Ο Τάκης Παυλοστάθης πού να κοιμάται; Ο Λεωνίδας Παπαδάκης, ο Σπύρος Βέργος, ο Ζάχος Σιαφλέκης, ο Αλέξης Τραϊανός, ο Καλλίνικος Διονύσης, ο Χρήστος Μπράβος, πού να κοιμούνται; Ο Ιωάννης Λεοντακιανάκος, ο Λαδάς, ο Ανδρέας Τζουράκης, ο Στέφανος Μπεκατώρος, ο Δημήτρης Ποταμίτης πού, πού να κοιμούνται; Ο Βασίλης Στεριάδης, ο Γιάννης Κοντός, η Μπίλη Βέμη, ο Γιώργος Κ. Καραβασίλης, η Μαρία Κυρτζάκη, ο Γιάννης Κακουλίδης, ο Χιόνης Αργύρης, ο Βαρβέρης, πού να κοιμούνται; Η Νατάσα Χατζιδάκι, ο Κώστας Ριτσώνης, ο Στέλιος Λύτρας, ο Σουλιώτης Μίμης και άλλοι, άλλοι, που ξέχασα, πού, πού να κοιμούνται; Ω στίχοι ασημένιοι που σφάζετε. Ω ποίηση σφραγίδα σε ένταλμα συλλήψεως αθώου. ----- Γιώργος Μαρκόπουλος, «Υπέρ τεθνεώτων»[1]
Στις 3 Δεκεμβρίου 1974 η εφημερίδα Τα Νέα έγραψε: «Οι καλοί πεθαίνουν νέοι. Μόλις 21 ετών πέθανε χθες ο ποιητής Ιωάννης Λεοντακιανάκος, από συγκοπή καρδιάς. Έπασχε παιδιόθεν από μυοπάθεια. Παρ’ όλα αυτά σπούδασε φιλολογία κι έγραφε ποίηση. Στις δυο συλλογές του –Οι διάφανες συμφωνίες της Πέμπτης [1972] και Τόξα και μίμηση βίων [1973]– ο κριτικός Κώστας Κουλουφάκος είχε ξεχωρίσει μια μεγάλη ελπίδα της νεότερης ποίησης. Ο Ιωάννης Λεοντακιανάκος κηδεύεται απόψε στην πατρίδα του, την Αρεόπολη Μάνης».
Η είδηση συζητήθηκε στους κύκλους της Αθήνας, κυρίως μεταξύ των ποιητών. Πολλοί έσπευσαν να προμηθευτούν τα δύο βιβλία του εκδημήσαντος σε νεαρή ηλικία ποιητή. Η πρώτη έκδοση, μας λέει ο εκδότης του, Κώστας Κουλουφάκος, εξαντλήθηκε γρήγορα. Στα δύο οπισθόφυλλα διαβάζουμε ενημερωτικό σημείωμα, γραμμένο με ξεχωριστή συγκίνηση, προφανώς από τον εκδότη. Είναι οι ασφαλέστερες πληροφορίες που έχουμε για τον ποιητή:
«Ο Ιωάννης Λεοντακιανάκος γεννήθηκε στις 24 Φεβρουαρίου του 1954 στον Κορυδαλλό του Πειραιά. Έξη χρόνια αργότερα η οικογένειά του μετακόμισε στην Αθήνα, στο Παγκράτι. Μαθητής του Δημοτικού ακόμα, άρχισε να δείχνει ζωηρότατο ενδιαφέρον για τη λογοτεχνία. Διάβαζε με πάθος και συχνά έγραφε ο ίδιος. Η έφεσή του αυτή δυνάμωσε στα χρόνια που φοιτούσε στο Γυμνάσιο. Τα μαθητικά του πρωτόλεια εκείνης της εποχής περιλαβαίνουν πολλά ποιήματα κι αρκετά κεφάλαια ενός μυθιστορήματος που δεν τέλειωσε. Χάρη στην εργατικότητά του, στην άμεση επαφή του με αρχαίους Έλληνες και Λατίνους συγγραφείς, που τους διάβαζε στο πρωτότυπο, και την άγρυπνη παρακολούθηση των πιο σύγχρονων ρευμάτων στην ελληνική και την παγκόσμια λογοτεχνία που την μελετούσε στα αγγλικά και στα γαλλικά, η εξέλιξη της γραφής του ήταν πολύ γοργή. Βρισκόταν στην έκτη τάξη του Γυμνασίου όταν έκρινε πως ήταν καιρός να δώσει έργο του στη δημοσιότητα. Όμως δεν έσπευσε. Σεμνότατα έστειλε τα χειρόγραφα του πρώτου βιβλίου του και ρωτούσε αν άξιζαν τίποτε. Ο διευθυντής του Διογένη που τα διάβασε, έκρινε πως είχε μπροστά του το ξεκίνημα ενός ρωμαλέου ταλέντου κι όχι μόνο ενθάρρυνε τον νεαρό ποιητή, αλλά αποφάσισε να κάνει ο ίδιος την έκδοση [...]».
Το 1977 οι δύο συλλογές κυκλοφόρησαν σε δεύτερη έκδοση. Έναν χρόνο πριν είχε κυκλοφορήσει μία τρίτη, Πρόωρο ηλιοβασίλεμα,[2] από τα κατάλοιπα του Λεοντακιανάκου. Τον διάβασαν, τον θαύμασαν και τον λησμόνησαν.[3]
Μιλώ για τη γενιά του εβδομήντα, στην ὁποία ανήκει. Θορυβώδης γενιά, σχεδόν αυτιστική, ναρκισσιστική. Καθένας μιλά για τον εαυτό του ή για τον κύκλο του. Γενιά των αλληλολιβανισμάτων. Ήταν και η εποχή της μεταπολίτευσης. Όλοι ανησυχούσαν για τη νεαρή δημοκρατία. Πώς να σταθεί μέσα σε τόσους θορύβους ο σεμνός, αθόρυβος, ολιγόβιος Ιωάννης Λεοντακιανάκος; Από τον θάνατό του μας χωρίζουν σαράντα πέντε χρόνια. Κανένας ανθολόγος δεν φρόντισε να τον αναφέρει· κανένας κριτικός λογοτεχνίας δεν τον κατέταξε ανάμεσα στους ομοτέχνους του. Ο Λεοντακιανάκος παραμένει μέχρι σήμερα ένα σκοτεινό μετέωρο, ένας ήσκιος δροσερός για όσους θέλησαν να καταφύγουν στην ποίησή του.
Λέω, δεν τον μνημόνευσε κανείς. Δεν είναι αλήθεια. Και με τα δύο βιβλία του που είδαν το φως της δημοσιότητας όσο ζούσε, κατέγινε ο κριτικός Κ. Μιχαήλ (Μιχάλης Μερακλής). Πρώτα, στο περιοδικό Κριτικά Φύλλα παρουσίασε ενθαρρυντικά τις Διάφανες συμφωνίες της Πέμπτης. Μεταφέρω τα κυριότερα:
«Παρακολουθούμε μιαν αξιόλογη προσπάθεια για μια μεταελυτική βίωση της ποίησης και του ελληνικού τοπίου. Ο ποιητής αυτός αγαπάει και τις ελεγείες των ηλιογερμάτων. Και ακόμη: τους χώρους του παρελθόντος που επανέρχονται ξανά και ξανά, με τη συχνότητα ενός μοτίβου – που ήταν βέβαια, και είναι ακόμα, ένδοξοι, αλλά έγιναν μουσεία. Τούτος ο δυΐσμός, που είναι γεμάτος τραγικότητα, αντιμετωπίζεται με τη δέουσα σοβαρότητα από τον ποιητή. Και αν θυμηθούμε κάποιες ανάλογες εμβιώσεις[4] του Σεφέρη, ο νέος αυτός ποιητής προσπαθεί να δώσει ένα είδος μειχτό αλλά νόμιμο: το συγκερασμό του ήθους του Ελύτη και του Σεφέρη σε ένα δικό του αποτέλεσμα [...]. Το βιβλίο δεν είναι ένα μάζεμα από ποιήματα, αλλά αποτελείται από κομμάτια που, νοηματικά, συγκλίνουν στο σχηματισμό μιας συνθετότερης ποίησης [...]».[5]
Στη συνέχεια ο Κ. Μιχαήλ δημοσίευσε στο περιοδικό Νέα Πορεία βιβλιοκρισία για τη δεύτερη συλλογή, Τόξα και μίμηση βίων. Ο Λεοντακιανάκος ασφαλώς πρόλαβε να τις διαβάσει. Η κρίση είναι και εδώ θετική.
«[Στο] πολύ αξιόλογο δεύτερο βιβλίο του νέου ποιητή κ. Λ., ύστερα από την πρώτη εμφάνισή του [...], έχουμε μια νέα προσπάθεια, στο βάθος, για πολιτικοποιημένη ποίηση, που τη διακρίνει όμως και μια συνείδηση των δυσκολιών που περιέχει το αδυσώπητο τούτο ζευγάρωμα. Και μόνο όποιος ξεκινάει με τη μοιραία τούτη αναγνώριση, έχει την ελπίδα να φέρη σε αίσιο πέρας το έργο του –με την αδήριτη, βέβαια, προϋπόθεση του ποιητικού χαρίσματος˙ χαρίσματος που το έχει ο ποιητής:
Πιάνω τα ζαρκάδια σου και ψιχαλίζει. Τοξότες σκαρφαλωμένοι στη σκεπή. Κοιτούν. Πέρα μακριά ο θάνατος σκίζει κομμάτια το ηλιοβασίλεμα. Κι οι γυναίκες γδύνονται και φορούν σταυροδρόμια με φαντάρους.
Μη φεύγεις. Τα κρεβάτια του νοσοκομείου στο λιβάδι
λεκιάζουν τη σιωπή μου. [...]»[6]
Αρκετά χρόνια αργότερα, το 1987, ο ποιητής Γιώργος Μαρκόπουλος (γενν. 1951), δημοσίευσε στο περιοδικό Η λέξη υμνητικό σημείωμα. Μεταφέρω ένα εκτεταμένο απόσπασμα. Τίτλος: «Ιωάννης Λεοντακιανάκος: Ισχυρή μισοτελειωμένη χειρονομία».
«[...] Τον Ιωάννη Λεοντακιανάκο δεν τον γνώριζα. Πληροφορήθηκα την ύπαρξή του στον ποιητικό χώρο, από ένα σημείωμα στην εφημερίδα Τα Νέα μια ημέρα μετά τον θάνατό του [...]. Πέθανε στις 2/12/74. Προμηθεύτηκα τις συλλογές και διαβάζοντάς τες, χάρηκα πάνω απ’ όλα, την κλασική παιδεία του, την δοσμένη επιδέξια στο έργο του, με μία σύγχρονη ποιητική φόρμα (προπάντων στην πρώτη του συλλογή): Είχε ένα ασήμαντο πρόσωπο / όπως ο δρόμος του σπιτιού μου / και ένα κορμί διάφανο / που στις φλέβες έσμιγε ωκεανούς. / Ήταν σαν τις αδελφές της˙ η πιο άγνωστη / και η πιο τίμια. / Έκατσε μαζί μου πέντε βασιλέματα / και στο έκτο χάθηκε / σκεπάζοντας τη γύμνια της μ’ένα χαμόγελο / κι αφήνοντας για θύμημα μια λέξη....
Χάρηκα την ευκολία με την οποία μπόρεσε, τόσο μικρός στην ηλικία, να αποδώσει τη ζοφερή για την Ελλάδα εποχή του 1970 στους στίχους του [...] (είναι σαφής ένας επηρεασμός από τη νηφαλιότητα του λόγου του Γιώργου Σεφέρη).
Χάρηκα στη δεύτερη πια συλλογή του, τον κατακτημένο, κοφτό και αυστηρό λόγο του. Εδώ καινούργια –ετερόκλητα– πρόσωπα υπεισέρχονται στην ποίησή του: Τσε, Καβάφης, Πικάσο, Μακρυγιάννης, Ρεμπώ κ.λπ.: Άνθιζε η πολιτεία σαν ένα κόκκινο λουλούδι. Βιαστικά η μέρα έ- / στριβε στη γωνία. ΕΝΑ ΜΙΚΡΟ ΘΗΡΙΟ ΣΙΓΟΤΡΩΕΙ ΤΗ ΣΙΩΠΗ ΜΑΣ. / Το στήθος της που φανερώθηκε στον τσακισμένο ύπνο μας στράγ- / γιζε τη βροχή.
Χάρηκα την αξιοθαύμαστη για την ηλικία του ωριμότητα (στην τρίτη συλλογή), την τεκμηριωμένη άποψη αισθητικής που προτείνει, και τον βαθύ, ουσιαστικό όσο και λεπτό ερωτισμό που αποτελεί πλέον χαρακτηριστικό γνώρισμα της ποιήσής του.
[...] Ο Ιωάννης Λεοντακιανάκος ήταν μια από τις πλέον ισχυρές μισοτελειωμένες χειρονομίες που ο θάνατος θέλησε να αποσύρει από την ενεργό ποιητική δράση και να την εντάξει πλάι στις φωνές όλων αυτών των συμπαικτών του που τόσο πρόωρα χάθηκαν, αφήνοντας τη δική τους ασχηματοποίητη ανθολογία: του Νίκου Λαδά, του Τεό Σαλαπασίδη, του Κώστα Μίχου, του Θεοδόση Άθα, του Σώτου Σκούταρη, του Λευτέρη Ιερόπαιδος....».[7]
Από το σημείωμα του ομοτέχνου του, Γιώργου Μαρκόπουλου, μας χωρίζουν περισσότερα από τριάντα χρόνια. Στο μεταξύ, σιωπή.[8] Στην επανέκδοση του πρώτου βιβλίου ο Κουλουφάκος μιλά για το «ρωμαλέο ταλέντο» του ποιητή που αν ζούσε...» και τα λοιπά. Ο Μιχάλης Κατσαρός που τον διάβασε και τον εθαύμασε, είπε (μαρτυρία του Κουλουφάκου) ότι αν ζούσε, θα είχαμε έναν δεύτερο Παλαμά. Να θυμηθούμε ότι ο Κατσαρός έγραψε το 1958 το ποίημα «Μπαλλάντα για τους ποιητές που πέθαναν νέοι», αφιερωμένο στον 18χρονο Χρίστο Ρουμελιωτάκη. Ο Ρουμελιωτάκης έζησε ογδόντα χρόνια, καθιερώθηκε ως ένας από τους σπουδαιότερους μεταπολεμικούς ποιητές δικαιώνοντας με το παραπάνω τη διαίσθηση του Κατσαρού. Στην περίπτωση του Λεοντακιανάκου η υπόθεση παρέμεινε μετέωρη. Περιοριζόμαστε στα ποιήματα που έχουμε στα χέρια μας, γραμμένα από έναν μαθητή (εξαταξίου τότε) Γυμνασίου, και μένει να δούμε αν παραμένουν ζωντανά, αν μπορούμε να τον κατατάξουμε στη χορεία των ποιητών που δεν έχουν ηλικία πέρα από την ηλικία των ποιημάτων τους. Ο χρόνος κάνει τη δική του, ασφαλή, κρίση. Αλλά και αυτός χρειάζεται πότε-πότε να του το υπενθυμίζουμε. Ο Παλαμάς (που μας σύστησε τον Κάλβο) δεν έχει ηλικία. Ο Κατσαρός, και ο Ρουμελιωτάκης πλέον, το ίδιο.[9]
Βιάζομαι να πω γι’ αυτόν ό,τι ειπώθηκε για τον Τ.Σ. Έλιοτ: Γεννήθηκε με άσπρα μαλλιά. Διαβάζω το πρώτο του έργο, Οι διάφανες συμφωνίες της Πέμπτης, και σκέφτομαι ότι το έχει γράψει ένας ώριμος ηλικιακά ποιητής που γνωρίζει καλά την ελληνική και ξένη ποίηση, έχει ασπαστεί τον μοντερνισμό, τον ελλειπτικό στίχο, τη διακειμενική γραφή, δηλαδή την αρμονική ανάμειξη ξένων στίχων και ονομάτων με τους οικείους στίχους, χωρίς αυτό να βαρύνει το ποίημα, αλλά, αντίθετα, να το ελαφρύνει, σαν να του βάζει φτερά. Μεταφέρω εδώ ονόματα, κυρίως ποιητών, που φιλοξενούνται στους λιγοστούς του στίχους: Όμηρος, Σεφέρης, Σολομών, Ελύτης, Μπρεχτ, Λούλα Αναγνωστάκη, Νερούντα, Che Guevara, Καβάφης, Καρυωτάκης, Μακρυγιάννης, Κάλβος, Rimbaud, Στησίχορος... Η συλλογή είναι ένα μεγάλο ποίημα σπασμένο σε δύο κομμάτια, καθένα από τα οποία μοιράζεται σε πέντε ενότητες. Εδώ ιστορία και μύθος γίνονται ένα, ο χρόνος ισορροπεί ανάμεσά τους. Μιλούν ο Όμηρος, ο Σεφέρης, ο Έλιοτ κι ένας νέος με άσπρα μαλλιά: