Πέντε αλλεπάλληλες ιστορίες χρονοποιών

Μετάφραση: Ελένη Χαρατσή
Πέντε αλλεπάλληλες ιστορίες χρονοποιών

Προοίμιο στις οδηγίες για το κούρδισμα του ρολογιού

Σκέ­φου αυ­τό: όταν σου κά­νουν δώ­ρο ένα ρο­λόι, σου κά­νουν δώ­ρο μια αν­θι­σμέ­νη κό­λα­ση, μια αλυ­σί­δα από τρια­ντά­φυλ­λα, ένα μπου­ντρού­μι γε­μά­το αέ­ρα. Δεν σου δί­νουν μό­νο το ρο­λόι, «να ζή­σεις ευ­τυ­χι­σμέ­νος κι ελ­πί­ζου­με να βγει κα­λό για­τί εί­ναι κα­λή μάρ­κα, ελ­βε­τι­κό, με άξο­να από ρου­μπί­νια», δεν σου κά­νουν δώ­ρο μό­νο αυ­τόν τον μι­κρο­σκο­πι­κό λι­θο­ξόο που θα δέ­σεις στον καρ­πό σου και θα πε­ρι­φέ­ρεις μα­ζί σου. Σου κά­νουν δώ­ρο – δεν το ξέ­ρουν, το τρο­με­ρό εί­ναι πως δεν το ξέ­ρουν – σου κά­νουν δώ­ρο ένα και­νούρ­γιο, εύ­θραυ­στο και αβέ­βαιο κομ­μά­τι του ίδιου σου του εαυ­τού, κά­τι που δεν εί­ναι δι­κό σου, αλ­λά δεν εί­ναι το σώ­μα σου, κά­τι που πρέ­πει να βά­λεις στο σώ­μα σου με το λου­ρά­κι του σαν έναν απελ­πι­σμέ­νο μι­κρό βρα­χί­ο­να που κρέ­με­ται από τον καρ­πό σου. Σου κά­νουν δώ­ρο την ανά­γκη να το κουρ­δί­ζεις όλες τις μέ­ρες, την υπο­χρέ­ω­ση να το κουρ­δί­ζεις για να συ­νε­χί­σει να εί­ναι ένα ρο­λόι, σου κά­νουν δώ­ρο την έμ­μο­νη ιδέα να πα­ρα­κο­λου­θείς την ακρι­βή ώρα στις βι­τρί­νες των κο­σμη­μα­το­πω­λεί­ων, στην ανα­κοί­νω­ση από το ρα­διό­φω­νο, στην τη­λε­φω­νι­κή υπη­ρε­σία. Σου κά­νουν δώ­ρο το φό­βο μή­πως το χά­σεις, μή­πως στο κλέ­ψουν, μή­πως σου πέ­σει στο πά­τω­μα και σπά­σει. Σου κά­νουν δώ­ρο τη μάρ­κα και τη βε­βαιό­τη­τα ότι εί­ναι μια μάρ­κα κα­λύ­τε­ρη απ’ τις άλ­λες, σου κά­νουν δώ­ρο την τά­ση να συ­γκρί­νεις το ρο­λόι σου με τα άλ­λα ρο­λό­για. Δεν σου κά­νουν δώ­ρο ένα ρο­λόι, εσύ εί­σαι το δώ­ρο, εσέ­να κά­νουν δώ­ρο στα γε­νέ­θλια του ρο­λο­γιού.

Πέντε αλλεπάλληλες ιστορίες χρονοποιών

Η καθημερινή εφημερίδα καθημερινά

Κά­ποιος κύ­ριος, αφού αγο­ρά­σει την εφη­με­ρί­δα και την βά­λει πα­ρα­μά­σχα­λα, παίρ­νει το τραμ. Μι­σή ώρα αρ­γό­τε­ρα κα­τε­βαί­νει έχο­ντας ακό­μα πα­ρα­μά­σχα­λα την ίδια εφη­με­ρί­δα.
Αλ­λά πια δεν εί­ναι η ίδια εφη­με­ρί­δα, τώ­ρα εί­ναι ένας σω­ρός από τυ­πω­μέ­να χαρ­τιά που ο κύ­ριος αφή­νει σ’ ένα πα­γκά­κι της πλα­τεί­ας.
Μό­λις ο σω­ρός απ’ τα τυ­πω­μέ­να χαρ­τιά απο­μεί­νει μό­νος στο πα­γκά­κι, με­τα­τρέ­πε­ται και πά­λι σε εφη­με­ρί­δα, μέ­χρι που ένας νε­α­ρός τη βλέ­πει, τη δια­βά­ζει και την αφή­νει με­ταλ­λαγ­μέ­νη σ’ ένα σω­ρό από τυ­πω­μέ­να χαρ­τιά.
Μό­λις ο σω­ρός από τυ­πω­μέ­να χαρ­τιά απο­μεί­νει μό­νος στο πα­γκά­κι, με­τα­τρέ­πε­ται και πά­λι σε εφη­με­ρί­δα, μέ­χρι που τη βρί­σκει μια ηλι­κιω­μέ­νη κυ­ρία, τη δια­βά­ζει και την αφή­νει με­ταλ­λαγ­μέ­νη σ’ ένα σω­ρό από τυ­πω­μέ­να χαρ­τιά. Ύστε­ρα την παίρ­νει σπί­τι της και στο δρό­μο τη χρη­σι­μο­ποιεί για να τυ­λί­ξει μι­σό κι­λό ρα­δί­κια. Σ’ αυ­τό ακρι­βώς χρη­σι­μεύ­ουν οι εφη­με­ρί­δες με­τά απ’ αυ­τές τις εκ­θαμ­βω­τι­κές με­τα­μορ­φώ­σεις.

Πέντε αλλεπάλληλες ιστορίες χρονοποιών

Οδηγίες για το πώς να κλάψετε

Αφή­νο­ντας κα­τά μέ­ρος τους λό­γους, ας ασχο­λη­θού­με με το ποιος εί­ναι ο σω­στός τρό­πος για να κλά­ψε­τε, εν­νο­ώ­ντας μ’ αυ­τό ένα κλά­μα που δεν σκαν­δα­λί­ζει, ού­τε εί­ναι υβρι­στι­κό για το χα­μό­γε­λο με την πα­ράλ­λη­λη και αδέ­ξια ομοιό­τη­τά του. Ένα μέ­σο ή κα­νο­νι­κό κλά­μα χα­ρα­κτη­ρί­ζε­ται από ένα γε­νι­κό σφί­ξι­μο στο πρό­σω­πο κι από έναν σπα­σμω­δι­κό ήχο που συ­νο­δεύ­ε­ται από δά­κρυα και μύ­ξες, οι μύ­ξες στο τέ­λος, μια και το κλά­μα τε­λειώ­νει τη στιγ­μή που φυ­σά­με τη μύ­τη μας με θό­ρυ­βο.
Για να κλά­ψε­τε οδη­γεί­στε τη φα­ντα­σία σας σε σας τον ίδιο, κι αν αυ­τό εί­ναι αδύ­να­το, επει­δή έχε­τε απο­κτή­σει τη συ­νή­θεια να εμπι­στεύ­ε­στε τον εξω­τε­ρι­κό κό­σμο, σκε­φτεί­τε μια πά­πια γε­μά­τη μυρ­μή­γκια ή τους κόλ­πους στο Στε­νό του Μαγ­γε­λά­νου όπου δεν μπαί­νει κα­νείς πο­τέ.
Όταν αρ­χί­σει το κλά­μα, θα κα­λύ­ψου­με με αξιο­πρέ­πεια το πρό­σω­πο χρη­σι­μο­ποιώ­ντας και τα δυο χέ­ρια με την πα­λά­μη προς τα μέ­σα. Τα παι­διά θα κλά­ψουν σκου­πί­ζο­ντας το πρό­σω­πο με το μα­νί­κι της μπλού­ζας τους και, κα­τά προ­τί­μη­ση, σε κά­ποια γω­νία του δω­μα­τί­ου. Μέ­ση διάρ­κεια του κλά­μα­τος, τρία λε­πτά.

Πέντε αλλεπάλληλες ιστορίες χρονοποιών

Χελώνες και κρονόπιο


Εί­ναι γε­γο­νός ότι οι χε­λώ­νες αγα­πούν υπερ­βο­λι­κά την τα­χύ­τη­τα, πράγ­μα πο­λύ φυ­σι­κό.

Οι εσπε­ράν­σα το ξέ­ρουν αλ­λά δεν πο­λυ­νοιά­ζο­νται.

Οι φά­μα το ξέ­ρουν και τις κο­ροϊ­δεύ­ουν.

Οι κρο­νό­πιο το ξέ­ρουν και, κά­θε φο­ρά που συ­να­ντούν μια χε­λώ­να, βγά­ζουν το κου­τί με τις χρω­μα­τι­στές κι­μω­λί­ες και πά­νω στον στρογ­γυ­λό πί­να­κα της χε­λώ­νας ζω­γρα­φί­ζουν ένα χε­λι­δό­νι.

Πέντε αλλεπάλληλες ιστορίες χρονοποιών

Συντήρηση των αναμνήσεων

Οι φά­μα για τη συ­ντή­ρη­ση των ανα­μνή­σε­ων τους χρη­σι­μο­ποιούν την τα­ρί­χευ­ση με τον εξής τρό­πο: Αφού εμ­βα­πτί­σουν την ανά­μνη­ση – που την έχουν μη στά­ξει και μη βρέ­ξει – στο υγρό, την τυ­λί­γουν απ’ την κορ­φή μέ­χρι τα νύ­χια σ’ ένα μαύ­ρο σε­ντό­νι και τη στή­νουν στον τοί­χο του σα­λο­νιού με μια καρ­τε­λί­τσα που γρά­φει: «Εκ­δρο­μή στο Κίλ­μες» ή «Φρανκ Σι­νά­τρα».

Αντί­θε­τα, οι κρο­νό­πιο, αυ­τά τα ακα­τά­στα­τα και αμε­λή όντα, αφή­νουν ελεύ­θε­ρες τις ανα­μνή­σεις μέ­σα στο σπί­τι ανά­με­σα σε χα­ρού­με­νες κραυ­γές, κι εκεί­νες τρι­γυ­ρί­ζουν μέ­σα στα πό­δια τους κι όταν κα­μιά περ­νά­ει τρέ­χο­ντας την αγκα­λιά­ζουν τρυ­φε­ρά και της λέ­νε: «Σι­γά, θα χτυ­πή­σεις» ή «Πρό­σε­ξε τις σκά­λες». Γι’ αυ­τό τα σπί­τια των φά­μα εί­ναι τα­κτο­ποι­η­μέ­να και ήσυ­χα, ενώ στα σπί­τια των κρο­νό­πιο επι­κρα­τεί με­γά­λη φα­σα­ρία κι οι πόρ­τες βρο­ντά­νε. Οι γεί­το­νες πά­ντο­τε πα­ρα­πο­νιού­νται για τους κρο­νό­πιο, κι οι φά­μα κου­νά­νε συ­γκα­τα­βα­τι­κά το κε­φά­λι τους και πη­γαί­νουν να δού­νε αν όλες οι ετι­κέ­τες εί­ναι στη θέ­ση τους.

[ Ιστο­ρί­ες των κρο­νό­πιο και των φά­μα, 1962 ]

ΒΡΕΙ­ΤΕ ΤΑ ΒΙ­ΒΛΙΑ ΤΟΥ Χού­λιο Κορ­τά­σαρ ΣΤΟΝ ΙΑ­ΝΟ.

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: