————————————————————
Μια στοχαστική ταξιδιωτική αφήγηση με τον τρόπο της ποίησης και για τούτο διαφορετική πράγματι από άλλες αντίστοιχες. Γιατί πίσω της αισθανόμαστε τη χαμηλόφωνη βουή μιας ασίγαστης ερωτικής φλόγας που ΠΟΙΕΙ με μια αγάπη ενοποιητική και περιεκτική. Οικουμενική και πανανθρώπινη.
Ο Γιώργος Βέης, εκκινώντας από «εκεί», από τον γεωγραφικό τόπο της ψυχής και γενέθλιο τόπο αυτών των ιδιωμάτων του έρωτα και της αγάπης, μεταβαίνει με τον κατ’ εξοχήν ποιητικό τρόπο του στο «Εκεί» των τόπων και των ανθρώπων τους για να τους κοιτάξει κατάματα και να «κοιταχτεί» ο ίδιος, δίνοντας με την ιδιαίτερη γλώσσα του μια εμβριθή και υψηλής αισθητικής αφήγηση, που δίνει χώρο σε πολλές διακειμενικές αναφορές αλλά και επιστολές φίλων.
Βιετνάμ, Ινδονησία, Ιαπωνία, Κίνα, Καμερούν, Γερμανία ανάβουν. Ο συγγραφέας-ταξιδιώτης διαπλέει με τη σάρκινη σχεδία του τους ποταμούς τους. Για έναν νόστο, μια επιστροφή. Αλλά τα οδυσσεϊκά τέρατα έχουν μερέψει. Γιατί ο Γιώργος Βέης είναι ήδη «εκεί». Απλώς κάθε ταξίδι τον επιστρέφει πάλι και πάλι αλλιώς. Κάθε επιστροφή και μια διαστολή. Μια επανάγνωση της σχέσης με τον εαυτό και με τον κόσμο, επιβεβαιώνοντας τον ηρακλείτειο αφορισμό: «Η ψυχή, η κατοικία του Λόγου, αυξάνει από τον εαυτό της».
Τα κείμενα της αφήγησης αποκαλύπτουν τις πατούσες τους. Τους δρόμους που περπάτησαν, τα χώματα που πάτησαν αλλά με πρόθεση να δουν μια απώτερη αλήθεια, να βάλουν το ερωτηματικό, να σπάσουν το φράγμα ανάμεσα στο ορατό και το αόρατο, να αποτυπώσουν «τη δημιουργική διάρκεια της σημασιολογικά κρίσιμης στιγμής». Εύλογα ο συγγραφέας τα χαρακτηρίζει μαρτυρίες. Συνειρμικά ανακαλεί κανείς την εικόνα των 12 ξυλόγλυπτων παρθένων στο Μαυσωλείο του Σεντάι, που «έρχονται από το στερέωμα του επέκεινα κομίζοντας διφορούμενα νοήματα», με τα πέλματά τους στραμμένα προς τους θεατές «ως να θέλουν να τα διαβάσουν… όσοι και όσες τα παρατηρούν», υπαινισσόμενες συστηματικά ότι «οι αόρατες δυνάμεις είναι αδιαχώριστες από τις ορατές τους εκδηλώσεις».
Συνεπής σε αυτή τη γραμμή η αφήγηση καταγράφει όλες τις εντυπώσεις των αισθήσεων, του χώματος, της σάρκας, του φλοιού διεμβολίζοντας ωστόσο τα σημάδια τους, τη μυστική σχισμή, το νεύμα, το σινιάλο τους. Και είναι εκεί ακριβώς που τα σπαράγματα του κόσμου εξαχνώνονται στη γραμμή ενός χωροχρονικού συνεχούς αποκαλύπτοντας τη βαθύτερη ουσία τους, το Είναι τους και μαρτυρώντας την κοινή τους καταγωγή: ότι είναι τα «πουά» πάνω στο ίδιο φόρεμα.
Ένα τεράστιο κεφάλι ο κόσμος και τριγύρω τα διάσπαρτα μέλη του. Όπως το τεράστιο γλυπτό κεφάλι του Κέμπο Γιούμπο, του λαϊκού ήρωα του Μπάλι, το φυτεμένο στον Ιερό Ναό Πουσέχ του Μπλαμπατού, που μοιάζει να θέλει να βγει από τον Ναό για να ψάξει τα σκορπισμένα κάπου εκεί κοντά αποκομμένα μέλη του. Αυτά που ψάχνει και ο ποιητής.
Η σεφερική αποστροφή επανέρχεται, όπως λέει ο Γιώργος Βέης, με υποδειγματική καθαρότητα: «Κατά βάθος, ο ποιητής έχει ένα θέμα: το ζωντανό σώμα του».
ΒΡΕΙΤΕ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΣΤΟΝ ΙΑΝΟ.
«Εκεί» ΤΟΥ Γιώργου Βέη