Γκιόστρα
Κατέβηκε μετά απ’ το κάδρο του εκείνος, ο λυράρης της γιορτής. Αυτός, ο όρθιος, με το χαμόγελο πάνω απ’ το πιγούνι που κρατεί τη λύρα μες στους γαμηλιώτες με τα καλοξυρισμένα πρόσωπα, φορώντας το σαρίκι με τα κρόσσια ανάκατα με τα μαλλιά, φρεσκοβαμμένα τα στιβάνια του και όμορφα στριμμένο το μουστάκι. Κι άρχισε να μονολογεί λόγια του Ερωτόκριτου μέσα στα κοιμισμένα σου αυτιά. Κι αυτά τα λόγια πιάνανε γερά στα μπεντενάκια των αυτιών σου, όπως και στ’ άλλα, της ψυχής, κι εσύ κοιμόσουνα κι οι χτίστες χτίζανε, και ξεκουκίζαν σκόρπιες προσευχές απ’ τους αιώνες που περάσανε με μιαν αναπνοή, και σε νανούριζαν όλοι έναν γύρο, μωρό σε κούνια κρεμασμένη στον ουρανό του λυρισμού, μια στη χαρά, μια στη λύπη, πάντοτε όμως μες στο σύμπαν μιας καλότητας, που σαν Εκείνη στον κόσμο καμιά. Και λέγαν τα ακατανόητα:
Μοίρα μου, κι' ἴντα λείπεσαι νὰ κάμης μπλιὸ σ' ἐμένα;
τὴ
σήμερο μ' ἐνίκησες, κι' ὄχι στὰ περασμένα.
Ὅ,τι κι' ἂν
εἶχα
πῆρες τα, ἴντ' ἄλλο σ' ἀπομένει,
κι ἴντα ἀνιμένει μπλιὸ νὰ δῆ ἕνας ὁποὺ κερδαίνει;
Δὲν
εἶν' στὸν Ἅδη ριζικά, δὲν εἶν' στὸν
Ἅδη
μοῖρες,
δὲν
εἶν' στὸν Ἅδη κέρδητα, καὶ σώνει σ' ὅ,τι πῆρες.
και δίπλα σ’ ετούτα:
Ἐφάνη ὁλόχαρη ἡ
αὐγή, καὶ
τὴ
δροσούλα ρίχνει,
σημάδια τῆς
ξεφάντωσης κείνη τὴν ὥρα δείχνει.
Χορτάρια βγήκασι στὴ
γῆς, τὰ
δεντρουλάκια ἀθίσα,
κι ἀπὸ τς ἀγκάλες τ'οὐρανοῦ γλυκὺς βορρὰς ἐφύσα,
τὰ
περιγιάλια λάμπασι, κι ἡ θάλασσα κοιμᾶτο,
γλυκὺς σκοπὸς εἰς
τὰ
δεντρὰ κι εἰς τὰ νερὰ γροικᾶτο·
Ερωτόκριτος (Ε 1007-1010, Ε 1033-1034 και Ε 769-774), από την έκδοση του Στέφανου Ξανθουδίδη του 1915)