Ο κόσμος στην τσέπη του

Ο κόσμος στην τσέπη του

Βγάζει από την τσέπη του χούντι το μικρό παραλληλόγραμμο πλακίδιο. Χαϊδεύει ή παίζει με τα δάχτυλα τη δική του μουσική σε αόρατα πλήκτρα, κοινώς πληκτρολογεί όπως όταν κάποτε μάθαινε να τοποθετεί σωστά τα δάχτυλα στα πλήκτρα του πιάνου. Τώρα καμιά μουσική, εκτός από το κείμενο που προχωρά και σε κάποια στιγμή η εικόνα αλλάζει. Κι από αυτήν πλανάρει σε άλλη και άλλη, σε μια χαμηλή πτήση που του επιτρέπει να προσγειωθεί όπου η έλξη της εικόνας τον καθηλώσει ή όπου είχε εξ αρχής σχέδιο να φτάσει. Αν και δεν υπάρχει προορισμός. Οι προορισμοί είναι πρόσκαιροι. Ο άνεμος που κινεί τις εικόνες, χωρίς να φαίνεται, τον παίρνει και τον σηκώνει για αλλού. Κι αυτό το αλλού συνεχώς μεταβάλλεται. Η μόνη ασφαλής κατάληξη είναι το προσωρινό τέλος της περιήγησης και το κλείσιμο της οθόνης για να επανέλθει στον προορισμό των βημάτων του και στην καγκουροϊκή τσέπη της κοιλιάς με τα πλαϊνά ανοίγματα, το χούντι γαρ. Περιβάλλουν τα χέρια του το παραλληλόγραμμο πλακίδιο, το κρατούν στη θερμοκρασία του σώματος, επωάζουν το άνοιγμα νέων εικόνων και προορισμών.

Άλλοτε πάλι από τη θέση αυτή εκκινούν λεπτά μαύρα καλώδια. Φτάνουν σε μικρά «κουμπιά» που ταιριάζουν στην είσοδο του έξω ακουστικού πόρου. Παρκάρουν εκεί, και η μουσική περνάει σαν το υγρό στη φλέβα απευθείας στην συνέχεια του μικρού σωλήνα μέχρι το βυθό του εγκεφάλου. Οι ήχοι διακλαδίζονται και το σώμα ακολουθεί ρυθμικά, αναλογικά, τους ψηφιακούς παλμούς που ανεβοκατεβαίνουν την κλίμακα. Ένας κόσμος ακόμη ανοίγεται μέσα του, άλλοτε όπως το νερό που βρέχει τα βότσαλα κι άλλοτε σαν μικρά βεγγαλικά που σκάνε στον σκοτεινιασμένο ουρανό του, και φωτίζουν την πλήξη και τη θλίψη του. Δεν έχει άλλη έξοδο από αυτήν μέσα του. Καμία από όσες φαινομενικά τον βγάζουν από το κατώφλι της πολυκατοικίας δεν τον οδηγεί τόσο μακριά από τους καθημερινούς μονόδρομους. Αυτή η εσωτερική έξοδος, μια έξοδος κινδύνου, που χρησιμοποιεί αραιά-πυκνά για να το σκάει όταν είναι σκασμένος είναι η καλύτερη βόλτα. Δεν είναι ότι απλώς τον πηγαίνει αλλού, στα όνειρα κάνει κάτι ανάλογο. Είναι ότι αλλάζει ο ίδιος με αυτά τα ταξίδια. Παίρνει για άλλη μια φορά την πρώτη πτήση που τον ενδιαφέρει στον ψηφιακό χάρτη των πραγματικών προορισμών, όπως όταν μπαίνει στο αεροδρόμιο. Κοιτάζει τους προορισμούς και διαλέγει.

Κάποτε αυτό είναι το πιο μεγάλο πρόβλημα: η επιλογή. Υπάρχουν τόσες προσφορές που τα χάνει, δεν ξέρει κατά πού να τραβήξει. Δεν ξέρει τι να κάνει, τι θέλει. Τα ονόματα, οι εικόνες, οι ήχοι, οι λέξεις αναβοσβήνουν εμπρός του και μέσα του σαν ασπρόμαυρα σημάδια, απόδειξη ότι έχει θαμπωθεί. Δεν βλέπει καλά. Τα μάτια του κάνουν πουλάκια. Προς τα πού να φύγει, χωρίς ξεκάθαρη προοπτική, χωρίς καθαρή όραση; Η ζωή τον καλεί, αλλά πού; Ο κόσμος ένα τεράστιο καντράν, μια οθόνη με άπειρες επιλογές που ξετυλίγονται στο βεληνεκές της παλάμης του, τον καλεί εκμαυλιστικά. Δεν ξέρει τι να διαλέξει. Η στιγμή είναι πολύτιμη. Κι εκείνος μένει αμήχανος μπροστά στην πολλαπλότητα που ανοίγεται στην παλάμη του. Η μία εικόνα φέρνει την άλλη, ο ένας ήχος τον επόμενο. Κι εκείνος ξεφυλλίζοντας αυτές τις άυλες εικόνες μένει αμήχανος μπροστά στο θαύμα και στην αδυναμία του να σκεφτεί τι είναι για κείνον και τι όχι. Αυτό το όχι τον ταλαιπωρεί. Τι θα αφήσει έξω. Τι θα κρατήσει. Είναι τόσο πολλά τα όχι που έχει να πει, τόσο λίγα τα ναι, ώστε διστάζει. Πώς να αφήσει εκτός έναν τέτοιο πλούτο. Δεν ξέρει ότι πλουτίζει κανείς πραγματικά από τα όχι στα πλήθη και στην πληθώρα. Αυτά είναι ο πραγματικός πλούτος. Τα ναι που θα μείνουν είναι η πραγματική περιουσία του, ο εαυτός του. Κι από αυτόν ξεκινούν όλα.

Οι λίγες επιλογές από τον κόσμο που κουβαλάει στην τσέπη του, και είναι στο χέρι του, είναι του χεριού του, θα φτιάξουν τον κόσμο του. Θα είναι η ποίηση της ζωής του. Από αυτό το σταυροδρόμι της ηλικίας του, από αυτό τον κόμβο όπου συνωστίζεται το παν στο ορθογώνιο πλακίδιο, θα φτιάξει τον κάβο του απ’ όπου θα ατενίζει και θα αρμενίζει στον κόσμο. Η θέση του δεν είναι στο πληκτρολόγιο αλλά στα βήματα των ποδιών του. Και τα βήματα των ποδιών του γυρεύουν έναν αληθινό τόπο, στον κάβο του, κι ας θαλασσοδέρνεται από κύματα και βοριάδες. Εκείνος ένας φάρος θα παραμένει στη ζωή του. Ένας φάρος, για να φωτίσει πρώτα τις δικές του σκοτεινιές και μετά όσες γύρω του βουίζουν. Δεν υπάρχει τέλος σε αυτό, αλλά αυτό θα το μάθει πολύ αργότερα. Ο φάρος θα αναβοσβήνει όχι όπως το κινητό στην τσέπη του αλλά όπως το φωτάκι που δηλώνει την παρουσία του στα βράχια, εκεί που θα τον βάλει να σταθεί η ζωή και οι επιλογές του. Ο κόσμος από την τσέπη του θα έχει βρεθεί γύρω του, περιορισμένος και μετρήσιμος μέσα στο μακρινό άπειρο, που βρίσκεται τόσο κοντά του με το ορθογώνιο πλακίδιο. Όμως αυτός είναι ο κόσμος του ανθρώπου που είναι, ενός εφήβου που οσμίζεται την περιπέτεια του απείρου. Η περιπέτεια έχει κι αυτή τέλος. Το πληκτρολόγιο που ανοίγει τις προοπτικές περιορίζεται σε ορισμένες κινήσεις. Από αυτές τις κινήσεις των δακτύλων του, της αθέατης γραφίδας που σχεδιάζει σχέδια στη σκόνη του παρμπρίζ των αυτοκινήτων, εκείνος θα σχεδιάσει το γράφημα της ζωής του. Μόνο στο τέλος της θα καταλάβει τι σχεδίαζε επίμονα μια ζωή.  

ΑΛΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: