Πήγαινε ’κει. Στα μέρη που εύχεσαι να ξαναγεννηθείς. Με τίποτα μη φοβηθείς. Το χρόνο που κυλά πάνω απ’ τους περιπάτους σου θα νιώσεις. Θα υποχωρήσει η απρέπειά σου, θα πάρει χρώμα η μετάνοιά σου. Αργά ή γρήγορα, σ’ αυτή την πόλη, το κάθε βήμα θα γενεί και μία προσευχή. Αλλά εγώ είμαι μάντισσα. Ελπίδα προσφέρω, το κάθε ψέμα ξέρω. Φύγε και δες της μοίρας το γραφτό...
Άντε, ας σωπάσουμε. Σώπα. Τα μάτια σου στρέφονται στον τοίχο. Φυλάκισα το καθετί σου με του λαιμού μου το κολιέ. Τον τοίχο κοίταξε, μην κλαις. Γιατί στην πόλη τούτη δεν ήρθα εγώ για σένα. Αστράφτει σαν σπαθί το μεγαλόπρεπο ψαλίδι που σου δώσαν για να μου κόψεις τα μαλλιά. Αυτή ’ναι η γητειά, όλα από σένα καμωμένα.
Στο Μάρντιν έπιασα ένα δωμάτιο. Τις μέρες του χειμώνα πότιζα τις πληγές μου νερό ζαχαρωμένο. Με του ανέμου τη λαλιά γέμιζα το φλιτζάνι του καφέ. Κι έκανα ανάποδες ευχές.
Μέσα μου ξεπετάγονταν δέντρα γυμνά. Κομμάτι κομματάκι μου σπάγαν τις αρθρώσεις. Και σκέφτονταν πως στέναζα όπως αν συναντούσα τον αγαπημένο μου, όπως αν τον περίμενα κι από τη γλώσσα μου έβγαιναν όρκοι ιεροί.
Είμαι στην πόλη των ονείρων μου. Στις πέντε το πρωί, το Μάρντιν μέσα σε χρυσή ομίχλη. Χάθηκε σε λευκό, λευκό, λευκό ανατριχιαστικό κενό. Μες στην ομίχλη αυτή έκανα απλωτές. Φίδια σεργιάνιζαν μαβιά, άλικα και κιτρινωπά. Φιλιόμασταν κουλουριαστά. Στα χείλη μου χίμηξε ο ντελβές. Χίμηξαν κι οι λεκέδες απ’ τις κουρτίνες του ξενώνα.
Χαίτες χύνονται πάνω μου οι αραβικές, συριακές, αρμενικές, οι κουρδικές κι οι τουρκικές λαλιές. Μάθετε πως κανείς και τίποτα δεν είμαι. Άγλωσση είμαι!
[ Αποσπάσματα από την 6η έκδοση της συλλογής Ονειρότοιχοι (Rüya duvarları), εκδ. Altikirbes Yayin 2016 ]