î
Στα μέσα της δεκαετίας του ΄80, τότε που έζησα για δύο χρόνια στο Cambridge της Αγγλίας, στη διάρκεια μιας μέρας, έζησα δύο γεγονότα που είναι αδύνατο να ξεχάσω. Ένα πρωί, μάλλον στα τέλη του ΄85, είδα στο κέντρο της βιτρίνας του μικρού Heffers, –όχι εκείνου του τεράστιου επίγειου «παραδείσου» της Trinity Street–, ανοιγμένο σε μία τυχαία σελίδα, το μεγάλου μεγέθους βιβλίο με φωτοτυπίες δακτυλόγραφων με τις γενναίες διαγραφές ή και διορθώσεις του Pound στην Έρημη Χώρα του Έλιοτ. Το ήξερα από δεξιά και αριστερά, είναι η αλήθεια, αλλά άλλο είναι να ξεφυλλίζεις την πραγματικότητα. Ανανέωσα έτσι τη μόνιμη αίσθηση φθοράς και καταστροφής που παιδιόθεν με διακατέχει, όχι μόνο με την Έρημη Χώρα, αλλά και κοιτάζοντας πιο πέρα τον ποταμό Cam που περνάει ανάμεσα από κολέγια, βιβλιοθήκες, διάσπαρτους ναούς της σοφίας του κόσμου αυτού και έχοντας την πεποίθηση πως όλα θα τα παρασύρει μια μέρα, ή, μάλλον, τα παρασέρνει συνεχώς κι εκείνα ξαναγεμίζουν με μιλιούνια σελίδες και πάλι από την αρχή. Όπως στο μύθο με τον Σίσυφο. Και τα πηγαίνει είτε προς τις ωκεάνιες ροές είτε προς τους ποταμούς των γαλαξιών του σύμπαντος. Πολλοί λένε για να μη χαθούν. Την ανανέωσα αυτή την πεποίθηση κοιτάζοντας εκείνη την πολυώροφη University Library με την οξυκόρυφη απόληξη, σα διαστημόπλοιου της φαντασίας ενός Ιουλίου Βερν, έτοιμου να φύγει προς το σύμπαν, μαζί με όλη τη γνώση του μάταιου αυτού κόσμου. Αυτή η απόληξη φαινόταν σταδιακά πλησιάζοντας την πόλη από τους αγρούς και τη λιμνούλα με κύκνους του χωριού Granchester, όπου, λένε, πήγαινε ερωμένες ο Μπάυρον εκείνη την εποχή.
Με αυτές τις σκέψεις το βράδυ της ίδιας μέρας, όπως το συνήθιζα μερικές φορές, πήγα για φαγητό στο University Center, ένα κτήριο ακραίου μπρουταλισμού (τσιμέντο γριζωπό, ξύλο, γυαλί), πλάι στο ποτάμι Cam, τη γέφυρα της Silver Street και το κολέγιο Darwin. Για να το βρείτε στους χάρτες... Εκεί λοιπόν, από τον διάδρομο της τραπεζαρίας του πρώτου ορόφου, βλέπω ένα αναπηρικό καροτσάκι που το κουμαντάριζε μία γυναίκα και στο καροτσάκι ένα εντελώς περίεργο ον, γερμένο προς τα δεξιά, με ένα κεφάλι σα κόκκινη μάζα με μάτια και μαλλιά και μπροστά του ένας υπολογιστής με κάτι σαν ηχοσύστημα. Η γυναίκα προσπαθούσε να τον ταίσει, αλλά η μισή κουταλιά έφευγε προς την πετσέτα που ήταν περασμένη στο λαιμό του. Που και πο'υ ακουγόταν κάτι σαν μακρόσυρτος βρυχηθμός. Ήταν η μετατροπή των γραμμάτων σε ήχο… Σιγά σιγά έμαθα ποιός είναι. Τότε η φήμη του δεν είχε πάρει ακόμη παγκόσμιες διαστάσεις. Θα περιοριζόταν, υποθέτω, στον κύκλο των ειδικών.
Τελευταία, είχα δει τη βιογραφία του στο σινεμά και προσπάθησα να δω βιβλία του και κυρίως εκείνο για το χρόνο που είναι για το ευρύ κοινό και προσπελάσιμο σε μένα. Υποθέτω. Οπότε στις μέρες μας, ένα βράδυ, μην έχοντας αλλάξει μυαλά, είδα όνειρο όπου του έβαζα συνεχώς ερωτήσεις, εντελώς επιθετικά και αυτός έμενε σύξυλος και άναυδος:
–– Δε μου λέτε κύριε Hawking:
Τι είναι ψυχή; Υπάρχει και πού πάει όταν πεθαίνουμε;
Το σύμπαν ως πότε θα διαστέλλεται; Θα σταματήσει κάποτε και θα επανέλθει στην κατάσταση από την οποία ξεκίνησε πριν 13 και μισό δισεκατομμύρια χρόνια;
Μας βλέπουν κάποιοι εξωγήινοι; Εμείς γιατί δεν τους βλέπουμε;
Θα χαθούμε κάποτε ακόμη και αν μεταναστεύσουμε σε άλλους πλανήτες;
Τι γνώμη έχεις για κείνο τον πάπυρο με απόσπασμα από τον Αλκμάνα; Για το ποίημα του Παρμενίδη;
Τι θα γίνει με όλη τη γνώση, τα κείμενα και ό,τι έχουν σωρεύσει οι αιώνες;
Και άλλα τον ρωτούσα αλλά δεν τα θυμάμαι πια.
(Μάρτιος / Απρίλιος 2020)