«Ένα πουλί μπροστά από το παράθυρο»

————————————————————
Το 1969, ο Χού­λιο Κορ­τά­σαρ, που ζού­σε τό­τε στη Γαλ­λία, δέ­χθη­κε μια πρό­σκλη­ση να δώ­σει μια σει­ρά δια­λέ­ξεις στο Columbia University, αλ­λά την αρ­νή­θη­κε, για λό­γους ιδε­ο­λο­γι­κούς και πο­λι­τι­κούς. Δεν συ­νέ­βη το ίδιο και το 1980, όταν ο Κορ­τά­σαρ απο­δέ­χθη­κε ανά­λο­γη πρό­σκλη­ση του φί­λου του, Πέ­πε Ντου­ράντ, κα­θη­γη­τή στο Τμή­μα Νο­τιο­α­με­ρι­κα­νι­κής Λο­γο­τε­χνί­ας του California University, στο Μπέρ­κλι, και τα­ξί­δε­ψε στις Ηνω­μέ­νες Πο­λι­τεί­ες, όπου και έδω­σε οκτώ μα­θή­μα­τα σε σπου­δα­στές του Τμή­μα­τος. Το 2013, αυ­τά τα μα­θή­μα­τα (ο ίδιος συ­νή­θι­ζε να βά­ζει ένα αυ­το­σαρ­κα­στι­κό θαυ­μα­στι­κό με­τά τη λέ­ξη) μα­γνη­το­φω­νή­θη­καν και, μα­ζί με δύο δια­λέ­ξεις που εί­χε δώ­σει το ίδιο διά­στη­μα, στον ίδιο χώ­ρο, αλ­λά μπρο­στά σε ευ­ρύ­τε­ρο κοι­νό, εκ­δό­θη­καν σε έναν τό­μο, με τον τί­τλο Clases de literatura (Μα­θή­μα­τα λο­γο­τε­χνί­ας). Έχω με­τα­φρά­σει το βι­βλίο, το οποίο, Θε­ού θέ­λο­ντος και covid επι­τρέ­πο­ντος, θα κυ­κλο­φο­ρή­σει από τις εκδ. Οpera. To από­σπα­σμα που ακο­λου­θεί ανή­κει στο Πρώ­το Μά­θη­μα («Οι δρό­μοι ενός συγ­γρα­φέα»).   ————  Α. Κ.


«Ένα πουλί μπροστά από το παράθυρο»

Ανέ­κα­θεν έγρα­φα χω­ρίς να ξέ­ρω κα­λά κα­λά για­τί το κά­νω, πα­ρα­κι­νη­μέ­νος λί­γο από την τύ­χη, από συ­γκυ­ρί­ες: τα πράγ­μα­τα μου έρ­χο­νται σαν ένα που­λί που περ­νά­ει μπρο­στά από το πα­ρά­θυ­ρο. Στην Ευ­ρώ­πη συ­νέ­χι­σα να γρά­φω δι­η­γή­μα­τα αι­σθη­τι­στι­κού τύ­που και πο­λύ ευ­φά­ντα­στα, σχε­δόν όλα του φα­ντα­στι­κού. Όμως, χω­ρίς να το αντι­λη­φθώ, άρ­χι­σα να πραγ­μα­τεύ­ο­μαι και θέ­μα­τα που σι­γά σι­γά με απο­μά­κρυ­ναν απ’ αυ­τό το πρώ­το στά­διο. Εκεί­να τα χρό­νια έγρα­ψα ένα πο­λύ με­γά­λο δι­ή­γη­μα, ίσως το με­γα­λύ­τε­ρο που έχω γρά­ψει πο­τέ, με τί­τλο «Ο διώ­κτης» (θα μι­λή­σου­με γι’ αυ­τό πιο λε­πτο­με­ρεια­κά όταν έρ­θει η στιγ­μή), που ναι μεν δεν έχει τί­πο­τα το φα­ντα­στι­κό, αλ­λά δια­θέ­τει κά­τι που έμελ­λε να γί­νει πο­λύ ση­μα­ντι­κό για μέ­να: μιαν αν­θρώ­πι­νη πα­ρου­σία, ένα χα­ρα­κτή­ρα με σάρ­κα και οστά, έναν μου­σι­κό της τζαζ που υπο­φέ­ρει, ονει­ρεύ­ε­ται, πα­σχί­ζει να εκ­φρα­στεί και υπο­κύ­πτει συ­ντε­τριμ­μέ­νος από ένα πε­πρω­μέ­νο που τον κα­τα­δί­ω­κε όλη του τη ζωή. (Όσοι το ’χουν δια­βά­σει ξέ­ρουν πως μι­λάω για τον Τσάρ­λι Πάρ­κερ, ο οποί­ος στο δι­ή­γη­μα ονο­μά­ζε­ται Τζό­νι Κάρ­τερ.) Όταν τε­λεί­ω­σα αυ­τό το δι­ή­γη­μα και υπήρ­ξα ο πρώ­τος ανα­γνώ­στης του, συ­νει­δη­το­ποί­η­σα ότι κα­τά κά­ποιο τρό­πο εί­χα βγει από μια τρο­χιά κι επι­χει­ρού­σα να μπω σε μιαν άλ­λη. Τώ­ρα στο κέ­ντρο του εν­δια­φέ­ρο­ντός μου εί­χε με­τα­φερ­θεί ο χα­ρα­κτή­ρας, ενώ στα δι­η­γή­μα­τα που εί­χα γρά­ψει στο Μπου­έ­νος Άι­ρες, οι χα­ρα­κτή­ρες υπη­ρε­τού­σαν το φα­ντα­στι­κό σαν φι­γού­ρες που θα του επέ­τρε­παν να πα­ρει­σφρή­σει˙ αν και μπο­ρεί να έτρε­φα συ­μπά­θεια ή και αγά­πη για ορι­σμέ­νους χα­ρα­κτή­ρες εκεί­νων των δι­η­γη­μά­των, αυ­τό ήταν πο­λύ σχε­τι­κό: το μό­νο που στ’ αλή­θεια με εν­διέ­φε­ρε ήταν ο μη­χα­νι­σμός του δι­η­γή­μα­τος, τα αι­σθη­τι­κά του στοι­χεία, η λο­γο­τε­χνι­κή συν­δυα­στι­κή του με ό,τι ωραίο, θαυ­μα­στό και θε­τι­κό μπο­ρεί αυ­τή να δια­θέ­τει. Στη με­γά­λη μο­να­ξιά που ζού­σα στο Πα­ρί­σι, ξαφ­νι­κά ήταν σαν ν’ άρ­χι­ζα να ανα­κα­λύ­πτω τον πλη­σί­ον μου στη μορ­φή του Τζό­νι Κάρ­τερ, αυ­τού του μαύ­ρου μου­σι­κού, του κα­τα­διωγ­μέ­νου από τη δυ­στυ­χία, που όλα του τα ψελ­λί­σμα­τα, τις από­πει­ρες και τους μο­νο­λό­γους τα επι­νο­ού­σα όσο έγρα­φα το δι­ή­γη­μα.

Αυ­τή η πρώ­τη επα­φή με τον πλη­σί­ον μου –νο­μί­ζω πως έχω δι­καί­ω­μα να χρη­σι­μο­ποι­ή­σω αυ­τόν τον όρο–, αυ­τή η πρώ­τη γέ­φυ­ρα που τά­θη­κε απευ­θεί­ας από έναν άν­θρω­πο σ’ έναν άλ­λο, από έναν άν­θρω­πο σε μια ομά­δα χα­ρα­κτή­ρων, μ’ έφε­ρε εκεί­να τα χρό­νια να εν­δια­φέ­ρο­μαι όλο και πο­λύ για τους ψυ­χο­λο­γι­κούς μη­χα­νι­σμούς που μπο­ρεί να λει­τουρ­γή­σουν στα δι­η­γή­μα­τα και στα μυ­θι­στο­ρή­μα­τα, να εν­δια­φέ­ρο­μαι ν’ ανα­κα­λύ­ψω και να προ­χω­ρή­σω σ’ αυ­τή την πε­ριο­χή –που εί­ναι η πιο συ­ναρ­πα­στι­κή της λο­γο­τε­χνί­ας εδώ που τα λέ­με– όπου συν­δυά­ζο­νται το πνεύ­μα και η ευαι­σθη­σία ενός αν­θρώ­που, και κα­θο­ρί­ζο­νται η συ­μπε­ρι­φο­ρά του, όλα του τα παι­χνί­δια στη ζωή, όλες του οι σχέ­σεις και οι δια­συν­δέ­σεις, τα δρά­μα­τά του, οι έρω­τές του, ο θά­να­τός του, το πε­πρω­μέ­νο του˙ με μία λέ­ξη, η ιστο­ρία του. Κα­θώς λα­χτα­ρού­σα όλο και πιο έντο­να να βυ­θο­με­τρή­σω την ψυ­χο­λο­γία των χα­ρα­κτή­ρων τους οποί­ους εί­χα φα­ντα­στεί, ξε­πή­δη­σαν μέ­σα μου μια σει­ρά ερω­τή­μα­τα που με­τα­φρά­στη­καν σε δύο μυ­θι­στο­ρή­μα­τα. Τα δι­η­γή­μα­τα πο­τέ –ή σχε­δόν πο­τέ– δεν προ­βλη­μα­τί­ζουν: για τα προ­βλή­μα­τα υπάρ­χουν τα μυ­θι­στο­ρή­μα­τα, που τα θέ­τουν, και πολ­λές φο­ρές απο­πει­ρώ­νται να τα λύ­σουν. Το μυ­θι­στό­ρη­μα εί­ναι αυ­τή η με­γά­λη μά­χη που απε­λευ­θε­ρώ­νει τον συγ­γρα­φέα από τον ίδιο του τον εαυ­τό για­τί πε­ρι­λαμ­βά­νει έναν ολό­κλη­ρο κό­σμο, ένα σύ­μπαν όπου ο συγ­γρα­φέ­ας πραγ­μα­τεύ­ε­ται κε­φα­λαιώ­δη ζη­τή­μα­τα της αν­θρώ­πι­νης μοί­ρας˙ κι αν χρη­σι­μο­ποιώ τον όρο «αν­θρώ­πι­νη μοί­ρα», το κά­νω για­τί δεν άρ­γη­σα να συ­νει­δη­το­ποι­ή­σω ότι δεν εί­χα γεν­νη­θεί για να γρά­φω ψυ­χο­λο­γι­κά μυ­θι­στο­ρή­μα­τα ή ψυ­χο­λο­γι­κά δι­η­γή­μα­τα όπως αυ­τά που υπάρ­χουν κι εί­ναι και πο­λύ κα­λά. Δε μου αρ­κού­σε να πραγ­μα­τευ­τώ απλώς στοι­χεία της ζω­ής κά­ποιων χα­ρα­κτή­ρων. Ήδη στον «Διώ­κτη», ο Τζό­νι Κάρ­τερ, πα­ρ’ όλη του την αφέ­λεια και την άγνοια, έρ­χε­ται αντι­μέ­τω­πος με προ­βλή­μα­τα που μπο­ρού­με να τα χα­ρα­κτη­ρί­σου­με «εσχα­το­λο­γι­κά». Δεν κα­τα­νο­εί τη ζωή, πό­σο μάλ­λον το θά­να­το, δεν κα­τα­νο­εί για­τί εί­ναι μου­σι­κός, θέ­λει να μά­θει για­τί παί­ζει όπως παί­ζει, για­τί του συμ­βαί­νουν αυ­τά που του συμ­βαί­νουν. Έτσι μπή­κα σ’ αυ­τό που κά­πως σχο­λα­στι­κά ονό­μα­σα με­τα­φυ­σι­κό στά­διο˙ μ’ άλ­λα λό­για, σε μιαν αρ­γή, δύ­σκο­λη και πο­λύ στοι­χειώ­δη αυ­το­α­να­ζή­τη­ση –για­τί δεν εί­μαι φι­λό­σο­φος, ού­τε έχω κα­μία κλί­ση στη φι­λο­σο­φία– για να βρω τον άν­θρω­πο, όχι ως ένα ον που απλώς ζει και δρα, αλ­λά ως αν­θρώ­πι­νο ον, ως ον με τη φι­λο­σο­φι­κή έν­νοια, ως μοί­ρα, ως πο­ρεία σε μια μυ­στη­ριώ­δη δια­δρο­μή.

Αυ­τό το στά­διο, που το απο­κα­λώ με­τα­φυ­σι­κό ελ­λεί­ψει κα­λύ­τε­ρου όρου, ολο­κλη­ρώ­θη­κε, μπο­ρώ να πω, κυ­ρί­ως σε δύο μυ­θι­στο­ρή­μα­τα. Το πρώ­το, που τι­τλο­φο­ρεί­ται Τα βρα­βεία, εί­ναι κά­τι σαν ντι­βερ­τι­μέ­ντο˙ το δεύ­τε­ρο, που φι­λο­δο­ξού­σε να εί­ναι κά­τι πα­ρα­πά­νω από ντι­βερ­τι­μέ­ντο, τι­τλο­φο­ρεί­ται Κου­τσό. Με το πρώ­το επι­χεί­ρη­σα να πα­ρου­σιά­σω, να ελέγ­ξω, να κα­τευ­θύ­νω μια ευά­ριθ­μη και πο­λυ­ποί­κι­λη ομά­δα χα­ρα­κτή­ρων. Εί­χα μια ανη­συ­χία τε­χνι­κής φύ­σε­ως, για­τί ένας δι­η­γη­μα­το­γρά­φος –κι εσείς ως ανα­γνώ­στες δι­η­γη­μά­των το ξέ­ρε­τε κα­λά– χει­ρί­ζε­ται μια ομά­δα χα­ρα­κτή­ρων όσο γί­νε­ται πιο πε­ριο­ρι­σμέ­νη, για λό­γους τε­χνι­κούς: δεν μπο­ρείς να γρά­ψεις ένα δι­ή­γη­μα οκτώ σε­λί­δων με επτά χα­ρα­κτή­ρες, για να φτά­νεις στο τέ­λος χω­ρίς να ’χεις μά­θει τί­πο­τα για κα­νέ­ναν από τους επτά, οπό­τε ανα­γκά­ζε­σαι να πε­ριο­ρί­σεις τον αριθ­μό των χα­ρα­κτή­ρων, όπως και πολ­λών άλ­λων πραγ­μά­των (αυ­τό θα το δού­με αρ­γό­τε­ρα). Το μυ­θι­στό­ρη­μα, αντι­θέ­τως, εί­ναι πραγ­μα­τι­κά ένα ανοι­χτό παι­χνί­δι, και στα Βρα­βεία ανα­ρω­τή­θη­κα αν μέ­σα σ’ ένα μυ­θι­στό­ρη­μα συ­νή­θους όγκου θα ήμουν ικα­νός να πα­ρου­σιά­σω και να κρα­τή­σω λί­γο τα πνευ­μα­τι­κά και τα συ­ναι­σθη­μα­τι­κά ηνία ενός αριθ­μού χα­ρα­κτή­ρων που στο τέ­λος, όταν τους μέ­τρη­σα, ήταν δε­κα­ο­κτώ. Ποιος να το ’λε­γε! Ήταν, αν θέ­λε­τε, μια άσκη­ση ύφους, ένας τρό­πος να δια­πι­στώ­σω αν μπο­ρού­σα ή όχι να πε­ρά­σω στο εί­δος του μυ­θι­στο­ρή­μα­τος. Πέ­ρα­σα τις εξε­τά­σεις˙ μπο­ρεί να μην πή­ρα πο­λύ με­γά­λο βαθ­μό, αλ­λά πέ­ρα­σα. Σκέ­φτη­κα ότι το μυ­θι­στό­ρη­μα διέ­θε­τε τα συ­στα­τι­κά εκεί­να που του προ­σέ­δι­δαν ελ­κυ­στι­κό­τη­τα και νό­η­μα, κι εκεί, έστω σε πο­λύ μι­κρή κλί­μα­κα, κό­ρε­σα αυ­τή την και­νούρ­για δί­ψα που με εί­χε κα­τα­λά­βει, αυ­τή τη δί­ψα να μη μέ­νω μό­νο στην εξω­τε­ρι­κή ψυ­χο­λο­γία των αν­θρώ­πων και των χα­ρα­κτή­ρων των βι­βλί­ων, αλ­λά να ερευ­νώ εις βά­θος τον άν­θρω­πο ως αν­θρώ­πι­νο ον, ως οντό­τη­τα, ως πε­πρω­μέ­νο. Στα Βρα­βεία, αυ­τή η δί­ψα κά­πως κα­τα­πρα­ΰ­νε­ται με τις σκέ­ψεις ενός ή δύο χα­ρα­κτή­ρων.

Μου πή­ρε κά­μπο­σα χρό­νια να γρά­ψω το Κου­τσό, και σ’ αυ­τό το μυ­θι­στό­ρη­μα έβα­λα όλα όσα εκεί­νη την επο­χή μπο­ρού­σα να βά­λω σ’ αυ­τό το πε­δίο έρευ­νας και προ­βλη­μα­τι­σμού. Ο κε­ντρι­κός του χα­ρα­κτή­ρας εί­ναι ένας άν­θρω­πος όπως όλοι μας, πραγ­μα­τι­κά ένας πο­λύ συ­νη­θι­σμέ­νος άν­θρω­πος, όχι ασή­μα­ντος αλ­λά χω­ρίς τί­πο­τα που να τον ξε­χω­ρί­ζει˙ όμως, αυ­τός ο άν­θρω­πος υπο­φέ­ρει –όπως και ο Τζό­νι Κάρ­τερ του «Διώ­κτη»– από κά­τι σαν μό­νι­μη αγω­νία που τον ανα­γκά­ζει ν’ ανα­ρω­τιέ­ται για πράγ­μα­τα πέ­ρα από την κα­θη­με­ρι­νή του ζωή και τα κα­θη­με­ρι­νά του προ­βλή­μα­τα. Ο Ορά­σιο Ολι­βέι­ρα, ο ήρω­ας του Κου­τσού, εί­ναι ένας άν­θρω­πος που πα­ρα­κο­λου­θεί τα κα­θη­με­ρι­νά φαι­νό­με­να της Ιστο­ρί­ας –πο­λι­τι­κούς αγώ­νες, πο­λέ­μους, αδι­κί­ες και κα­τα­πιέ­σεις– και θέ­λει να βρει αυ­τό που ο ίδιος κά­που κά­που το απο­κα­λεί «κε­ντρι­κό κλει­δί», το κέ­ντρο, το οποίο δεν εί­ναι μό­νο ιστο­ρι­κό αλ­λά και φι­λο­σο­φι­κό και με­τα­φυ­σι­κό, κι έχει οδη­γή­σει τον άν­θρω­πο να δια­σχί­σει τα μο­νο­πά­τια της Ιστο­ρί­ας που εμείς εί­μα­στε ο τε­λευ­ταί­ος και πα­ρών κρί­κος της. Ο Ορά­σιο Ολι­βέι­ρα δεν έχει κα­μία φι­λο­σο­φι­κή παι­δεία (όπως και ο πα­τέ­ρας του)˙ απλώς, θέ­τει στον εαυ­τό του τα ερω­τή­μα­τα που του ανε­βαί­νουν απ’ τα βά­θη της αγω­νί­ας. Πολ­λές φο­ρές ανα­ρω­τιέ­ται πώς εί­ναι ο δυ­να­τόν ο άν­θρω­πος ως γέ­νος, ως εί­δος, ως συ­νι­στα­μέ­νη πο­λι­τι­σμών, να έφτα­σε στην επο­χή μας ακο­λου­θώ­ντας ένα δρό­μο που διό­λου δεν του εξα­σφα­λί­ζει την ορι­στι­κή εγκα­θί­δρυ­ση της ει­ρή­νης, της δι­καιο­σύ­νης και της ευ­τυ­χί­ας, ένα δρό­μο γε­μά­το δυ­στυ­χί­ες, αδι­κί­ες και κα­τα­στρο­φές, όπου ο άν­θρω­πος εί­ναι ο λύ­κος του αν­θρώ­που κι όπου η δι­καιο­σύ­νη και η αδι­κία μοι­ρά­ζο­νται στην τύ­χη όπως τα τρα­που­λό­χαρ­τα στο πό­κερ. Τον Ορά­σιο Ολι­βέι­ρα απα­σχο­λούν οντο­λο­γι­κά στοι­χεία που άπτο­νται του βα­θύ­τε­ρου εί­ναι του αν­θρώ­που: Για­τί αυ­τό το ον, που θε­ω­ρη­τι­κά εί­ναι ικα­νό να ιδρύ­ει θε­τι­κές κοι­νω­νί­ες με τη νό­η­σή του, με τις ικα­νό­τη­τές του, με ό,τι θε­τι­κό δια­θέ­τει, για­τί δεν το κα­τα­φέρ­νει τε­λι­κά, ή το κα­τα­φέρ­νει εν μέ­ρει, ή κά­νει μια πρό­ο­δο και με­τά οπι­σθο­χω­ρεί; (Υπήρ­ξε μια επο­χή όπου ο πο­λι­τι­σμός εί­χε ση­μειώ­σει κά­ποια πρό­ο­δο, και με­τά κα­τέρ­ρευ­σε – δεν έχε­τε πα­ρά να ξε­φυλ­λί­σε­τε το Βι­βλίο της Ιστο­ρί­ας για να δεί­τε την πτώ­ση και την πα­ρακ­μή πο­λι­τι­σμών που θαυ­μα­τούρ­γη­σαν στην αρ­χαιό­τη­τα.) Ο Ορά­σιο Ολι­βέι­ρα δεν συμ­βι­βά­ζε­ται με την ιδέα ότι πρέ­πει να εντα­χθεί σ’ έναν κό­σμο προ­κα­τα­σκευα­σμέ­νο και ορο­θε­τη­μέ­νο· κο­σκι­νί­ζει το πα­ρα­μι­κρό και δεν δέ­χε­ται τις απα­ντή­σεις που συ­νή­θως δί­νο­νται, τις απα­ντή­σεις της κοι­νω­νί­ας χ ή της κοι­νω­νί­ας ψ, της ιδε­ο­λο­γί­ας α ή της ιδε­ο­λο­γί­ας β.

Αυ­τό το ιστο­ρι­κό στά­διο επι­χεί­ρη­σε να απε­λευ­θε­ρω­θεί από τον ατο­μι­κι­σμό και τον εγω­ι­σμό που πά­ντα ενυ­πάρ­χει σε ανα­ζη­τή­σεις σαν αυ­τές του Ολι­βέι­ρα, αφού ο Ολι­βέι­ρα ναι μεν στο­χά­ζε­ται για το δι­κό του πε­πρω­μέ­νο ως πε­πρω­μέ­νο όλων των αν­θρώ­πων, αλ­λά εστιά­ζει απο­κλει­στι­κά στο πρό­σω­πό του, στην ευ­τυ­χία του και τη δυ­στυ­χία του. Έπρε­πε να κά­νει ένα βή­μα ακό­μα: να δει τον πλη­σί­ον του όχι μό­νο ως το άτο­μο που του εί­ναι οι­κείο, αλ­λά ως κομ­μά­τι μιας ολό­κλη­ρης κοι­νω­νί­ας, ενός λα­ού, ενός πο­λι­τι­σμού, της αν­θρω­πό­τη­τας. Πρέ­πει να πω ότι έφτα­σα σ’ αυ­τό το στά­διο μέ­σα από δρό­μους πε­ρί­ερ­γους, πα­ρά­ξε­νους και κά­που κά­που λί­γο προ­δια­γε­γραμ­μέ­νους. Εί­χα πα­ρα­κο­λου­θή­σει από κο­ντά, με πο­λύ με­γα­λύ­τε­ρο εν­δια­φέ­ρον απ’ ό,τι στα νιά­τα μου, ό,τι συ­νέ­βαι­νε στο πε­δίο της διε­θνούς πο­λι­τι­κής εκεί­νη την επο­χή: ήμουν στη Γαλ­λία την επο­χή του πο­λέ­μου ανε­ξαρ­τη­σί­ας της Αλ­γε­ρί­ας και έζη­σα από πο­λύ κο­ντά αυ­τό το δρά­μα που, ταυ­τό­χρο­να και για αντί­θε­τους λό­γους, ήταν ένα δρά­μα τό­σο για τους Αλ­γε­ρι­νούς όσο και για τους Γάλ­λους. Αρ­γό­τε­ρα, με­τα­ξύ ’59 και ’61, εν­δια­φέρ­θη­κα για εκεί­νον τον απί­στευ­το αγώ­να μιας ομά­δας αν­θρώ­πων στους λό­φους της Κού­βας για να ρί­ξουν ένα δι­κτα­το­ρι­κό κα­θε­στώς. [Δεν εί­χαν ακό­μα κα­νο­νι­κά ονό­μα­τα: τους έλε­γαν “los barbudos” (“οι γε­νειο­φό­ροι”), και Μπα­τί­στα ήταν άλ­λο ένα όνο­μα δι­κτά­το­ρα σε μια ήπει­ρο που εί­χε και εξα­κο­λου­θεί να έχει πολ­λούς.] Σι­γά σι­γά, όλο αυ­τό απέ­κτη­σε για μέ­να ένα ει­δι­κό νό­η­μα. Μαρ­τυ­ρί­ες που μου ήρ­θαν και κεί­με­να που διά­βα­σα με οδή­γη­σαν να εν­δια­φερ­θώ βα­θιά γι’ αυ­τή την ιστο­ρία, κι όταν η Κου­βα­νι­κή Επα­νά­στα­ση θριάμ­βευ­σε, στα τέ­λη του 1959, ένιω­σα την επι­θυ­μία να πάω. Τα κα­τά­φε­ρα –στην αρ­χή δεν μπο­ρού­σα να πάω– σε λι­γό­τε­ρο από δύο χρό­νια. Βρέ­θη­κα στην Κού­βα για πρώ­τη φο­ρά το 1961, ως μέ­λος της επι­τρο­πής της Casa de las Americas που εί­χε μό­λις ιδρυ­θεί. Πή­γα για να συ­νει­σφέ­ρω με τη μό­νη ιδιό­τη­τα που μπο­ρού­σα, την ιδιό­τη­τα του δια­νο­ου­μέ­νου, κι έμει­να εκεί δύο μή­νες, βλέ­πο­ντας, ζώ­ντας, ακού­γο­ντας, εγκρί­νο­ντας και απορ­ρί­πτο­ντας ανα­λό­γως των πε­ρι­στά­σε­ων. Όταν επέ­στρε­ψα στη Γαλ­λία, έφερ­να μα­ζί μου μια εμπει­ρία που ώς τό­τε μου ήταν τε­λεί­ως ξέ­νη: επί δύο μή­νες σχε­δόν δεν συμ­με­τεί­χα σε φι­λι­κές πα­ρέ­ες ή φι­λο­λο­γι­κά πη­γα­δά­κια· συγ­χρω­τι­ζό­μουν κα­θη­με­ρι­νά με ένα λαό που εκεί­νη τη στιγ­μή πά­σχι­ζε να ξε­πε­ρά­σει απί­στευ­τες δυ­σκο­λί­ες, που του έλει­παν τα πά­ντα, που ήταν δέ­σμιος ενός αλύ­πη­του εμπάρ­γκο, που αγω­νι­ζό­ταν για να εδραιώ­σει ό,τι εί­χε πε­τύ­χει με την επα­νά­στα­ση: τον αυ­το­προσ­διο­ρι­σμό του. Όταν επέ­στρε­ψα στο Πα­ρί­σι, άρ­χι­σε να χα­ρά­ζε­ται μπρο­στά μου ένας δρό­μος αρ­γός, αλ­λά ασφα­λής. Εί­χα θε­ω­ρή­σει ότι με εί­χαν προ­σκα­λέ­σει επι­σή­μως, λό­γω της εθνι­κό­τη­τάς μου και μό­νο, λό­γω του βιο­γρα­φι­κού μου και μό­νο. Και τό­τε εί­χα μια ξαφ­νι­κή απο­κά­λυ­ψη – και δεν υπερ­βάλ­λω˙ αι­σθάν­θη­κα ότι δεν ήμουν μό­νο Αρ­γε­ντι­νός: ήμουν Λα­τι­νο­α­με­ρι­κα­νός, κι αυ­τός ο αγώ­νας για την ελευ­θε­ρία και την ανά­κτη­ση μιας κυ­ριαρ­χί­ας που εί­χα μό­λις πα­ρα­κο­λου­θή­σει από κο­ντά ήταν ο κα­τα­λύ­της που μου απο­κά­λυ­ψε, δε μου απέ­δει­ξε απλώς, ότι ήμουν ένας Λα­τι­νο­α­με­ρι­κα­νός που το ζού­σα αυ­τό από κο­ντά, και μου υπο­δεί­κνυε ένα κα­θή­κον, ένα χρέ­ος. Συ­νει­δη­το­ποί­η­σα πως το ότι ήμουν ένας συγ­γρα­φέ­ας λα­τι­νο­α­με­ρι­κα­νός σή­μαι­νε κα­τά βά­σιν ότι έπρε­πε να εί­μαι ένας λα­τι­νο­α­με­ρι­κα­νός συγ­γρα­φέ­ας: έπρε­πε ν’ αντι­στρα­φούν οι όροι, έπρε­πε να δώ­σω έμ­φα­ση στο ότι ήμουν Λα­τι­νο­α­με­ρι­κα­νός, έπρε­πε ν’ ανα­λά­βω όποια ευ­θύ­νη και όποιο χρέ­ος συ­νε­πα­γό­ταν αυ­τό, έπρε­πε να μπει κι αυ­τό στη λο­γο­τε­χνία μου. Θε­ω­ρώ, λοι­πόν, ότι μπο­ρώ να χρη­σι­μο­ποι­ή­σω τον όρο «ιστο­ρι­κό» στά­διο, το στά­διο της έντα­ξής μου στην Ιστο­ρία, για να ονο­μά­σω αυ­τό το τε­λευ­ταίο ορό­ση­μο στην πο­ρεία μου ως συγ­γρα­φέα.

Αν εί­χα­τε την ευ­και­ρία να δια­βά­σε­τε κά­ποια βι­βλία μου αυ­τής της πε­ριό­δου, θα εί­δα­τε ανά­γλυ­φα αυ­τό που επι­χεί­ρη­σα να σας εξη­γή­σω λί­γο απλοϊ­κά και αυ­το­βιο­γρα­φι­κά˙ θα εί­δα­τε πώς περ­νά­ει κα­νείς απ’ τη λα­τρεία της λο­γο­τε­χνί­ας χά­ριν της λο­γο­τε­χνί­ας στη λα­τρεία της λο­γο­τε­χνί­ας ως με­λέ­της της αν­θρώ­πι­νης συν­θή­κης και, με­τά, της λο­γο­τε­χνί­ας ως μιας απ’ τις πολ­λές μορ­φές συμ­με­το­χής στις ιστο­ρι­κές διερ­γα­σί­ες που τε­λού­νται στην πα­τρί­δα κα­θε­νός από μας. Αν σας τα εί­πα αυ­τά –και ξα­να­λέω ότι μί­λη­σα λί­γο αυ­το­βιο­γρα­φι­κά, κά­τι που με κά­νει πά­ντα να ντρέ­πο­μαι–, εί­ναι για­τί πι­στεύω πως αυ­τός ο δρό­μος τον οποίο ακο­λού­θη­σα μπο­ρεί να πα­ρε­κτα­θεί και να αφο­ρά κα­τά με­γά­λο πο­σο­στό το σύ­νο­λο της ση­με­ρι­νής λα­τι­νο­α­με­ρι­κα­νι­κής λο­γο­τε­χνί­ας που μπο­ρού­με να θε­ω­ρή­σου­με ση­μα­ντι­κή. Στη διάρ­κεια των τε­λευ­ταί­ων τριών δε­κα­ε­τιών, η λο­γο­τε­χνία κλει­στού, ιδιω­τι­κού τύ­που δια­τη­ρεί­ται (και θα δια­τη­ρεί­ται) και έχει δώ­σει έρ­γα αναμ­φί­βο­λης ομορ­φιάς και σπου­δαιό­τη­τας, όμως η λο­γο­τε­χνία χά­ριν της τέ­χνης και της ίδιας της λο­γο­τε­χνί­ας έχει χά­σει έδα­φος μπρο­στά σε μια νέα γε­νιά συγ­γρα­φέ­ων πο­λύ πιο εμπλεγ­μέ­νων στους αγώ­νες, στις συ­ζη­τή­σεις, στις κρί­σεις του λα­ού τους και κά­θε λα­ού. Η λο­γο­τε­χνία που κά­πο­τε συ­νι­στού­σε μια δρα­στη­ριό­τη­τα κα­τά βά­σιν ελι­τί­στι­κη και αυ­το­θε­ω­ρού­νταν προ­νο­μιού­χα (ακό­μα τη θε­ω­ρούν πολ­λοί) έχα­σε έδα­φος μπρο­στά σε μια λο­γο­τε­χνία η οποία, στα κα­λύ­τε­ρα δείγ­μα­τά της, δεν χα­μή­λω­σε πο­τέ τον πή­χη, ού­τε προ­σπά­θη­σε να γί­νει λαϊ­κή ή λαϊ­κί­στι­κη πραγ­μα­τευό­με­νη θέ­μα­τα που πη­γά­ζουν απ’ τη ζωή των λαϊ­κών μα­ζών της πα­τρί­δας κά­θε συγ­γρα­φέα. Μι­λάω για την υψη­λό­τα­τη λο­γο­τε­χνία που έχου­με αυ­τή τη στιγ­μή, αυ­τήν του Αστού­ριας, του Βάρ­γκας Γιό­σα, του Γκαρ­σία Μάρ­κες, που τα βι­βλία τους βγή­καν τε­λεί­ως έξω απ’ αυ­τό το στε­ρε­ό­τυ­πο της μο­να­χι­κής γρα­φής χά­ριν της ίδιας της γρα­φής και επι­χεί­ρη­σαν μια βυ­θο­σκό­πη­ση της πραγ­μα­τι­κό­τη­τας, της μοί­ρας του λα­ού τους. Γι’ αυ­τό και νο­μί­ζω πως ό,τι μου συ­νέ­βη εμέ­να ατο­μι­κά, ιδιω­τι­κά, εί­ναι μια δια­δι­κα­σία που εξε­λίσ­σε­ται, μια με­τά­βα­ση από την πιο… πώς να την πω, δε μου αρέ­σει η λέ­ξη ελι­τί­στι­κη, αλ­λά τε­λο­σπά­ντων… από την πιο προ­νο­μιού­χα, την πιο εκ­πλε­πτυ­σμέ­νη συγ­γρα­φι­κή δρα­στη­ριό­τη­τα σε μια λο­γο­τε­χνία που, κρα­τώ­ντας όλες τις αρε­τές της και όλες τις δυ­νά­μεις της, απευ­θύ­νε­ται σή­με­ρα σ’ ένα ανα­γνω­στι­κό κοι­νό που πη­γαί­νει πο­λύ πιο πέ­ρα από τους ανα­γνώ­στες της πρώ­της γε­νιάς, αυ­τούς που ανή­καν στην ίδια τά­ξη, στους ίδιους ελίτ, σ’ αυ­τούς που γνώ­ρι­ζαν τους κώ­δι­κες και τα κλει­διά, σ’ αυ­τούς που μπο­ρού­σαν να διαρ­ρή­ξουν τα μυ­στι­κά αυ­τής της σχε­δόν πά­ντα θαυ­μα­στής αλ­λά και σχε­δόν πά­ντα εκλε­κτι­κής λο­γο­τε­χνί­ας.

ΒΡΕΙ­ΤΕ ΤΑ ΒΙ­ΒΛΙΑ ΤΟΥ Χού­λιο Κορ­τά­σαρ ΣΤΟΝ ΙΑ­ΝΟ.

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: