Από τον Ανάδρομο (2015) μέχρι σήμερα, η πορεία του «μικρομηκά» –προς το παρόν– Βασίλη Κεκάτου, μοιάζει βγαλμένη από κάποιο ονειρικό road movie σαν αυτά που του αρέσει να γράφει και να σκηνοθετεί. Το γλυκό βάρος ευθύνης του τίτλου «Ο πρώτος Έλληνας σκηνοθέτης που βραβεύτηκε με Χρυσό Φοίνικα» (για την Απόσταση Ανάμεσα στον Ουρανό κι Εμάς [2019] – Bλ. Χάρτης #6), δεν φαίνεται να φρέναρε τη δημιουργικότητά του, με την αποδοχή τής πρό(σ)κλησης του Ιδρύματος Ωνάση και τη συμμετοχή του στο πρόγραμμα ENTER, να προσθέτει, σε μόλις 120 ώρες, μία ακόμη πολύτιμη ψηφίδα στη συνεπή φιλμογραφία του. Η νέα του ταινία, ένα οπτικοποιημένο ερωτικό γράμμα, μία κασέτα-κατάθεση νοσταλγικής μνήμης, βρίσκει τον θεατή να αναζητά, μετά τη μακρά συγκινητική της επίγευση, την πιθανή αιτία που τον άγγιξε τόσο· κι αν κρίνουμε από την υποδοχή της στο πολιτισμικό κάτοπτρο των social media, φαίνεται πως άγγιξε κι ένα ευρύ κοινό που, ως επί το πλείστον, αγνοεί τη δυναμική ή ακόμα και την ύπαρξη της μικρής φόρμας στον κινηματογράφο.
Στο Όταν Κοιμάσαι ο Κόσμος Αδειάζει, ο ιστορικός χρόνος αναφοράς της αφήγησης μοιάζει να κινείται παράλληλα με το δικό μας παρόν, το τώρα μιας επιδημικής κρίσης που μπορεί να συμπυκνωθεί στο ρήμα «περιμένω». Το ομώνυμο τραγούδι του Παυλίδη ντύνει μουσικά την ιστορία (και το αντίστροφο) που πριν προλάβει να υποκύψει σ’ έναν στείρο, αντανακλαστικό «παροντισμό», διαφεύγει ποιητικά προς το άχρονο. Η αλληγορία της επιδημίας του ύπνου, ανοιχτή σε μια παλέτα ερμηνευτικών χρωμάτων, θυμίζει αντεστραμμένο το σχήμα τής χρόνιας αϋπνίας στα Εκατό χρόνια μοναξιά
του Μάρκες, με τους νοσούντες εδώ να χαίρουν της σταθερότητας ενός ιδιότυπου λήθαργου και τους ακόμα ξάγρυπνους, όπως ο αφηγητής, να μάχονται για τη διάσωση της μνήμης, την υπενθύμιση ενός κόσμου που κρατά την υπόσχεση μιας ανεσταλμένης ευτυχίας.
Όλα αυτά στη μορφή μίας αυτοσχέδιας, 12λεπτης κασέτας, που υιοθετεί τα περισσότερα στερεοτυπικά χαρακτηριστικά τής ερωτικής επιστολής: την επαναληπτικότητα, τη διαρκή κίνηση γύρω από την κεντρομόλο της επιθυμίας, τις απρόβλεπτες εναλλαγές υψηλού και χαμηλού.[1] Η συνειρμική ροή του λόγου (όλη η ταινία είναι ένα voice over), η μασημένη εκφορά του, οι αναδρομές και οι προβολές του, ενισχύουν την επίφαση της αυθορμησίας του, αυξάνοντας ταυτόχρονα την ταλάντωση μεταξύ κυριολεξίας και μεταφοράς:
Στη χειμερία νάρκη της πραγματικότητας
Ρεύμα έχουμε ακόμα· κι αυτό όμως κάποιες φορές συμπεριφέρεται παράξενα, σα να μην είναι βέβαιο για το μέλλον. Δεν ξέρω για πόσο ακόμα θα βλέπουμε τη νύχτα. Τα άστρα δεν τα κοιτάζει κανείς· αναβοσβήνουν κάπως μελαγχολικά έτσι όπως κατάντησαν, αχρηστεμένα από τη μοναξιά. (Έμφαση δική μου)
Το διττό σημαινόμενο της ενδιάμεσης πρότασης (= μέσα στη νύχτα ή/και την ίδια τη νύχτα;), αποτυπώνει ενδεικτικά αυτή τη συνύπαρξη του πραγματικού με το μη, μίας αφήγησης που δεν χωρά στα στενά όρια της έννοιας «ρεαλισμός» αλλά χρειάζεται –για να θυμηθούμε ξανά τον Μάρκες– την προσθήκη του επιθέτου «μαγικός». Η ονειρική τοπολογία του Κεκάτου έχει την εικόνα του πραγματικού, του κόσμου όπως άδειασε τους προηγούμενους μήνες· ενός κόσμου υπαρκτού και φανταστικού συνάμα, καταδικασμένου στην άγρια μοναξιά της εξαίρεσης.
Ίσως ξενίζουν εδώ οι κειμενικές παραπομπές, σε μία κριτική που αφορά την κατεξοχήν τέχνη της εικόνας, το σινεμά. Αυτό είναι όμως, πιστεύω, το πιο ενδιαφέρον στοιχείο της ταινίας: ο προφορικά εκφερόμενος, γραπτός κατ’ ουσία αφηγηματικός λόγος, θα μπορούσε να λειτουργήσει κι εκτός κινηματογραφικών συμφραζομένων –υπό τον ειδολογικό προσδιορισμό «διήγημα» λ.χ.–, χωρίς να στερείται φαινομενικά της δυναμικής του. Μια πρώτη απάντηση επιχειρεί έμμεσα το ίδιο το κείμενο:
Ο λόγος που δε σου αφήνω μήνυμα ή mail είναι επειδή έχω να σου πω πολλά, και ξέρω πως βαριέσαι να διαβάζεις. Δε θέλω να ρισκάρω να ξαναποκοιμηθείς και να φταίω εγώ.
Δεν είναι μόνο το μέσο, είναι και η εποχή της εικόνας, του σύντομου, του αμείλικτου χρόνου. Η ειδοποιός διαφορά ωστόσο, έγκειται στη φύση της αναγνωστικής συνθήκης: αν ο ιδανικός, λανθάνων κατά Iser αναγνώστης,[2] θα ταυτιζόταν με την οπτική του πομπού –με την έννοια πως θα μετείχε του ίδιου ψυχισμού, της ίδιας ανάγκης μετουσίωσης της μνήμης–, το βίντεο ξεκλειδώνει την πρόσληψη και για τον δέκτη, οπτικοποιώντας όσα δεν πρόλαβε ή αρνείται να δει, εν είδει ενός ονείρου στη χειμερία νάρκη της πραγματικότητας:
Πώς είναι ο ύπνος σου; Ονειρεύεσαι; Με ονειρεύεσαι; [...] Τελευταία φορά που διάβασα ειδήσεις, κάποιοι επιστήμονες υποστήριζαν πως ακόμα και αν οι άνθρωποι ξυπνήσουν, μετά από μήνες ή χρόνια, πολλά πράγματα δε θα ’ναι το ίδιο· η μνήμη τους θα είναι αδύναμη. Δεν ξέρω αν ισχύει κάτι τέτοιο· δεν έχει ξυπνήσει και κανένας για να μάθουμε. Αν όμως ξυπνήσεις και δε θυμάσαι πράγματα, θέλω να δεις αυτό το βίντεο, και να θυμηθείς.
Η ταινία του Κεκάτου, κουβαλά ρητά και υπόρρητα την αλήθεια τής εποχής της· αποτυπώνει αυτό που ζούμε δίπλα σε αυτό που θα θέλαμε να ζούμε και το καταφέρνει στην εξορισμού αδυναμία της μικρής φόρμας να υπερβεί, στον περιορισμένο χρόνο που της αναλογεί, την πραγματικότητα μέσω της τέχνης. Αυτό το ασυμβίβαστο επιχειρεί να διαρρήξει ο νεαρός κινηματογραφιστής, σ’ ένα σύγχρονο απόσταγμα μαγικού ρεαλισμού και παράλληλα ένα αυτοσχόλιο ποιητικής για τον ίδιο τον ρόλο της τέχνης. Πρόκειται για ένα ανοιχτό αίτημα επαναμάγευσης του κόσμου, για ένα (ρητορικό) ερώτημα σαν το ακόλουθο του Γιώργου Χειμωνά: «Δε νομίζεις κι εσύ πως η πραγματικότητα μας τη χρωστάει αυτήν τη μυθώδη φαντασίωση ζωής;»[3] διατυπωμένο με τον δέοντα σεβασμό στη μικρού μήκους ύπαρξή μας.
- Αντλώ εδώ από τα «αθεράπευτα συμπτώματα» της επιστολογραφίας κατά τον Bernard Bray —βλ. «Treize propos sur la lettre d’amour» στο L’épistolarité à travers les siècles. Geste de communication et/ou d’écriture (επιμ. Mireille Bossis), περ. Zeitschrift fur Franzosische Sprache und Literatur, 18 (1990) 40-47. Πρβλ. και Μάρθα Βασιλειάδη, «Σεφέρης-Μαρώ. Αποσπάσματα ερωτικού λόγου» στο Ζητήματα νεοελληνικής φιλολογίας. Πρακτικά ΙΔ΄ Διεθνούς Επιστημονικής Συνάντησης. Μνήμη Ξ. Α. Κοκόλη, Θεσσαλονίκη, ΑΠΘ, 2016, σσ. 653-665: 655.
- Βλ. Wolfang Iser, The Act of Reading. A Theory of Aesthetic Response, Βαλτιμόρη, The John Hopkins University Press 1978, σ. 34 (α’ έκδ., Der Akt des Lesens: Theorie ästhetischer Wirkung, Μόναχο, Fink 1976).
- Γιώργος Χειμωνάς, Πεζογραφήματα (επιμ. Ευριπίδης Γαραντούδης), Καστανιώτης 2005, σ. 635.