Όταν ήμουν παιδί, μιλούσα με πολύχρωμες συλλαβές. Τις σκορπούσα χαρούμενη παντού. Στο σπίτι, στο δρόμο, στο σχολείο, στ' αγγλικά. Οι δικοί μου δεν προλάβαιναν να μου αγοράζουν μπογιές. Ήμουν φλύαρη.
Με τον καιρό έμαθα πως δεν αρέσουν σε όλους τους ανθρώπους τα χρώματα. Επίσης τύχαινε, πολλές φορές, να δίνω το λάθος χρώμα στον λάθος άνθρωπο. Έπρεπε να τα μοιράζω ανάλογα με το πρόσωπο και την περίσταση, μου είπαν. Αποφάσισα να παρατηρώ τα λόγια των άλλων. Ξεκίνησα από την οικογένειά μου. Ήθελα να μάθω να μιλώ.
Ο πατέρας μου δούλευε πολύ. Έφευγε νωρίς το πρωί και γυρνούσε το βράδυ. Από τα λιγοστά του λόγια, θυμάμαι μόνο αυτά που άφηνε στο κατώφλι φεύγοντας. Στεκόταν στην εξώπορτα κι έλεγε ένα ποιηματάκι, ένα προσκλητήριο των απαραίτητων, ψάχνοντας ταυτόχρονα τις τσέπες του για να βεβαιωθεί:
Το ρολόι και τα γυαλιά
Τα κλειδιά και τα λεφτά.
Πίστευα ότι ο πατέρας μου ήταν ποιητής. Ένας ποιητής που δούλευε στα τραίνα. Για χρόνια, μάλιστα, πίστευα πως όλοι οι σιδηροδρομικοί μιλούν μεταξύ τους με ποιήματα. Ότι ήταν η γλώσσα της δουλειάς τους, η γλώσσα του επαγγέλματος.
Ο αδερφός μου, τις σπάνιες φορές που έβγαινε από τη σπηλιά του, μας μιλούσε με βέλη που πετούσε δεξιά αριστερά. Δεν ξέρω πού τα έβρισκε τόσα πολλά βέλη. Ίσως από τους φίλους του, τους Ινδιάνους, στα γουέστερν του Χόλιγουντ. Κι αυτός, σαν την παλιά άγρια Δύση, δεν ημέρευε ποτέ. Μας έβλεπε σαν καουμπόηδες μέσα στο ίδιο μας το σπίτι.
Με τη μητέρα τα πράγματα ήταν διαφορετικά. Τα λόγια της ήταν ζεστά, χνουδωτά πανάκια ραμμένα με στυλ. Μου έμαθε νωρίς τη ραπτική της και, πριν ακόμη κλείσω τα δεκαεπτά, ήμουν ήδη μια ενήλικη μοδίστρα. Φρόντιζα τα λόγια μου να είναι καλοφτιαγμένα, ζεστά και απαλά, σαν τα δικά της. Όμως ο ξαφνικός της θάνατος ήρθε και τα ξέσκισε όλα. Για καιρό μιλούσα με κουρέλια. Επιδιόρθωσα μια-μια τις λέξεις αργότερα, όταν άρχισα να εργάζομαι. Και όταν ερωτεύτηκα.
Στη δουλειά μου, τα λόγια έπρεπε να είναι κατανοητά, αλλά και ζεστά κι ενθαρρυντικά. Αφησα τα πανάκια κι έπιασα τα πλεκτά, που τα θεωρούσα πιο αποτελεσματικά. Έπρεπε να μάθω πολλές πλέξεις, να δω πώς λειτουργεί το κάθε νήμα, να χρησιμοποιώ το κατάλληλο, ανάλογα με το επιθυμητό αποτέλεσμα. Καθένας και το πλεκτό του. Πλεκτά για μαθητές και γονείς, πλεκτά για προϊσταμένους και συναδέλφους, για θυρωρούς και γραμματείς, για επόπτες, για συμβούλους.
Για τον σύζυγό μου έφτιαχνα χνουδωτά και ζεστά, πότε πανάκια, πότε πλεκτά. Για το κρύο, για τις καθημερινές, για τις γιορτές, για τη χαρά, για τη λύπη. Το ίδιο και για τα παιδιά μου. Εκείνα πάλι, όταν ήταν μικρά, δεν μιλούσαν, προτιμούσαν να κελαηδούν. Όταν μπήκαν στην εφηβεία, φορούσαν συνεχώς κάτι ακαταλαβίστικα πλεκτά φτιαγμένα από πυκνό συρματόπλεγμα. Έμοιαζαν με βαριές πανοπλίες μεσαιωνικού τύπου. Όποτε μιλούσαν έκαναν έναν θόρυβο σαν τρίξιμο ή σαν σφυροκόπημα. Τα χνουδωτά μου λόγια χτυπούσαν στις πανοπλίες τους και γύριζαν πίσω στραπατσαρισμένα, σχεδόν χωρίς καθόλου χνούδι. Εγώ τα επιδιόρθωνα, τα έκανα όλο και πιο ανθεκτικά. Επέμενα στα ζεστά, χνουδωτά πανάκια μου. Πολύ αργότερα έμαθαν σιγά-σιγά και τα παιδιά μου να φτιάχνουν τα δικά τους ζεστά, χνουδωτά λογάκια και παράτησαν τις πανοπλίες.
Πολλά λόγια που έφτιαξα, τα φύλαξα σ' ένα συρτάρι, άλλα ξηλώθηκαν, άλλα τα έχασα. Μερικά τα έκοψα με το ψαλίδι· δεν ήθελα ούτε να τα θυμάμαι. Κάποια τα χάρισα εκεί που τα είχαν ανάγκη και, πράγμα περίεργο, αυτά ακριβώς είναι που απόκτησα πραγματικά.