Η απολογία της άμμου


στον Αχιλλέα Κυριακίδη, για τους ευνόητους λόγους


Του εί­πα πως εί­χα αγο­ρά­σει το βι­βλίο από έναν αγράμ­μα­το χω­ρι­κό για λί­γες ρου­πί­ες και μια Βί­βλο. Δεν αντέ­δρα­σε. Μπο­ρεί απλώς να το πί­στε­ψε, μπο­ρεί όμως και να μην έδω­σε την πα­ρα­μι­κρή ση­μα­σία. Δεν ήταν αλή­θεια, φυ­σι­κά. Του το εί­πα για­τί κά­τι έπρε­πε να πω σχε­τι­κά με την προ­έ­λευ­σή του.
Μπαί­νο­ντας του εί­χα πει πως που­λού­σα Βί­βλους, γι’ αυ­τό ζή­τη­σε να μά­θει αν επρό­κει­το για μια εκ­δο­χή της Αγί­ας Γρα­φής σε κά­ποια από τις ιν­δι­κές γλώσ­σες. Εί­πα πως όχι κι έσπευ­σα να στρέ­ψω την προ­σο­χή του αλ­λού – του ζή­τη­σα να βρει το πρώ­το φύλ­λο. Όσο κι αν προ­σπά­θη­σε δεν τα κα­τά­φε­ρε. Και­νούρ­γιες σε­λί­δες έμοια­ζαν να ξε­πη­δούν διαρ­κώς ανά­με­σα στο εξώ­φυλ­λο και τον ανυ­πό­μο­νο αντί­χει­ρά του. Του ζή­τη­σα να βρει το τε­λευ­ταίο. Απέ­τυ­χε και πά­λι.

«Δεν εί­ναι δυ­να­τόν», ανα­φώ­νη­σε.

«Δεν εί­ναι δυ­να­τόν, κι όμως εί­ναι» τον κα­θη­σύ­χα­σα. «Αν ο χώ­ρος εί­ναι άπει­ρος, βρι­σκό­μα­στε σ’ ένα οποιο­δή­πο­τε ση­μείο του χώ­ρου. Αν ο χρό­νος εί­ναι άπει­ρος, βρι­σκό­μα­στε σ’ ένα οποιο­δή­πο­τε ση­μείο του χρό­νου» προ­σπά­θη­σα να τον προει­δο­ποι­ή­σω.

Φά­νη­κε να εκνευ­ρί­ζε­ται κά­πως. Δεν συ­νέ­χι­σα. Δεν εί­χα λό­γο να ρι­σκά­ρω.
Με ρώ­τη­σε αν ήμουν θρη­σκευό­με­νος. Εί­πα, ψέ­μα­τα, πως ναι, κι αυ­τό φά­νη­κε να τον καλ­μά­ρει κά­πως. Ρώ­τη­σε αν ήμουν πε­ρα­στι­κός απ’ αυ­τά τα μέ­ρη. Αυ­τό όλο κι όλο. Ού­τε στιγ­μή δεν έδει­ξε να ανα­ρω­τιέ­ται πώς εί­χα φτά­σει να χτυ­πή­σω την πόρ­τα του, στον τέ­ταρ­το όρο­φο της οδού Μπελ­γρά­νο.


Τη σύ­ντο­μη συ­νά­ντη­σή μας την έχει πε­ρι­γρά­ψει κι εκεί­νος. Χρό­νια τώ­ρα, οι άν­θρω­ποι δια­βά­ζουν την ιστο­ρία του και μέ­νουν με το στό­μα ανοι­χτό. Η εκρη­κτι­κή λι­τό­τη­τά της υμνή­θη­κε στις πε­ρισ­σό­τε­ρες γλώσ­σες του κό­σμου. Η στιλ­πνή κομ­ψό­τη­τά της απέ­σπα­σε δί­καιους επαί­νους από αρ­μό­δια χεί­λη σε συ­νέ­δρια που διορ­γα­νώ­θη­καν γι’ αυ­τόν ακρι­βώς τον λό­γο και στις πέ­ντε ηπεί­ρους. Τα κεί­με­να που ανα­φέ­ρο­νται σ’ αυ­τήν εί­ναι αμέ­τρη­τα – τα πε­ρισ­σό­τε­ρα, μά­λι­στα, δυ­σα­νά­λο­γα με­γά­λα, αν σκε­φτεί κα­νείς πως η ιστο­ρία του, σε όποιο σχή­μα κι αν τυ­πω­θεί, δεν ξε­περ­νά τον μο­νο­ψή­φιο αριθ­μό σε­λί­δων.

Αυ­τά δεν τα γρά­φω για­τί σκο­πεύω να αμ­φι­σβη­τή­σω την ομορ­φιά ή την αξία της – κά­θε άλ­λο. Τα γρά­φω για­τί, όσο κι αν έψα­ξα, δεν βρή­κα ού­τε έναν που να ασχο­λή­θη­κε με το δεύ­τε­ρο πρό­σω­πο της ιστο­ρί­ας. Ού­τε ένας δεν σχο­λί­α­σε το γε­γο­νός πως ο αφη­γη­τής της ιστο­ρί­ας, ο αγο­ρα­στής, ας πού­με, του τρο­με­ρού βι­βλί­ου, εί­ναι τό­σο εύ­πι­στος που δέ­χε­ται ασυ­ζη­τη­τί την εκ­δο­χή που του πα­σά­ρει ο πω­λη­τής ως προς την προ­έ­λευ­σή του. Ού­τε ένας δεν συ­ζη­τά­ει το γε­γο­νός πως ο αγο­ρα­στής δεν διε­ρω­τά­ται καν για τους λό­γους που έφε­ραν τον πω­λη­τή –που μό­νο πω­λη­τής δεν εί­ναι– στη δι­κή του πόρ­τα.
Το μό­νο που μπο­ρεί να εξη­γή­σει τη στά­ση του εί­ναι πως ήθε­λε το βι­βλίο τό­σο ώστε ήταν πρό­θυ­μος να αγνο­ή­σει κά­θε σκο­τει­νή πτυ­χή αυ­τής της δο­σο­λη­ψί­ας. Αυ­τό μπο­ρώ να το γνω­ρί­ζω κα­λύ­τε­ρα από κά­θε άλ­λον, αφού, κά­πο­τε, εί­χα βρε­θεί κι εγώ στην ίδια θέ­ση. Οι ανα­γνώ­στες όμως;
Ελ­πί­ζω πως δεν μπο­ρεί πα­ρά να υπήρ­ξε κά­ποιος στο πα­ρελ­θόν που σή­κω­σε τα φρύ­δια του με έκ­πλη­ξη, σκο­ντά­φτο­ντας πά­νω σε κά­ποιο από τα κε­νά της. Ακό­μα κι αν δεν υπήρ­ξε στο πα­ρελ­θόν, θα υπάρ­ξει δί­χως κα­μιά αμ­φι­βο­λία στο μέλ­λον. Σ’ αυ­τόν τον έναν, έστω, ανα­γνώ­στη χρω­στάω το σκο­τει­νό πα­ρελ­θόν αυ­τής της ιστο­ρί­ας.


Οφεί­λω πά­ντως να ανα­γνω­ρί­σω πως, όταν την πρω­το­διά­βα­σα, η αρ­χή της με εξέ­πλη­ξε. Η πα­ρα­στα­τι­κό­τη­τα με την οποία πε­ριέ­γρα­φε το μαρ­τύ­ριο που με εί­χε οδη­γή­σει στην πόρ­τα του ήταν ασφα­λώς ανα­πά­ντε­χη. Φυ­σι­κά δεν κά­νει τί­πο­τε πε­ρισ­σό­τε­ρο από το να ανα­δια­τυ­πώ­νει εκεί­νη ακρι­βώς τη φρά­ση μου πε­ρί χώ­ρου και χρό­νου που φά­νη­κε να υπο­νο­μεύ­ει για λί­γο την άνε­τη πό­ζα του του έμπει­ρου συλ­λέ­κτη: η γραμ­μή, γρά­φει, απο­τε­λεί­ται από έναν άπει­ρο αριθ­μό ση­μεί­ων· το επί­πε­δο από έναν άπει­ρο αριθ­μό γραμ­μών· ο όγκος από έναν άπει­ρο αριθ­μό επι­πέ­δων· ο υπέρ-όγκος από έναν άπει­ρο αριθ­μό όγκων…

Το μαρ­τύ­ριό μου ξε­κί­νη­σε –πού αλ­λού;– στην αγκα­λιά μιας γυ­ναί­κας. Δεν της χρε­ώ­νω την πα­ρα­μι­κρή ευ­θύ­νη, φυ­σι­κά. Το αλη­θι­νό πά­θος σε κά­νει εκτός των άλ­λων απί­στευ­τα γεν­ναιό­δω­ρο, κι εκεί­νη δεν έκα­νε τί­πο­τε πε­ρισ­σό­τε­ρο από το να μου με­τα­φέ­ρει μια συ­ζή­τη­ση που έτυ­χε να ακού­σει, μια συ­ζή­τη­ση που έγι­νε ψι­θυ­ρι­στά στον κα­θε­δρι­κό ναό της πό­λης κα­τά τη διάρ­κεια της κη­δεί­ας του δο­λο­φο­νη­θέ­ντος προ­έ­δρου, ανά­με­σα σε δύο δι­πλω­μά­τες που, για να σκο­τώ­σουν την ώρα τους, έπια­σαν κου­βέ­ντα για το κοι­νό τους –όπως εί­χαν μό­λις ανα­κα­λύ­ψει– πά­θος: τα σπά­νια βι­βλία. Ο ένας ήταν ο άντρας της.

Το αλη­θι­νό πά­θος σε κά­νει απρό­σε­χτο, θυ­μά­μαι να σκέ­φτο­μαι, βυ­θι­σμέ­νος στο ακρι­βό της άρω­μα. Πα­ρα­δό­ξως, η σκέ­ψη μου αφο­ρού­σε το πά­θος του άντρα της για τα βι­βλία, λες και το δι­κό μου πά­θος για κεί­νην να ήταν λι­γό­τε­ρο αλη­θι­νό.
Του εί­χα που­λή­σει κά­μπο­σα κομ­μά­τια, εκτι­μώ­ντας, αρ­χι­κά, το γε­γο­νός πως δεν λο­γά­ρια­ζε χρή­μα­τα προ­κει­μέ­νου να απο­κτή­σει αυ­τό που επι­θυ­μού­σε. Αρ­γό­τε­ρα, όταν πια εί­χα ξε­κλει­δώ­σει την αγκα­λιά της γυ­ναί­κας του, προ­σπά­θη­σα να εκ­με­ταλ­λευ­τώ το γε­γο­νός πως το αλη­θι­νό πά­θος σε κά­νει άπλη­στο. Εν­νοώ πως δεν περ­νού­σε μή­νας που να μη βρε­θώ στην πόρ­τα του με ένα και­νούρ­γιο από­κτη­μα, το οποίο, όχι σπά­νια, εί­χε εντο­πί­σει ο ίδιος. Γι’ αυ­τό κι όταν μου ζή­τη­σε να πάω στο μα­κρι­νό Μπι­κά­νερ, στην κα­λύ­βα ενός αγράμ­μα­του χω­ριά­τη, με την εντο­λή να μη φύ­γω από κει χω­ρίς αυ­τό που μ’ έστελ­νε να πά­ρω, δεν ψυλ­λιά­στη­κα το πα­ρα­μι­κρό. Τώ­ρα ξέ­ρω πως επρό­κει­το για πα­γί­δα. Τώ­ρα υπο­ψιά­ζο­μαι πως πι­θα­νό­τα­τα εί­χε φυ­τέ­ψει ο ίδιος το βι­βλίο στο πιο απροσ­δό­κη­το ση­μείο που μπο­ρού­σε να φα­ντα­στεί κα­νείς, στην άλ­λη άκρη του κό­σμου, μό­νο και μό­νο για να προσ­δώ­σει μια νό­τα άγριας πε­ρι­πέ­τειας στην απο­στο­λή μου – ίσως και για να εξά­ψει την πε­ριέρ­γειά μου. Αυ­τό το τε­λευ­ταίο δεν ήταν απα­ραί­τη­το. Μπο­ρεί να που­λάω σπά­νια βι­βλία για να κερ­δί­σω τα προς το ζην, αλ­λά αυ­τό δεν ση­μαί­νει ότι τα αγα­πάω λι­γό­τε­ρο από εκεί­νους που τ’ αγο­ρά­ζουν. Μπο­ρώ να πε­ρη­φα­νεύ­ο­μαι πως έχω δια­βά­σει τα πε­ρισ­σό­τε­ρα και πως τα έχω φυλ­λο­με­τρή­σει όλα. Όλα εκτός από ένα, κι αυ­τό όχι από τε­μπε­λιά ή αδια­φο­ρία.

Έφυ­γα από το Μπι­κά­νερ οδη­γώ­ντας ένα σα­ρά­βα­λο που σκα­μπα­νέ­βα­ζε επι­κίν­δυ­να στους νε­ρο­φα­γω­μέ­νους χω­μα­τό­δρο­μους του Ρα­τζα­στάν. Μό­λις όμως βρέ­θη­κα στην ηρε­μία του ξε­νο­δο­χεί­ου μου στην Τζαϊ­πούρ –ο εντο­λέ­ας μου εί­χε προ­σχε­διά­σει ένα πε­ρί­πλο­κο δρο­μο­λό­γιο, προς απο­φυ­γήν δυ­σά­ρε­στων εκ­πλή­ξε­ων, όπως εί­χε πει–, δεν δί­στα­σα να ανοί­ξω το βι­βλίο που μό­λις εί­χα απο­κτή­σει για μια κοι­νή Βί­βλο και λί­γες ρου­πί­ες.
Νο­μί­ζω πως δεν χρειά­ζε­ται να το πε­ρι­γρά­ψω. Έχει προη­γη­θεί ο μελ­λο­ντι­κός του ιδιο­κτή­της, και το έκα­νε με λι­τό­τη­τα και ακρί­βεια αξιο­θαύ­μα­στη. Αρ­κεί να πω ότι απο­κοι­μή­θη­κα με το βι­βλίο ανοι­χτό πά­νω στο στή­θος μου, σε μια σε­λί­δα με επτα­ψή­φιο αριθ­μό, κο­σμη­μέ­νη με μια θλιμ­μέ­νη μά­σκα, ζω­γρα­φι­σμέ­νη με πε­νά­κι από χέ­ρι αβέ­βαιο, παι­δι­κό θα έλε­γες.

Ξύ­πνη­σα ξε­πα­για­σμέ­νος σ’ ένα στε­νό σο­κά­κι, πί­σω από ένα κα­πη­λειό, σ’ ένα ορει­νό χω­ριό της κε­ντρι­κής Ευ­ρώ­πης, όπως υπέ­θε­σα, αντι­κρί­ζο­ντας το λε­πτό στρώ­μα χιο­νιού που σκέ­πα­ζε τις στέ­γες των σπι­τιών κα­θώς και την κο­ρυ­φή με τον επι­βλη­τι­κό πύρ­γο που μό­λις ξε­χώ­ρι­ζε από πά­νω τους. Δεν έχει νό­η­μα, νο­μί­ζω, να πε­ρι­γρά­ψω το αρ­χι­κό μου σά­στι­σμα, τα αβέ­βαια βή­μα­τά μου πί­σω μπρος, τον εντει­νό­με­νο τρό­μο που μου προ­κά­λε­σε η στα­δια­κή συ­νει­δη­το­ποί­η­ση του άλ­μα­τος στον χώ­ρο και τον χρό­νο. Αυ­τά μπο­ρεί να τα υπο­θέ­σει κάλ­λι­στα ο προ­πο­νη­μέ­νος ανα­γνώ­στης. Αρ­κεί μο­νά­χα να πω πως μπή­κα στο κα­πη­λειό πρώ­τα για να ζε­στα­θώ κι έπει­τα για να σβή­σω τη δί­ψα μου, και πως ήπια την μπί­ρα μου πα­ρα­κο­λου­θώ­ντας τον άτσα­λο τρό­πο με τον οποίο μια κο­πέ­λα του χω­ριού, ονό­μα­τι Φρί­ντα, φλέρ­τα­ρε μ’ έναν αδύ­να­το τρια­ντα­πε­ντά­ρη, κα­τά πά­σα πι­θα­νό­τη­τα ξέ­νο, που προ­σπα­θού­σε να της απο­σπά­σει πλη­ρο­φο­ρί­ες για πρό­σω­πα και πράγ­μα­τα…
Ο υπο­ψια­σμέ­νος ανα­γνώ­στης θα σμί­γει τώ­ρα τα φρύ­δια του ή θα τρί­βει τον λο­βό του αυ­τιού του με ανυ­πο­μο­νη­σία, προσ­δο­κώ­ντας την επι­βε­βαί­ω­ση των υπο­θέ­σε­ών του. Θα κα­τα­λά­βει γρή­γο­ρα, του το υπό­σχο­μαι.
Εκεί­νο το βρά­δυ ξά­πλω­σα σ’ ένα αχυ­ρέ­νιο στρώ­μα κο­ντά στη σό­μπα του παν­δο­χεί­ου και ξα­νά­νοι­ξα το βα­ρύ βι­βλίο μου, ανα­ζη­τώ­ντας απε­γνω­σμέ­να μια διέ­ξο­δο, υπό το εξε­τα­στι­κό βλέμ­μα του παν­δο­χέα. Αυ­τή τη φο­ρά έπε­σα σε μια σε­λί­δα με τρι­ψή­φιο αριθ­μό για να δια­πι­στώ­σω με έκ­πλη­ξη πως η απέ­να­ντί της έφε­ρε τον ίδιο αριθ­μό υψω­μέ­νο όμως στην έκτη. Απο­κοι­μή­θη­κα προ­σπα­θώ­ντας να βρω ένα κλει­δί έστω για να απο­κρυ­πτο­γρα­φή­σω την άγνω­στη γλώσ­σα. Ξύ­πνη­σα σε από­στα­ση χι­λιά­δων χι­λιο­μέ­τρων και εκα­το­ντά­δων χρό­νων. Και –τι πε­ρί­ερ­γο!– ξύ­πνη­σα μέ­σα σ’ ένα άλ­λο παν­δο­χείο, κά­που στην καρ­διά της ιβη­ρι­κής χερ­σο­νή­σου, όπως μαρ­τυ­ρού­σαν οι φω­νές μιας ομά­δας αν­θρώ­πων που έσερ­ναν έναν κοκ­κα­λιά­ρη ηλι­κιω­μέ­νο, απο­κα­λώ­ντας τον μάλ­λον κο­ροϊ­δευ­τι­κά Ιπ­πό­τη της Ελε­ει­νής Μορ­φής, για να τον κλει­δώ­σουν σ’ ένα ξύ­λι­νο κλου­βί που εί­χαν φορ­τώ­σει στην κα­ρό­τσα μιας βοϊ­δά­μα­ξας.
Δεν χρειά­ζε­ται να πω πε­ρισ­σό­τε­ρα – έτσι δεν εί­ναι;

Την επο­μέ­νη βρι­σκό­μουν στο πλευ­ρό ενός Κο­λο­ρά­δο, ονό­μα­τι Αβε­λί­νο Αρ­ρε­δό­ντο, όπως θα μά­θαι­να αρ­γό­τε­ρα ότι τον λέ­γαν, την ώρα που σή­κω­νε το όπλο του για να σκο­τώ­σει τον πρό­ε­δρο Ιδιάρ­τε Μπόρ­δα, και την πα­ράλ­λη, ένα σαβ­βα­τιά­τι­κο πρω­ι­νό στο μελ­λο­ντι­κό Λον­δί­νο, στην οδό Γιου­νι­βέρ­σι­τι, με­τα­ξύ της Γκά­ου­ερ και της Τό­τε­ναμ Κορτ Ρό­ουντ, τη στιγ­μή που τρεις τσα­μπου­κα­λε­μέ­νοι νε­α­ροί εί­χαν στρι­μώ­ξει στον τοί­χο έναν κα­λο­βαλ­μέ­νο με­σό­κο­πο νευ­ρο­χει­ρουρ­γό, ζη­τώ­ντας του τα ρέ­στα για τον κα­τε­στραμ­μέ­νο κα­θρέ­φτη του αμα­ξιού τους…
Εκεί­νο το βρά­δυ μοι­ρά­στη­κα την υγρα­σία κά­τω από μια γέ­φυ­ρα του Τά­με­ση με κά­τι με­θυ­σμέ­νους Ιρ­λαν­δούς που δεν έκρυ­ψαν την απο­ρία τους για το γε­γο­νός πως, αντί για κά­να μπου­κά­λι, κρα­τού­σα πα­ρα­μά­σχα­λα ένα φθαρ­μέ­νο χο­ντρό βι­βλίο. Γέ­λα­σαν κα­λό­καρ­δα εις βά­ρος μου και μου πρό­σφε­ραν δυο γου­λιές από το φτη­νό τους τζιν. Για να μην τους βά­λω σε πει­ρα­σμό, όταν έγει­ρα να κοι­μη­θώ στις πα­γω­μέ­νες πλά­κες, δεν άνοι­ξα το βι­βλίο – το χρη­σι­μο­ποί­η­σα για προ­σκε­φά­λι και προ­σπά­θη­σα να ονει­ρευ­τώ μια ηλιό­λου­στη πα­ρα­λία της Με­σο­γεί­ου, χα­μο­γε­λώ­ντας στη σκέ­ψη πως, αν έπια­νε το κόλ­πο, πι­θα­νό­τα­τα θα ξυ­πνού­σα δί­πλα στο πτώ­μα κά­ποιου Άρα­βα. Ξύ­πνη­σα ξυ­λια­σμέ­νος στο ίδιο μέ­ρος το επό­με­νο πρωί, για να δια­πι­στώ­σω με έκ­πλη­ξη πως δεν εί­χα πά­ρει την πα­ρα­μι­κρή προ­φύ­λα­ξη για το πορ­το­φό­λι μου. Χα­μο­γέ­λα­σα στη σκέ­ψη πως οι ρου­πί­ες που υπήρ­χαν ακό­μα μέ­σα δεν θα τους χρη­σί­μευαν σε τί­πο­τε.

Πέ­ρα­σα την υπό­λοι­πη μέ­ρα τρι­γυρ­νώ­ντας σε μια πό­λη που δεν έβγα­ζε πλέ­ον νό­η­μα, με εξαί­ρε­ση ίσως κά­ποια κτί­ρια που εί­χαν μεί­νει αλώ­βη­τα στο πέ­ρα­σμα του χρό­νου. Ενώ εί­χα τη σπά­νια ευ­και­ρία να κρυ­φο­κοι­τά­ξω το μέλ­λον, η μό­νη μου έγνοια ήταν πώς θα μπο­ρού­σα να γυ­ρί­σω πί­σω στον χρό­νο – του­λά­χι­στον. Αν τα κα­τά­φερ­να, έπει­τα θα αρ­κού­σε να βρω έναν τρό­πο να ξε­φορ­τω­θώ απλώς το βι­βλίο.
Γύ­ρω στο σού­ρου­πο, τα βή­μα­τά μου με οδή­γη­σαν στην Ρά­σελ Σκου­έρ. Εί­χα στα­μπά­ρει μια δυο φι­λό­ξε­νες γω­νιές, όταν δια­πί­στω­σα πως ένας αστυ­νο­μι­κός με ακο­λου­θού­σε δια­κρι­τι­κά – τα ρού­χα μου, μάλ­λον, εί­χαν τρα­βή­ξει την προ­σο­χή του. Απο­φά­σι­σα να πα­ρα­στή­σω τον του­ρί­στα με ιδιαί­τε­ρες εν­δυ­μα­το­λο­γι­κές προ­τι­μή­σεις – για μια στιγ­μή, μά­λι­στα, κο­ντο­στά­θη­κα μπρο­στά σ’ ένα κτί­ριο στη βο­ρειο­δυ­τι­κή γω­νιά της, ανοί­γο­ντας το βι­βλίο μου κά­τω ακρι­βώς απ’ την μπλε πι­να­κί­δα που ενη­μέ­ρω­νε τους πε­ρα­στι­κούς πως εκεί εί­χε ερ­γα­στεί κά­πο­τε ο Τ. Σ. Έλιοτ. Ο μπά­τσος πεί­στη­κε και με άφη­σε στην ησυ­χία μου. Κα­θώς κι­νή­θη­κε βό­ρεια προς το σταθ­μό του Γιού­στον, επέ­λε­ξα να κα­τευ­θυν­θώ αντί­θε­τα, προς το Βρε­τα­νι­κό Μου­σείο, και κα­τόρ­θω­σα να τρυ­πώ­σω αθέ­α­τος στο Μά­λετ Στριτ Γκάρ­ντενς.
Το σκο­τά­δι εί­χε πια πυ­κνώ­σει, όταν άνοι­ξα το βι­βλίο στα γό­να­τά μου. Δεν μπο­ρού­σα να δια­βά­σω, εν­νο­εί­ται, οπό­τε ακού­μπη­σα την ανοι­χτή πα­λά­μη μου πά­νω στο ζε­στό χαρ­τί, σαν νε­ο­γέν­νη­το που ανα­ζη­τά πα­ρη­γο­ριά και ασφά­λεια αγ­γί­ζο­ντας το σώ­μα της μά­νας του.
Ξύ­πνη­σα χα­ρά­μα­τα κά­τω από μια κα­στα­νιά, στην αυ­λή ενός σπι­τιού στο Μα­κό­ντο, όπου ένας θη­ριώ­δης άντρας, δε­μέ­νος στο δέ­ντρο, μι­λού­σε με το φά­ντα­σμα ενός Πρου­ντέν­θιο Αγκι­λάρ, τον οποίο, απ’ τα λί­γα που κα­τά­λα­βα, εί­χε σκο­τώ­σει ο ίδιος πριν από πολ­λά χρό­νια, καρ­φώ­νο­ντάς τον μ’ ένα δό­ρυ.

Μιαν άλ­λη μέ­ρα βρέ­θη­κα κα­θι­σμέ­νος πλάι σ’ έναν σκο­τει­νό τύ­πο, στον βε­λού­δι­νο κα­να­πέ που προ­ο­ρι­ζό­ταν για τους θαυ­μα­στές του Βερ­μέ­ερ και της «Άπο­ψης του Ντελφτ» στο Μα­ου­ρί­τσχουις, την ώρα που, πί­σω μας, ένα ζευ­γά­ρι Γάλ­λων τσα­κω­νό­ταν για το αν ήταν ο Προυστ ή ο Μαλ­ρώ εκεί­νος που εί­χε χα­ρα­κτη­ρί­σει αυ­τόν τον πί­να­κα τον ωραιό­τε­ρο του κό­σμου.
Και μια νύ­χτα του Φλε­βά­ρη, κα­τέ­λη­ξα νη­στι­κός και ξυ­λια­σμέ­νος να πε­ρι­φέ­ρο­μαι για πρώ­τη φο­ρά στη ζωή μου στη Μό­σχα, ανα­ζη­τώ­ντας κα­τα­φύ­γιο απ’ την πα­γω­νιά, την ώρα που ο σύ­ντρο­φος Του­λά­γεφ –έτσι τον εί­χε απο­κα­λέ­σει ο οδη­γός του τη στιγ­μή που έβγαι­νε απ’ το αμά­ξι του, μπρο­στά μου–, ένας χο­ντρός με γού­νι­νο παλ­τό και αστρα­κάν σκού­φο και τον χαρ­το­φύ­λα­κά του υπό μά­λης, έπε­φτε νε­κρός από το όπλο ενός νε­α­ρού που λί­γο πριν βά­δι­ζε αμέ­ρι­μνος πλάι μου και τώ­ρα, πε­ρισ­σό­τε­ρο έκ­πλη­κτος πα­ρά πα­νι­κό­βλη­τος, έσπευ­δε να χα­θεί στο σκο­τά­δι. Λί­γο έλει­ψε να μπλέ­ξω στο παν­δαι­μό­νιο που ακο­λού­θη­σε, κα­θώς ο Του­λά­γεφ ήταν μέ­λος της Κε­ντρι­κής Επι­τρο­πής. Εκεί­νη τη νύ­χτα συ­νει­δη­το­ποί­η­σα πως έπρε­πε να εί­μαι πο­λύ προ­σε­κτι­κός αν ήθε­λα να γυ­ρί­σω κά­πο­τε πί­σω.

Νο­μί­ζω πως δεν χρειά­ζε­ται να πε­ρι­γρά­ψω έναν προς έναν τους σταθ­μούς αυ­τού του με­γά­λου, μαρ­τυ­ρι­κού τα­ξι­διού. Αρ­κεί να πω πως πέ­ρα­σα απ’ το Κο­μπρέ, μια κω­μό­πο­λη που τό­τε δεν ονο­μα­ζό­ταν ακό­μα έτσι, πως στά­θη­κα δί­πλα σε μια νέα κο­πέ­λα σ’ ένα δρό­μο της Πε­τρού­πο­λης, μπρο­στά απ’ το αστυ­νο­μι­κό τμή­μα, όσην ώρα ο Ρο­ντιόν Ρο­μά­νο­βιτς ομο­λο­γού­σε το έγκλη­μά του, πως πέ­ρα­σα έξω απ’ την παμπ του Ντέι­βι Μπερν, 16 Ιου­νί­ου στο Δου­βλί­νο, πως νό­τι­σαν τα ρού­χα μου απ’ την κα­τα­χνιά που σκέ­πα­ζε Χρι­στου­γεν­νιά­τι­κα την απο­βά­θρα του Να­ντά­κετ.

Ο προ­τε­λευ­ταί­ος μου σταθ­μός ήταν το Βε­ρο­λί­νο, όπου υπήρ­ξα μάρ­τυ­ρας μιας κα­τα­δί­ω­ξης δύο αυ­το­κι­νή­των. Ένας σω­μα­τώ­δης άντρας σπρώ­χτη­κε έξω από το πρώ­το και, κρε­μα­σμέ­νος από το μαρ­σπιέ, χτυ­πή­θη­κε βά­ναυ­σα από κά­ποιον από τους επι­βά­τες του, για να κυ­λή­σει στο οδό­στρω­μα, κά­τω από τις ρό­δες του δεύ­τε­ρου…

Βρή­κα κα­τα­φύ­γιο σ’ ένα κοι­μη­τή­ριο στην Φρί­ντεν­στρά­σε κι αφέ­θη­κα να πα­ρα­συρ­θώ σε σκέ­ψεις για τη σχέ­ση του ύπνου με τον θά­να­το. Ήμουν εξα­ντλη­μέ­νος. Κι όμως, εί­χα την έντο­νη πα­ρόρ­μη­ση ν’ αρ­χί­σω να σκά­βω με τα χέ­ρια, να σκά­ψω μέ­χρι το ξη­μέ­ρω­μα και, λί­γο πριν με βρει το φως, να πα­ρα­χώ­σω το τε­ρα­τώ­δες βι­βλίο βα­θιά στο χώ­μα και να το ξε­χά­σω για πά­ντα. (Απο­ρώ πώς ο μελ­λο­ντι­κός ιδιο­κτή­της του δεν σκέ­φτη­κε αυ­τή τη λύ­ση! Ίσως μό­νο και μό­νο για να μη χά­σει την ευ­και­ρία να σκα­ρώ­σει εκεί­νο το ευ­φυο­λό­γη­μα με τον άπει­ρο κα­πνό που θα μπο­ρού­σε να πνί­ξει τον πλα­νή­τη…) Με συ­γκρά­τη­σε η σκέ­ψη πως μάλ­λον δεν θα ξε­χνού­σα πο­τέ και, δευ­τε­ρευό­ντως, το γε­γο­νός πως το Βε­ρο­λί­νο εκεί­νης της επο­χής ίσως δεν απο­τε­λού­σε το πιο φι­λό­ξε­νο μέ­ρος για κά­ποιον που ερ­χό­ταν από τό­σο μα­κριά όπως εγώ. Ακού­μπη­σα το βι­βλίο στο χώ­μα, το άνοι­ξα στη μέ­ση κι ακού­μπη­σα το μά­γου­λό μου στις σε­λί­δες του. Προ­τού με κα­τα­βάλ­λει η κού­ρα­ση, πρό­λα­βα να προ­σευ­χη­θώ. Ζή­τη­σα απ’ τον Δη­μιουρ­γό, όπως κι αν λέ­γε­ται, όποιος κι αν εί­ναι, να μ’ απαλ­λά­ξει απ’ το βα­ρύ φορ­τίο μου, να μου δώ­σει τον μί­το για να βγω…

Κι έπει­τα ξυ­πνάω μέ­σα σ’ έναν κή­πο με δια­κλα­δω­τά μο­νο­πά­τια, δια­τη­ρώ­ντας όμως ακέ­ραιη την πε­ποί­θη­ση πως ονει­ρεύ­ο­μαι. Δια­λέ­γω κά­ποιο στα δε­ξιά μου και λί­γο αρ­γό­τε­ρα παίρ­νω τον δε­ξιό του κλά­δο. Κά­πο­τε βγαί­νω σ’ ένα ξέ­φω­το. Στο μέ­σον του δε­σπό­ζει ένα ξύ­λι­νο πε­ρί­πτε­ρο, όπου ένας μι­σό­τυ­φλος ηλι­κιω­μέ­νος άντρας, τον οποίο έχω την έντο­νη αί­σθη­ση πως κά­που τον γνω­ρί­ζω, ζω­γρα­φί­ζει πα­θια­σμέ­να πά­νω σε μια τε­ρά­στια επι­φά­νεια. Από μα­κριά έχω την αί­σθη­ση πως ζω­γρα­φί­ζει ένα πορ­τρέ­το, αλ­λά όσο πλη­σιά­ζω αρ­χί­ζω να δια­κρί­νω πως πρό­κει­ται για ένα αχα­νές το­πίο. Με αντι­λαμ­βά­νε­ται και στρέ­φει το κε­φά­λι. Ζη­τά­ει να μά­θει ποιος εί­μαι. Αρ­χί­ζω να του εξη­γώ, αλ­λά δεν μ’ αφή­νει να τε­λειώ­σω. Μου ζη­τά­ει να πλη­σιά­σω, παίρ­νει το χέ­ρι μου μέ­σα στα δι­κά του και μ’ ένα γλυ­κό, πα­ρη­γο­ρη­τι­κό χα­μό­γε­λο ζη­τά­ει να μά­θει αν έχω χα­θεί, αν και ού­τε αυ­τή τη φο­ρά πε­ρι­μέ­νει απά­ντη­ση. Απλώ­νει το γέ­ρι­κο χέ­ρι του με σι­γου­ριά στην κά­τω αρι­στε­ρή με­ριά του πυ­κνού σχε­δί­ου του. Σκύ­βω και προ­σπα­θώ να δια­κρί­νω τι μου δεί­χνει. Όσο πλη­σιά­ζω όμως τό­σο το σχέ­διό του θο­λώ­νει.

Ανοι­γο­κλεί­νω τα μά­τια μου για να δω κα­λύ­τε­ρα και δια­πι­στώ­νω πως βρί­σκο­μαι στη δια­σταύ­ρω­ση των οδών Μέ­χι­κο και Πε­ρού, στο Μπου­έ­νος Άι­ρες. Το βα­ρύ βι­βλίο βρί­σκε­ται κά­τω απ’ την αρι­στε­ρή μα­σχά­λη μου, αλ­λά η αί­σθη­ση πως ονει­ρεύ­ο­μαι δια­τη­ρεί­ται αναλ­λοί­ω­τη. Απο­φα­σί­ζω να κά­νω έναν ανα­γνω­ρι­στι­κό πε­ρί­πα­το, ωστό­σο πριν κά­νω δέ­κα βή­μα­τα αντι­κρί­ζω το κτή­ριο της Βι­βλιο­θή­κης. Έχω ξα­να­βρε­θεί εδώ, πά­νε κά­μπο­σα χρό­νια, ανα­ζη­τώ­ντας στοι­χεία για κά­ποιες χα­μέ­νες επι­στο­λές του Μπο­λί­βαρ. Εί­χα απευ­θυν­θεί τό­τε σε έναν εξυ­πη­ρε­τι­κό υπάλ­λη­λο που, λί­γο αρ­γό­τε­ρα, αντί να μου φέ­ρει το ιστο­ρι­κό σύγ­γραμ­μα που εί­χα ζη­τή­σει, με προ­έ­τρε­ψε να τον ακο­λου­θή­σω στο γρα­φείο του διευ­θυ­ντή του… Εί­χα αρ­νη­θεί, κα­θώς το τε­λευ­ταίο που χρεια­ζό­μουν ήταν να διαρ­ρεύ­σει το εν­δια­φέ­ρον μου για τις επι­στο­λές. Ο υπάλ­λη­λος εί­χε προ­σπα­θή­σει φι­λό­τι­μα να με πεί­σει πως ο διευ­θυ­ντής του ήταν ένας εξαι­ρε­τι­κός άν­θρω­πος με γνή­σιο εν­δια­φέ­ρον για σπά­νια ή χα­μέ­να βι­βλία…

Δεν δί­στα­σα λε­πτό. Μπή­κα στη Βι­βλιο­θή­κη και ζή­τη­σα να δω τον διευ­θυ­ντή. Μια με­σό­κο­πη υπάλ­λη­λος με γυα­λιά από ταρ­τα­ρού­γα θέ­λη­σε να μά­θει αν ο διευ­θυ­ντής με πε­ρί­με­νε. Της εί­πα πως όχι και τό­τε θέ­λη­σε να μά­θει αν με γνώ­ρι­ζε του­λά­χι­στον. Της εξή­γη­σα όσο πιο πει­στι­κά μπο­ρού­σα πως τον εί­χα επι­σκε­φτεί πριν από χρό­νια και πως μπο­ρού­σα μό­νο να ελ­πί­ζω πως θα με θυ­μό­ταν. Έβγα­λε τα γυα­λιά της λες κι αυ­τό θα τη βοη­θού­σε να σκε­φτεί κα­λύ­τε­ρα και, δα­γκώ­νο­ντας τρυ­φε­ρά την άκρη του σκε­λε­τού, μου εί­πε πως εν­νο­ού­σα πι­θα­νό­τα­τα τον προ­κά­το­χό του, αφού ο τω­ρι­νός διευ­θυ­ντής εί­χε ανα­λά­βει το πό­στο του πριν από ενά­μι­ση μό­λις χρό­νο. Σε κά­θε πε­ρί­πτω­ση, διευ­κρί­νι­σε, αν ήθε­λα να τον δω θα έπρε­πε να ξα­νάρ­θω την επο­μέ­νη, κα­θώς ο διευ­θυ­ντής, ο νέ­ος διευ­θυ­ντής, βρι­σκό­ταν εκεί­νη την ώρα σε ρα­ντε­βού στο υπουρ­γείο. Πριν φύ­γω, με ρώ­τη­σε αν η επί­σκε­ψή μου εί­χε να κά­νει με το χο­ντρό βι­βλίο που έσφιγ­γα πά­νω στο στή­θος μου. «Και ναι και όχι» της απά­ντη­σα. «Έχει να κά­νει με όλα τα βι­βλία». Βγή­κα, αφή­νο­ντάς την να μα­σου­λά­ει προ­βλη­μα­τι­σμέ­νη τα γυα­λιά της.


Χρειά­στη­κα λι­γό­τε­ρο από σα­ρά­ντα οκτώ ώρες για να ανα­κα­λύ­ψω πως ο προη­γού­με­νος διευ­θυ­ντής έμε­νε –τι πιο φυ­σι­κό!– δυο στε­νά μό­λις πιο πέ­ρα από τη βι­βλιο­θή­κη, στην οδό Μπελ­γρά­νο. Άυ­πνος και νη­στι­κός, στα όρια της εξά­ντλη­σης, ανέ­βη­κα με κό­πο στον τέ­ταρ­το όρο­φο και χτύ­πη­σα το κου­δού­νι του.
Του έδει­ξα το τρο­με­ρό βι­βλίο απο­φεύ­γο­ντας να απο­κα­λύ­ψω όλη την αλή­θεια σχε­τι­κά με την προ­έ­λευ­σή του, προει­δο­ποιώ­ντας τον όμως εμ­μέ­σως για τις ιδιό­τη­τές του.
Ήταν τό­σο φα­νε­ρό πως το ήθε­λε ώστε αρ­κού­σε να ανε­χτώ για λί­γο μό­νο τα τε­λευ­ταία σκιρ­τή­μα­τα της αμ­φι­βο­λί­ας του και να απαλ­λα­γώ για πά­ντα.
Με­τα­ξύ άλ­λων, πιά­σα­με κου­βέ­ντα για την Ιν­δία, την πα­τρί­δα μου τη Σκω­τία και τα διά­ση­μα τέ­κνα της. Ήταν ολο­φά­νε­ρο πως προ­σπα­θού­σε να με εντυ­πω­σιά­σει με τις γνώ­σεις του, ενώ ταυ­το­χρό­νως ανέ­βαλ­λε απλώς το ανα­πό­φευ­κτο. Τε­λι­κά, κά­ποια στιγ­μή με ρώ­τη­σε, τά­χα αδιά­φο­ρα, αν σκό­πευα να προ­σφέ­ρω το βι­βλίο στο Βρε­τα­νι­κό Μου­σείο.
Χα­μο­γέ­λα­σα. «Το προ­σφέ­ρω σ’ εσάς» του εί­πα.
Ζή­τη­σα ένα εσκεμ­μέ­να ιλιγ­γιώ­δες πο­σό. Δεν έδει­ξε να ξαφ­νιά­ζε­ται. Δεν ήταν για­τί το θε­ω­ρού­σε λο­γι­κό. Ήταν επει­δή γνώ­ρι­ζε πως του ήταν αδύ­να­τον να πλη­ρώ­σει ακό­μα κι ένα λο­γι­κό πο­σό γι’ αυ­τό το βι­βλίο. Ακρι­βώς επει­δή το γνώ­ρι­ζε, έσπευ­σε χω­ρίς τσι­ρι­μό­νιες να δια­τυ­πώ­σει τη δι­κή του προ­σφο­ρά: τη σύ­ντα­ξή του, που μό­λις εί­χε ει­σπρά­ξει, και μα­ζί τη Βί­βλο του Γουί­κλιφ με τους γοτ­θι­κούς χα­ρα­κτή­ρες.

«Γοτ­θι­κός Γουί­κλιφ!» ψι­θύ­ρι­σα, με συ­γκρα­τη­μέ­νη τά­χα έκ­πλη­ξη, όπως επέ­βαλ­λε το τε­λε­τουρ­γι­κό.

«Την κλη­ρο­νό­μη­σα από τους προ­γό­νους μου» πρό­σθε­σε χα­μο­γε­λώ­ντας. Δεν το έκα­νε για να ξορ­κί­σει την κα­τά­φω­ρη αντί­φα­ση ανά­με­σα στην πε­νι­χρή του σύ­ντα­ξη και το γε­γο­νός ότι κα­τεί­χε ένα τό­σο πο­λύ­τι­μο βι­βλίο. Προ­φα­νώς το έκα­νε για να μου δεί­ξει πως ανα­γνώ­ρι­ζε το παι­χνί­δι που παί­ζα­με.
Εν­νο­εί­ται πως δέ­χτη­κα. Φλυα­ρή­σα­με ακό­μα λί­γο, μό­νο και μό­νο για να απο­δεί­ξου­με πως κα­νείς απ’ τους δυο δεν βια­ζό­ταν να ξε­μπερ­δέ­ψει με ένα το δί­χως άλ­λο απο­δο­τι­κό πα­ζά­ρι.
Κι έπει­τα έφυ­γα. Ού­τε το όνο­μά μου δεν ζή­τη­σε να μά­θει.

ΥΣΤΕ­ΡΟ­ΓΡΑ­ΦΟ

Αν με εντυ­πω­σί­α­σε κά­τι στη δι­κή του εξι­στό­ρη­ση εί­ναι ασφα­λώς η κομ­ψή πι­ρου­έ­τα της αρ­χής με την οποία ξορ­κί­ζει το φά­ντα­σμα της αλη­θο­φά­νειας. Θα μπο­ρού­σα κάλ­λι­στα με τη σει­ρά μου να πω κι εγώ πως η ιστο­ρία μου εί­ναι αλη­θι­νή… Αφε­νός, όμως, απε­χθά­νο­μαι τις βα­ρύ­γδου­πες δη­λώ­σεις, αφε­τέ­ρου, απ’ την ώρα που βγή­κα απ’ τον λα­βύ­ριν­θο στον οποίο με εί­χε κα­τα­δι­κά­σει ένα πά­θος πα­ρά­φο­ρο, δεν έπα­ψα στιγ­μή να σκέ­φτο­μαι πως ίσως και να μην εί­μαι πα­ρά το απο­κύ­η­μα της φα­ντα­σί­ας του αν­θρώ­που στον οποίο κα­τέ­φυ­γα για να ξε­φύ­γω – ενός μι­σό­τυ­φλου ζω­γρά­φου που νο­μί­ζει πως αντι­γρά­φει τον κό­σμο ενώ όλοι βλέ­πουν πως ζω­γρα­φί­ζει απλώς ένα πορ­τρέ­το κα­τ’ ει­κό­να και ομοί­ω­σή του. 

ΒΡΕΙ­ΤΕ ΤΑ ΒΙ­ΒΛΙΑ ΤΟΥ Νί­κου Πα­να­γιω­τό­που­λου ΣΤΟΝ ΙΑ­ΝΟ.

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: