Είδα στον ύπνο μου πως ξύπνησα, κι ο κόσμος ήταν ένας άλλος. Ήτανε, λέει, έξω Άνοιξη, Άνοιξη του θεού, έτσι καθώς την ξέραμε, με το άλφα της το ωραίο να δροσίζει την ανάσα σου και πάνω στο ξινό του ξι να σε φυσά η φτερούγα του κρυμμένου στα κλαδιά πουλιού, να σε παρηγορήσει. Και οι πλατείες ήτανε γεμάτες από ανθρώπους που αγκαλιάζονταν και που φιλιόντουσαν στα στόματα, και τραγουδάγανε τραγούδια ο ένας μες στο αυτί του άλλου, κάθιδροι απ’ την αγωνία της αγάπης, άνθρωποι δίχως μάσκες, σε αλάνες δίχως χωροφύλακες για να μετρούν τις αποστάσεις. Κι είδα κι αυτούς, τους χωροφύλακες, σαν ξάφνου –κατά πώς είπε το ποίημα– «μεταμεληθέντες», να βλέπουν μέσα «στο γαλάζιο του ουρανού γοητευτικές αράδες σύννεφα» και να κραυγάζουν εν χορώ: «Ιδού τα σύννεφα του Εγγονόπουλου!» […γεια σου Σωτήρη.][1]
Είδα στα σούπερ μάρκετ τα πατώματα δίχως τα Χ, και είδα τους παλιούς γνωστούς να απλώνουν χειραψίες για το καλωσόρισες. Και ύστερα τους είδα με υγρά από την έξαψη δάχτυλα να ζουλάνε τις χαρακιές κάτω απ’ τα χείλια, έτσι καθώς το ξέραμε κι έτσι καθώς το συνηθίζαμε, να πούνε το ανείπωτο, εκείνο που η λέξη μοναχή δεν έχει μπράτσα να σηκώσει, μα ίσως για να κρύψουν προς στιγμήν την φτώχια του προσώπου τους, να πούνε μια συγγνώμη για το λίγο που καταλαβαίνει η καρδιά τους από ξένο πόνο.
Κι είδα μετά στον ύπνο μου ολάκερη την κομπανία του Ζαμπέτα μ’ ένα «Άλα!» της να με καλεί στην πίστα, «Άλα!» που γλύκαινε το λαρύγγι μου σαν παλιό κρασί, κι ύστερα είδα και κείνον με τη γλώσσα έξω να σαλιώνει τον αντίχειρα, να συνεχίσει τα ιερουργήματα μέσα στ’ ασπρόμαυρο του Φιλοποίμενος κουτί. Κι είδα και τους θαμώνες που πιανόντουσαν στα χέρια, και φτύνανε ο ένας του αλλουνού το πρόσωπο, κι αμέσως ύστερα τους είδα να φιλιώνουνε, αγκαλιασμένοι να απομακρύνονται, τρεκλίζοντας απ’ το κρασί κι απ’ την αγάπη.
Κι ύστερα άνοιξα την τηλεόραση, και είδα, λέει, –άκουσον!– έναν πολιτικό που ζήταγε συγγνώμη απ’ τον Ξαρχάκο που τον κακολόγησε, γιατί σε μία έκλαμψη του σύμπαντος –έτσι καθώς εγίνη με τον χωροφύλακα του Εγγονόπουλου– κατάλαβε ο πολιτικάντης το αδιάψευστο της ρήσης του συνθέτου, πως δηλαδή ο ιδρώτας των μαστόρων –η τέχνη, να το πούμε αλλιώς– θα είναι εδώ στο κάθε «πάντοτε» του χρόνου μας, ένοικος της καρδιάς μας, να παρηγορεί, τότε που ο όχλος των πολιτικών θα έχει αμετάκλητα από την κάθε υποσημείωση της ιστορίας εξαλειφθεί.[2]
Και ναι, ο μεταμεληθείς πολιτικός εκλιπαρούσε του Ξαρχάκου τη συγγνώμη –γεια σου άρχοντα!– κι ύστερα λέει και του Δεληβοριά εκλιπαρούσε τη συχώρεση, όχι πως του ᾽χαν κάτι ξάφνου μέσα του κινήσει τα τραγούδια του, και άλλα συναφή στη φούχτα του γέρο Λαδά μετρήσιμα, αλλά γιατί, σαν μόλις μέσα απ’ την αγκαλιά αιφνίδιας αποκάλυψης εγερθείς, θα είχε καταλάβει πως αυτός – ο Φοίβος, ο αεί έφηβος, ο πανπνευμόνως πνέων πίσω απ’ του Δελή-Βοριά το φουσκωμένο ιστίο, να τον πάει όπου…– έπρεπε –όπερ και εγένετο– να ομιλήσει «θεσμικώς», κατά πως λεν στα ηλεκτρικά παράθυρα, εκπρόσωπος του σωματείου ων που τονε ψήφισε –μα τι να κάνει και αυτός ο άνθρωπος;– και ότι η κουβέντα: «είμαι απελπισμένος…», κλπ,[3] δεν έλεγε μιζέρια ουδεμία, ούτε για κείνον κι ούτε για κανέναν άλλωστε, έλεγε όμως μιαν ομοβροντία απαξίωσης απ' τους χιλιάδες που ήταν σήμερα σε μιαν υπέρτατη ανάγκη, κι έπρεπε να ταράξουνε τον ύπνο των αρχόντων –δυο φορές τρομάρα τους!– παίρνοντας φόρα μέσα απ’ το δικό του στόμα.
[ Μα έχουν οι πολιτικοί αυτιά για τον αχό της φουσκωμένης θάλασσας και για τα τέρατα που θα φέρει; Ίδωμεν. Τα λέω αυτά απ’ τη σκοπιά της 13ης Μαΐου του 2020. Και το πλοίο θα πλέει ακαταπαύστως, φέρνοντας όλο και πιο νέα τοπία στην οθόνη μας. ]
Κι ύστερα λέει ο Φοίβος, και ο Σταύρος, κι άλλοι πολλοί –ζώντες και τεθνεώτες, που άκουσαν της στιγμής το κάλεσμα και εγέρθησαν αυτοστιγμεί απ’ τον ωραίο τάφο τους– έψελναν τώρα εν χορώ το «ἐπὶ γῆς εἰρήνη ἐν ἀνθρῶποις Εὐδοκία!». (Κι ο Δαμιανός –όχι ο θείος μου, αλλά ο άλλος, ο Αλέξης– εγέλαγε ακαταπαύστως και αυτός κάτω απ’ τα μουστάκια του!)
Κι ύστερα λέει γλίστρησα απ’ τον ύπνο μου μες στην πλατεία Συντάγματος, κι αντί να βλέπω επιγραφές πολύγλωσσες (σαν να ‘μασταν στην πιο σκληρή την ώρα της απελευθέρωσης, λίγο πριν ξεκινήσει το αποτρόπαιο του μυδραλίου των Εγγλέζων κροτάλισμα πάνω απ’ την οροφή της μέγιστης «Μεγάλης Βρετανίας», και λίγο πριν το δάχτυλο του κάθε άπιστου μπαρμπα-Θωμά αγγίξει τη ματωμένη άσφαλτο και νιώσει την παγερή λάμα της προδοσίας να διαπερνά τη σπονδυλική του στήλη), αντί να βλέπω επιγραφές που θα τις δικαιολογούσε μιας τέτοιας ώρας των εθνών ο ωραίος εναγκαλισμός, έβλεπα επιγραφές με το: «Support art workers», σύνθημα ακατανόητο που μέσα από την αγοραία γλώσσα του –πώς να την πεις αλλιώς;– κάλυπτε με μανδύα δυστυχίας όλων μας τα πρόσωπα –πρόσωπα γεννημένα να φωτίζονται και να γλυκαίνουν απ’ το φωτοστέφανο της μίας Δεσποσύνης που καθημερινά της πλένουμε τα πόδια– και μεταμόρφωνε όλους –εκείνο το ακατανόητο «Support»– σε ζήτουλες αισχρούς των κατ’ επάγγελμα πολιτικών, αυτών που σ’ έναν τόπο άλλον –τόπο μ’ ολάκερη την οδοντοστοιχία του κι όχι με τις ακρυλικές μασέλες των προλεκτικών διαφημιστών– θα ήσαν υπηρέτες μας, έτσι καθώς ταιριάζει και καθώς ορίζει ο ορθός νους, μα άντε βρες γωνιά να ξαποστάσει τέτοιο αυτονόητο – ούτε στα όνειρά σου να το ονειρευτείς δε επιτρέπεται!
Και ξάφνου λέει γενήκανε εκείνες οι επιγραφές συνθήματα υπέροχα, ωσάν πυροτεχνήματα που φωταγώγησαν σε ένα ανοιγόκλεισμα του βλέφαρου όλο το πλάτος του Αττικού ουρανού, πάνω και πέρα απ’ τα ιερά βουνά που σμίγουνε τα δάχτυλά τους μες στις τρυφερές πλεξούδες της πόλης, συνθήματα όπως: «Βγάλτε τα σκατά από τα μάτια σας να δείτε!», και: «Η τέχνη είναι ο μόνος λόγος που υπάρχετε, ανόητοι!», και: «Δίχως εμάς θα ήσασταν βαθιά μες στο καλάθι των αχρήστων», και ίσως και κανένα: «Σ’ έναν κόσμο δίκαιο θα σπάγατε κοτρόνες στο βαθύτερο λαγούμι της Πεντέλης», όπως –περίπου– είπε ένας φίλος κάποτε, καλή του ώρα.
Κι ύστερα λέει θα ᾽βγαιναν –ως άρτι μεταμεληθέντες και αυτοί– οι τριακόσιοι βουλευταί έξω απ’ τον ναό της διαχρονικής μας ασωτίας, θα γδύνονταν τα ακριβά τους ρούχα, και θα τα ᾽καιγαν σε μια πυρά ολόφωτη στη μέση της πλατείας. Μετά, ολόγυμνοι και καθαροί από έγνοιες κι από παρελθόν θα εξαφανίζονταν στην αγκαλιά του πλήθους, σαν νεογέννητα στον κόρφο της μητέρας τους, το μόνο ακριβό στον κόσμο πράγμα, αν εξαιρέσουμε της έμ-πυρης γλώσσας τα φλογερά καμώματα.
Κι ύστερα, λέει, θα ᾽ρχότανε η Είδηση, το Νέο, η Εφεύρεση που ακόμα όνομα δεν έχει, το Μηχάνημα, το οποίο τόσα θα ξερε για τις μορφές που παίρνει η Άνοιξη μες στις ψυχές μας, που μόλις ένας βλαξ ή ένας επίβουλος ή ένας μόνον απλώς αφηρημένος (που ίσως να ᾽σαι κι εσύ ο ίδιος, μάτια μου!) τόλμαγε μιαν απρέπεια –απρέπεια με λόγια ή με πράξη ή με σκέψη μοναχά, που ᾽ναι το ίδιο πράγμα στον σφυγμό τού μέσα σύμπαντος– τότε αυτόματα εκείνο το μηχάνημα θα τον αποσυνέδεε απ’ τον κόσμο, θα του ᾽βγαζε την πρίζα και θα τον βουτούσε στα παρηγορητικά νερά μιας ησυχαστικής απόσυρσης, κι αυτό έως ότου να συνέλθει, να ξεζαλιστεί, να ξαναβρεί τον χαμένον του άλλον, να ενδυθεί το ένα, μοναδικό του σχήμα, που περπατάει τον παράλληλο κόσμο, τον ες αεί, τον που ακούει ξάγρυπνος και καθρεφτίζει ακούραστα τα ονόματα τριγύρω μας, εάν.
Και θα ᾽ναι ετούτη η Εφεύρεση που θα γιορτάσει σύμπασα η ανθρωπότης μ’ ένα στόμα, τότε που εν είδει σμήνους περιστεριών θα εγερθούν οι ιαχές σαν λέξεις Εμπειρίκειες σπερματοφόρες, σμήνος ακράτητο πάνω απ’ την κλίνη του Αγνώστου Στρατιώτου, τότε που απ’ το λαμπρό του Αττικού ουρανού θα αντηχήσουν οι επευφημίες έκπτωτων και μη Αγγέλων, αγκαλιασμένων σ’ ένα σώμα αξεχώριστο, Αγγέλων που θα έχουν και αυτοί για την περίσταση μετανοήσει, θα έχουν μιας διά παντός εις βάθος απροσμέτρητο εννοήσει του μυστηρίου την μεγίστη εκδίπλωση, μέσα στου άστεως τις ατραπούς, μέσα στου ανεσπέρου φωτός τις σπαργώσες επάνω στα ύδατα της μέσα Ελευσίνος ανακλάσεις, και όλα ετούτα μήπως κάποτε για λίγο η ψυχή μας ξαποστάσει απ’ των μετονομασιών το ποδοβολητό, απ’ την οχλοβοή της τρικυμίας που αιώνες μαστιγώνει τους αιθέρες της έξαρσης και τους κανοναρχεί, μήπως κι αρχίσει πάλι το βλέμμα μας να διακρίνει στον βυθό τις όντως εναργείς έννοιες: τον πόρφυρα, τον αστερία, τον ιχθύ, την λάμπουσα μελάσα μέσα στα σαγόνια των στρειδιών με την απέραντη την καλοσύνη, αυτές κι όλες τις άλλες, αγκαλιά στην πρώτη τους τη σημασία, έξαφνα και για όλον τον χρόνο δωρισμένες στη ζωή, σε δόξα του υπέρτατου ονειροφόρου Άγιου, προστάτη-συμπολεμιστή. Ο κόσμος τώρα θα επιστρέφει στα θρανία του, να μάθει και να μάθει την καινούργια αλφαβήτα των πραγμάτων, από τους σπουδασμένους των ουράνιων φαλαινοθηρικών. Αμήν.
Κι ήτανε λέει όμορφες οι λέξεις, όμορφες πολύ, καθώς κι ο κόσμος που περπάταγε τριγύρω τους και χαίρονταν, και έλεγα: «Να μην ξυπνήσω, Παναγία μου, να μην ξυπνήσω!»
Κι ύστερα ξύπνησα. Κι ο κόσμος ήταν όντως ένας άλλος.
[ 13 Μαΐου 2020 ]