Δύο κείμενα από το βιβλίο του Χούλιο Κορτάσαρ Ο γύρος της μέρας σε ογδόντα κόσμους (La vuelta al día en ochenta mundos). Πρόκειται για ένα αρκετά ιδιαίτερο και δύσκολο, πολυσέλιδο βιβλίο, κάτι σαν προσωπικό του ημερολόγιο, στο οποίο περιλαμβάνονται πολλά και διαφορετικά κείμενα. Πρωτοεκδόθηκε το 1967, εικονογραφημένο με φωτογραφίες και γκραβούρες που παραπέρμπουν σε βιβλία του Βερν). Η μετaφράστρια διάλεξε δύο κείμενα σχετικά μικρά σε έκταση και που ακολουθούν μια κάπως κλασική μορφή διηγήματος (το ένα μάλιστα αναφέρεται στην Ελλάδα) – αν και αυτό δεν αποτελεί στοιχείο που χαρακτηρίζει, γενικά, τα κείμενα του συγκεκριμένου βιβλίου.
«Περί του τρόπου ταξιδιού από την Αθήνα για το Ακρωτήριο του Σουνίου»
«... and the recollection of that absence of tree, that nothingness, is more vivid to me than any memory of the tree itself». E. F. Bozman, The White Road
Η μνήμη παίζει σκοτεινά παιχνίδια με το ίδιο της το περιεχόμενο, γεγονός για το οποίο οποιαδήποτε διατριβή ψυχολογίας παρέχει υποδειγματική τεκμηρίωση. Αρρυθμία του ανθρώπου και της μνήμης του η οποία μερικές φορές εμμένει στο παρελθόν και άλλες υποδύεται έναν αψεγάδιαστο καθρέφτη, που η αντιπαράθεση με την πραγματικότητα μοιάζει να διαψεύδει με σκανδαλώδη τρόπο. Όταν ο Ντιαγκίλεφ οργάνωσε ξανά τα ρώσικα μπαλέτα, μερικοί κριτικοί τον επέκριναν για τα σκηνικά στο έργο του «Πετρούσκα» θεωρώντας πως αυτά είχαν χάσει την αρχική εκθαμβωτική πολυχρωμία τους: ήταν τα ίδια, άψογα διατηρημένα. Ο Μπακστ αναγκάστηκε να κάνει πιο έντονες τις αποχρώσεις για να τις φτάσει στα ίδια επίπεδα με αυτά μιας μνήμης αποθεωτικής. Εσείς κύριε, που πηγαίνετε στις ταινιοθήκες, πώς τα πάτε με τις αναμνήσεις που έχετε από τις ταινίες του Παμπστ, του Ντράγερ, του Λούπου Πικ;
Παράξενος αντίλαλος που ταξινομεί τις αντηχήσεις του σύμφωνα με μια άλλη ακουστική από αυτή της συνείδησης ή της ελπίδας. Η αίθουσα της μνήμης μας με τις ρωμαϊκές προτομές συνηθίζει να ανασύρει γενναιόδωρα Πέρσες σατράπες ή, κάπως πιο διακριτικά, να εγκαθιστά ένα χαμόγελο στο πρόσωπο του Κόμμοδου ή του Γορδιανού, που να προέρχεται από μια δαγεροτυπία του Ναντάρ ή από ένα καρολίγγειο μάρμαρο, όταν δεν ανήκει σε κάποια θεία που μας έδινε μπισκοτάκια με κρασί πόρτο στο Ταντίλ. Tο υποτιθέμενο αρχείο με τα φωτοαντίγραφα, μας δίνει πίσω περίεργα πλάσματα: ο καταπράσινος παράδεισος των παιδικών ερώτων που μνημονεύει ο Μπωντλαίρ είναι για πολλούς ένα μέλλον αντεστραμμένο, η βασική πηγή ελπίδας απέναντι στο γκρίζο καθαρτήριο των ενήλικων ερώτων, και σε αυτή την κρυφή αντιστροφή —που βοηθάει στο να πιστεύει κανείς ότι δεν έζησε υπερβολικά άσχημα δεδομένου ότι τουλάχιστον υπήρξε κάποια μακρινή Εδέμ και μια ξέγνοιαστη περίοδος ευτυχίας— η μνήμη μοιάζει με τη σχιζοφρενική αράχνη των εργαστηρίων όπου κάνουν δοκιμές στα παραισθησιογόνα και η οποία υφαίνει αλλόκοτους ιστούς με τρύπες, μπαλώματα και μανταρίσματα. Η μνήμη, μας υφαίνει και μας παγιδεύει ταυτοχρόνως σύμφωνα με κάποιο σχέδιο στο οποίο η ίδια δεν συμμετέχει με διαύγεια· δεν θα έπρεπε να μιλάμε ποτέ για μνήμη δικιά μας, γιατί αν χαρακτηρίζεται από κάτι, αυτό είναι πως δεν είναι δικιά μας· δουλεύει για λογαριασμό της, μας βοηθάει ξεγελώντας μας ή πιθανόν να μας ξεγελάει για να μας βοηθήσει. Σε κάθε περίπτωση, από την Αθήνα ταξιδεύει κανείς για το Ακρωτήριο του Σουνίου με ένα ξεχαρβαλωμένο λεωφορείο κι αυτό μου το εξήγησε στο Παρίσι ο φίλος μου Κάρλος Κουρώ, ένας από τους ακούραστους κρονόπιο, αν τυχόν υπάρχουν. Μου εξήγησε αυτό καθώς και άλλες ελληνικές διαδρομές ενώ παραδινόταν στην απόλαυση κάθε ταξιδιώτη που όταν διηγείται το δικό του περίπλου τον βιώνει ξανά (γι’ αυτό η Πηνελόπη θα περιμένει για πάντα) και την ίδια στιγμή παίρνει μια γεύση από ένα παρένθετο ταξίδι, αυτό που θα κάνει εκείνος ο φίλος στον οποίο του εξηγεί τώρα με ποιο τρόπο πάει κανείς από την Αθήνα στο Ακρωτήριο του Σουνίου. Τρία ταξίδια σε ένα, το αληθινό αλλά ήδη πραγματοποιημένο, το φανταστικό αλλά παρόν στην κουβέντα κι αυτό που θα κάνει άλλος στο μέλλον ακολουθώντας τα χνάρια του παρελθοντικού και βάσει των συμβουλών του παροντικού, ότι δηλαδή το λεωφορείο έφευγε γύρω στις δέκα το πρωί από μια αθηναϊκή πλατεία και πως ήταν καλό να φτάσει κανείς εγκαίρως γιατί γέμιζε από επιβάτες· ντόπιους και τουρίστες. Εκείνη τη νύχτα, σε αυτή την απαρίθμηση περιπετειών και μνημείων, η αράχνη είχε ήδη κάνει με παράδοξο τρόπο την επιλογή της, γιατί στο κάτω κάτω, τι στο δαίμονα, η αφήγηση του Κάρλος για την άφιξή του στους Δελφούς ή για το θαλάσσιο ταξίδι του στις Κυκλάδες ή για την παραλία της Μυκόνου κατά το σούρουπο, για οποιοδήποτε από τα εκατό στιγμιότυπα, τα οποία περιλαμβάνουν επίσης την Ολυμπία και το Μυστρά, τη θέα του Ισθμού της Κορίνθου και τη φιλοξενία των βοσκών, ήταν πιο ενδιαφέρουσα και προτρεπτική από την απλοϊκή συμβουλή του ότι πρέπει να φτάσει κανείς εγκαίρως σε μια σκονισμένη πλατεία για να πάρει το λεωφορείο δίχως να διακινδυνεύσει να μείνει χωρίς κάθισμα ανάμεσα σε καλάθια με κότες και πεζοναύτες με παλαιολιθικά σαγόνια. Η αράχνη τα άκουσε όλα κι από αυτή την ακολουθία εικόνων, αρωμάτων και πλίνθων, καθόρισε για πάντα τη φανταστική εικόνα που εγώ σχημάτιζα για μια πλατεία στην οποία έπρεπε κανείς να φτάσει νωρίς, για κάποιο λεωφορείο που περίμενε κάτω από τα δέντρα.
Ένα μήνα μετά, πήγα στην Ελλάδα, κι έφτασε η μέρα που αναζήτησα την πλατεία η οποία φυσικά δεν έμοιαζε σε τίποτα με αυτή της φαντασίας μου. Εκείνη τη στιγμή δεν μπήκα σε συγκρίσεις, η εξωτερική πραγματικότητα ρίχνοντας αγκωνιές εισβάλλει στη συνείδηση, το μέρος που καταλαμβάνει ένα δέντρο δεν αφήνει χώρο για τίποτα άλλο, το λεωφορείο ήταν ξεχαρβαλωμένο όπως είχε πει ο Κάρλος αλλά δεν έμοιαζε σε αυτό που τόσο καθαρά είχα δει εγώ όσο εκείνος το ανέφερε· ευτυχώς υπήρχαν ελεύθερα καθίσματα, είδα το Ακρωτήριο του Σουνίου, έψαξα την υπογραφή του λόρδου Βύρωνα στο ναό του Ποσειδώνα, σε ένα απομονωμένο μέρος της ακτής άκουσα τον πλαδαρό ήχο ενός χταποδιού που κάποιος ψαράς χτυπούσε ξανά και ξανά πάνω στα βράχια.
Τότε λοιπόν, κατά την επιστροφή μου στο Παρίσι συνέβη το εξής: όταν διηγήθηκα το ταξίδι μου και έγινε αναφορά στη βόλτα στο Ακρωτήριο του Σουνίου, αυτό που είδα καθώς διηγούμουν την αναχώρησή μου ήταν η πλατεία του Κάρλος και το λεωφορείο του Κάρλος. Αρχικά το διασκέδασα, έπειτα εξεπλάγην· όταν έμεινα μόνος, καταφέρνοντας να ανακαλέσω την εμπειρία, προσπάθησα επιμελώς να δω το πραγματικό σκηνικό αυτής της παλιομοδίτικης αναχώρησης. Θυμήθηκα κάποιες λεπτομέρειες, ένα ζευγάρι αγρότες που ταξίδευαν στα διπλανά καθίσματα αλλά το λεωφορείο εξακολουθούσε να είναι το άλλο, αυτό του Κάρλος, και όταν ανακατασκεύαζα την εικόνα της άφιξής μου στην πλατεία και της αναμονής εκεί (ο Κάρλος είχε αναφερθεί στους μικροπωλητές φιστικιών και στη ζέστη), το μόνο που έβλεπα χωρίς καμιά προσπάθεια, το μόνο πραγματικά αληθινό, ήταν εκείνη η άλλη πλατεία που είχε σχηματιστεί μέσα στο σπίτι μου στο Παρίσι όσο ο Κάρλος αναφερόταν σε αυτή· και το λεωφορείο αυτής της πλατείας περίμενε στη μέση του οικοδομικού τετραγώνου, κάτω από τα δέντρα που το προστάτευαν απ’ τον καυτό ήλιο και όχι σε μια γωνία όπου, όπως ξέρω τώρα, βρέθηκα το πρωί εκείνο που το πήρα για να πάω στο Ακρωτήριο του Σουνίου.
Έχουν περάσει δέκα χρόνια και οι εικόνες ενός σύντομου μήνα στην Ελλάδα ξεθωριάζουν σταδιακά, περιορίζονται όλο και περισσότερο σε κάποιες στιγμές που επέλεξαν η καρδιά και η αράχνη. Όπως είναι η νύχτα στους Δελφούς, κατά την οποία συναισθάνθηκα το υπερβατικό και δεν ήξερα πώς να πεθάνω, δηλαδή πώς να γεννηθώ. Είναι οι Μυκήνες το καταμεσήμερο, η μεγάλη σκάλα της Φαιστού και όλα εκείνα τα μικροπράγματα που η αράχνη συγκρατεί ακολουθώντας ένας σχέδιο που μας διαφεύγει, είναι αυτό που απεικονίζεται σε ένα κακοδιατηρημένο κομμάτι μωσαϊκού στο ρωμαϊκό λιμάνι της Δήλου, το άρωμα ενός παγωτού σ’ ένα στενάκι της Πλάκας. Επιπλέον είναι και το ταξίδι από την Αθήνα στο Ακρωτήριο του Σουνίου και εξακολουθεί να είναι η πλατεία του Κάρλος και το λεωφορείο του Κάρλος, επινοημένα μια νύχτα στο Παρίσι ενώ εκείνος με συμβούλευε να φτάσω εγκαίρως για να βρω θέση· είναι η δική του πλατεία και το δικό του λεωφορείο κι αυτά που εγώ έψαξα και γνώρισα στην Αθήνα δεν υπάρχουν για μένα· έχουν εκδιωχθεί από τον τόπο τους, έχουν διαψευσθεί από εκείνα τα φαντάσματα που είναι πιο ισχυρά από τον κόσμο, τον οποίον επινοούν προκαταβολικά για να τον καταστρέψουν καλύτερα στο τελευταίο του καταφύγιο, την κάλπικη ακρόπολη της ανάμνησης.