Η αιώρηση των μαγισσών

Η αιώρηση των μαγισσών

                                        Στην Alicia Villar Lecumberri


Η «Αιώ­ρη­ση των μα­γισ­σών» («Vuelo de brujas», 1797-1798) στον ομώ­νυ­μο πί­να­κα του Γκό­για συ­ντε­λεί­ται σε πολ­λά επί­πε­δα. Ει­κο­νί­ζε­ται ένα ορει­νο γυ­μνό το­πίο μπο­ρεί και λό­φος, όπου βλέ­που­με να λαμ­βά­νει χώ­ρα μια τε­λε­τουρ­γία. Στο πρώ­το επί­πε­δο το γή­ι­νο, πα­ρα­τη­ρού­με την απει­κό­νι­ση δύο μορ­φών, μιας ξα­πλω­μέ­νης κα­τά­χα­μα που με το ένα χέ­ρι κλεί­νει τα μά­τια, με το άλ­λο το αυ­τί, το φως έρ­χε­ται πλα­γί­ως, και μί­ας όρ­θιας, η οποία φο­ρά­ει πα­πού­τσια των αγρο­τών ίσως και των στρα­τιω­τών, σε αντί­θε­ση με τα γυ­μνά πό­δια των μα­γισ­σών, ζώ­νη τη λέ­γό­με­νη banda την επο­χή εκεί­νη, η οποία ήταν ταυ­τό­χρο­να και τσα­ντά­κι, στοι­χείο της εν­δυ­μα­σί­ας και των ευ­γε­νών, και με ένα ύφα­σμα, ίσως μία μι­κρή κά­πα που λε­γό­ταν herreruelo, φτια­χνό­ταν από βε­λού­δο, και την φο­ρού­σαν οι στρα­τιώ­τες που έφε­ρε ο Κά­ρο­λος ο Α΄από την Γερ­μα­νία, να κα­λύ­πτει κε­φά­λι και σώ­μα, απο­κρύ­πτο­ντας το πρό­σω­πο. Από τα εν­δύ­μα­τα συ­μπε­ραί­νου­με την κοι­νω­νι­κή τά­ξη. Όπως ει­κά­ζου­με από την στά­ση της, πε­ρι­στρέ­φε­ται ή κά­νει ένα με­τέ­ω­ρο βή­μα προς τα εμπρός για να κα­τέλ­θει με απλω­μέ­να τα χέ­ρια. Μά­λι­στα με το δε­ξί χέ­ρι κά­νει μια χει­ρο­νο­μία απο­τρο­παϊ­κή με το δά­χτυ­λο προς τα επά­νω για να εξορ­κί­σει κά­τι που δεν θέ­λει να συμ­βεί. Εί­ναι ο τε­λε­στής - μά­γος.Επί­σης υπάρ­χει η μορ­φή ενός γαϊ­δά­ρου (ας θυ­μη­θού­με εδώ τις απει­κο­νί­σεις του εφιάλ­τη από τον Fuseli). Στο άλ­λο επί­πε­δο το αέ­ρι­νο τρείς μά­γισ­σες-πνεύ­μα­τα με ψη­λά κα­πέ­λα ανοι­χτά και δια­χω­ρι­ζό­με­να στις επά­νω άκρες, τιά­ρες, όπως αυ­τά που φο­ρούν οι καρ­δι­νά­λιοι με ζω­γρα­φι­σμέ­να επά­νω τους φί­δια, ίπτα­νται κρα­τώ­ντας ένα άψυ­χο σώ­μα, με ανοι­χτό το στό­μα σαν σε έκ­στα­ση. Φο­ρούν φού­στες που προ­σι­διά­ζουν σε αυ­τές των ιε­ρέ­ων πα­ρά των μα­γισ­σών, ίδιες με αυ­τές που εί­χε ζω­γρα­φί­σει να φο­ρούν οι άγ­γε­λοι στην τοι­χο­γρα­φία στο θό­λο του ονο­μα­ζό­με­νου Coreto της Πα­να­γί­ας, στην Βα­σι­λι­κή της Nuestra Señora de Pilar στην Θα­ρα­γό­θα. Η μια εξ αυ­τών φο­ρά­ει πρά­σι­νη φού­στα, το χρώ­μα της ελ­πί­δας, οι άλ­λες δύο στις απο­χρώ­σεις του κί­τρι­νου-ώχρας, γυ­μνή στο επά­νω μέ­ρος του σώ­μα­τος, όπως και οι άλ­λες, το γυ­μνό σώ­μα των μα­γισ­σών εθε­ω­ρεί­το ότι εκ­προ­σω­πού­σε τη σα­γη­νευ­τι­κή δύ­να­μη του κακ­κού, στην οποία φού­στα, ακου­μπά­ει το άψυ­χο χέ­ρι. Το φό­ντο στον πί­να­κα εί­ναι μαύ­ρο έν­δει­ξη πως η τε­λε­τή λαμ­βά­νει χώ­ρα τη νύ­χτα, όπως άλ­λω­στε όλες οι μα­γι­κές τε­λε­τουρ­γί­ες. Πλά­σμα­τα της νύ­χτας που έχουν συ­νά­ψει συμ­φω­νία με τον διά­βο­λο, αντλώ­ντας υπερ­φυ­σι­κή δύ­να­μη, γνω­στό και επα­να­λαμ­βα­νό­με­νο μο­τί­βο στην μα­γεία. Η όρ­θια μορ­φή στο γή­ι­νο επί­πε­δο πα­τά και υψώ­νει τις άλ­λες. Με την δύ­να­μη του νου και των λέ­ξε­ων κα­λεί τις χθό­νιες δυ­νά­μεις να συν­δρά­μουν στο σκο­πό της. Όλα ρυθ­μί­ζο­νται από το νου, που συ­γκα­λεί άπα­σες τις πνευ­μα­τι­κές δυ­νά­μεις και όλα τα πνεύ­μα­τα που κα­τέ­χουν υπερ­φυ­σι­κές ιδιό­τη­τες.
Όμως τι υψώ­νει τέσ­σε­ρα σώ­μα­τα στον αέ­ρα υπερ­βαί­νο­ντας τους νό­μους της φυ­σι­κής, πέ­ραν της επι­θυ­μί­ας και της θέ­λη­σης για εξου­σία επί αυ­τών των δυ­νά­με­ων και συ­νε­πα­κό­λου­θα επί των άλ­λων αν­θρώ­πων; Ο συγ­χρω­τι­σμός τους με το κα­κό, τους δί­νει τη δύ­να­μη να το αντι­με­τω­πί­ζουν ως ίσο προς ίσον; Το κα­κό ως πνεύ­μα μό­νο από αέ­ρος εμ­φα­νί­ζε­ται για να σου επι­τε­θεί, έτσι έχεις τη δύ­να­μη να επο­πτεύ­εις και να επι­τί­θε­σαι και εσύ στον ακά­λυ­πτο αντί­πα­λο. Ο κύ­κλος δεν σπά­ζει. Ο κοι­μι­σμέ­νος συμ­με­τέ­χει ή τα βλέ­πει σε όνει­ρο; Το ζώο εί­ναι η άλ­λη πλευ­ρά της αν­θρώ­πι­νης φύ­σης ή η απει­κό­νι­ση του εφιάλ­τη; Χα­μέ­νη στο βά­θος των κυτ­τά­ρων, πα­ρου­σιά­ζε­ται ως το προ­φίλ ανά­δυ­σης μιας άλ­λης λει­τουρ­γί­ας κα­τα­γω­γι­κής, απω­θη­μέ­νης μα γνώ­ρι­μης από την συ­μπε­ρι­φο­ρά της; Το να ει­κο­νί­ζεις όλα τα σύμ­βο­λα σε έναν πί­να­κα πε­ρι­γρά­φο­ντάς τα, ση­μαί­νει ότι ταυ­τό­χρο­να ξορ­κί­ζεις τον μέ­σα σου φό­βο, τις σκέ­ψεις συμ­με­το­χής - απο­φυ­γής και κά­θαρ­σης με αυ­τό που γνω­ρί­ζει κα­λά το μά­τι και ονο­μα­τί­ζει το χέ­ρι κα­θώς του δί­νει μορ­φή.
Τι όμως αφαι­ρεί το βά­ρος και το φθαρ­τό ώστε να περ­νούν όλα από το πραγ­μα­τι­κό στη σφαί­ρα του ονεί­ρου; Ένα βή­μα πριν το στο­χα­σμό εί­ναι το όνει­ρο και ακο­λου­θεί η θε­ρα­πεία. Το άθροι­σμα των εντυ­πώ­σε­ων δη­μιουρ­γεί το ονει­ρι­κό μας σύ­μπαν και η αντι­στρο­φή του τα προ­σω­πι­κά μας σύμ­βο­λα. Ίσως απου­σιά­ζει από τον πί­να­κα η ει­κό­να μιας γυ­μνής μά­γισ­σας, ή παρ­θέ­νας για να υπο­δη­λώ­σει την σω­μα­τι­κή αι­σθα­ντι­κό­τη­τα της υπερ­βα­τι­κής δύ­να­μης. Όμως πέ­ραν των φα­νε­ρών και ανα­γνω­ρί­σι­μων δε­σμών που ενώ­νουν αυ­τήν την ομά­δα όπως απει­κο­νί­ζε­ται από τον Γκό­για, υπάρ­χει και ένας αό­ρα­τος ανο­μο­λό­γη­τος για τους πολ­λούς δε­σμός. Ο μα­γι­κός λό­γος πού κα­τέ­χουν και επι­κα­λού­νται. Αυ­τός τους δί­νει τη δύ­να­μη να δα­μά­ζουν και να υπερ­βαί­νουν τα φυ­σι­κά φαι­νό­με­να. Αυ­τόν κα­τέ­χει και χει­ρί­ζε­ται η σκε­πα­σμέ­νη με το ύφα­σμα μορ­φή δί­νο­ντας τον τό­νο και τον ρυθ­μό σε όλη τη σύν­θε­ση.

Το τε­λε­τουρ­γι­κό της μα­γεί­ας πε­ριε­λάμ­βα­νε διά­φο­ρα στά­δια με συ­γκε­κρι­μέ­νες πρά­ξεις προ­ε­τοι­μα­σί­ας και τέ­λε­σης. Εδώ θα στα­θού­με σε δύο, στον Λό­γο ως στοι­χείο της κυ­ρί­ως τε­λε­τής και στην Αιώ­ρη­ση. Κα­τά το στά­διο του Λό­γου ο Μά­γος ή η Μά­γισ­σα κα­λού­σε με επω­δές τους δαι­μό­νους και τα πνεύ­μα­τα να συν­δρά­μουν στον σκο­πό τους. Οι επω­δές συ­ντί­θε­ντο από ακα­τα­λα­βί­στι­κες λέ­ξεις που εξέ­φε­ρε δυ­να­τά και με στόμ­φο, με ιδιαί­τε­ρο ρυθ­μό και σει­ρά, ώστε να υπο­βάλ­λουν αφ' ενός τους πα­ρευ­ρι­σκό­με­νους και να υπο­τά­ξουν αφε­τέ­ρου τα πνεύ­μα­τα. Η σει­ρά εκ­φο­ράς και το νο­ή­μά τους ήταν το δρα­στι­κό τους στοι­χείο. Δεν την φα­νέ­ρω­ναν ού­τε την εξη­γού­σαν σε κα­νέ­ναν άλ­λο. Αυ­τές ήταν το μέ­σον κα­τί­σχυ­σής των επί των πνευ­μά­των και πε­ριεί­χαν επι­κλή­σεις, απει­λές και τι­μω­ρί­ες κα­τά των δαι­μό­νων, αν δεν υπο­τα­χθούν στο σκο­πό της επί­κλη­σής τους. Από την πλευ­ρά του ο Μά­γος για να απο­φύ­γει την ορ­γή των δαι­μό­νων που υπέ­τασ­σε, χρη­σι­μο­ποιού­σε αντι­κεί­με­να με απο­τρο­παϊ­κό χα­ρα­κτή­ρα τα λε­γό­με­να φυ­λα­κτή­ρια, που τον προ­στά­τευαν κα­θ' όλη την διάρ­κεια της τε­λε­τής. Αυ­τόν το ρό­λο παί­ζει το μα­ντή­λι κά­λυμ­μα πά­νω από το κε­φά­λι της όρ­θιας μορ­φής. Η Αιώ­ρη­ση ήταν το άλ­λο δρώ­με­νο κα­τά την μα­γι­κή τε­λε­τή. Ο Μά­γος – Μά­γισ­σα, εί­χε την ικα­νό­τη­τα να αιω­ρεί­ται κα­ταρ­γώ­ντας τα φράγ­μα­τα που υπήρ­χαν, με­τα­ξύ γης και ου­ρα­νού, υπο­τάσ­σο­ντας τις δυ­νά­μεις που κα­τεί­χαν αυ­τά τα φράγ­μα­τα, όπως πί­στευαν. Ας θυ­μη­θού­με εδώ το πέ­ταγ­μα του Σί­μω­να του Μά­γου, κα­θώς και τον Τε­ρέ­βιν­θο, όπως και τα χω­ρία του Αρ­νό­βιου που ανα­φέ­ρο­νται στην ικα­νό­τη­τα των μά­γων να με­τα­φέ­ρουν αν­θρώ­πους στους ου­ρα­νούς. Πά­ντως κοι­νή δο­ξα­σία που φτά­νει μέ­χρι την επο­χή του Γκό­για εί­ναι ότι ο Μά­γος κα­τέ­χει και χρη­σι­μο­ποιεί τις υπερ­φυ­σι­κές του δυ­νά­μεις πα­ντοιο­τρό­πως, κυ­ρί­ως όμως για την κα­θυ­πό­τα­ξη στους σκο­πούς του της ψυ­χής του άλ­λου, όπως και για την κα­τάρ­γη­ση κά­θε νό­μου της φύ­σης.

Ο Γκό­για στο συ­γκε­κρι­μέ­νο πί­να­κα αφή­νει να φα­νεί η δύ­να­μη ενός σκο­τει­νού κό­σμου που λαν­θά­νει, κά­νει όμως αι­σθη­τή την πα­ρου­σία του ανά πά­σα στιγ­μή, όπου δια­τα­ράσ­σε­ται η κα­νο­νι­κό­τη­τα και ο άν­θρω­πος ανή­μπο­ρος και συ­ντε­τριμ­μέ­νος ανα­ζη­τά διέ­ξο­δο προς όλες τις κα­τευ­θύν­σεις. Για να απο­κο­μί­σου­με πλή­ρη ει­κό­να εί­ναι ανα­γκαίο να δού­με όλους τους πί­να­κές του δια­δο­χι­κά ως ομά­δες και όχι με­μο­νω­μέ­να. Τα θέ­μα­τά του εξε­λίσ­σο­νται από πί­να­κα σε πί­να­κα δι­η­γού­με­να μιαν ιστο­ρία ή κα­ταγ­γέλ­λο­ντας τις κρα­τού­σες αντι­λή­ψεις, υπο­βάλ­λο­ντας την κρί­ση και την κρι­τι­κή του μέ­σω της ζω­γρα­φι­κής τους απει­κό­νι­σης. Θα δια­κρί­νου­με έτσι πολ­λά αντί­θε­τα αλ­λά και ομοει­δή ζεύ­γη: Στοι­χεία του αντι­λη­πτού με τις αι­σθή­σεις κό­σμου, αλ­λά και του αντι­λη­πτού με τη φα­ντα­σία. Τον κό­σμο της πραγ­μα­τι­κό­τη­τας, αλ­λά και τον κό­σμο των ονεί­ρων, το λο­γι­κό και το πα­ρά­λο­γο, την αλή­θεια και το ψεύ­δος, το κα­λό και το κα­κό, το γή­ι­νο αλ­λά και το υπερ­βα­τι­κό, τα οποία συ­νυ­φα­σμέ­να αλ­λη­λε­πι­δρούν κα­τα­λή­γο­ντας στον στο­χα­σμό.

Το πα­ρά­λο­γο στην κα­θη­με­ρι­νή ζωή και η πα­ρά­νοια των αν­θρώ­πων με την ση­μα­σία της απο­κλί­νου­σας συ­μπε­ρι­φο­ράς έθελ­γαν ει­κο­νο­γρα­φι­κά τον ζω­γρά­φο. Ας θυ­μη­θού­με εδώ τα «Caprichos», όπου θα ανι­χνεύ­σου­με κοι­νά στοι­χεία με την «Αιώ­ρη­ση των Μα­γισ­σών» και θα μπο­ρού­σα­με να πού­με ότι εί­ναι ένα ακό­μη Capricho φτιαγ­μέ­νο με άλ­λα υλι­κά μέ­σα. Σε αυ­τά, τα ζώα εκ­προ­σω­πούν την κύ­ρια ιδιό­τη­τα του προ­σώ­που που θέ­λει να το­νί­σει ο ζω­γρά­φος. Το κά­θε ζώο πα­ρί­στα­ται ενερ­γά υπο­βάλ­λο­ντας στον θε­α­τή την αό­ρα­τη εν­νο­ού­με­νη σύν­δε­ση. Και εδώ ο γάι­δα­ρος, όπως εί­δα­με πριν, πα­ρί­στα­ται και συμ­με­τέ­χει, ανα­δυό­με­νος από το επί­πε­δο της γης, κα­θι­στά­με­νος έτσι σύμ­βο­λο άμε­σης και έμ­με­σης κρι­τι­κής. Σε κά­ποια έρ­γα του Γκό­για τη μορ­φή του γαϊ­δά­ρου δα­νεί­ζε­ται για την με­ταμ­φί­ε­σή της η μά­γισ­σα π.χ. Sueño 27.
Ο γάι­δα­ρος εί­ναι διτ­τό σύμ­βο­λο. Από τη μία κα­θα­για­σμέ­νο από τον Ιη­σού λό­γω της ει­σό­δου του «επί πώ­λου όνου» εις τα Ιε­ρο­σό­λυ­μα, και από την άλ­λη σύμ­βο­λο τα­πεί­νω­σης και ανα­γέν­νη­σης. Επί­σης ο γάι­δα­ρος εθε­ω­ρεί­το το κα­τε­ξο­χήν με­τα­φο­ρι­κό μέ­σο των Μα­γισ­σών και των Νε­κρο­μά­ντε­ων. Ο Γκό­για τον χρη­σι­μο­ποιεί κυ­ρί­ως ως σύμ­βο­λο της άγνοιας. Κα­τά τον Με­σαί­ω­να υπάρ­χει μά­λι­στα ως δρώ­με­νο και η γιορ­τή του γαι­δά­ρου. Εδώ οι γάι­δα­ροι αντι­γρά­φουν τις κι­νή­σεις και το ύφος των αν­θρώ­πων. Και στα Caprichos έχου­με αιώ­ρη­ση και μά­γισ­σες. Ας θυ­μη­θού­με το «Σάβ­βα­το των Μα­γισ­σών», και το «Ο Μέ­γας Τρα­γό­μορ­φος» ( επί­σης τα υπ’ αριθ­μόν 60, Ensayos, 66 Allá va eso, 68 ¡Linda maestra!, 69 Sopla, 70 Devota profesión, 71 Si amanece, nos vamos). Οι σκη­νές μαγ­γα­νεί­ας θέλ­γουν ιδιαι­τέ­ρως τον ζω­γρά­φο. Έχου­με επί­σης τη σει­ρά από οχτώ πί­να­κες με συ­να­φή θέ­μα­τα που ζω­γρά­φι­σε για το γρα­φείο της Δού­κισ­σας de Osuna στην εξο­χι­κή κα­τοι­κία της στην Alameda, ευ­ρι­σκό­με­νος υπό την προ­στα­σία της οι­κο­γέ­νειάς της. Με τους πί­να­κές του ασκεί ταυ­τό­χρο­να άμε­ση κοι­νω­νι­κή κρι­τι­κή μέ­σω της απει­κό­νι­σης, μιας και τον 17ο αιώ­να στην Ισπα­νία οι δια­νο­ού­με­νοι προ­σπα­θούν να κα­τα­πο­λε­μή­σουν τις δει­σι­δαι­μο­νί­ες, αλ­λά και έμ­με­ση δια μέ­σου των συμ­βό­λων που ει­κο­νο­γρα­φι­κά πα­ρα­θέ­τει.

Ο συ­γκε­κριμ­μέ­νος πί­να­κας ανή­κει σε μια ομά­δα έξι πι­νά­κων που ζω­γρά­φι­σε ο Γκό­για και έχουν τους τί­τλους: El Aquelarre, El Conjuro, βρί­σκο­νται στο Museo Lázaro Galdiano στην Μα­δρί­τη. Ο ανα­φε­ρό­με­νος εδώ Vuelo de brujias, στο Μου­σείο Prado. La cocina de las brujas στην National Gallery of London. Don Juan y el Comendador, του οποί­ου χά­θη­καν τα ίχνη. Και με λαν­θα­σμέ­νο όνο­μα, σύμ­φω­να με τον Frank Irving, La cocina de las brujas χα­μέ­νου και αυ­τού, ο οποί­ος, έπρε­πε να ονο­μά­ζε­ται Berganza y Cañizares, ονό­μα­τα του σκύ­λου και της μά­γισ­σας στον «Διά­λο­γο των σκύ­λων», μί­ας από τις Υπο­δειγ­μα­τι­κές Νου­βέ­λες του Θερ­βά­ντες. Τό­σο ο Θερ­βά­ντες όσο και ο Γκό­για εκ­πέ­μπουν το μή­νυ­μα πως η φα­ντα­σία μπο­ρεί να αλ­λά­ξει την δι­κή μας αντί­λη­ψη της πραγ­μα­τι­κό­τη­τας.
Αν θε­ω­ρή­σου­με τον πί­να­κα ως αλ­λη­γο­ρία ίσως να εί­ναι η κρι­τι­κή και η γνώ­μη του Γκό­για για τα τε­κται­νό­με­να. Το άψυ­χο σώ­μα της Ισπα­νί­ας πα­ρα­δο­μέ­νο στα χέ­ρια των Μα­γισ­σών αιω­ρεί­ται υπό την κα­θο­δή­γη­ση του Αρ­χιε­ρέα - Μά­γου, ίσως του Manuel Godoy, αμ­φι­λε­γό­με­νης προ­σω­πι­κό­τη­τας και δια­τελ­λέ­σα­ντος δις Πρω­θυ­πουρ­γού κα­τά αυ­τήν την πε­ρί­ο­δο, ακου­μπώ­ντας το ένα χέ­ρι, στην με το χρώ­μα της ελ­πί­δας πρά­σι­νη φού­στα της μί­ας Μά­γισ­σας, οι οποί­ες πι­θα­νόν να του εμ­φυ­σή­σουν ζωή, γιαυ­τό και τα μά­γου­λα των μα­γισ­σών στον πί­να­κα ει­κο­νί­ζο­νται φου­σκω­μέ­να σα να εμ­φυ­σούν πνοή και όχι να απο­ρο­φούν την ψυ­χή του σώ­μα­τος. Ίσως το πρό­σω­πο που εί­ναι ξα­πλω­μέ­νο να εί­ναι ο ίδιος ο Γκό­για που δεν θέ­λει να ακού­σει αλ­λά ού­τε και να δει, και ο λα­ός με τη μορ­φή του γαϊ­δά­ρου αγνο­εί πα­ρα­κο­λου­θώ­ντας.
Ο γυ­μνός λό­φος που εί­ναι δύ­σκο­λο να τον ανέ­βεις εθε­ω­ρεί­το το σύμ­βο­λο της φι­λο­σο­φί­ας και το φως στο επά­νω μέ­ρος το σύμ­βο­λο του κό­που και της σο­φί­ας. Πι­θα­νόν ο Γκό­για να κά­νει έναν υπαι­νιγ­μό για την ει­σχώ­ρη­σή του στους κύ­κλους της Μα­σο­νί­ας. Την επο­χή του εθε­ω­ρεί­το ση­μα­ντι­κό οι ευ­γε­νείς να εί­ναι Μα­σό­νοι, όπως και πολ­λοί από τους αν­θρώ­πους των γραμ­μά­των και των τε­χνών.
Για την όρ­θια μορ­φή ο Γκό­για έχει ως ει­κο­νο­γρα­φι­κό πρό­τυ­πο μορ­φές του Salvatore Rosa που έχει δη­μιουρ­γή­σει και αυ­τός πί­να­κες με ομό­λο­γα θέ­μα­τα, όπως τους: The Witches' Sabbath, Capricho, Witch, κλπ.

Ο Γκό­για εκ­φρά­ζει την κραυ­γή του δη­μιουρ­γή­μα­τος προς τον δη­μιουρ­γό. Το έρ­γο του επι­χει­ρεί μιαν αντι­στρο­φή στην επί­ση­μη ει­κο­νο­γρα­φία. Απει­κο­νί­ζει πρό­σω­πα και χα­ρα­κτή­ρες πέ­ραν της κα­θιε­ρω­μέ­νης μέ­χρι τό­τε αι­σθη­τι­κής. Το απο­σιω­πη­μέ­νο κοι­νω­νι­κό πε­ρι­βάλ­λον και τα επί μέ­ρους στοι­χεία του κα­θί­στα­νται τα ει­κο­νι­στι­κά του πρό­τυ­πα. Αυ­τά ανα­δυό­με­να γί­νο­νται οι φο­ρείς της κρι­τι­κής του προς την κοι­νω­νία της επο­χής του, μέ­σω της απο­τύ­πω­σης τους και της ει­σα­γω­γής τους στην επί­ση­μη ζω­γρα­φι­κή, η οποία κοι­νω­νία αν και έχει αρ­χί­σει να απαι­τεί νέ­ες ιδέ­ες και τρό­πους για την πρό­ο­δό της, ένα με­γά­λο μέ­ρος της, κυ­ρί­ως τα λαϊ­κά στρώ­μα­τα, πα­ρα­μέ­νουν δέ­σμια του σκο­τα­δι­σμού των προη­γού­με­νων αιώ­νων.
Οι μά­γισ­σες - μά­γοι κα­τέ­χουν το μυ­στι­κό λό­γο το ξόρ­κι, όπως εί­δα­με, αλ­λά ταυ­τό­χρο­να την ικα­νό­τη­τα να υπο­τάσ­σουν το σώ­μα τους στην ψυ­χι­κή τους κα­τά­στα­ση και αυ­τό να κα­θί­στα­ται ει­κό­να της ψυ­χής τους, στοι­χείο που επι­ζη­τεί να απο­τυ­πώ­σει ο ζω­γρά­φος.

Οι μορ­φές, οι αν­θρώ­πι­νες φι­γού­ρες στον Γκό­για μέ­σω της μί­μη­σης που επι­τε­λούν ει­κο­νί­ζουν το συμ­βο­λι­κό νό­η­μα της πρά­ξης αυ­τό που θέ­λει να κα­τα­δεί­ξει ο ζω­γρά­φος. Αυ­τή η σκη­νο­θε­τη­μέ­νη μί­μη­ση στα έρ­γα του απο­τε­λεί το κλει­δί της ερ­μη­νεί­ας τους. Οι πολ­λα­πλές ερ­μη­νεί­ες που επι­δέ­χο­νται αυ­τές οι μι­μή­σεις συ­ντε­λούν στην πο­λυ­ση­μία των έρ­γων. Η πα­ρα­μόρ­φω­ση εί­ναι η άλ­λη μορ­φή που ανο­μο­λό­γη­τα κρύ­βου­με εντός μας και όπου δεν υπο­τάσ­σε­ται, ή δεν την τι­θα­σεύ­ουν οι φυ­σι­κοί νό­μοι, υπε­ρι­σχύ­ει της κα­νο­νι­κής μορ­φής κα­τα­λαμ­βά­νο­ντας τη θέ­ση της.
Το φως στον Γκό­για απο­δί­δε­ται με την άλ­λη του πλευ­ρά που εί­ναι το σκό­τος. Το φως δεν φέρ­νει αγαλ­λί­α­ση ού­τε πα­ρη­γο­ριά στο βλέμ­μα, διό­τι εκεί ατε­νί­ζου­με μιαν όψη της σκο­τει­νής πλευ­ράς της ζω­ής.
Το μαύ­ρο του Γκό­για θα μπο­ρού­σα­με να το πού­με μαύ­ρο της κο­λά­σε­ως, διό­τι εί­ναι ιδιαι­τέ­ρας υφής και συμ­βα­δί­ζει με την κό­λα­ση της απει­κο­νι­ζό­με­νης πρά­ξης και των προ­σώ­πων. Όπου αλ­λά­ζει το θέ­μα ένα ασκη­μέ­νο μά­τι θα πα­ρα­τη­ρή­σει ότι το μαύ­ρο που χρη­σι­μο­ποιεί εκεί έχει δια­φο­ρε­τι­κή δια­φά­νεια. Πα­ρα­τη­ρεί­στε το φό­ντο και τους ου­ρα­νούς στους πί­να­κές του. Πα­ρό­μοιο με το μαύ­ρο του Γκό­για εί­ναι το μαύ­ρο του Ντε­λα­κρουά και του Ζε­ρι­κώ.

Σε όλα τα έρ­γα υπάρ­χει ένα κομ­βι­κό ση­μείο που σου επι­τρέ­πει να ξε­τυ­λί­ξεις την εσω­τε­ρι­κή αλ­λά και τη νοη­μα­τι­κή αλ­λη­λου­χία του πί­να­κα, να δεις το βλέμ­μα του ζω­γρά­φου στην αν­θρώ­πι­νη ιδιο­συ­γκρα­σία και στα δη­μιουρ­γή­μα­τα του νου. Ο Γκό­για στους πί­να­κές του απει­κο­νί­ζει την πραγ­μα­τι­κό­τη­τα, αλ­λά για την πραγ­μά­τω­ση της φα­ντα­σί­ας, τον εν­δια­φέ­ρει το ση­μείο υπέρ­βα­σης, εκεί όπου ο άν­θρω­πος συ­ντρί­βε­ται από το μαρ­τύ­ριό του για να ανα­δει­χτεί το με­γα­λείο του. Αυ­τό το εκ­φρά­ζει πέ­ραν των θε­μά­των του, χρω­μα­τι­κά με τις γρή­γο­ρες και κο­φτές πι­νε­λιές που μας θυ­μί­ζουν τον τρό­πο των αρ­γό­τε­ρα εξ­πρεσ­σιο­νι­στών. Κοι­νω­νι­κά πιά­νει το νή­μα και κα­ταγ­γέλ­λει μέ­σω της ζω­γρα­φι­κής του, εκεί που το άφη­σαν ο Ιε­ρώ­νυ­μος Μπος και ο Πή­τερ Μπρύ­γκελ.

ΒΡΕΙ­ΤΕ ΤΑ ΒΙ­ΒΛΙΑ ΤΟΥ Γιώρ­γου Γώ­τη ΣΤΟΝ ΙΑ­ΝΟ.