Πανδοχείο Γυμνών Ποδιών {Αρχιτεκτονική εγκυκλοπαιδικού μυθιστορήματος}

——————————————————
Όπου ο συγ­γρα­φέ­ας του από­λυ­του βι­βλί­ου των γυ­μνών πο­διών ανα­ζη­τά τις ξυ­πό­λη­τες
γυ­ναί­κες των κι­νη­μα­το­γρα­φι­κών ται­νιών και μυ­εί­ται στα μυ­στι­κά τους.
——————————————————

ΧVΙΙ. Οι ξυπόλητες των ταινιών, 7: Οι νουαρέσσες

Πανδοχείο Γυμνών Ποδιών {Αρχιτεκτονική εγκυκλοπαιδικού μυθιστορήματος}

Κα­θώς συ­νέ­χι­ζα την ατέρ­μο­νη πε­ρι­πλά­νη­ση στα εν­διαι­τή­μα­τα των κι­νη­μα­το­γρα­φη­μέ­νων γυ­ναι­κών τις βρή­κα συ­χνά ξυ­πό­λη­τες στα φιλμ που άγνω­στοι ονο­μα­το­δό­τες βά­φτι­σαν νουάρ. Εκεί, βρι­σκό­με­νες στα άδυ­τα των σκο­τει­νών τους επι­θυ­μιών, τις εί­δα να απο­πλα­νούν και να εκ­με­ταλ­λεύ­ο­νται άντρες, ενί­ο­τε και να θα­να­τώ­νουν όποιον εμπο­δί­ζει τα σχέ­διά τους. Κι αν με προ­σκά­λε­σαν στις κρε­βα­το­κά­μα­ρες, τα μπου­ντουάρ ή τα όποια κα­τα­γώ­για τους αλ­λά πο­τέ δεν μου άνοι­ξαν πα­ρά ελά­χι­στο χώ­ρο στα υπο­στα­τι­κά τους σκε­πτι­κά, γνω­ρί­ζω κα­λά πως, αυ­τές που τις απο­κα­λού­σαν μοι­ραί­ες, ξε­διά­ντρο­πες, πα­λιο­γυ­ναί­κες, γυ­ναί­κες-αρά­χνες και τα συ­να­φή, δεν ξε­γύ­μνω­ναν πα­ρά την ίδια την αν­θρώ­πι­νη αδυ­να­μία. Εκεί­νες απλά έπρατ­ταν αυ­τό που εν δυ­νά­μει εί­μα­στε όλοι έτοι­μοι να δια­πρά­ξου­με· κι όπως βλέ­πα­με τους άντρες-θύ­μα­τα οι­κειο­θε­λώς μα­γνη­τι­σμέ­νους να ρί­χνο­νται στην άβυσ­σο, προ­λά­βα­με στο εν­διά­με­σο να τους ζη­λέ­ψου­με άγρια, προ­τού επι­στρέ­ψου­με στην ησυ­χία μας, ανα­κου­φι­σμέ­νοι κι ασφα­λείς.

Η αρ­χαιό­τε­ρη χρο­νο­λο­γι­κά απρο­κά­λυ­πτη γυ­ναί­κα που απο­τολ­μού­σε να γί­νει κυ­ριο­λε­κτι­κά μοι­ραία, εκεί­νη που έχρι­σα πρώ­τη νουα­ρέσ­σα της μνή­μης μου, βέ­βαιος πως ο νε­ο­λο­γι­σμός μου της ταί­ρια­ζε ιδα­νι­κά, λε­γό­ταν Kitty από το Katharine και την συ­νά­ντη­σα στην Scarlet Street, που έγι­νε και ο τί­τλος της ται­νί­ας της (ενώ σε κά­ποιο εγ­χώ­ριο γρα­φείο με­σο­λα­βη­τών του κι­νη­μα­το­γρά­φου ένας άγνω­στος νο­νός την βά­φτι­σε Η Σκύ­λα). Ήμουν, λοι­πόν, ο κύ­ριος Κρις Κρος, ένας ευ­συ­νεί­δη­τος με­σή­λι­κας τα­μί­ας που ερ­γα­ζό­ταν επί εί­κο­σι πέ­ντε χρό­νια στην ίδια τρά­πε­ζα και συμ­βί­ω­νε χω­ρίς κα­μία ψυ­χι­κή επα­φή με την γυ­ναί­κα του, έχο­ντας ως μο­να­δι­κή πα­ρη­γο­ριά την ζω­γρα­φι­κή. Μια βρο­χε­ρή νύ­χτα στην οδό Σκάρ­λετ εί­δα μια γυ­ναί­κα, την Κίτ­τυ, να απει­λεί­ται από κά­ποιον και τον χτύ­πη­σα με μια ομπρέ­λα για να την σώ­σω. Πού να ήξε­ρα πως επρό­κει­το για στη­μέ­νη επί­θε­ση από την ίδια και τον ερα­στή της! Σύ­ντο­μα την ερω­τεύ­τη­κα και πεί­στη­κα να αγο­ρά­σω ένα δια­μέ­ρι­σμα για να δια­τη­ρώ τους πί­να­κές μου και να της προ­σφέ­ρω στέ­γη. Τα χρή­μα­τα τα πή­ρα με δό­λιους τρό­πους από την γυ­ναί­κα μου και από την τρά­πε­ζα. Εκεί­νη θε­ω­ρώ­ντας ότι εί­μαι ένας σπου­δαί­ος και πλού­σιος ζω­γρά­φος υπο­κρί­θη­κε την ερω­τευ­μέ­νη με σκο­πό να με εκ­με­ταλ­λευ­τεί – έφτα­σε στο ση­μείο να που­λά­ει εν αγνοία μου πί­να­κές μου με την δι­κή της υπο­γρα­φή και να γνω­ρί­ζει επι­τυ­χία.
Η γυ­ναί­κα μου ζού­σε πά­ντα με την ανά­μνη­ση του πρώ­του της άντρα που σκο­τώ­θη­κε σε ώρα υπη­ρε­σί­ας αλ­λά τε­λι­κά απο­δεί­χτη­κε πως ζού­σε κρυμ­μέ­νος για να απο­φύ­γει τις συ­νέ­πειες των πα­ρα­νο­μιών του. Όταν επα­νεμ­φα­νί­στη­κε, κα­τά­λα­βα πως οι μέ­ρες χω­ρίς την τρυ­φε­ρή αγά­πη της τε­λεί­ω­σαν ορι­στι­κά. Έτρε­ξα στην Κίτ­τυ για να της προ­τεί­νω να πα­ντρευ­τού­με. Τους βρή­κα αγκα­λια­σμέ­νους αλ­λά και πά­λι, της εί­πα να τον αφή­σει και να ζή­σει μα­ζί μου. Με εί­πε γέ­ρο και άσχη­μο και γέ­λα­σε στα μού­τρα μου. Έχα­σα κά­θε έλεγ­χο και την χτύ­πη­σα θα­νά­σι­μα με κά­τι αρ­κού­ντως αιχ­μη­ρό. Όμως η αστυ­νο­μία ενο­χο­ποί­η­σε τον σε­ση­μα­σμέ­νο ερα­στή της κι έμει­να ελεύ­θε­ρος. Ήταν μια ελευ­θε­ρία τρα­γι­κή κα­θώς δεν στα­μά­τη­σα να πε­ρι­πλα­νιέ­μαι στοι­χειω­μέ­νος από τον φό­νο της αγα­πη­μέ­νης μου, που, τι ει­ρω­νεία, εί­χε πλέ­ον με­τά θά­να­τον θε­ω­ρη­θεί με­γά­λη καλ­λι­τέ­χνης χά­ρη στα έρ­γα μου. Δεν μπο­ρού­σα να τα ανα­γνω­ρί­σω ως δι­κά μου και φτω­χός και ανέ­στιος συ­νέ­χι­σα να πε­ρι­φέ­ρο­μαι, γνω­ρί­ζο­ντας πως οι δυο τους αγα­πιού­νταν πλέ­ον αιώ­νια, ακού­γο­ντας τις φω­νές τους πα­ντού στους δρό­μους.

Το πι­στεύ­ε­τε ότι εί­χε χρη­σι­μο­ποι­ή­σει ακό­μα και τα ίδια της τα πό­δια για να με υπο­βι­βά­σει στην κα­τώ­τε­ρη στάθ­μη της υπο­τα­γής; Όταν, ύστε­ρα από μια φι­λο­νι­κία και την άρ­νη­σή της να αφή­σω την γυ­ναί­κα μου και να ζή­σου­με μα­ζί, την ρώ­τη­σα με τρυ­φε­ρό­τη­τα τι μπο­ρώ να σου βά­ψω [paint], εκεί­νη χα­μο­γέ­λα­σε ει­ρω­νι­κά, άπλω­σε δυο άκρα της (το ένα χέ­ρι κρα­τώ­ντας το βερ­νί­κι και το γυ­μνό της πό­δι) και ανα­φώ­νη­σε paint me, Chris, ενώ κυ­μά­τι­ζε ελα­φρά τα κά­τω δά­χτυ­λά της, ώστε να μην έχω την πα­ρα­μι­κρή αμ­φι­βο­λία τι εν­νο­ού­σε. Ήμουν τό­σο απο­πλα­νη­μέ­νος που δεν αντι­λή­φθη­κα την πρό­σκλη­ση της τα­πεί­νω­σης και ορι­στι­κής υπο­τέ­λειας (που απαι­τεί το σκύ­ψι­μο του άντρα στα χα­μη­λά και δη για μια «γυ­ναι­κεία δου­λειά») και χα­μο­γέ­λα­σα, έτοι­μος να αντα­πο­κρι­θώ στο νέο μου κα­θή­κον. Κι έτσι από ζω­γρά­φος και κύ­ριος της τέ­χνης μου έγι­να υπη­ρέ­της και βα­φέ­ας των πο­διών της. Υπο­χεί­ριο και υπο­πό­διο μα­ζί.
Στον πα­λαιό κό­σμο η κά­θο­δος του άντρα στα πό­δια της γυ­ναί­κας δή­λω­νε ακρι­βώς την υπο­τα­γή. Από το φί­λη­μα των πο­διών της βα­σί­λισ­σας μέ­χρι την έμπρα­κτη συ­γνώ­μη, τα πό­δια ση­μαί­νουν την ομοί­ω­ση με το έδα­φος, την ισο­πέ­δω­ση, την πλή­ρη εκ­μη­δέ­νι­ση. Ακό­μα και σή­με­ρα μια ολό­κλη­ρη κο­σμο­θε­ω­ρία ερω­τι­κής συ­μπε­ρι­φο­ράς χω­ρί­ζει τους ερα­στές σε αφέ­ντρα και σκλά­βο, ο οποί­ος γί­νε­ται από­λυ­το υπο­χεί­ριό της και η εξυ­πη­ρέ­τη­ση κά­θε επι­θυ­μί­ας των πο­διών της θε­ω­ρεί­ται (και πρέ­πει να γί­νε­ται με) δια­τα­γή. Πο­λύ πε­ρισ­σό­τε­ρο τα ίδια τα πό­δια κα­λού­νται να του υπεν­θυ­μί­σουν την κα­τω­τε­ρό­τη­τά του. Ολό­κλη­ρη σει­ρά εξαρ­τη­μά­των συ­μπλη­ρώ­νουν την αιχ­μα­λω­σία του ενώ αμέ­τρη­τες εκ­δό­σεις, ιδί­ως για­πω­νέ­ζι­κων manga, ορί­ζουν ως μό­νι­μη κα­τοι­κία του τα πό­δια των γυ­ναι­κών. Όμως ο ήρω­ας του Παν­δο­χεί­ου των Γυ­μνών Πο­διών, που πά­ντα απο­δέ­χε­ται και συ­ναρ­πά­ζε­ται με πά­σης φύ­σε­ως συ­ναι­νε­τι­κή ερω­τι­κή επι­θυ­μία, απο­ρεί: πώς εί­ναι δυ­να­τόν το έξο­χο αυ­τό ση­μείο να ταυ­τί­ζε­ται με κά­τι τό­σο αρ­νη­τι­κό, πώς μπο­ρούν τα πό­δια να ταυ­τι­στούν με όρ­γα­νο τι­μω­ρί­ας και η λα­τρεία τους να απο­τε­λέ­σει ποι­νή;
Ανα­ζή­τη­σα την Joan Bennett στα δελ­τία του Με­γά­λου Λη­ξιαρ­χεί­ου των Στα­ρεσ­σών και την εντό­πι­σα στο επί­κε­ντρο ενός τρι­γώ­νου εκτός σι­νε­μά! Έξι χρό­νια με­τά την ται­νία, ο τρί­τος της σύ­ζυ­γος πυ­ρο­βό­λη­σε και τραυ­μά­τι­σε τον πρά­κτο­ρά της, υπο­πτευό­με­νος πως εί­χαν σχέ­ση, κά­τι που η κυ­ρία Μπέ­νετ αρ­νή­θη­κε κα­τη­γο­ρη­μα­τι­κά. Ο σύ­ζυ­γος δεν την πί­στε­ψε κι έφυ­γε από το σπί­τι ενώ εκεί­νη από την κρε­βα­το­κά­μα­ρά τους δή­λω­νε στις κά­με­ρες πως ελ­πί­ζει να μην του κα­τα­λο­γι­στεί αυ­στη­ρή ποι­νή. Ω, κι­νη­μα­το­γρά­φε, που τα πά­ντα προ­βλέ­πεις και προ­λέ­γεις, που μα­γνη­το­σκο­πείς τα γε­γο­νό­τα προ­τού μας συμ­βούν ενώ εμείς ξε­χνά­με πως κά­θε πραγ­μα­τι­κό πε­ρι­στα­τι­κό των πλα­τώ εί­ναι ταυ­τό­χρο­να και εν­δε­χό­με­νο πραγ­μά­τω­σης σε μυ­ριά­δες ανά τον κό­σμο ζω­ές! Ω, έρω­τα τρί­γω­νε, που δεν σου φτά­νουν οι δυο γω­νί­ες των ερα­στών μό­νο γε­ω­με­τρείς και τρί­τη, να δια­τρυ­πή­σει την ηρε­μία που τό­σο απε­χθά­νε­σαι· έρω­τα που δεν ικα­νο­ποιεί­σαι με τον χρό­νο και την μο­νι­μό­τη­τα, πα­ρά ζη­τάς διαρ­κώς το άλ­λο, το ποι­κί­λο, το άπρε­πο!

Κι εσύ, Τζο­ά­να, που μό­νη σου γνω­ρί­ζεις την αλή­θεια, μας υπεν­θυ­μί­ζεις για κα­λό και για κα­κό πως δεν εί­μα­στε άγ­γε­λοι, όπως τι­τλο­φο­ρού­νταν μια από τις τε­λευ­ταί­ες σου ται­νί­ες που σε προ­σκά­λε­σε ο Χάμ­φρεϋ Μπό­γκαρντ, φί­λος από την «δη­μο­κρα­τι­κή» πλευ­ρά της πο­λι­τι­κής· συμ­με­τεί­χες άλ­λω­στε στο The Hollywood Anti-Nazi League και σε κι­νή­μα­τα για τα κοι­νω­νι­κά δι­καιώ­μα­τα, ένας ακό­μα λό­γος που ξε­χώ­ρι­ζες από τις ήσυ­χες γυ­ναί­κες των νοι­κο­κυ­ριών. Εγώ πά­ντως δεν θα χρεια­ζό­μουν κα­μία προ­στα­γή να χρω­μα­τί­σω τα νύ­χια σου. Πό­σο μάλ­λον που σε αυ­τή την συ­στα­τι­κή επι­στο­λή γνω­ρι­μί­ας με την αρ­χι­κή μή­τρα της Κί­τι, την Σκύ­λα του Ζαν Ρε­νουάρ, εί­χα την τύ­χη, όπως με πλη­ρο­φό­ρη­σαν οι σι­νε­μα­σκό­ποι, να εί­μαι ο πρώ­τος κι­νη­μα­το­γρα­φι­κός ένο­χος που δεν συ­νε­λή­φθη, πο­λύ πριν την «ανε­πί­τρε­πτη» τόλ­μη της Πα­τρί­σια Χάι­σμιθ.

Από την μαύ­ρη φιλ­μο­γρα­φία των σκο­τει­νών εν­στί­κτων ανα­δύ­ε­ται και η μι­σή αγ­γε­λι­κή – μι­σή δια­βο­λι­κή μορ­φή της Ginette Leclerc. Στην ται­νία Το κο­ρά­κι μια μι­κρή επαρ­χια­κή γαλ­λι­κή πό­λη ανα­στα­τώ­νε­ται από μια σει­ρά γραμ­μά­των που στέλ­νο­νται στην αστυ­νο­μία, υπο­γρά­φο­νται από «Το Κο­ρά­κι» και κα­τη­γο­ρούν διά­φο­ρους κα­τοί­κους της. Κα­νείς δεν γνω­ρί­ζει αν τα απο­κα­λυ­φθέ­ντα μυ­στι­κά εί­ναι αλη­θι­νά ή ψεύ­τι­κα, αλ­λά η κα­χυ­πο­ψία και ο φό­βος κα­λύ­πτουν σι­γά σι­γά όλο τον τό­πο. Ένας για­τρός κα­τη­γο­ρεί­ται ότι πραγ­μα­το­ποιεί εκτρώ­σεις και ότι σχε­τί­ζε­ται με συ­γκε­κρι­μέ­νες γυ­ναί­κες, μια εκ των οποί­ων η όμορ­φη κου­τσή Denise, κό­ρη του διευ­θυ­ντή του σχο­λεί­ου. Η Ντε­νίζ εί­ναι μια από τους ύπο­πτους απο­στο­λείς ιδί­ως όταν λι­πο­θυ­μά­ει κα­τά την διάρ­κεια μιας γρα­φο­λο­γι­κής εξέ­τα­σης των κα­τοί­κων, με­τά την τυ­χαία εξεύ­ρε­ση ενός άσταλ­του γράμ­μα­τος μέ­σα στην εκ­κλη­σία.

Ού­τως ή άλ­λως η νε­α­ρή γυ­ναί­κα έχει διεκ­δι­κή­σει το δι­κό της με­ρί­διο προ­σο­χής και εί­ναι έτοι­μη να με­τα­πλα­στεί σε μοι­ραία γυ­ναί­κα. Και πράγ­μα­τα δια­πράτ­τει διά­φο­ρες ελάσ­σο­νες ατα­ξί­ες αλ­λά η ει­κό­να που την μνη­μειώ­νει εί­ναι η εξής: με ύφος αλα­ζο­νι­κό και μι­σό τσι­γά­ρο στο στό­μα, ανα­κά­θε­ται πά­νω σ’ ένα αντα­ρια­σμέ­νο κρε­βά­τι με το ένα πό­δι πά­νω στο άλ­λο και βά­φει τα νύ­χια της. Μια τέ­τοια ει­κο­νο­γρα­φία, πέ­ρα από την ξέ­χει­λη φι­λα­ρέ­σκεια, τι άλ­λο μπο­ρεί να δη­λώ­νει πα­ρά μια γυ­ναί­κα που αρ­νεί­ται να μεί­νει δε­μέ­νη στις φυ­λα­κές του φύ­λου της αλ­λά και του χτυ­πη­μέ­νου της σώ­μα­τος; Η Ντε­νίζ καλ­λω­πί­ζει τα πό­δια της με εμ­φα­νή απο­φα­σι­στι­κό­τη­τα να ερω­το­τρο­πή­σει με κά­θε τρό­πο και εκτός ηθών, ακό­μα και να σκαν­δα­λί­σει, αν όχι να τι­μω­ρή­σει, την θλι­βε­ρή κοι­νω­νία της.
Ίσως πά­λι εκεί­νο το κόκ­κι­νο (;) βερ­νί­κι απλά να πε­ρι­γε­λού­σε ή να πε­ρι­φρο­νού­σε έναν κό­σμο όπου ο κα­θέ­νας μπο­ρού­σε κα­λά κρυμ­μέ­νος στο σκο­τά­δι να δια­σπεί­ρει ει­δή­σεις και κα­τη­γο­ρί­ες για οποιον­δή­πο­τε επι­θυ­μού­σε. Όσο για την αγέ­ρω­χη έκ­φρα­σή της, ακό­μα και με το εν­δε­χό­με­νο κά­ποιας αδί­στα­κτης από­φα­σης, φαί­νε­ται τό­σο αθώα σή­με­ρα, που η χει­ρό­γρα­φη πρα­κτι­κή του ανώ­νυ­μου δη­λη­τη­ρια­σμού μοιά­ζει πα­ρω­χη­μέ­νη μπρο­στά στις ακα­ριαί­ες συ­κο­φα­ντί­ες που ποιού­νται σή­με­ρα με τα­χύ­τη­τα πλή­κτρων σε κλά­σμα­τα δευ­τε­ρο­λέ­πτων. Ο σκη­νο­θέ­της πά­ντως κα­τέ­στη ανε­πι­θύ­μη­τος επει­δή, με­τα­ξύ άλ­λων, σύμ­φω­να με την Γαλ­λι­κή Αντί­στα­ση δυ­σφη­μού­σε τον γαλ­λι­κό πλη­θυ­σμό και ιδί­ως εν και­ρώ πο­λέ­μου.

Πό­δια καλ­λω­πι­σμέ­να ή μη, αλ­λά έκ­θε­τα, έτοι­μα να εκ­θέ­σουν ανε­πα­νόρ­θω­τα τα θύ­μα­τα που προ­σελ­κύ­θη­καν όπως η πε­τα­λού­δα σε καυ­τό λαμ­πτή­ρα, ενοι­κούν σε δε­κά­δες άλ­λα πλά­να. Ακό­μα και στις πα­λιές ελ­λη­νι­κές ται­νί­ες οι ερω­μέ­νες των πρω­τα­γω­νι­στών τη­λε­φω­νούν από το κρε­βά­τι τους στον ερα­στή τους (έναν πά­ντα αδέ­ξιο και ευ­κό­λως προ­δι­δό­με­νο σύ­ζυ­γο), φο­ρώ­ντας σπι­τι­κά ή νυ­χτε­ρι­νά εν­δύ­μα­τα κι έχο­ντας τα πό­δια τους γυ­μνά ή ημί­γυ­μνα, μια υπεν­θύ­μι­ση πως ακρι­βώς αυ­τά που τα ελα­φρά ή τα ανύ­παρ­κτα ρού­χα υπό­σχο­νται εί­ναι που κρα­τούν δέ­σμιο τον ετοι­μόρ­ρο­πο άντρα. Ποια η σχέ­ση των γυ­μνών πο­διών με τον πα­ρά­νο­μο, πα­ρά­με­ρο, ενί­ο­τε πα­ρα­κρου­στι­κό έρω­τα; Η απο­κά­λυ­ψη δια της από­λυ­της φαμ φα­τάλ στο επό­με­νο τεύ­χος, εφό­σον … συ­νε­χί­ζε­ται, πά­ντα συ­νε­χί­ζε­ται.

Οι ται­νί­ες: Scarlet Street (Fritz Lang, 1945), Le corbeau (Henri-Georges Clouzot, 1943).

[ Συ­νε­χί­ζε­ται. Πά­ντα συ­νε­χί­ζε­ται ]

ΑΛΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: