Ας μην ξεχνάμε τον πιλότο του Μπόινγκ
που μετά την απαλή προσγείωση
προχωρά με τον συνάδελφο στον διάδρομο
ανάμεσα στις διαφημίσεις
επάνω στην γαλάζια μοκέτα, μιλώντας σιγά.
Τον αποχαιρετά στην είσοδο του P4,
χώνεται σε ένα μεσαίας καύσης ΙΧ
και οδηγεί στις 2 το πρωί μέσα από τα προάστια
με κατεύθυνση το σπίτι
ενώ η νύχτα βαθαίνει πάνω στο σώμα της συζύγου
στον καναπέ της χαμηλόφωνης τηλεόρασης
στην κουζίνα που γρυλλίζει υπόκωφα,
στις 2 το πρωί,
μία ακόμα Τρίτη.
Στην κοιλιά του κήτους
Μπόινγκ
Όταν η βία
Όλοι κινούνταν αργά αλλά ρυθμικά, ενώ φλυαρούσαν, ακατανίκητα βέβαιοι πως ο κόσμος είναι ένα καλό μέρος κι εμείς ένας κύκλος αξιόλογων ανθρώπων. Μια αβρή διάθεση απλωνόταν στο βράδυ, έγχρωμη ταπετσαρία, ενώ το γραμμόφωνο έδινε γραμμή.
Κολυμπούν ανάμεσα στα σόναρ, ενώ η νύχτα μπαίνει ηχογραφημένη, από τους πόρους του διάκοσμου. Στο παλιό κομοδίνο και στο σύνθετο έχουν παραταχθεί, έτοιμα σε μικρά ποτήρια, τα ηδύποτα· ο πάγος λιώνει ασυναίσθητα, άηχα, στο κλειστό του πλαστικό κυτίο, όπως μέσα σε οστεοφυλάκιο.
Οι γάτοι στην αυλή
Ήταν ο καιρός, λέω, που αναπαράγονταν
οι γάτοι στην αυλή· και σε όλη τη γειτονιά.
Τα ηδονικά, άγρια ουρλιαχτά τους
έσκιζαν τη νύχτα, το ίδιο και οι σκληριές
των αντιζήλων αρσενικών.
Ήταν, δηλαδή, μέσα Γενάρη (ο οίστρος
κρατά ως τις αρχές Φεβρουαρίου. Γι’ αυτό
τα γεννητούρια είναι πασχαλιάτικα. Τέλος
πάντων). Η μάνα μου είχε κάνει κοτόπουλο.
Το πολύτιμο ζουμί, αυτό που θα κρατούσαμε
και για το βραδινό, έπιασα τον πατέρα
να το περιχύνει πάνω στα κόκκαλα και τα
αποφάγια που θα έδινε στις γάτες.
Τον κοίταξα παράξενα. Γύρισε, λίγο ντροπαλά:
«είναι ο καιρός τους», είπε.
Στα Βαλκάνια
Όταν ήρθε μόνος του, πρώτη και τελευταία φορά, ο μάγκας ξάδερφός μου από την Κύπρο,
ο Χαμπής, αλλιώς τον λέγαμε Μαυρή,
γνώρισε τον ξάδερφο του πατέρα μου,
λίγο πολύ ίδια ηλικία. Μήτσο τον λέγαν. Το μεγαλύτερο αλάνι έως περιοχή Πτολεμαΐδας. Μασούρια τα χιλιάρικα στην τζέπη ο ένας· βαστά λιρούες στην πούγγκα ο άλλος· τίγκα στον κολωκοτρώνη ο Μήτσος· γιόμα ριάλια ο Χαμπής.
Θυμάμαι ξεκάθαρα να κάνουν κολλητή παρέα έξι μέρες, όσο κάθισε ο Χαμπής σ’ εμας.
Ανύπαντροι, ωραίοι, χαρτοπαίκτες. Πότες. Γούσταραν το σκυλάδικο, αλλά εκτιμούσαν και τον Τζίμι Χέντριξ, «για τη ζωή του».
Θυμάμαι με συγκίνηση το πώς ενώθηκαν λιάρδα κάθε βράδυ ως το πρωί, τσιγάρα σπαρμένος ο δρόμος, δυο τύποι ίδιοι που μιλούσαν άλλη γλώσσα, ο ένας τα κυπριακά της Αμμοχώστου, ο άλλος τα βαριά μακεδονίτικα, που ανήκαν σε δύο ισόποσα ουισκοβαρείς πολιτισμούς.
Το ουίσκι πάντα ενώνει, στα ευρύτερα Βαλκάνια.
Πολύ αργά, στα τριανταπέντε μου, έμαθα πως ιστορικοί ενέταξαν για λίγο και την Κύπρο στη Βαλκανική, όχι στο Λεβάντε.
Από τότε τους θυμάμαι με συγκίνηση, μονάχος μου. Έχω περάσει πολλά βράδια με την σκέψη τους. Σου το έχω πει, είμαι παράξενος τύπος.
Εδώ είναι το ταξίδι
Ενώ περνάμε την Γιαλούσα, στο Ριζοκάρπασο,
στο παρμπρίζ του πούλμαν
–τεράστιο σαν θόλο πιλοτήριου–
σκάνε η μία μετά απ’ την άλλη,
κολλώδη αποτυπώματα πτήσης,
κίτρινοι λεκέδες στην οθόνη.
25 εκατομμύρια πεταλούδες πετούν την ετήσιά τους μετανάστευση από την αραβική χερσόνησο μέσω Ισραήλ προς Αίγυπτο· για κάποιες το ταξίδι τελειώνει με έναν κίτρινο λεκέ, ανάμεσα στο τοπίο που αλλάζει μπροστά μας και το γεμάτο πρόσφυγες –δεκαετιών εβδομήντα– εσωτερικό του λεωφορείου.
Αργότερα καθήσαμε στο Palm Beach, πρώην Κωνστάντια χοτέλ,
πίσω μας το φασματικό Βαρώσι,
ήπιαμε Efes pilsen
φάγαμε καβουρόψιχα και καλαμάρι, σίγουρα κατεψυγμένα,
εικάζω του Ινδικού ωκεανού.
Δηλαδή η Αμμόχωστος όπου «δεν μπήκαν ούτε καν ΟΗΕδες από τότε», λέει ο θείος στο μικρόφωνο, ενώ οι κίτρινοι λεκέδες πολλαπλασιάζονται στην οθόνη.
Επιστρέφουμε προς Λεμεσό,
περάσαμε σχετικά καλά.
Στην κοιλιά του κήτους
Το φαλαινοθηρικό έστριψε, με ταχύτητα μισού κόμβου, και κατεύθυνση προς το Ρέικιαβίκ, πίσω στην βάση. Η κοινή μας αίσθηση πως ένα φοβερά, αδιανόητα φαύλο άτομο, ίσως κεντρική μορφή στην έρευνά μας, βρίσκοταν, συνταξίδευε μαζί μας, on board, μας είχε φέρει σε προηγούμενες περιπτώσεις να επιβαίνουμε σε κρουαζιερόπλοιο παράκτια στην Αδριατική, και σε λεωφορείο ΚΤΕΛ προς Αλβανία, μακριά από την αθηναϊκή μας βάση. Το να εστιάσουμε σε ένα ενδεκαμελές, σαν ομάδα ποδοσφαίρου, νορβηγικό πλήρωμα στα ανοιχτά της Ισλανδίας ήταν πλέον στα όρια της γραφικότητας. Αμπαρωμένοι στην κοινή μας καμπίνα, οικτείραμε με άδειο βλέμμα ο ένας τον άλλον, βουβοί. Ο Γιάκομπ πήρε να διαβάζει φωναχτά Σνούρι Στούρλουσσον, για να σπάσει την αμηχανία. Διάβαζε φοβερά κακόηχα. Του είπα ξεκάθαρα πως είναι γελοίος: αν νομίζει πως παριστάνει τον διανοούμενο με τέτοια καραγκιοζλίκια, είναι γελασμένος. Συμφώνησε. Πέσαμε σε σιωπή την οποία τάραζαν τα μακρινά σόναρ της γαλάζιας φάλαινας ή μιας κοινής μας μνήμης από εκείνο το ΚΤΕΛ.
ΒΡΕΙΤΕ ΤΑ ΒΙΒΛΙΑ ΤΟΥ Θοδωρή Ρακόπουλου ΣΤΟΝ ΙΑΝΟ.