Fixer & Regulator

{10 λεπτά}
Fixer & Regulator

Εγώ, ο Οδυσ­σέ­ας Γε­ωρ­γί­ου, Βε­ρο­λι­νέ­ζος Κυ­ψε­λιώ­της (κα­τά το Μαν­χα­τα­νάς Πλα­κιώ­της του Νι­κή­τα Ρά­ντου, Κά­λας, Σπιέ­ρου, κτλ) ανή­κω στο γέ­νος εκεί­νο που ό,τι θυ­μά­ται χαί­ρε­ται — και θυ­μά­μαι πολ­λά, και χαί­ρο­μαι με πολ­λά, κα­θό­σον με νύ­χια και με δό­ντια κρα­τή­θη­κα μα­κριά από τη με­λαγ­χο­λία, εξόν κι αν επρό­κει­το, ενί­ο­τε, για τη δη­μιουρ­γι­κή με­λαγ­χο­λία, και άλ­λω­στε τα νύ­χια και τα δό­ντια δεν ήταν τα δι­κά μου νύ­χια και δό­ντια αλ­λά Εκεί­νης, του Κόκ­κι­νου Κε­ρα­σέ­νιου Κο­ρι­τσιού, που με τα νύ­χια της χά­ρα­ζε τα μύ­χιά μου και σχε­δί­α­ζε χάρ­τες τρυ­φε­ρό­τη­τας στην πλά­τη μου, ενώ με τα δό­ντια της σχη­μά­τι­ζε πε­τα­λού­δες στο λαι­μό μου, στο αρι­στε­ρό μου μπρά­τσο, στον δε­ξιό μου πή­χυ, στο εσω­τε­ρι­κό αμ­φο­τέ­ρων των μη­ρών μου, συμ­βάλ­λο­ντας με τους τρε­λούς χο­ρούς και τα ξε­φα­ντώ­μα­τα των νυ­χιών και των δο­ντιών της (φα­ντά­σου! δέ­κα νύ­χια σε επι­φυ­λα­κή, φα­ντά­σου! τριά­ντα δύο δό­ντια σε δαι­μο­νι­σμέ­νη εγρή­γορ­ση) στο να απο­τρέ­πε­ται η με­λαγ­χο­λία, ενί­ο­τε ακό­μα και η δη­μιουρ­γι­κή, λε­γό­με­νη, με­λαγ­χο­λία, και να μέ­νω εμ­μό­νως με την έμ­μο­νη εμ­μο­νή ενός πλα­τιού χα­μό­γε­λου στα χεί­λη, σαν τον Τζό­κερ, σαν το μυ­θι­στό­ρη­μα Ο άν­θρωπος που γε­λά, σαν τον Πο­πάι όταν κρα­τά­ει την Όλιβ στην αγκα­λιά του, σαν τον Κά­ρυ Γκραντ στο To Catch a Thief, σαν την Γκρέις Κέλ­λυ προ­τού εν­δώ­σει στον Ρε­νιέ, σαν τον Γκα­στό­νε Ντακ σε κά­θε κα­ρέ του Ντίσ­νεϊ, σαν τον Πρό­ξε­νο Φέρ­μιν όταν αντι­κρί­ζει το με­σκάλ, σαν τον Μπα­μπα­σά­κη όταν γρά­φει για τον DFW, σαν το Σαν Φραν­σί­σκο των μπητ­νί­κων

Εκεί­νη, διά­κο­νος της δαιμόνιας δια­κύμαν­σης, ένας άσ­σος του βο­λάν, ένας θή­λυς Νί­κι Λά­ου­ντα, το Κο­ρί­τσι του Μάη, ο θρί­αμ­βος του Σε­πτέμ­βρη, η πά­ντα θάλ­λου­σα θά­λασ­σα της Bloomsday, το Κρί­νο της Κρή­νης, η χι­λιο­στή ακρό­α­ση στο πα­λιό ξύ­λι­νο πι­κάπ του “Strawberry Fields Forever”, η Ιέ­ρεια του Νέ­ου Ρο­μα­ντι­σμού που επε­λαύ­νει σα­ρώ­νο­ντας τον ζό­φο, τα αλ­λε­πάλ­λη­λα cut-up και fold-in ενός μυ­θι­στο­ρή­μα­τος που γρά­φε­ται με κόκ­κι­νο σπρέι στους τοί­χους της Κυ­ψέ­λης και των Εξαρ­χεί­ων, όπως προ­φή­τε­ψε ο Βα­κα­λό­που­λος, το Ημέ­τε­ρόν μου Ήμι­συ, η αρ­χη­γός των ακρο­στι­χί­δων, η Κάρ­λα Μπλέι του σκραμπλ, η Κο­κό Σα­νέλ της προ­με­τα­μο­ντέρ­νας πε­ριό­δου, η αλ­λη­λο­πε­ρι­χώ­ρη­ση, το απρο­ϋ­πό­θε­τον, η/ο Βαλ­μόν μου, η ντε Μερ­τέιγ μου, το πρό­γευ­μα, το γεύ­μα, και το δεί­πνο μου, η ευ­λο­γη­μέ­νη έλευ­ση, η δι­η­νε­κής πα­ρου­σία, το απε­ρι­νό­η­το Τω­ό­ντι μου, η Δέ­σποι­να των Λο­γι­σμών μου, η στά­λα μου, η στα­λιά μου, η στό­φα μου, η κά­μα­ρά μου, το αναλ­γη­τι­κό μου, η σκα­κιέ­ρα μου, το Youme και το Meyou μου, το συ­νε­ται­ρά­κι μου, η Μπό­νυ μου, το Νο­μι­στε­ρά­κι μου, η ακό­πα­στη συ­ντά­ρα­ξή μου, η βρο­χή και η ομπρέ­λα μου, το άσμα ασμά­των μου, το θραύ­σμα θραυ­σμά­των μου, το πλά­σμα πλα­σμά­των μου, η χτέ­να μου από ταρ­τα­ρού­γα, η αε­το­φω­λιά μου, το Άλα­μούτ μου, η μπά­ντα μου, τα πά­ντα μου, η νύ­χτα μου, το δεί­λι μου, η πέ­να μου, το χεί­λι μου, το σε­λι­λόιντ μου, το χαρ­τί μου, το μο­λύ­βι μου, το βι­νύ­λιό μου, ο βα­κε­λί­της μου, τα αμπε­λο­χώ­ρα­φά μου, οι τέρ­ψεις μου, οι έξεις μου, οι λέ­ξεις μου

Εγώ, ο Οδυσ­σέ­ας Γε­ωρ­γί­ου, μό­νι­μος κά­τοι­κος και άν­θος εσω­τε­ρι­κού χώ­ρου, άδη­λος σπό­ρος, επι­κίν­δυ­νη (για τους κα­κο­μού­τσου­νους & τους κα­νά­γιες & τους ευ­ή­θεις) éminence grise, κα­λό­κε­φος κά­πε­λας στο Κα­τα­γώ­γιο της Κα­τα­γω­γής, κρυ­φή κρύ­πτη, λό­γιος λη­στής, χα­ζό-παι­δί-χα­ρά-γε­μά­το, λι­πο­τά­κτης των συμ­βά­σε­ων, ντρι­πλα­δό­ρος των στε­ρε­ο­τύ­πων, ανα­μέ­νω αναμ­μέ­νος Εκεί­νη που κά­νει το όνει­ρο πραγ­μα­τι­κό­τη­τα, που κα­τα­φτά­νει λα­χα­νια­σμέ­νη θε­σπέ­σια, λα­χτα­ρι­στή, από τα swinging sixties, σερ­φά­ρο­ντας στα κύ­μα­τα των λέ­ξε­ων του Εμπει­ρί­κου, που έρ­χε­ται / έρ­χε­ται / έρ­χε­ται για να κά­νει μια έτσι και στεί­λει στον αγύ­ρι­στο τη θλί­ψη, που φτά­νει / φτά­νει /φτά­νει, ελισ­σό­με­νη σαν χέ­λι, στην Αδού­λω­τη Κυ­ψέ­λη, για να μου γε­μί­σει το πο­τή­ρι, το Graal, την κού­πα, το φλι­τζά­νι, την κα­ρά­φα, το σφη­νά­κι, για να στή­σει τους πεσ­σούς για κεί­νη την παρ­τί­δα που δεν έχει φι­νά­λε, για όλα τα ρο­κέ και τα γκα­μπί που έπαι­ξε πο­τέ ο Ρό­μπερτ Φί­σερ, για να βά­λει στο πι­κάπ όλους τους δί­σκους, τον έναν με­τά τον άλ­λο, του Τζή­νιουζ, του Φρανκ Ζάπ­πα, για να τα­νύ­σει τα δευ­τε­ρό­λε­πτά μου και να τα κά­νει λε­πτά, ώρες, ημέ­ρες, εβδο­μά­δες, μή­νες, έτη, αιώ­νες, αιω­νιό­τη­τες, για να μου πλύ­νει τα χέ­ρια και να μου επι­τρέ­ψει να της λού­σω τα άλι­κα μαλ­λιά της που εί­ναι ένας θη­σαυ­ρός, που εί­ναι ένα υπο­βρύ­χιο δά­σος με κο­ράλ­λια, που εί­ναι όλα μου τα λα­τρε­μέ­να πα­ρα­φερ­νά­λια

Εκεί­νη, που εί­ναι το τα­χτά­ρισμά μου, το ντι­ρι­ντά­χτα και το ντιρ­λα­ντά μου, η προ­πα­ρα­λή­γου­σα όλων μου των λα­τρε­μέ­νων πο­λυ­σύλ­λα­βων λέ­ξε­ων, ο θή­λυς Μπάρ­τλε­μπυ, η άρ­νη­ση της άρ­νη­σης, το αρ­νη­τι­κό επί το έρ­γον, ο Δό­λος του Λό­γου, οι ασκή­σεις ύφους, εκεί­νη που με κά­νει να λέω πε­ριε­κτι­κά και πε­ρι­παι­κτι­κά «Ίσως ήσ­σων με­τα­ξύ ίσων», που βά­ζει σι­γα­στή­ρα στα ουρ­λια­χτά μου, που θε­ρα­πεύ­ει την υψο­φο­βία μου, που χνο­τί­ζει τα μα­το­γυά­λια μου και ζω­γρα­φί­ζει πά­νω τους με το ανυ­πέρ­βλη­το δά­χτυ­λό της τα δύο ευ της Ευ­τυ­χί­ας, που με δι­δά­σκει να την κοι­τά­ζω ασκαρ­δα­μυ­κτί, που με ενέ­πνευ­σε να γί­νω πιο δει­νός fixer κι από τον Ρέι Ντό­νο­βαν, που με διό­ρι­σε regulator της, που με έχρι­σε θα­λα­μη­πό­λο του θε­ό­ρα­του μπου­ντουάρ της, που με πή­γε και μ᾽ έφε­ρε, που με αγλάι­σε, που με πό­τι­σε, που με τάι­σε, που με εί­πε “potlatch’’ της, που με γαρ­γά­λη­σε, που έγι­νε η In a Gadda da Vida μου, η Οκτά­να μου, η πεί­να μου, η δί­ψα μου, η άχνη, η αχλύς μου, η άλως μου, η Interstellar Overdrive μου, ο κή­πος με τα δι­χα­λω­τά μο­νο­πά­τια μου, οι με­γά­λες προσ­δο­κί­ες μου, τα ανε­μο­χαϊ­δε­μέ­να ύψη μου, το Sublime μου, ναι, Εκεί­νη, πά­λι, έρ­χε­ται / έρ­χε­ται / έρ­χε­ται, για να μι­λή­σου­με στα ερ­τζια­νά του μέλ­λο­ντος, φτά­νει / φτά­νει / φτά­νει για να μου απο­δεί­ξει λυ­τρω­τι­κά ότι, ναι! ναι! ναι!, χω­ρά­νε δύο Θεία Βρέ­φη στην ίδια Φάτ­νη

ΑΛΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: