο­χές (νη­σιά, Θεσ­σα­λία, Πε­λο­πόν­νη­σο) που έχουν με­τα­να­στεύ­σει προ­σω­ρι­νά στην Αμε­ρι­κή. Ο ση­με­ρι­νός πλη­θυ­σμός της Αθή­νας εί­ναι 175.000. Στον Πει­ραιά ανήλ­θε, από τους 51.021 κα­τοί­κους το 1896, σε 75.800 το 1907. Στην Ελ­λά­δα δια­βιούν επί­σης 49.407 αλ­λο­δα­ποί, στους οποί­ους πε­ρι­λαμ­βά­νο­νται 27.371 Οθω­μα­νοί, 1.122 Γάλ­λοι, 5.382 Ιτα­λοί και 3.288 Άγ­γλοι. Από αυ­τούς, 23.261 εί­ναι Κα­θο­λι­κοί στο θρή­σκευ­μα, 3.516 μου­σουλ­μά­νοι και 6.127 Εβραί­οι».

«Μια υπη­ρέ­τρια στην Αθή­να»: Ει­κο­νο­γρά­φη­ση του Frederick Villiers για το «English Illustrated Magazine» (1897)

Ως προς την ελ­λη­νι­κή φυ­λή, το ζή­τη­μα, σύμ­φω­να με τον του­ρι­στι­κό οδη­γό (και τα δε­δο­μέ­να της επο­χής του) ήταν πο­λύ αμ­φι­λε­γό­με­νο. Έσπευ­δε, δε, να επι­ση­μά­νει ότι από αρ­χαιο­τά­των χρό­νων οι ει­σβο­λείς και οι επι­κυ­ρί­αρ­χοι του ελ­λα­δι­κού χώ­ρου ποι­κίλ­λουν, με στοι­χεία ξέ­να στο υπό­βα­θρο των γη­γε­νών: «Σή­με­ρα συ­να­ντά κα­νείς Αλ­βα­νούς, ιλ­λυ­ρι­κής φυ­λής, οι οποί­οι ζουν κυ­ρί­ως στην Βοιω­τία, την Ατ­τι­κή, τη Σα­λα­μί­να, την Κό­ριν­θο. Μι­λούν ακό­μα μια γλώσ­σα, τα “Αρ­βα­νι­τι­κά”, ιν­δο­ευ­ρω­παϊ­κής κα­τα­γω­γής, που δεν σχε­τί­ζο­νται με τα ελ­λη­νι­κά και απο­τε­λούν μω­σαϊ­κό ξέ­νων λέ­ξε­ων (τουρ­κι­κά, ιτα­λι­κά κ.λπ.). Οι “Βλά­χοι”, ή “Κου­τσο-Βλά­χοι” (πε­ρί τους 10.500) απο­τε­λούν νο­μα­δι­κό λαό εμπό­ρων και βο­σκών, των οποί­ων η βά­ση εί­ναι η Θεσ­σα­λία (Όλυ­μπος). Ανή­κουν σε διά­φο­ρες ομά­δες, διοι­κού­με­νες από το­πι­κούς αρ­χη­γούς (“τσέ­λι­γκες”), φυ­λά­γουν κο­πά­δια ζώ­ων, ή ασκούν το επάγ­γελ­μα του ημιο­νη­γού (“μου­λα­ράς”). Δεν έχουν ανα­μει­χθεί, όπως οι Σλά­βοι και οι Αλ­βα­νοί, με τον ελ­λη­νι­κό πλη­θυ­σμό. Ζουν σε πε­ρι­φραγ­μέ­νους χώ­ρους (“στά­νες”), φο­ρούν μάλ­λι­νες λευ­κές κά­πες και μι­λούν μια γλώσ­σα συγ­γε­νή στα ρου­μα­νι­κά. Ο όρος “Βλά­χος” κα­τέ­λη­ξε να ανα­φέ­ρε­ται σε όλους τους βο­σκούς και τους αγρό­τες, ακό­μα και εκεί­νους της ελ­λη­νι­κής φυ­λής, με μία από­χρω­ση πε­ρι­φρό­νη­σης».

Ο του­ρι­στι­κός οδη­γός δεν πα­ρέ­λει­πε να πα­ρα­θέ­σει τον εν­δυ­μα­το­λο­γι­κό κώ­δι­κα των Ελ­λή­νων, πε­ρι­γρά­φο­ντας λε­πτο­με­ρώς τα ρού­χα που φο­ρού­σαν: «Η ει­σβο­λή της ευ­ρω­παϊ­κής μό­δας έχει δη­μιουρ­γή­σει μο­να­δι­κές μεί­ξεις: ψά­θι­να κα­πέ­λα , γι­λέ­κα και μο­ντέρ­να πα­ντε­λό­νια, συν­δυά­ζο­νται με την εθνι­κή εν­δυ­μα­σία (“φου­στα­νέ­λα”). Ως ρού­χο ερ­γα­σί­ας, φο­ρούν πά­νω από το πα­ντε­λό­νι φαρ­δύ που­κά­μι­σο που θυ­μί­ζει αρ­χαίο χι­τώ­να. Στα νη­σιά, η φου­στα­νέ­λα έχει αντι­κα­τα­στα­θεί από τε­ρά­στιο φαρ­δύ πα­ντε­λό­νι (“βρά­κα”)». Ιδιαί­τε­ρη ανα­φο­ρά γι­νό­ταν επί­σης στην γυ­ναι­κεία έν­δυ­ση: «Η γυ­ναι­κεία εν­δυ­μα­σία απο­τε­λεί­ται από ένα μα­κρύ κε­ντη­τό που­κά­μι­σο ανοι­χτό στο στή­θος, μαύ­ρη ή λευ­κή κά­πα και ένα φου­λά­ρι ως κά­λυμ­μα κε­φα­λής, με διά­δη­μα χρυ­σών, αση­μέ­νιων, ή χάλ­κι­νων κερ­μά­των. Κά­ποιες γυ­ναί­κες στην επαρ­χία, φο­ρούν ακό­μα μι­κρό κόκ­κι­νο φέ­σι με χρυ­σή φού­ντα».

Πώς φά­ντα­ζε, άρα­γε, ο χα­ρα­κτή­ρας και η συ­μπε­ρι­φο­ρά του Έλ­λη­να στα μά­τια ενός ξέ­νου επι­σκέ­πτη, πριν από 100, και πλέ­ον, χρό­νια; Η πε­ρι­γρα­φή του γαλ­λι­κού οδη­γού απα­ντά στο ερώ­τη­μα: «Εί­ναι εντυ­πω­σια­κή η επι­βί­ω­ση συ­γκε­κρι­μέ­νων στοι­χεί­ων του χα­ρα­κτή­ρα και των ηθών της αρ­χαί­ας Ελ­λά­δας στη μο­ντέρ­να Ελ­λά­δα. Οι ση­με­ρι­νοί Έλ­λη­νες έχουν κλη­ρο­νο­μή­σει από τους προ­γό­νους τους τη με­τριο­πά­θεια, το ανοι­χτό πνεύ­μα, την εξυ­πνά­δα και, λί­γο επι­φα­νεια­κά, μία τά­ση για συ­ζή­τη­ση και για πο­λι­τι­κή. Ο ξέ­νος επι­σκέ­πτης θα ει­σπρά­ξει με τον κα­λύ­τε­ρο τρό­πο την οι­κειό­τη­τα και το ισό­τι­μο πνεύ­μα των Ελ­λή­νων και θα υπο­βλη­θεί ευ­χά­ρι­στα στον βά­σα­νο των ερω­τή­σε­ων του οι­κο­δε­σπό­τη. Οι Έλ­λη­νες εν­δια­φέ­ρο­νται ζω­η­ρά για την εθνι­κό­τη­τα των επι­σκε­πτών. Εν προ­κει­μέ­νω, ο Γάλ­λος θα νιώ­σει εξαρ­χής το σε­βα­σμό και την αγά­πη, χά­ρη στο φι­λελ­λη­νι­κό ρό­λο της χώ­ρας του».

«Το μι­κρό πα­λά­τι των Αθη­νών»: Μια από τις πρώ­τες δια­φη­μί­σεις ελ­λη­νι­κών ξε­νο­δο­χεί­ων για —γαλ­λό­φω­νους— επι­σκέ­πτες.

Ο φι­λελ­λη­νι­σμός της Γαλ­λί­ας απο­τυ­πώ­νε­ται στις πε­ρι­γρα­φές του… ομο­πά­τριου του­ρι­στι­κού οδη­γού: «Ο Έλ­λη­νας έχει πο­λύ ζω­ντα­νό το αί­σθη­μα της ανε­ξαρ­τη­σί­ας. Δεν θα βρεί­τε σε αυ­τόν τη φορ­τι­κή εξυ­πη­ρέ­τη­ση που προσ­δο­κά την αντα­πό­δο­ση. Το φι­λο­δώ­ρη­μα δεν τον εντυ­πω­σιά­ζει. Εάν ζη­τά κά­ποιο συ­μπλή­ρω­μα στην αμοι­βή, το θε­ω­ρεί ως δω­ρεά, όχι ως ελε­η­μο­σύ­νη». Όσο για το ψυ­χο­λο­γι­κό προ­φίλ (και το κοι­νω­νι­κό στά­τους) του πιο χα­ρα­κτη­ρι­στι­κού δείγ­μα­τος Έλ­λη­να, ο οδη­γός δεν φεί­δε­ται επαί­νων: «Ο “παλ­λη­κά­ρης” (εκ του αρ­χαί­ου “πάλ­ληξ”), ανέ­κα­θεν εν­σαρ­κώ­νει τον δη­μο­φι­λή τύ­πο του πα­τριώ­τη. Ο ορε­σί­βιος της Πίν­δου, της Αρ­κα­δί­ας, της Μά­νης, με το γε­ρο­δε­μέ­νο, ευ­κί­νη­το κορ­μί και τη γεν­ναιό­τη­τα που τον χα­ρα­κτη­ρί­ζει, δί­νει την εντύ­πω­ση μιας υγιούς και γεν­ναιό­δω­ρης δύ­να­μης».

( ΣΥ­ΝΕ­ΧΙ­ΖΕ­ΤΑΙ )

(Eι­κο­νο­γρά­φη­ση: αρ­χείο Α. Μα­λαν­δρά­κη)

ΑΛΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: