Όλα ξεκίνησαν από τη στιγμή που ο Στίχος και η Νότα υπέπεσαν στο αμάρτημα του χωρισμού. Θέλησαν να υπάρξουν αυτόνομοι. Αυτή η προπατορική απερισκεψία στάθηκε η αιτία να αποκοπούν από τον παράδεισο της Συμπαντικής Αρμονίας. Από τότε η Ποίηση και η Μουσική, η καθεμιά για λογαριασμό της, δημιούργησαν τη δική τους ιστορία και διαμόρφωσαν τα δικά τους χαρακτηριστικά. Δεν ξέχασαν, όμως, ποτέ την κοινή καταγωγή τους. Γι’ αυτό και οι λέξεις περπατούν στο ποίημα ρυθμικά και είναι πάντα έτοιμες για πτήση, όπως και οι νότες συγκρατούν στη μελωδία τη σιωπή ανοιχτή πάντα στα νοήματα.
Η μελοποίηση, συνεπώς, της ποίησης είναι ένας νόστος. Επενδύοντας ο συνθέτης μουσικά τους στίχους ενός ποιήματος, προσπαθεί να δώσε στον ήχο και τον λόγο την ευκαιρία να συνυπάρξουν. Σαν άλλος μύστης, οιστρηλατείται από την ανάμνηση της αρχέγονης ενότητας και δοκιμάζεται στην πρωταρχική δυνατότητα του ανθρώπου να συντονίζεται με τον ρυθμό του κόσμου.
Ένα άξιο ποίημα δίνει σώμα σε ό,τι δεν μπορεί να εκφραστεί. Βοηθά σ’αυτό η ταυτόχρονη αφαίρεση και πύκνωση των νοημάτων και η συναισθηματική ένταση που αποτελούν τα εσωτερικά άτυπα στοιχεία της μουσικής. Γιατί ο ποιητικός λόγος διαθέτει και τα τυπικά, εξωτερικά στοιχεία της μουσικής, που είναι το μέτρο (ο συνδυασμός τονισμένων και άτονων συλλαβών με βάση ορισμένους κανόνες), ο ρυθμός (η αίσθηση αρμονίας που προκαλείται από το μέτρο ή από τη γενικότερη οργάνωση του στίχου) και η ομοιοκταληξία ( η επανάληψη του ίδιου ήχου στις τονιζόμενες συλλαβές της τελευταίας λέξης δύο ή περισσότερων στίχων).
Άρα, όταν μιλάμε για μελοποίηση, εννοούμε τη σύζευξη μουσικής και ποίησης. Με δεδομένο, ωστόσο, ότι η ποίηση έχει τη δική της μουσικότητα, προκύπτει το ερώτημα αν χρειάζεται να μελοποιείται
Άλλοι πιστεύουν πως η μουσική διευκολύνει την προσέγγιση της ποίησης . Άλλοι ισχυρίζονται πως ένα ποίημα, από τη στιγμή που μελοποιείται, παύει να είναι ποίημα (του οποίου η μουσική ακούγεται μέσα από τη σιωπή της ανάγνωσης) και γίνεται τραγούδι. Κι εδώ αρχίζει η σύγχυση ανάμεσα στην ποίηση και στη στιχουργική, στην οποία θα αναφερθούμε παρακάτω.
Η μελοποίηση άλλοτε αναδεικνύει κι άλλοτε υπονομεύει τον ποιητικό λόγο. Ένα καλό ποίημα δεν γίνεται καλύτερο αν μελοποιηθεί. Ίσως αποκτήσει βάθος και λάμψη και διαδοθεί προς όφελος του ποιητή. Ένα μη καλό ποίημα, όμως, χάνει την υπόστασή του σε σύγκριση με τη μελωδία. Η επιτυχία της μελοποίησης εξαρτάται από την επιλογή του ποιήματος και από τη στάση του συνθέτη απέναντι σ’ αυτό. Ο συνθέτης οφείλει να φτάσει στις ρίζες των λέξεων, ν’ ακούσει την ανάσα τους, να σεβαστεί την ελευθερία του ποιήματος, ώστε να ταιριάξει νοήματα, συναισθήματα και μελωδία. Έτσι, ακολουθεί τον ρυθμό του ποιήματος χωρίς να αναγκάζεται να παραμορφώσει τις λέξεις για να επιβάλει τον δικό του ρυθμό. Και βέβαια, στο ίδιο ποίημα διαφορετικοί συνθέτες ακούν ξεχωριστούς ήχους και εντοπίζουν ξεχωριστές συγκινήσεις.
Από την άλλη, ένα ποίημα προσφέρεται πιο εύκολα για μελοποίηση, όταν τα νοήματα του στίχου αφήνουν χώρο σε μουσικές ερμηνείες, έχει λεκτική απλότητα και διαθέτει καθαρότητα και ποικιλία ρυθμών, μέτρων, ομοιοκαταληξίας, ιδεών και θεμάτων. Αυτά τα στοιχεία βοηθούν τόσο στη σύνθεση, όσο και στην απομνημόνευση.
Αντίθετα, αποτυχημένη θεωρείται η μελοποίηση που εκμεταλλεύεται το ποίημα για να συγκαλύψει τεχνικές αδυναμίες, ανέμπνευστες μελωδίες και την απουσία γενικότερης καλλιέργειας του συνθέτη.
Σε κάθε περίπτωση, όταν αναφερόμαστε στη μελοποίηση, εννοούμε τη συνεργασία συνθέτη και ποιητή. Είτε ο μουσικό γράφει τη μελωδία πάνω σ’ ένα «ανυποψίαστο» ποίημα, είτε ο ποιητής, υποψιασμένος, γράφει ποίηση για να συναντηθεί με τη μελωδία.
Υπάρχει, ωστόσο, και η διαδικασία που αφορά στη στιχουργική. Εδώ, ή γράφονται στίχοι πάνω σε έτοιμη μελωδία, ή γράφεται μουσική πάνω σε στίχους δομημένους ειδικά για τραγούδι.
Τα κοινά στοιχεία ανάμεσα στην ποίηση και στη στιχουργική είναι, φυσικά, ο λόγος και η μουσικότητα. Η διαφορά βρίσκεται στην τεχνική και η ομορφιά στην έμπνευση. Ο ποιητής διαθέτει απόλυτη ελευθερία έκφρασης, αφαιρετικότητα, αυτοαναφορικότητα, εσωτερικότητα και πνευματικότητα. Χειρίζεται τον λόγο από τη μεριά του θαύματος, μέσα από τους εξωλογικούς συνειρμούς και τις αιφνίδιες συναιρέσεις. Ο στιχουργός χειρίζεται τον λόγο από τη μεριά του θαυμασμού, μέσα από τη δύναμη της εικόνας και την ανάπτυξη μιας ιστορίας στον ψυχικό χώρο της καθημερινής εμπειρίας. Ο στιχουργός ξέρει καλά ότι το τραγούδι έχει συγκεκριμένο χρόνο, συγκεκριμένη διάρκεια. Συνεπώς, φροντίζει ώστε ο στίχος να είναι κατανοητός, άμεσος και ευθύβολος. Προσέχει να τηρεί τους κανόνες του ρυθμού, του μέτρου και προπάντων της ομοιοκαταληξίας.
Ο διαχωρισμός ανάμεσα στον ποιητή και τον στιχουργό δεν είναι αξιολογικός, αφού γράφονται θαυμάσιοι στίχοι και από τους δύο. Άρα, ο διαχωρισμός αφορά στις προθέσεις και στην τεχνική. Αν ο ποιητής «απελευθερώνει» τη μουσική των λέξεων, ο στιχουργός «δεσμεύει» τη συναισθηματική θερμότητα σε πειθαρχημένους στίχους, καλούς αγωγούς της μελωδίας. Και οι δύο αντλούν το υλικό τους από το ίδιο βαθύ καθαρό πηγάδι της καρδιάς.
ΒΡΕΙΤΕ ΤΑ ΒΙΒΛΙΑ ΤΟΥ Διονύση Καρατζά ΣΤΟΝ ΙΑΝΟ.