Τι ανοησίες με αφήνεις να σκέφτομαι!
Χωρίς να έχει καν βραδιάσει.
Τα ηλιόλουστα απογεύματα,
τα τζάμια φαίνονται πιο βρώμικα από πριν·
συνέχεια κλειστά.
Τα λέρωσε η βροχή ή μήπως
η σκόνη της ακίνητης μέρας;
Μια τριανταφυλλιά σκαρφαλώνει στο καινούριο μας μπαλκόνι·
στην αρχή θέλαμε να την κόψουμε, τη φοβηθήκαμε
έτσι μεγάλη και καλπάζουσα αλλά
μας έπεισαν να την κρατήσουμε, επέμεναν πως
ανθίζοντας αραιά και πού, γεμίζει
ροδοκόκκινη ζωή την πρόσοψη.
Τα αγκάθια της όμως παραμένουν επιθετικά.
Είναι παντού και
κάθε φορά που την πλησιάζω, κάποιο
θα καταφέρει να μου αφήσει το σημάδι του·
σαν χάδι, υπενθύμιση ή ευχαριστώ, για όσα κλαδιά
επιτρέπουμε
να στηρίζονται στα κάγκελά μας.
Μέχρι προχθές, που απροειδοποίητα και κάπως λυρικά
τρύπωσε μια αγκίθα στον δεξί μου δείκτη.
Από τότε,
τα πέταλά της μοιάζουν να μαραίνονται κι εγώ
σταμάτησα να τρώω.
Όλο διψάω για δροσερό νερό και όταν βρέχει, βγαίνω
να κοιτάξω το θολωμένο τοπίο ή να νιώσω
με την όσφρηση και την αφή
το νωπό χώμα.
Σιγά σιγά τα πόδια μου μακραίνουν, περιπλέκονται,
βυθίζονται στο πάτωμα. Τα βρεγμένα ρούχα,
στο σώμα ή στα χέρια, γίνονται απαλά ποτισμένα φύλλα
(αυτή την ακατοίκητη άνοιξη της ησυχίας), ενώ
τα δάχτυλα, τα μάτια και τα μαλλιά
γεμίζουν μπουμπούκια από ακουαρέλα και τέμπερα.
Ο ήλιος
υπήρξε πολύ ενοχλητικός τις τελευταίες μέρες
και τώρα, που του γυρίσαμε
την πλάτη, έφυγε.