Αρμάνι με παντόφλες

Omonoia beach
Omonoia beach

Ήντο­νεν κά­πο­ταν, ένας, ζευ­γά­ρι
ξαν­θόν, υψη­λόν, ολο­σφρι­γών
κει που περ­πά­ταε μιαν γλυ­κε­σπέ­ραν
να σου τους πί­πτειν τού­βλον φαιόν
Βω­βοί ξαφ­νι­κώς, στην οδό των Βω­βών.

Δ.Β.Μω­ραîτης, 1999

Those men will break your bones
Don't know how to build stable homes.

Tricky, Broken Homes, 1998

Περ­πα­τώ­ντας στην Κυ­πρί­ων Αγω­νι­στών ξε­χνάω με κά­θε βή­μα την παι­δι­κή μου ηλι­κία. Τη σβή­νει σι­γά σι­γά η όρα­ση που αντι­κα­θι­στά τη μνή­μη. Σε ποιούς Κύ­πριους αγω­νι­στές ανα­φέ­ρε­ται δεν έμα­θα ακό­μη. Αυ­τό που ξέ­ρω πο­λύ κα­λά εί­ναι η από­στα­ση από το μπα­κά­λι­κο του Σπύ­ρου – που δεν υπάρ­χει πια – ως την ιδιω­τι­κή οδό Κεσ­σαν­λή-Στα­μα­τά­κη, που με­το­νο­μά­στη­κε σε Αδιέ­ξο­δο. Οκτα­κό­σια μέ­τρα ακρι­βώς. Τα εί­χα με­τρή­σει με μιά δε­κά­με­τρη με­ζού­ρα ένα σκο­νι­σμέ­νο με­ση­μέ­ρι κα­λο­και­ριού. Έπρε­πε να οριο­θε­τή­σω την δια­δρο­μή των 800 μέ­τρων παί­δων για τους πρώ­τους -και τε­λευ­ταί­ους- Παν­βρι­λησ­σια­κούς Αγώ­νες, Τι­γρά­κια ενα­ντί­ον ...Τσα­κα­λιών, ή κά­τι τέ­τοιο.
Τώ­ρα περ­πα­τάω στην Κυ­πρί­ων Αγω­νι­στών μό­νο για να τρα­βή­ξω φω­το­γρα­φί­ες. Δια­φο­ρε­τι­κά παίρ­νω το αυ­το­κί­νη­το. Το εξο­χι­κό στα Βρι­λήσ­σια με­τα­τρά­πη­κε αιφ­νι­δί­ως σε κα­τοι­κία στο Νέο Μα­ρού­σι. Πρίν εί­κο­σι, εί­κο­σι πέ­ντε χρό­νια πέρ­να­γα εδώ τα Σαβ­βα­το­κύ­ρια­κα και μέ­ρος των σχο­λι­κών δια­κο­πών. Ανα­κα­λύ­πτο­ντας τη φύ­ση! «Πά­με στο χω­ριό» έλε­γε ο παπ­πούς μου, λί­γο ει­ρω­νι­κά, μάλ­λον. Αλ­λά για μέ­να αυ­τό ακρι­βώς ήταν. Το χω­ριό μου. Ει­κό­νες εξο­χής, στρω­μα­τσά­δα το κα­λο­καί­ρι, πο­δή­λα­τα, χώ­μα, η ρε­μα­τιά, δέ­ντρα για σκαρ­φά­λω­μα, παι­διά δια­φο­ρε­τι­κά από 'κεί­να της πό­λης. Και σα­φώς πε­ρισ­σό­τε­ρα, μια και η Πλά­κα αριθ­μού­σε με­τά βί­ας τρείς συ­νο­μη­λί­κους μου. Η πα­ρά­γκα στην όχθη και το πα­λιό τε­ρά­στιο κο­τέ­τσι, ο Σέρ­λοκ Χολμς και ο Φα­ντο­μάς, η αλά­να, το τζά­κι, η αναρ­ρί­χη­ση και η Πη­νε­λό­πη Δέλ­τα, ο Μπλεκ, οι Μπη­τλς και ο πε­τρο­πό­λε­μος –  τα κε­φά­λαια του προ­σω­πι­κού μου ανα­γνω­στι­κού.
Δεν έχω σχε­δόν κα­μία ει­κό­να της Κη­φι­σί­ας στο μυα­λό μου. Τί­πο­τα που να αναι­ρεί το σή­με­ρα. Δεν κοί­τα­ζα πο­τέ την Κη­φι­σί­ας. Κοί­τα­ζα μο­νά­χα τη φαρ­διά γκρί­ζα λω­ρί­δα του δρό­μου κι ευ­χό­μουν να τε­λειώ­σει όσο το δυ­να­τόν πιο γρή­γο­ρα. Πιό γρή­γο­ρα, πριν χρεια­στεί, όλο ντρο­πή, να τους πω να στα­μα­τή­σου­με για να κά­νω εμε­τό. Ζα­λι­ζό­μου­να φρι­χτά στο αυ­το­κί­νη­το. Σή­κω­να το κε­φά­λι μου τη στιγ­μή ακρι­βώς που στρί­βα­με στη Σω­ρού. Σαν σκύ­λος που πε­ρι­μέ­νει λα­χα­νιά­ζο­ντας να τον αμο­λύ­σουν. Έτρε­χα σαν μουρ­λός μό­λις το αμά­ξι επι­τέ­λους στα­μα­τού­σε, κα­του­ρώ­ντας κά­θε δέ­ντρο.

Όταν πριν λί­γα χρό­νια σή­κω­σα το κε­φά­λι μου –ως κά­τοι­κος πλέ­ον των βο­ρεί­ων προ­α­στί­ων – εί­δα ξαφ­νι­κά τη λε­ω­φό­ρο. Κά­ποιου τα Λέ­γκο έπε­σαν, όλα μα­ζί, ανά­κα­τα, εκα­τέ­ρω­θεν του δρό­μου και ήταν όλα γκρί­ζα και με­ταλ­λι­κά, και πρά­σι­να,φι­μέ, αλου­μι­νέ­νια και σκού­ρα και γυά­λι­να. Με μια πε­ρί­ερ­γα «ακα­δη­μαϊ­κή» αί­σθη­ση προ­ο­πτι­κής: όσο ανη­φο­ρί­ζεις προς την Κη­φι­σιά τό­σο με­γα­λώ­νουν. Πα­ρό­λ' αυ­τά οι χω­μά­τι­νοι δρό­μοι που έκα­να πο­δή­λα­το και η ξε­χαρ­βα­λω­μέ­νη μπα­σκέ­τα και το πε­ρι­βό­λι της θεί­ας του Τα­ξιάρ­χη και το κο­τέ­τσι της κυ­ρά – Τού­λας, υπάρ­χουν όλα, εκεί, ακρι­βώς από πί­σω, δί­πλα κι ανά­με­σα. Εκεί που προ­σπα­θούν απελ­πι­σμέ­να να παρ­κά­ρουν όλοι οι υπάλ­λη­λοι και οι συ­νερ­γά­τες και οι πε­λά­τες και οι θε­α­τές. Στρι­μωγ­μέ­να εκεί. Όλα μα­ζί, εκνευ­ρι­στι­κά και θλιμ­μέ­να ταυ­τό­χρο­να. Η άσκο­πη αρ­χαιο­λα­τρία μας, οι ακυ­ρω­μέ­νες δια­φυ­γές της πό­λης, ο εθνι­κός κο­μπα­σμός, η φτώ­χεια, η πρώ­ην φτώ­χεια, η αδια­φο­ρία, οι ατε­λεί­ω­τες επι­θυ­μί­ες, η πεί­να μας, τα όνει­ρά μας, τα λε­φτά, τα και­νούρ­για λε­φτά.

Ένα χω­ριό που φο­ρά­ει Αρ­μά­νι και επι­θυ­μεί δια­κα­ώς να με­γα­λώ­σει και να κά­νει μί­τινγκ. Αλ­λά όταν ανοί­γει η πόρ­τα, το βρά­δυ, μυ­ρί­ζει φα­γη­τό και η μά­να πε­ρι­μέ­νει με τις πα­ντό­φλες. Και δεν μπο­ρεί να την πε­τά­ξει ακό­μη έξω -δι­κό της εί­ναι το σπί­τι και εξάλ­λου την αγα­πά­ει, μά­να του εί­ναι.

Περ­πα­τώ­ντας στην Κυ­πρί­ων Αγω­νι­στών ξε­χνάω με κά­θε βή­μα τι ακρι­βώς θέ­λω, τι επι­θυ­μώ, τι έχω ανά­γκη, ποιός εί­μαι, ποιός ήξε­ρα ότι θα γί­νω. Αλ­λά­ζο­ντας τους δρό­μους μας, αλ­λά­ζου­με τους εαυ­τούς μας. Κι' αυ­τό εί­ναι κα­λό. Αν ξέ­ρου­με για­τί.

Υ.Γ. Το κεί­με­νο αυ­τό γρά­φτη­κε τον Ια­νουά­ριο του 2000, για το αφιέ­ρω­μα στην σύγ­χρο­νη Ελ­λη­νι­κή τέ­χνη που επι­με­λή­θη­κε η Ελι­ζα­μπέ­τα Κα­ζα­λό­τι. Ανα­φέ­ρε­ται στην ενό­τη­τα φω­το­γρα­φι­κών κο­λάζ με τί­τλο «Ανοι­χτή Κου­ζί­να – Broken Homes» που δού­λευα από το 1989. Στην πο­ρεία η σει­ρά αυ­τή επε­κτά­θη­κε θε­μα­τι­κά και γε­ω­γρα­φι­κά και συ­μπε­ριέ­λα­βε το κέ­ντρο της Αθή­νας και γνω­στά το­πό­ση­μα της πό­λης και κα­τέ­λη­ξε σε δύο εκ­θέ­σεις, μία το 2002 με τί­τλο «Ανοι­χτή Κου­ζί­να – Broken Homes» και μία με τί­τλο «Future Athens» το 2004.

Panorama3 Vouna

Panorama3 Vouna

Panorama3 Vouna

ΒΡΕΙ­ΤΕ ΤΑ ΒΙ­ΒΛΙΑ ΤΟΥ Δη­μή­τρη Τσου­μπλέ­κα ΣΤΟΝ ΙΑ­ΝΟ.

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: