«Ένα πουλί μπροστά από το παράθυρο»

————————————————————
Το 1969, ο Χούλιο Κορτάσαρ, που ζούσε τότε στη Γαλλία, δέχθηκε μια πρόσκληση να δώσει μια σειρά διαλέξεις στο Columbia University, αλλά την αρνήθηκε, για λόγους ιδεολογικούς και πολιτικούς. Δεν συνέβη το ίδιο και το 1980, όταν ο Κορτάσαρ αποδέχθηκε ανάλογη πρόσκληση του φίλου του, Πέπε Ντουράντ, καθηγητή στο Τμήμα Νοτιοαμερικανικής Λογοτεχνίας του California University, στο Μπέρκλι, και ταξίδεψε στις Ηνωμένες Πολιτείες, όπου και έδωσε οκτώ μαθήματα σε σπουδαστές του Τμήματος. Το 2013, αυτά τα μαθήματα (ο ίδιος συνήθιζε να βάζει ένα αυτοσαρκαστικό θαυμαστικό μετά τη λέξη) μαγνητοφωνήθηκαν και, μαζί με δύο διαλέξεις που είχε δώσει το ίδιο διάστημα, στον ίδιο χώρο, αλλά μπροστά σε ευρύτερο κοινό, εκδόθηκαν σε έναν τόμο, με τον τίτλο Clases de literatura (Μαθήματα λογοτεχνίας). Έχω μεταφράσει το βιβλίο, το οποίο, Θεού θέλοντος και covid επιτρέποντος, θα κυκλοφορήσει από τις εκδ. Οpera. To απόσπασμα που ακολουθεί ανήκει στο Πρώτο Μάθημα («Οι δρόμοι ενός συγγραφέα»).   ————  Α. Κ.


«Ένα πουλί μπροστά από το παράθυρο»

Ανέκαθεν έγραφα χωρίς να ξέρω καλά καλά γιατί το κάνω, παρακινημένος λίγο από την τύχη, από συγκυρίες: τα πράγματα μου έρχονται σαν ένα πουλί που περνάει μπροστά από το παράθυρο. Στην Ευρώπη συνέχισα να γράφω διηγήματα αισθητιστικού τύπου και πολύ ευφάνταστα, σχεδόν όλα του φανταστικού. Όμως, χωρίς να το αντιληφθώ, άρχισα να πραγματεύομαι και θέματα που σιγά σιγά με απομάκρυναν απ’ αυτό το πρώτο στάδιο. Εκείνα τα χρόνια έγραψα ένα πολύ μεγάλο διήγημα, ίσως το μεγαλύτερο που έχω γράψει ποτέ, με τίτλο «Ο διώκτης» (θα μιλήσουμε γι’ αυτό πιο λεπτομερειακά όταν έρθει η στιγμή), που ναι μεν δεν έχει τίποτα το φανταστικό, αλλά διαθέτει κάτι που έμελλε να γίνει πολύ σημαντικό για μένα: μιαν ανθρώπινη παρουσία, ένα χαρακτήρα με σάρκα και οστά, έναν μουσικό της τζαζ που υποφέρει, ονειρεύεται, πασχίζει να εκφραστεί και υποκύπτει συντετριμμένος από ένα πεπρωμένο που τον καταδίωκε όλη του τη ζωή. (Όσοι το ’χουν διαβάσει ξέρουν πως μιλάω για τον Τσάρλι Πάρκερ, ο οποίος στο διήγημα ονομάζεται Τζόνι Κάρτερ.) Όταν τελείωσα αυτό το διήγημα και υπήρξα ο πρώτος αναγνώστης του, συνειδητοποίησα ότι κατά κάποιο τρόπο είχα βγει από μια τροχιά κι επιχειρούσα να μπω σε μιαν άλλη. Τώρα στο κέντρο του ενδιαφέροντός μου είχε μεταφερθεί ο χαρακτήρας, ενώ στα διηγήματα που είχα γράψει στο Μπουένος Άιρες, οι χαρακτήρες υπηρετούσαν το φανταστικό σαν φιγούρες που θα του επέτρεπαν να παρεισφρήσει˙ αν και μπορεί να έτρεφα συμπάθεια ή και αγάπη για ορισμένους χαρακτήρες εκείνων των διηγημάτων, αυτό ήταν πολύ σχετικό: το μόνο που στ’ αλήθεια με ενδιέφερε ήταν ο μηχανισμός του διηγήματος, τα αισθητικά του στοιχεία, η λογοτεχνική συνδυαστική του με ό,τι ωραίο, θαυμαστό και θετικό μπορεί αυτή να διαθέτει. Στη μεγάλη μοναξιά που ζούσα στο Παρίσι, ξαφνικά ήταν σαν ν’ άρχιζα να ανακαλύπτω τον πλησίον μου στη μορφή του Τζόνι Κάρτερ, αυτού του μαύρου μουσικού, του καταδιωγμένου από τη δυστυχία, που όλα του τα ψελλίσματα, τις απόπειρες και τους μονολόγους τα επινοούσα όσο έγραφα το διήγημα.

Αυτή η πρώτη επαφή με τον πλησίον μου –νομίζω πως έχω δικαίωμα να χρησιμοποιήσω αυτόν τον όρο–, αυτή η πρώτη γέφυρα που τάθηκε απευθείας από έναν άνθρωπο σ’ έναν άλλο, από έναν άνθρωπο σε μια ομάδα χαρακτήρων, μ’ έφερε εκείνα τα χρόνια να ενδιαφέρομαι όλο και πολύ για τους ψυχολογικούς μηχανισμούς που μπορεί να λειτουργήσουν στα διηγήματα και στα μυθιστορήματα, να ενδιαφέρομαι ν’ ανακαλύψω και να προχωρήσω σ’ αυτή την περιοχή –που είναι η πιο συναρπαστική της λογοτεχνίας εδώ που τα λέμε– όπου συνδυάζονται το πνεύμα και η ευαισθησία ενός ανθρώπου, και καθορίζονται η συμπεριφορά του, όλα του τα παιχνίδια στη ζωή, όλες του οι σχέσεις και οι διασυνδέσεις, τα δράματά του, οι έρωτές του, ο θάνατός του, το πεπρωμένο του˙ με μία λέξη, η ιστορία του. Καθώς λαχταρούσα όλο και πιο έντονα να βυθομετρήσω την ψυχολογία των χαρακτήρων τους οποίους είχα φανταστεί, ξεπήδησαν μέσα μου μια σειρά ερωτήματα που μεταφράστηκαν σε δύο μυθιστορήματα. Τα διηγήματα ποτέ –ή σχεδόν ποτέ– δεν προβληματίζουν: για τα προβλήματα υπάρχουν τα μυθιστορήματα, που τα θέτουν, και πολλές φορές αποπειρώνται να τα λύσουν. Το μυθιστόρημα είναι αυτή η μεγάλη μάχη που απελευθερώνει τον συγγραφέα από τον ίδιο του τον εαυτό γιατί περιλαμβάνει έναν ολόκληρο κόσμο, ένα σύμπαν όπου ο συγγραφέας πραγματεύεται κεφαλαιώδη ζητήματα της ανθρώπινης μοίρας˙ κι αν χρησιμοποιώ τον όρο «ανθρώπινη μοίρα», το κάνω γιατί δεν άργησα να συνειδητοποιήσω ότι δεν είχα γεννηθεί για να γράφω ψυχολογικά μυθιστορήματα ή ψυχολογικά διηγήματα όπως αυτά που υπάρχουν κι είναι και πολύ καλά. Δε μου αρκούσε να πραγματευτώ απλώς στοιχεία της ζωής κάποιων χαρακτήρων. Ήδη στον «Διώκτη», ο Τζόνι Κάρτερ, παρ’ όλη του την αφέλεια και την άγνοια, έρχεται αντιμέτωπος με προβλήματα που μπορούμε να τα χαρακτηρίσουμε «εσχατολογικά». Δεν κατανοεί τη ζωή, πόσο μάλλον το θάνατο, δεν κατανοεί γιατί είναι μουσικός, θέλει να μάθει γιατί παίζει όπως παίζει, γιατί του συμβαίνουν αυτά που του συμβαίνουν. Έτσι μπήκα σ’ αυτό που κάπως σχολαστικά ονόμασα μεταφυσικό στάδιο˙ μ’ άλλα λόγια, σε μιαν αργή, δύσκολη και πολύ στοιχειώδη αυτοαναζήτηση –γιατί δεν είμαι φιλόσοφος, ούτε έχω καμία κλίση στη φιλοσοφία– για να βρω τον άνθρωπο, όχι ως ένα ον που απλώς ζει και δρα, αλλά ως ανθρώπινο ον, ως ον με τη φιλοσοφική έννοια, ως μοίρα, ως πορεία σε μια μυστηριώδη διαδρομή.

Αυτό το στάδιο, που το αποκαλώ μεταφυσικό ελλείψει καλύτερου όρου, ολοκληρώθηκε, μπορώ να πω, κυρίως σε δύο μυθιστορήματα. Το πρώτο, που τιτλοφορείται Τα βραβεία, είναι κάτι σαν ντιβερτιμέντο˙ το δεύτερο, που φιλοδοξούσε να είναι κάτι παραπάνω από ντιβερτιμέντο, τιτλοφορείται Κουτσό. Με το πρώτο επιχείρησα να παρουσιάσω, να ελέγξω, να κατευθύνω μια ευάριθμη και πολυποίκιλη ομάδα χαρακτήρων. Είχα μια ανησυχία τεχνικής φύσεως, γιατί ένας διηγηματογράφος –κι εσείς ως αναγνώστες διηγημάτων το ξέρετε καλά– χειρίζεται μια ομάδα χαρακτήρων όσο γίνεται πιο περιορισμένη, για λόγους τεχνικούς: δεν μπορείς να γράψεις ένα διήγημα οκτώ σελίδων με επτά χαρακτήρες, για να φτάνεις στο τέλος χωρίς να ’χεις μάθει τίποτα για κανέναν από τους επτά, οπότε αναγκάζεσαι να περιορίσεις τον αριθμό των χαρακτήρων, όπως και πολλών άλλων πραγμάτων (αυτό θα το δούμε αργότερα). Το μυθιστόρημα, αντιθέτως, είναι πραγματικά ένα ανοιχτό παιχνίδι, και στα Βραβεία αναρωτήθηκα αν μέσα σ’ ένα μυθιστόρημα συνήθους όγκου θα ήμουν ικανός να παρουσιάσω και να κρατήσω λίγο τα πνευματικά και τα συναισθηματικά ηνία ενός αριθμού χαρακτήρων που στο τέλος, όταν τους μέτρησα, ήταν δεκαοκτώ. Ποιος να το ’λεγε! Ήταν, αν θέλετε, μια άσκηση ύφους, ένας τρόπος να διαπιστώσω αν μπορούσα ή όχι να περάσω στο είδος του μυθιστορήματος. Πέρασα τις εξετάσεις˙ μπορεί να μην πήρα πολύ μεγάλο βαθμό, αλλά πέρασα. Σκέφτηκα ότι το μυθιστόρημα διέθετε τα συστατικά εκείνα που του προσέδιδαν ελκυστικότητα και νόημα, κι εκεί, έστω σε πολύ μικρή κλίμακα, κόρεσα αυτή την καινούργια δίψα που με είχε καταλάβει, αυτή τη δίψα να μη μένω μόνο στην εξωτερική ψυχολογία των ανθρώπων και των χαρακτήρων των βιβλίων, αλλά να ερευνώ εις βάθος τον άνθρωπο ως ανθρώπινο ον, ως οντότητα, ως πεπρωμένο. Στα Βραβεία, αυτή η δίψα κάπως καταπραΰνεται με τις σκέψεις ενός ή δύο χαρακτήρων.

Μου πήρε κάμποσα χρόνια να γράψω το Κουτσό, και σ’ αυτό το μυθιστόρημα έβαλα όλα όσα εκείνη την εποχή μπορούσα να βάλω σ’ αυτό το πεδίο έρευνας και προβληματισμού. Ο κεντρικός του χαρακτήρας είναι ένας άνθρωπος όπως όλοι μας, πραγματικά ένας πολύ συνηθισμένος άνθρωπος, όχι ασήμαντος αλλά χωρίς τίποτα που να τον ξεχωρίζει˙ όμως, αυτός ο άνθρωπος υποφέρει –όπως και ο Τζόνι Κάρτερ του «Διώκτη»– από κάτι σαν μόνιμη αγωνία που τον αναγκάζει ν’ αναρωτιέται για πράγματα πέρα από την καθημερινή του ζωή και τα καθημερινά του προβλήματα. Ο Οράσιο Ολιβέιρα, ο ήρωας του Κουτσού, είναι ένας άνθρωπος που παρακολουθεί τα καθημερινά φαινόμενα της Ιστορίας –πολιτικούς αγώνες, πολέμους, αδικίες και καταπιέσεις– και θέλει να βρει αυτό που ο ίδιος κάπου κάπου το αποκαλεί «κεντρικό κλειδί», το κέντρο, το οποίο δεν είναι μόνο ιστορικό αλλά και φιλοσοφικό και μεταφυσικό, κι έχει οδηγήσει τον άνθρωπο να διασχίσει τα μονοπάτια της Ιστορίας που εμείς είμαστε ο τελευταίος και παρών κρίκος της. Ο Οράσιο Ολιβέιρα δεν έχει καμία φιλοσοφική παιδεία (όπως και ο πατέρας του)˙ απλώς, θέτει στον εαυτό του τα ερωτήματα που του ανεβαίνουν απ’ τα βάθη της αγωνίας. Πολλές φορές αναρωτιέται πώς είναι ο δυνατόν ο άνθρωπος ως γένος, ως είδος, ως συνισταμένη πολιτισμών, να έφτασε στην εποχή μας ακολουθώντας ένα δρόμο που διόλου δεν του εξασφαλίζει την οριστική εγκαθίδρυση της ειρήνης, της δικαιοσύνης και της ευτυχίας, ένα δρόμο γεμάτο δυστυχίες, αδικίες και καταστροφές, όπου ο άνθρωπος είναι ο λύκος του ανθρώπου κι όπου η δικαιοσύνη και η αδικία μοιράζονται στην τύχη όπως τα τραπουλόχαρτα στο πόκερ. Τον Οράσιο Ολιβέιρα απασχολούν οντολογικά στοιχεία που άπτονται του βαθύτερου είναι του ανθρώπου: Γιατί αυτό το ον, που θεωρητικά είναι ικανό να ιδρύει θετικές κοινωνίες με τη νόησή του, με τις ικανότητές του, με ό,τι θετικό διαθέτει, γιατί δεν το καταφέρνει τελικά, ή το καταφέρνει εν μέρει, ή κάνει μια πρόοδο και μετά οπισθοχωρεί; (Υπήρξε μια εποχή όπου ο πολιτισμός είχε σημειώσει κάποια πρόοδο, και μετά κατέρρευσε – δεν έχετε παρά να ξεφυλλίσετε το Βιβλίο της Ιστορίας για να δείτε την πτώση και την παρακμή πολιτισμών που θαυματούργησαν στην αρχαιότητα.) Ο Οράσιο Ολιβέιρα δεν συμβιβάζεται με την ιδέα ότι πρέπει να ενταχθεί σ’ έναν κόσμο προκατασκευασμένο και οροθετημένο· κοσκινίζει το παραμικρό και δεν δέχεται τις απαντήσεις που συνήθως δίνονται, τις απαντήσεις της κοινωνίας χ ή της κοινωνίας ψ, της ιδεολογίας α ή της ιδεολογίας β.

Αυτό το ιστορικό στάδιο επιχείρησε να απελευθερωθεί από τον ατομικισμό και τον εγωισμό που πάντα ενυπάρχει σε αναζητήσεις σαν αυτές του Ολιβέιρα, αφού ο Ολιβέιρα ναι μεν στοχάζεται για το δικό του πεπρωμένο ως πεπρωμένο όλων των ανθρώπων, αλλά εστιάζει αποκλειστικά στο πρόσωπό του, στην ευτυχία του και τη δυστυχία του. Έπρεπε να κάνει ένα βήμα ακόμα: να δει τον πλησίον του όχι μόνο ως το άτομο που του είναι οικείο, αλλά ως κομμάτι μιας ολόκληρης κοινωνίας, ενός λαού, ενός πολιτισμού, της ανθρωπότητας. Πρέπει να πω ότι έφτασα σ’ αυτό το στάδιο μέσα από δρόμους περίεργους, παράξενους και κάπου κάπου λίγο προδιαγεγραμμένους. Είχα παρακολουθήσει από κοντά, με πολύ μεγαλύτερο ενδιαφέρον απ’ ό,τι στα νιάτα μου, ό,τι συνέβαινε στο πεδίο της διεθνούς πολιτικής εκείνη την εποχή: ήμουν στη Γαλλία την εποχή του πολέμου ανεξαρτησίας της Αλγερίας και έζησα από πολύ κοντά αυτό το δράμα που, ταυτόχρονα και για αντίθετους λόγους, ήταν ένα δράμα τόσο για τους Αλγερινούς όσο και για τους Γάλλους. Αργότερα, μεταξύ ’59 και ’61, ενδιαφέρθηκα για εκείνον τον απίστευτο αγώνα μιας ομάδας ανθρώπων στους λόφους της Κούβας για να ρίξουν ένα δικτατορικό καθεστώς. [Δεν είχαν ακόμα κανονικά ονόματα: τους έλεγαν “los barbudos” (“οι γενειοφόροι”), και Μπατίστα ήταν άλλο ένα όνομα δικτάτορα σε μια ήπειρο που είχε και εξακολουθεί να έχει πολλούς.] Σιγά σιγά, όλο αυτό απέκτησε για μένα ένα ειδικό νόημα. Μαρτυρίες που μου ήρθαν και κείμενα που διάβασα με οδήγησαν να ενδιαφερθώ βαθιά γι’ αυτή την ιστορία, κι όταν η Κουβανική Επανάσταση θριάμβευσε, στα τέλη του 1959, ένιωσα την επιθυμία να πάω. Τα κατάφερα –στην αρχή δεν μπορούσα να πάω– σε λιγότερο από δύο χρόνια. Βρέθηκα στην Κούβα για πρώτη φορά το 1961, ως μέλος της επιτροπής της Casa de las Americas που είχε μόλις ιδρυθεί. Πήγα για να συνεισφέρω με τη μόνη ιδιότητα που μπορούσα, την ιδιότητα του διανοουμένου, κι έμεινα εκεί δύο μήνες, βλέποντας, ζώντας, ακούγοντας, εγκρίνοντας και απορρίπτοντας αναλόγως των περιστάσεων. Όταν επέστρεψα στη Γαλλία, έφερνα μαζί μου μια εμπειρία που ώς τότε μου ήταν τελείως ξένη: επί δύο μήνες σχεδόν δεν συμμετείχα σε φιλικές παρέες ή φιλολογικά πηγαδάκια· συγχρωτιζόμουν καθημερινά με ένα λαό που εκείνη τη στιγμή πάσχιζε να ξεπεράσει απίστευτες δυσκολίες, που του έλειπαν τα πάντα, που ήταν δέσμιος ενός αλύπητου εμπάργκο, που αγωνιζόταν για να εδραιώσει ό,τι είχε πετύχει με την επανάσταση: τον αυτοπροσδιορισμό του. Όταν επέστρεψα στο Παρίσι, άρχισε να χαράζεται μπροστά μου ένας δρόμος αργός, αλλά ασφαλής. Είχα θεωρήσει ότι με είχαν προσκαλέσει επισήμως, λόγω της εθνικότητάς μου και μόνο, λόγω του βιογραφικού μου και μόνο. Και τότε είχα μια ξαφνική αποκάλυψη – και δεν υπερβάλλω˙ αισθάνθηκα ότι δεν ήμουν μόνο Αργεντινός: ήμουν Λατινοαμερικανός, κι αυτός ο αγώνας για την ελευθερία και την ανάκτηση μιας κυριαρχίας που είχα μόλις παρακολουθήσει από κοντά ήταν ο καταλύτης που μου αποκάλυψε, δε μου απέδειξε απλώς, ότι ήμουν ένας Λατινοαμερικανός που το ζούσα αυτό από κοντά, και μου υποδείκνυε ένα καθήκον, ένα χρέος. Συνειδητοποίησα πως το ότι ήμουν ένας συγγραφέας λατινοαμερικανός σήμαινε κατά βάσιν ότι έπρεπε να είμαι ένας λατινοαμερικανός συγγραφέας: έπρεπε ν’ αντιστραφούν οι όροι, έπρεπε να δώσω έμφαση στο ότι ήμουν Λατινοαμερικανός, έπρεπε ν’ αναλάβω όποια ευθύνη και όποιο χρέος συνεπαγόταν αυτό, έπρεπε να μπει κι αυτό στη λογοτεχνία μου. Θεωρώ, λοιπόν, ότι μπορώ να χρησιμοποιήσω τον όρο «ιστορικό» στάδιο, το στάδιο της ένταξής μου στην Ιστορία, για να ονομάσω αυτό το τελευταίο ορόσημο στην πορεία μου ως συγγραφέα.

Αν είχατε την ευκαιρία να διαβάσετε κάποια βιβλία μου αυτής της περιόδου, θα είδατε ανάγλυφα αυτό που επιχείρησα να σας εξηγήσω λίγο απλοϊκά και αυτοβιογραφικά˙ θα είδατε πώς περνάει κανείς απ’ τη λατρεία της λογοτεχνίας χάριν της λογοτεχνίας στη λατρεία της λογοτεχνίας ως μελέτης της ανθρώπινης συνθήκης και, μετά, της λογοτεχνίας ως μιας απ’ τις πολλές μορφές συμμετοχής στις ιστορικές διεργασίες που τελούνται στην πατρίδα καθενός από μας. Αν σας τα είπα αυτά –και ξαναλέω ότι μίλησα λίγο αυτοβιογραφικά, κάτι που με κάνει πάντα να ντρέπομαι–, είναι γιατί πιστεύω πως αυτός ο δρόμος τον οποίο ακολούθησα μπορεί να παρεκταθεί και να αφορά κατά μεγάλο ποσοστό το σύνολο της σημερινής λατινοαμερικανικής λογοτεχνίας που μπορούμε να θεωρήσουμε σημαντική. Στη διάρκεια των τελευταίων τριών δεκαετιών, η λογοτεχνία κλειστού, ιδιωτικού τύπου διατηρείται (και θα διατηρείται) και έχει δώσει έργα αναμφίβολης ομορφιάς και σπουδαιότητας, όμως η λογοτεχνία χάριν της τέχνης και της ίδιας της λογοτεχνίας έχει χάσει έδαφος μπροστά σε μια νέα γενιά συγγραφέων πολύ πιο εμπλεγμένων στους αγώνες, στις συζητήσεις, στις κρίσεις του λαού τους και κάθε λαού. Η λογοτεχνία που κάποτε συνιστούσε μια δραστηριότητα κατά βάσιν ελιτίστικη και αυτοθεωρούνταν προνομιούχα (ακόμα τη θεωρούν πολλοί) έχασε έδαφος μπροστά σε μια λογοτεχνία η οποία, στα καλύτερα δείγματά της, δεν χαμήλωσε ποτέ τον πήχη, ούτε προσπάθησε να γίνει λαϊκή ή λαϊκίστικη πραγματευόμενη θέματα που πηγάζουν απ’ τη ζωή των λαϊκών μαζών της πατρίδας κάθε συγγραφέα. Μιλάω για την υψηλότατη λογοτεχνία που έχουμε αυτή τη στιγμή, αυτήν του Αστούριας, του Βάργκας Γιόσα, του Γκαρσία Μάρκες, που τα βιβλία τους βγήκαν τελείως έξω απ’ αυτό το στερεότυπο της μοναχικής γραφής χάριν της ίδιας της γραφής και επιχείρησαν μια βυθοσκόπηση της πραγματικότητας, της μοίρας του λαού τους. Γι’ αυτό και νομίζω πως ό,τι μου συνέβη εμένα ατομικά, ιδιωτικά, είναι μια διαδικασία που εξελίσσεται, μια μετάβαση από την πιο… πώς να την πω, δε μου αρέσει η λέξη ελιτίστικη, αλλά τελοσπάντων… από την πιο προνομιούχα, την πιο εκπλεπτυσμένη συγγραφική δραστηριότητα σε μια λογοτεχνία που, κρατώντας όλες τις αρετές της και όλες τις δυνάμεις της, απευθύνεται σήμερα σ’ ένα αναγνωστικό κοινό που πηγαίνει πολύ πιο πέρα από τους αναγνώστες της πρώτης γενιάς, αυτούς που ανήκαν στην ίδια τάξη, στους ίδιους ελίτ, σ’ αυτούς που γνώριζαν τους κώδικες και τα κλειδιά, σ’ αυτούς που μπορούσαν να διαρρήξουν τα μυστικά αυτής της σχεδόν πάντα θαυμαστής αλλά και σχεδόν πάντα εκλεκτικής λογοτεχνίας.

ΒΡΕΙΤΕ ΤΑ ΒΙΒΛΙΑ ΤΟΥ Χούλιο Κορτάσαρ ΣΤΟΝ ΙΑΝΟ.

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: