στον Αχιλλέα Κυριακίδη, για τους ευνόητους λόγους
Του είπα πως είχα αγοράσει το βιβλίο από έναν αγράμματο χωρικό για λίγες ρουπίες και μια Βίβλο. Δεν αντέδρασε. Μπορεί απλώς να το πίστεψε, μπορεί όμως και να μην έδωσε την παραμικρή σημασία. Δεν ήταν αλήθεια, φυσικά. Του το είπα γιατί κάτι έπρεπε να πω σχετικά με την προέλευσή του.
Μπαίνοντας του είχα πει πως πουλούσα Βίβλους, γι’ αυτό ζήτησε να μάθει αν επρόκειτο για μια εκδοχή της Αγίας Γραφής σε κάποια από τις ινδικές γλώσσες. Είπα πως όχι κι έσπευσα να στρέψω την προσοχή του αλλού – του ζήτησα να βρει το πρώτο φύλλο. Όσο κι αν προσπάθησε δεν τα κατάφερε. Καινούργιες σελίδες έμοιαζαν να ξεπηδούν διαρκώς ανάμεσα στο εξώφυλλο και τον ανυπόμονο αντίχειρά του. Του ζήτησα να βρει το τελευταίο. Απέτυχε και πάλι.
«Δεν είναι δυνατόν», αναφώνησε.
«Δεν είναι δυνατόν, κι όμως είναι» τον καθησύχασα. «Αν ο χώρος είναι άπειρος, βρισκόμαστε σ’ ένα οποιοδήποτε σημείο του χώρου. Αν ο χρόνος είναι άπειρος, βρισκόμαστε σ’ ένα οποιοδήποτε σημείο του χρόνου» προσπάθησα να τον προειδοποιήσω.
Φάνηκε να εκνευρίζεται κάπως. Δεν συνέχισα. Δεν είχα λόγο να ρισκάρω.
Με ρώτησε αν ήμουν θρησκευόμενος. Είπα, ψέματα, πως ναι, κι αυτό φάνηκε να τον καλμάρει κάπως. Ρώτησε αν ήμουν περαστικός απ’ αυτά τα μέρη. Αυτό όλο κι όλο. Ούτε στιγμή δεν έδειξε να αναρωτιέται πώς είχα φτάσει να χτυπήσω την πόρτα του, στον τέταρτο όροφο της οδού Μπελγράνο.
Τη σύντομη συνάντησή μας την έχει περιγράψει κι εκείνος. Χρόνια τώρα, οι άνθρωποι διαβάζουν την ιστορία του και μένουν με το στόμα ανοιχτό. Η εκρηκτική λιτότητά της υμνήθηκε στις περισσότερες γλώσσες του κόσμου. Η στιλπνή κομψότητά της απέσπασε δίκαιους επαίνους από αρμόδια χείλη σε συνέδρια που διοργανώθηκαν γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο και στις πέντε ηπείρους. Τα κείμενα που αναφέρονται σ’ αυτήν είναι αμέτρητα – τα περισσότερα, μάλιστα, δυσανάλογα μεγάλα, αν σκεφτεί κανείς πως η ιστορία του, σε όποιο σχήμα κι αν τυπωθεί, δεν ξεπερνά τον μονοψήφιο αριθμό σελίδων.
Αυτά δεν τα γράφω γιατί σκοπεύω να αμφισβητήσω την ομορφιά ή την αξία της – κάθε άλλο. Τα γράφω γιατί, όσο κι αν έψαξα, δεν βρήκα ούτε έναν που να ασχολήθηκε με το δεύτερο πρόσωπο της ιστορίας. Ούτε ένας δεν σχολίασε το γεγονός πως ο αφηγητής της ιστορίας, ο αγοραστής, ας πούμε, του τρομερού βιβλίου, είναι τόσο εύπιστος που δέχεται ασυζητητί την εκδοχή που του πασάρει ο πωλητής ως προς την προέλευσή του. Ούτε ένας δεν συζητάει το γεγονός πως ο αγοραστής δεν διερωτάται καν για τους λόγους που έφεραν τον πωλητή –που μόνο πωλητής δεν είναι– στη δική του πόρτα.
Το μόνο που μπορεί να εξηγήσει τη στάση του είναι πως ήθελε το βιβλίο τόσο ώστε ήταν πρόθυμος να αγνοήσει κάθε σκοτεινή πτυχή αυτής της δοσοληψίας. Αυτό μπορώ να το γνωρίζω καλύτερα από κάθε άλλον, αφού, κάποτε, είχα βρεθεί κι εγώ στην ίδια θέση. Οι αναγνώστες όμως;
Ελπίζω πως δεν μπορεί παρά να υπήρξε κάποιος στο παρελθόν που σήκωσε τα φρύδια του με έκπληξη, σκοντάφτοντας πάνω σε κάποιο από τα κενά της. Ακόμα κι αν δεν υπήρξε στο παρελθόν, θα υπάρξει δίχως καμιά αμφιβολία στο μέλλον. Σ’ αυτόν τον έναν, έστω, αναγνώστη χρωστάω το σκοτεινό παρελθόν αυτής της ιστορίας.
Οφείλω πάντως να αναγνωρίσω πως, όταν την πρωτοδιάβασα, η αρχή της με εξέπληξε. Η παραστατικότητα με την οποία περιέγραφε το μαρτύριο που με είχε οδηγήσει στην πόρτα του ήταν ασφαλώς αναπάντεχη. Φυσικά δεν κάνει τίποτε περισσότερο από το να αναδιατυπώνει εκείνη ακριβώς τη φράση μου περί χώρου και χρόνου που φάνηκε να υπονομεύει για λίγο την άνετη πόζα του του έμπειρου συλλέκτη: η γραμμή, γράφει, αποτελείται από έναν άπειρο αριθμό σημείων· το επίπεδο από έναν άπειρο αριθμό γραμμών· ο όγκος από έναν άπειρο αριθμό επιπέδων· ο υπέρ-όγκος από έναν άπειρο αριθμό όγκων…
Το μαρτύριό μου ξεκίνησε –πού αλλού;– στην αγκαλιά μιας γυναίκας. Δεν της χρεώνω την παραμικρή ευθύνη, φυσικά. Το αληθινό πάθος σε κάνει εκτός των άλλων απίστευτα γενναιόδωρο, κι εκείνη δεν έκανε τίποτε περισσότερο από το να μου μεταφέρει μια συζήτηση που έτυχε να ακούσει, μια συζήτηση που έγινε ψιθυριστά στον καθεδρικό ναό της πόλης κατά τη διάρκεια της κηδείας του δολοφονηθέντος προέδρου, ανάμεσα σε δύο διπλωμάτες που, για να σκοτώσουν την ώρα τους, έπιασαν κουβέντα για το κοινό τους –όπως είχαν μόλις ανακαλύψει– πάθος: τα σπάνια βιβλία. Ο ένας ήταν ο άντρας της.
Το αληθινό πάθος σε κάνει απρόσεχτο, θυμάμαι να σκέφτομαι, βυθισμένος στο ακριβό της άρωμα. Παραδόξως, η σκέψη μου αφορούσε το πάθος του άντρα της για τα βιβλία, λες και το δικό μου πάθος για κείνην να ήταν λιγότερο αληθινό.
Του είχα πουλήσει κάμποσα κομμάτια, εκτιμώντας, αρχικά, το γεγονός πως δεν λογάριαζε χρήματα προκειμένου να αποκτήσει αυτό που επιθυμούσε. Αργότερα, όταν πια είχα ξεκλειδώσει την αγκαλιά της γυναίκας του, προσπάθησα να εκμεταλλευτώ το γεγονός πως το αληθινό πάθος σε κάνει άπληστο. Εννοώ πως δεν περνούσε μήνας που να μη βρεθώ στην πόρτα του με ένα καινούργιο απόκτημα, το οποίο, όχι σπάνια, είχε εντοπίσει ο ίδιος. Γι’ αυτό κι όταν μου ζήτησε να πάω στο μακρινό Μπικάνερ, στην καλύβα ενός αγράμματου χωριάτη, με την εντολή να μη φύγω από κει χωρίς αυτό που μ’ έστελνε να πάρω, δεν ψυλλιάστηκα το παραμικρό. Τώρα ξέρω πως επρόκειτο για παγίδα. Τώρα υποψιάζομαι πως πιθανότατα είχε φυτέψει ο ίδιος το βιβλίο στο πιο απροσδόκητο σημείο που μπορούσε να φανταστεί κανείς, στην άλλη άκρη του κόσμου, μόνο και μόνο για να προσδώσει μια νότα άγριας περιπέτειας στην αποστολή μου – ίσως και για να εξάψει την περιέργειά μου. Αυτό το τελευταίο δεν ήταν απαραίτητο. Μπορεί να πουλάω σπάνια βιβλία για να κερδίσω τα προς το ζην, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι τα αγαπάω λιγότερο από εκείνους που τ’ αγοράζουν. Μπορώ να περηφανεύομαι πως έχω διαβάσει τα περισσότερα και πως τα έχω φυλλομετρήσει όλα. Όλα εκτός από ένα, κι αυτό όχι από τεμπελιά ή αδιαφορία.
Έφυγα από το Μπικάνερ οδηγώντας ένα σαράβαλο που σκαμπανέβαζε επικίνδυνα στους νεροφαγωμένους χωματόδρομους του Ρατζαστάν. Μόλις όμως βρέθηκα στην ηρεμία του ξενοδοχείου μου στην Τζαϊπούρ –ο εντολέας μου είχε προσχεδιάσει ένα περίπλοκο δρομολόγιο, προς αποφυγήν δυσάρεστων εκπλήξεων, όπως είχε πει–, δεν δίστασα να ανοίξω το βιβλίο που μόλις είχα αποκτήσει για μια κοινή Βίβλο και λίγες ρουπίες.
Νομίζω πως δεν χρειάζεται να το περιγράψω. Έχει προηγηθεί ο μελλοντικός του ιδιοκτήτης, και το έκανε με λιτότητα και ακρίβεια αξιοθαύμαστη. Αρκεί να πω ότι αποκοιμήθηκα με το βιβλίο ανοιχτό πάνω στο στήθος μου, σε μια σελίδα με επταψήφιο αριθμό, κοσμημένη με μια θλιμμένη μάσκα, ζωγραφισμένη με πενάκι από χέρι αβέβαιο, παιδικό θα έλεγες.
Ξύπνησα ξεπαγιασμένος σ’ ένα στενό σοκάκι, πίσω από ένα καπηλειό, σ’ ένα ορεινό χωριό της κεντρικής Ευρώπης, όπως υπέθεσα, αντικρίζοντας το λεπτό στρώμα χιονιού που σκέπαζε τις στέγες των σπιτιών καθώς και την κορυφή με τον επιβλητικό πύργο που μόλις ξεχώριζε από πάνω τους. Δεν έχει νόημα, νομίζω, να περιγράψω το αρχικό μου σάστισμα, τα αβέβαια βήματά μου πίσω μπρος, τον εντεινόμενο τρόμο που μου προκάλεσε η σταδιακή συνειδητοποίηση του άλματος στον χώρο και τον χρόνο. Αυτά μπορεί να τα υποθέσει κάλλιστα ο προπονημένος αναγνώστης. Αρκεί μονάχα να πω πως μπήκα στο καπηλειό πρώτα για να ζεσταθώ κι έπειτα για να σβήσω τη δίψα μου, και πως ήπια την μπίρα μου παρακολουθώντας τον άτσαλο τρόπο με τον οποίο μια κοπέλα του χωριού, ονόματι Φρίντα, φλέρταρε μ’ έναν αδύνατο τριανταπεντάρη, κατά πάσα πιθανότητα ξένο, που προσπαθούσε να της αποσπάσει πληροφορίες για πρόσωπα και πράγματα…
Ο υποψιασμένος αναγνώστης θα σμίγει τώρα τα φρύδια του ή θα τρίβει τον λοβό του αυτιού του με ανυπομονησία, προσδοκώντας την επιβεβαίωση των υποθέσεών του. Θα καταλάβει γρήγορα, του το υπόσχομαι.
Εκείνο το βράδυ ξάπλωσα σ’ ένα αχυρένιο στρώμα κοντά στη σόμπα του πανδοχείου και ξανάνοιξα το βαρύ βιβλίο μου, αναζητώντας απεγνωσμένα μια διέξοδο, υπό το εξεταστικό βλέμμα του πανδοχέα. Αυτή τη φορά έπεσα σε μια σελίδα με τριψήφιο αριθμό για να διαπιστώσω με έκπληξη πως η απέναντί της έφερε τον ίδιο αριθμό υψωμένο όμως στην έκτη. Αποκοιμήθηκα προσπαθώντας να βρω ένα κλειδί έστω για να αποκρυπτογραφήσω την άγνωστη γλώσσα. Ξύπνησα σε απόσταση χιλιάδων χιλιομέτρων και εκατοντάδων χρόνων. Και –τι περίεργο!– ξύπνησα μέσα σ’ ένα άλλο πανδοχείο, κάπου στην καρδιά της ιβηρικής χερσονήσου, όπως μαρτυρούσαν οι φωνές μιας ομάδας ανθρώπων που έσερναν έναν κοκκαλιάρη ηλικιωμένο, αποκαλώντας τον μάλλον κοροϊδευτικά Ιππότη της Ελεεινής Μορφής, για να τον κλειδώσουν σ’ ένα ξύλινο κλουβί που είχαν φορτώσει στην καρότσα μιας βοϊδάμαξας.
Δεν χρειάζεται να πω περισσότερα – έτσι δεν είναι;
Την επομένη βρισκόμουν στο πλευρό ενός Κολοράδο, ονόματι Αβελίνο Αρρεδόντο, όπως θα μάθαινα αργότερα ότι τον λέγαν, την ώρα που σήκωνε το όπλο του για να σκοτώσει τον πρόεδρο Ιδιάρτε Μπόρδα, και την παράλλη, ένα σαββατιάτικο πρωινό στο μελλοντικό Λονδίνο, στην οδό Γιουνιβέρσιτι, μεταξύ της Γκάουερ και της Τότεναμ Κορτ Ρόουντ, τη στιγμή που τρεις τσαμπουκαλεμένοι νεαροί είχαν στριμώξει στον τοίχο έναν καλοβαλμένο μεσόκοπο νευροχειρουργό, ζητώντας του τα ρέστα για τον κατεστραμμένο καθρέφτη του αμαξιού τους…
Εκείνο το βράδυ μοιράστηκα την υγρασία κάτω από μια γέφυρα του Τάμεση με κάτι μεθυσμένους Ιρλανδούς που δεν έκρυψαν την απορία τους για το γεγονός πως, αντί για κάνα μπουκάλι, κρατούσα παραμάσχαλα ένα φθαρμένο χοντρό βιβλίο. Γέλασαν καλόκαρδα εις βάρος μου και μου πρόσφεραν δυο γουλιές από το φτηνό τους τζιν. Για να μην τους βάλω σε πειρασμό, όταν έγειρα να κοιμηθώ στις παγωμένες πλάκες, δεν άνοιξα το βιβλίο – το χρησιμοποίησα για προσκεφάλι και προσπάθησα να ονειρευτώ μια ηλιόλουστη παραλία της Μεσογείου, χαμογελώντας στη σκέψη πως, αν έπιανε το κόλπο, πιθανότατα θα ξυπνούσα δίπλα στο πτώμα κάποιου Άραβα. Ξύπνησα ξυλιασμένος στο ίδιο μέρος το επόμενο πρωί, για να διαπιστώσω με έκπληξη πως δεν είχα πάρει την παραμικρή προφύλαξη για το πορτοφόλι μου. Χαμογέλασα στη σκέψη πως οι ρουπίες που υπήρχαν ακόμα μέσα δεν θα τους χρησίμευαν σε τίποτε.
Πέρασα την υπόλοιπη μέρα τριγυρνώντας σε μια πόλη που δεν έβγαζε πλέον νόημα, με εξαίρεση ίσως κάποια κτίρια που είχαν μείνει αλώβητα στο πέρασμα του χρόνου. Ενώ είχα τη σπάνια ευκαιρία να κρυφοκοιτάξω το μέλλον, η μόνη μου έγνοια ήταν πώς θα μπορούσα να γυρίσω πίσω στον χρόνο – τουλάχιστον. Αν τα κατάφερνα, έπειτα θα αρκούσε να βρω έναν τρόπο να ξεφορτωθώ απλώς το βιβλίο.
Γύρω στο σούρουπο, τα βήματά μου με οδήγησαν στην Ράσελ Σκουέρ. Είχα σταμπάρει μια δυο φιλόξενες γωνιές, όταν διαπίστωσα πως ένας αστυνομικός με ακολουθούσε διακριτικά – τα ρούχα μου, μάλλον, είχαν τραβήξει την προσοχή του. Αποφάσισα να παραστήσω τον τουρίστα με ιδιαίτερες ενδυματολογικές προτιμήσεις – για μια στιγμή, μάλιστα, κοντοστάθηκα μπροστά σ’ ένα κτίριο στη βορειοδυτική γωνιά της, ανοίγοντας το βιβλίο μου κάτω ακριβώς απ’ την μπλε πινακίδα που ενημέρωνε τους περαστικούς πως εκεί είχε εργαστεί κάποτε ο Τ. Σ. Έλιοτ. Ο μπάτσος πείστηκε και με άφησε στην ησυχία μου. Καθώς κινήθηκε βόρεια προς το σταθμό του Γιούστον, επέλεξα να κατευθυνθώ αντίθετα, προς το Βρετανικό Μουσείο, και κατόρθωσα να τρυπώσω αθέατος στο Μάλετ Στριτ Γκάρντενς.
Το σκοτάδι είχε πια πυκνώσει, όταν άνοιξα το βιβλίο στα γόνατά μου. Δεν μπορούσα να διαβάσω, εννοείται, οπότε ακούμπησα την ανοιχτή παλάμη μου πάνω στο ζεστό χαρτί, σαν νεογέννητο που αναζητά παρηγοριά και ασφάλεια αγγίζοντας το σώμα της μάνας του.
Ξύπνησα χαράματα κάτω από μια καστανιά, στην αυλή ενός σπιτιού στο Μακόντο, όπου ένας θηριώδης άντρας, δεμένος στο δέντρο, μιλούσε με το φάντασμα ενός Προυντένθιο Αγκιλάρ, τον οποίο, απ’ τα λίγα που κατάλαβα, είχε σκοτώσει ο ίδιος πριν από πολλά χρόνια, καρφώνοντάς τον μ’ ένα δόρυ.
Μιαν άλλη μέρα βρέθηκα καθισμένος πλάι σ’ έναν σκοτεινό τύπο, στον βελούδινο καναπέ που προοριζόταν για τους θαυμαστές του Βερμέερ και της «Άποψης του Ντελφτ» στο Μαουρίτσχουις, την ώρα που, πίσω μας, ένα ζευγάρι Γάλλων τσακωνόταν για το αν ήταν ο Προυστ ή ο Μαλρώ εκείνος που είχε χαρακτηρίσει αυτόν τον πίνακα τον ωραιότερο του κόσμου.
Και μια νύχτα του Φλεβάρη, κατέληξα νηστικός και ξυλιασμένος να περιφέρομαι για πρώτη φορά στη ζωή μου στη Μόσχα, αναζητώντας καταφύγιο απ’ την παγωνιά, την ώρα που ο σύντροφος Τουλάγεφ –έτσι τον είχε αποκαλέσει ο οδηγός του τη στιγμή που έβγαινε απ’ το αμάξι του, μπροστά μου–, ένας χοντρός με γούνινο παλτό και αστρακάν σκούφο και τον χαρτοφύλακά του υπό μάλης, έπεφτε νεκρός από το όπλο ενός νεαρού που λίγο πριν βάδιζε αμέριμνος πλάι μου και τώρα, περισσότερο έκπληκτος παρά πανικόβλητος, έσπευδε να χαθεί στο σκοτάδι. Λίγο έλειψε να μπλέξω στο πανδαιμόνιο που ακολούθησε, καθώς ο Τουλάγεφ ήταν μέλος της Κεντρικής Επιτροπής. Εκείνη τη νύχτα συνειδητοποίησα πως έπρεπε να είμαι πολύ προσεκτικός αν ήθελα να γυρίσω κάποτε πίσω.
Νομίζω πως δεν χρειάζεται να περιγράψω έναν προς έναν τους σταθμούς αυτού του μεγάλου, μαρτυρικού ταξιδιού. Αρκεί να πω πως πέρασα απ’ το Κομπρέ, μια κωμόπολη που τότε δεν ονομαζόταν ακόμα έτσι, πως στάθηκα δίπλα σε μια νέα κοπέλα σ’ ένα δρόμο της Πετρούπολης, μπροστά απ’ το αστυνομικό τμήμα, όσην ώρα ο Ροντιόν Ρομάνοβιτς ομολογούσε το έγκλημά του, πως πέρασα έξω απ’ την παμπ του Ντέιβι Μπερν, 16 Ιουνίου στο Δουβλίνο, πως νότισαν τα ρούχα μου απ’ την καταχνιά που σκέπαζε Χριστουγεννιάτικα την αποβάθρα του Ναντάκετ.
Ο προτελευταίος μου σταθμός ήταν το Βερολίνο, όπου υπήρξα μάρτυρας μιας καταδίωξης δύο αυτοκινήτων. Ένας σωματώδης άντρας σπρώχτηκε έξω από το πρώτο και, κρεμασμένος από το μαρσπιέ, χτυπήθηκε βάναυσα από κάποιον από τους επιβάτες του, για να κυλήσει στο οδόστρωμα, κάτω από τις ρόδες του δεύτερου…
Βρήκα καταφύγιο σ’ ένα κοιμητήριο στην Φρίντενστράσε κι αφέθηκα να παρασυρθώ σε σκέψεις για τη σχέση του ύπνου με τον θάνατο. Ήμουν εξαντλημένος. Κι όμως, είχα την έντονη παρόρμηση ν’ αρχίσω να σκάβω με τα χέρια, να σκάψω μέχρι το ξημέρωμα και, λίγο πριν με βρει το φως, να παραχώσω το τερατώδες βιβλίο βαθιά στο χώμα και να το ξεχάσω για πάντα. (Απορώ πώς ο μελλοντικός ιδιοκτήτης του δεν σκέφτηκε αυτή τη λύση! Ίσως μόνο και μόνο για να μη χάσει την ευκαιρία να σκαρώσει εκείνο το ευφυολόγημα με τον άπειρο καπνό που θα μπορούσε να πνίξει τον πλανήτη…) Με συγκράτησε η σκέψη πως μάλλον δεν θα ξεχνούσα ποτέ και, δευτερευόντως, το γεγονός πως το Βερολίνο εκείνης της εποχής ίσως δεν αποτελούσε το πιο φιλόξενο μέρος για κάποιον που ερχόταν από τόσο μακριά όπως εγώ. Ακούμπησα το βιβλίο στο χώμα, το άνοιξα στη μέση κι ακούμπησα το μάγουλό μου στις σελίδες του. Προτού με καταβάλλει η κούραση, πρόλαβα να προσευχηθώ. Ζήτησα απ’ τον Δημιουργό, όπως κι αν λέγεται, όποιος κι αν είναι, να μ’ απαλλάξει απ’ το βαρύ φορτίο μου, να μου δώσει τον μίτο για να βγω…
Κι έπειτα ξυπνάω μέσα σ’ έναν κήπο με διακλαδωτά μονοπάτια, διατηρώντας όμως ακέραιη την πεποίθηση πως ονειρεύομαι. Διαλέγω κάποιο στα δεξιά μου και λίγο αργότερα παίρνω τον δεξιό του κλάδο. Κάποτε βγαίνω σ’ ένα ξέφωτο. Στο μέσον του δεσπόζει ένα ξύλινο περίπτερο, όπου ένας μισότυφλος ηλικιωμένος άντρας, τον οποίο έχω την έντονη αίσθηση πως κάπου τον γνωρίζω, ζωγραφίζει παθιασμένα πάνω σε μια τεράστια επιφάνεια. Από μακριά έχω την αίσθηση πως ζωγραφίζει ένα πορτρέτο, αλλά όσο πλησιάζω αρχίζω να διακρίνω πως πρόκειται για ένα αχανές τοπίο. Με αντιλαμβάνεται και στρέφει το κεφάλι. Ζητάει να μάθει ποιος είμαι. Αρχίζω να του εξηγώ, αλλά δεν μ’ αφήνει να τελειώσω. Μου ζητάει να πλησιάσω, παίρνει το χέρι μου μέσα στα δικά του και μ’ ένα γλυκό, παρηγορητικό χαμόγελο ζητάει να μάθει αν έχω χαθεί, αν και ούτε αυτή τη φορά περιμένει απάντηση. Απλώνει το γέρικο χέρι του με σιγουριά στην κάτω αριστερή μεριά του πυκνού σχεδίου του. Σκύβω και προσπαθώ να διακρίνω τι μου δείχνει. Όσο πλησιάζω όμως τόσο το σχέδιό του θολώνει.
Ανοιγοκλείνω τα μάτια μου για να δω καλύτερα και διαπιστώνω πως βρίσκομαι στη διασταύρωση των οδών Μέχικο και Περού, στο Μπουένος Άιρες. Το βαρύ βιβλίο βρίσκεται κάτω απ’ την αριστερή μασχάλη μου, αλλά η αίσθηση πως ονειρεύομαι διατηρείται αναλλοίωτη. Αποφασίζω να κάνω έναν αναγνωριστικό περίπατο, ωστόσο πριν κάνω δέκα βήματα αντικρίζω το κτήριο της Βιβλιοθήκης. Έχω ξαναβρεθεί εδώ, πάνε κάμποσα χρόνια, αναζητώντας στοιχεία για κάποιες χαμένες επιστολές του Μπολίβαρ. Είχα απευθυνθεί τότε σε έναν εξυπηρετικό υπάλληλο που, λίγο αργότερα, αντί να μου φέρει το ιστορικό σύγγραμμα που είχα ζητήσει, με προέτρεψε να τον ακολουθήσω στο γραφείο του διευθυντή του… Είχα αρνηθεί, καθώς το τελευταίο που χρειαζόμουν ήταν να διαρρεύσει το ενδιαφέρον μου για τις επιστολές. Ο υπάλληλος είχε προσπαθήσει φιλότιμα να με πείσει πως ο διευθυντής του ήταν ένας εξαιρετικός άνθρωπος με γνήσιο ενδιαφέρον για σπάνια ή χαμένα βιβλία…
Δεν δίστασα λεπτό. Μπήκα στη Βιβλιοθήκη και ζήτησα να δω τον διευθυντή. Μια μεσόκοπη υπάλληλος με γυαλιά από ταρταρούγα θέλησε να μάθει αν ο διευθυντής με περίμενε. Της είπα πως όχι και τότε θέλησε να μάθει αν με γνώριζε τουλάχιστον. Της εξήγησα όσο πιο πειστικά μπορούσα πως τον είχα επισκεφτεί πριν από χρόνια και πως μπορούσα μόνο να ελπίζω πως θα με θυμόταν. Έβγαλε τα γυαλιά της λες κι αυτό θα τη βοηθούσε να σκεφτεί καλύτερα και, δαγκώνοντας τρυφερά την άκρη του σκελετού, μου είπε πως εννοούσα πιθανότατα τον προκάτοχό του, αφού ο τωρινός διευθυντής είχε αναλάβει το πόστο του πριν από ενάμιση μόλις χρόνο. Σε κάθε περίπτωση, διευκρίνισε, αν ήθελα να τον δω θα έπρεπε να ξανάρθω την επομένη, καθώς ο διευθυντής, ο νέος διευθυντής, βρισκόταν εκείνη την ώρα σε ραντεβού στο υπουργείο. Πριν φύγω, με ρώτησε αν η επίσκεψή μου είχε να κάνει με το χοντρό βιβλίο που έσφιγγα πάνω στο στήθος μου. «Και ναι και όχι» της απάντησα. «Έχει να κάνει με όλα τα βιβλία». Βγήκα, αφήνοντάς την να μασουλάει προβληματισμένη τα γυαλιά της.
Χρειάστηκα λιγότερο από σαράντα οκτώ ώρες για να ανακαλύψω πως ο προηγούμενος διευθυντής έμενε –τι πιο φυσικό!– δυο στενά μόλις πιο πέρα από τη βιβλιοθήκη, στην οδό Μπελγράνο. Άυπνος και νηστικός, στα όρια της εξάντλησης, ανέβηκα με κόπο στον τέταρτο όροφο και χτύπησα το κουδούνι του.
Του έδειξα το τρομερό βιβλίο αποφεύγοντας να αποκαλύψω όλη την αλήθεια σχετικά με την προέλευσή του, προειδοποιώντας τον όμως εμμέσως για τις ιδιότητές του.
Ήταν τόσο φανερό πως το ήθελε ώστε αρκούσε να ανεχτώ για λίγο μόνο τα τελευταία σκιρτήματα της αμφιβολίας του και να απαλλαγώ για πάντα.
Μεταξύ άλλων, πιάσαμε κουβέντα για την Ινδία, την πατρίδα μου τη Σκωτία και τα διάσημα τέκνα της. Ήταν ολοφάνερο πως προσπαθούσε να με εντυπωσιάσει με τις γνώσεις του, ενώ ταυτοχρόνως ανέβαλλε απλώς το αναπόφευκτο. Τελικά, κάποια στιγμή με ρώτησε, τάχα αδιάφορα, αν σκόπευα να προσφέρω το βιβλίο στο Βρετανικό Μουσείο.
Χαμογέλασα. «Το προσφέρω σ’ εσάς» του είπα.
Ζήτησα ένα εσκεμμένα ιλιγγιώδες ποσό. Δεν έδειξε να ξαφνιάζεται. Δεν ήταν γιατί το θεωρούσε λογικό. Ήταν επειδή γνώριζε πως του ήταν αδύνατον να πληρώσει ακόμα κι ένα λογικό ποσό γι’ αυτό το βιβλίο. Ακριβώς επειδή το γνώριζε, έσπευσε χωρίς τσιριμόνιες να διατυπώσει τη δική του προσφορά: τη σύνταξή του, που μόλις είχε εισπράξει, και μαζί τη Βίβλο του Γουίκλιφ με τους γοτθικούς χαρακτήρες.
«Γοτθικός Γουίκλιφ!» ψιθύρισα, με συγκρατημένη τάχα έκπληξη, όπως επέβαλλε το τελετουργικό.
«Την κληρονόμησα από τους προγόνους μου» πρόσθεσε χαμογελώντας. Δεν το έκανε για να ξορκίσει την κατάφωρη αντίφαση ανάμεσα στην πενιχρή του σύνταξη και το γεγονός ότι κατείχε ένα τόσο πολύτιμο βιβλίο. Προφανώς το έκανε για να μου δείξει πως αναγνώριζε το παιχνίδι που παίζαμε.
Εννοείται πως δέχτηκα. Φλυαρήσαμε ακόμα λίγο, μόνο και μόνο για να αποδείξουμε πως κανείς απ’ τους δυο δεν βιαζόταν να ξεμπερδέψει με ένα το δίχως άλλο αποδοτικό παζάρι.
Κι έπειτα έφυγα. Ούτε το όνομά μου δεν ζήτησε να μάθει.
ΥΣΤΕΡΟΓΡΑΦΟ
Αν με εντυπωσίασε κάτι στη δική του εξιστόρηση είναι ασφαλώς η κομψή πιρουέτα της αρχής με την οποία ξορκίζει το φάντασμα της αληθοφάνειας. Θα μπορούσα κάλλιστα με τη σειρά μου να πω κι εγώ πως η ιστορία μου είναι αληθινή… Αφενός, όμως, απεχθάνομαι τις βαρύγδουπες δηλώσεις, αφετέρου, απ’ την ώρα που βγήκα απ’ τον λαβύρινθο στον οποίο με είχε καταδικάσει ένα πάθος παράφορο, δεν έπαψα στιγμή να σκέφτομαι πως ίσως και να μην είμαι παρά το αποκύημα της φαντασίας του ανθρώπου στον οποίο κατέφυγα για να ξεφύγω – ενός μισότυφλου ζωγράφου που νομίζει πως αντιγράφει τον κόσμο ενώ όλοι βλέπουν πως ζωγραφίζει απλώς ένα πορτρέτο κατ’ εικόνα και ομοίωσή του.
ΒΡΕΙΤΕ ΤΑ ΒΙΒΛΙΑ ΤΟΥ Νίκου Παναγιωτόπουλου ΣΤΟΝ ΙΑΝΟ.