Εχτές όπου όδευα προς την οδόν των Φιλελλήνων, ηχηρή η άσφαλτος κάτω απ' τα πόδια και από τα πλακάκια της πλατείας δεν ηκούοντο ούτε γουργουρητά περιστεριών, μεσ' στην καρδιά των Αθηνών, μεσ' στην καρδιά του βροχερού Απριλίου.
Λόγω της χαμηλής θερμοκρασίας και της υψηλής υγρασίας, η καραντίνα ήτο πλήρης. Αίφνης μία κηδεία πέρασε. Οπίσω της ακολουθούσε ένα αυτοκίνητο με δύο μόνο μελανειμονούσας και ενώ στα αυτιά μου έφθαναν ριπαί πνιγμένων θρήνων, το αυτοκίνητον έστριψεν εις την οδόν Μητροπόλεως προς εξόδιον ακολουθίαν. Τότε, τότε λέγω, από την γωνίαν πρόβαλε ένας ταχυδρομικός διανομέας (άγνωστός μου) γυρτός από το βάρος του εμφόρτωτου ταχυδρομικού σακιδίου του, με άγχος κοιταχθήκαμε στα μάτια, ο ένας του άλλου προσπαθώντας την σκέψι να μαντεύση. Έπειτα, διαμιάς, ως επέλασις ψυχρού κύματος, η ταραχή εξευράσθη εις το πεζοδρόμιον, όπου η αφετηρία του λεωφορείου δια Πειραιά.
Ήτο Απρίλιος άρτι γεννηθείς, φέρων στεφάνον νόσου και απειλής. Εις την οδόν δεν διήρχοντο λεωφορεία, η αφετηρία ήτο κενή ως μέλανα ψυχή, δεν υψούντο οσμές από άνδρας λογής-λογής, κούρους λιγνούς και άρρενας βαρείς, από οικοκυράς χονδράς ή σκελετώδεις και από πολλάς νεάνιδας, εις των οποίων τους σφικτούς γλουτούς και τα σφύζοντα στήθη, άπαντες οι φλεγόμενοι νέοι, όλοι στητοί ως Ηρακλείς ροπαλοφόροι, σκοπίμως και εκστατικώς ορέγονται επαφάς – ψαύσεις, συνθλίψεις και προστρίψεις.
Ναι, ήτο Απρίλιος. Και όχι μόνον η οδός των Φιλελλήνων, μα και η Ντάπια του Μεσολογγιού, η ιχθυόσκαλα του Κερατσινίου, των Ψαρών η ολόμαυρη ράχη, η μάχη του Σκρα, το έπος της Αλβανίας, η αγορά του Ρέντη, έλιωναν εις τον πυρετόν του ιού εις την ανεξήγητη σιγή που περιβάλλει τας πυραμίδας των Αζτέκων και τας μονάς του Νεπάλ.
Και, ω! Το θερμόμετρον άρχισεν να ανέρχεται συνεχώς. Δεν ήτο θάλπος, αλλά ζέστη – η ζέστη που γεννούσε η εμφάνιση της Στυλιανής, ορθοτομούσης την γοργήν αναπνοήν μου ως λάβαρον του Παλαιών Πατρών Γερμανού, ο δρόμος μεμιάς εφλέγετο. Και κάθε βήμα της Στυλιανής, ελαφρόν και υψίσυχνον ηκούετο σαν τέττιξ ζωηρός μέσ' στην ψυχή μου: ήρχετο μοιραίως και αναποδράστως εις την αφετηρίαν. Τα πάντα ήσαν πλέον εναργή, απτά και διά της οράσεως ακόμη, τόσον πολύ ώστε ο στέφανος της νόσου εξητμίζετο ολοσχερώς υπό το ίσον φως.
Τότε εγώ, με ισχυρόν παλμόν καρδίας, ακίνητος εις την αφετηρίαν, ως άνθρωπος που δέχεται αποκάλυψιν καρδίας ή ως κάποιος που βλέπει να γίνεται μπροστά του ο χαλασμός του ιού, ανέκραξα κάθιδρως: "Στυλιανή! Στυλιανή, Θεά μου! Ο καύσων που κομίζεις χρειάζεται για να υπάρξη τέτοιο φως! Το φως αυτό χρειάζεται, τώρα για να γίνη μια δόξα κοινή, μια δόξα πανανθρώπινη, η δόξα των Ελλήνων, που πρώτοι, είμαι βέβαιος, αυτοί, στον κόσμον εδώ κάτου, έκαμαν οίστρο της ζωής τον φόβο του θανάτου".