—————————————————————
Με αφορμή το βιβλίο του Ταντέους Μιτσίνσκι «Ο αιδεσιμότατος Φάουστ», σσ. 400, μτφρ. Δημήτρης Χουλιαράκης, Καστανιώτης 2009
—————————————————————
Μυητικό ορατόριο ή Η μαύρη βίβλος του φωτός
{ 4 εποχές, νέο βλέμμα }
Ο Ταντέους Μιτσίνσκι γεννήθηκε στην Κρακοβία το 1873. Σπούδασε φιλοσοφία στο Πανεπιστήμιο της Κρακοβίας και στο Βερολίνο. Πολυσχιδής προσωπικότητα, έγραψε ποίηση, θέατρο και πεζογραφία. Σημαντική ποιητική συλλογή του θεωρείται το Στη σκοτεινιά των αστεριών και θεατρικό έργο του το Στα σκοτάδια του χρυσαφένιου παλατιού ή η Βασίλισσα Θεοφανώ. Ο συνθέτης Κάρολ Συμανόφσκι του έχει αφιερώσει μουσική του. Δολοφονήθηκε το 1918, υπό αδιευκρίνιστες συνθήκες.
Το βιβλίο μεταφράζεται για πρώτη φορά στα ελληνικά και εκδίδεται από τις εκδ. Καστανιώτη το 2009. Στην Πολωνία η πρώτη και μοναδική έκδοση τού 20ού αιώνα έγινε το 1913. Το κείμενο εξαντλήθηκε και ο Δημήτρης Χουλιαράκης το ανακάλυψε το 1989 στη βιβλιοθήκη της Πολωνίας στη Βαρσοβία, απ’ όπου και ζήτησε αντίγραφα των διαφανειών. Τύπωσε τις μπομπίνες στην Ελλάδα. Η αχειροποίητη μετάφραση έγινε από αυτές.
Δυσκολεύομαι πια να μιλώ, θα ήθελα να έχω μία άρπα. ———— Αιδεσιμότατος Φάουστ
Πώς μιλά κανείς για ένα βιβλίο με τρεις σόλο φωνές και υπερκόσμιες χορωδίες; Πώς αγγίζει έστω και κάποιες από τις χορδές τής αέναα δονούμενης ποίησης και μουσικής του; Δεν μιλά. Παρασύρεται. Σύρεται σε τόπους εσωτερικούς, αλλόκοτους, τρομαχτικούς, καταβυθίζεται σε κολασμένη μέθεξη για να αναδυθεί λαβωμένος και ανεπαρκής, μαρτυρικός και πλάνητας, μυημένος ή αντικρίζοντας τη δική του, προσωπική πτώση.
Τα εικοσιτέσσερα κεφάλαια, αριθμός διόλου τυχαίος, λειτουργούν ως κουτιά της Πανδώρας μιας εωσφορικής Βίβλου που, μέσα από το ζόφο, την άβυσσο και την εναρμόνιση με το σύμπαν, οδηγεί σε ένα άλλο φως, εκτυφλωτικό και ταυτόχρονα πέρα από το συνειδητό.
Ένας πολωνός επαναστάτης, ο Πέτρος, όνομα επίσης διόλου τυχαίο, οδηγείται στις ρωσικές φυλακές. Στο δρόμο, σε κάποιο ερημικό χωριό, φιλοξενείται για μια νύχτα –παραμονή Χριστουγέννων–, χρόνος επίσης διόλου τυχαίος, από τον αιδεσιμότατο Φάουστ. Δύο κόσμοι συγκρούονται, μία μονομαχία αρχίζει, ένα νέο Βρέφος γεννιέται. Υλισμός και απελευθερωτική επανάσταση από τη μία, πανθεϊσμός και μυστικισμός από την άλλη. Ο δαιμονικός εκλεκτός του Θεού όμως έχει περάσει διά πυρός και σιδήρου, έχει σκοτώσει τηλεπαθητικά, έχει πάρει μέρος σε όργια τελετουργικά την ώρα του ξεθεμελιώματος της Μεσσήνης, σ’ ένα από τα συγκλονιστικότερα κεφάλαια του βιβλίου: Η θάλασσα έσκουζε τη μουσική του Βάγκνερ που τήνε παίζαν οι Τιτάνες, όπου σάλπιγγες ήταν ο κρατήρας της Αίτνας, τύμπανο η βοή της πολιτείας που γκρεμιζόταν, μπάσο ο στεναγμός της γης που σκιζόταν σε βάραθρα και γκρεμούς, βιολιά τα μαλλιά των κεραυνών […] Τότε αντίκρισα την Μπεγκλενίτσα ζωντανή: ανάμεσα στις καλόγριες, στο χοροστάσιο, ολόγυμνη, με τον ρουμπινί σταυρό στα μαλλιά της, έπαιζε μελωδίες μαγικές […] Το ομολογώ, ποτέ δεν άκουσα πιο υπέροχο τραγούδι από τους ύμνους όσων ξεψυχούσαν μαζί με τη μουσική της καταιγίδας.
Πέρα από τις δύο αντρικές φωνές που διασταυρώνουν τα ξίφη τους, υπάρχει και μια τρίτη, γυναικεία αυτή τη φορά, και διόλου αμελητέα. Ανήκει στην κόρη της εωσφορικής Μπεγκλενίτσας, στην παγανίστρια-μυστικίστρια, όπως χαρακτηρίζει η ίδια τον εαυτό της, Ιμογένη, (που από ghost caracter στο εκτυλισσόμενο επίσης στη Μεσσήνη Πολύ κακό για το τίποτα του Σαίξπηρ, γίνεται χειροπιαστό φάσμα και επίγονος του Φάουστ. Η Ιμογένη μένει στο πλευρό του αιδεσιμότατου και, από ένα σημείο και μετά, από περιγραφόμενη γίνεται ομιλούσα: Ανάμεσα σε μένα και σε σένα, λέει στον Πέτρο, υπάρχει μια βασική διαφορά και να με συμπαθάς που θα την αναφέρω: εσύ δεν είσαι άνθρωπος πρωτεϊκός αλλά ένας επαναστατημένος αστός.
Το πρώτο πρόσωπο όμως που περνάει από τον εωσφορισμό στη μεταμόρφωση, ανήκει στα κεφάλαια της εξιστόρησης και είναι το πλέον δαιμονικό, δηλαδή η ίδια η Μπεγκλενίτσα: Ο λαός αποξεχάστηκε και κοίταξε πέρα μακριά. Κάτω απ’ το θόλο της εκκλησίας φανερώθηκαν νεφελώματα και μέσα τους μορφές, τα φάσματα των πεσόντων στα πεδία των μαχών. Ο αιδεσιμότατος Φάουστ είπε συγκλονισμένος: ‘Η γιουγκοσλάβα Μπεγκλενίτσα είναι ανάμεσά τους. Αυτή παρακίνησε τα έθνη στα Βαλκάνια να πολεμήσουν στην πιο βαθιά ενότητα και αγάπη. Εκείνη πάει τώρα σαν Βαλκυρία κατά το Βορρά και μεταμορφώνει όλο το πολιτικό σύστημα της Ευρώπης, το στηριγμένο στον λυσσαλέο αγώνα και στα δόγματα’.
Πίστη και επανάσταση ενώνονται μέσα από τη γνώση και την υπέρβαση του Εγώ, ο άνθρωπος περνάει σε μια τέταρτη, εσωτερική διάσταση ανακαλύπτοντας το Σύμπαν.
Άλλο σημαντικό χαρακτηριστικό της αλλόκοτης αυτής συνάντησης είναι ότι τα δύο πρόσωπα –Φάουστ/Ιμογένη– διατρέχουν τόπους και αιώνες, ενώ ο Πέτρος είναι καρφωμένος στο ιστορικό γίγνεσθαι της εποχής του. Μέσα από την τελετουργική όμως αυτή νύχτα, οι αφηγήσεις των εμπειριών του Φάουστ –ένα στοιχειωμένο τριαντάφυλλο που οδηγεί σε μια θεσπέσια βραδιά με μια γυναίκα που έχει αποδημήσει προ πολλού, μια χολεριασμένη πολιτεία με το όνομα Λαΐδα, που κυβερνιέται από κάποια μαστροπό, η μύηση στον Μίθρα, η μεγάλη έρημος και οι τρεις Μάγοι–, οι αφηγήσεις λοιπόν αυτές, εικόνες άλλοτε του Ιερώνυμου Μπος και άλλοτε του Γκόγια, κατορθώνουν να λύσουν από τα δεσμά τους το μυαλό, τις αισθήσεις και ιδίως το ασυνείδητο του φυλακισμένου, να εξαλείψουν κάθε λογική αντίσταση και να τον εισαγάγουν σε έναν νέο κόσμο.
Ο αιδεσιμότατος Φάουστ είναι το βιβλίο ενός ουτοπιστή οραματιστή. Ποιητικό μυθιστόρημα –το οποίο διατρέχεται από ποτάμια και ρυάκια ποιημάτων άλλοτε του συγγραφέα άλλοτε κάποιων άλλων σημαντικών βάρδων, όπως του Σλοβάτσκι και του Ρουμί– είναι παράλληλα και μια σπουδή πάνω στη μουσική και τη ζωγραφική, αλλά και την ιστορία των θρησκειών, των πολέμων και των ζοφερών ενστίκτων του ανθρώπινου είδους.
Μαύρος ρομαντισμός και μεσσιανισμός αναμιγνύονται εξαίσια από έναν αριστοτέχνη μεσαιωνικό αλχημιστή δημιουργώντας μια νέα ακουστική και οπτική πανδαισία που οδηγεί σε ένα εξαγνιστικό, λυτρωτικό φως. Το σύμπαν του Μιτσίνσκι, ο ευαγγελισμός μιας καινούργιας συγκριτικής θρησκείας σε συνδυασμό με μια κοινωνική επανάσταση και την αδελφότητα των λαών, καθώς και η εξουθενωτικά οραματική δύναμη της γραφίδας του, ξεπερνούν, κατά τη γνώμη μου, τα κείμενα του Κάφκα, ο οποίος έτυχε, θα τολμούσα να πω, θερμότερης υποδοχής λόγω της εμβέλειας της γερμανικής γλώσσας.
Κι επειδή δεν έχει αληθινά νόημα να περιγράφει με λόγια κανείς ένα θεόπνευστο βιβλίο, θα κλείσω σχεδόν όπως ξεκίνησα:
Όλο και πιο δύσκολα μιλώ, θα ήθελα να τραγουδήσω ———— Αιδεσιμότατος Φάουστ
ΒΡΕΙΤΕ ΤΑ ΒΙΒΛΙΑ ΤΗΣ Σοφίας Διονυσοπούλου ΣΤΟΝ ΙΑΝΟ.