Οι λουόμενες ξυπόλητες της πραγματικής ζωής εντοπίζονταν φυσικά (και ομόρφαιναν) τις παραλίες και τις πισίνες της υφηλίου, αλλά στην σινεματική πλευρά του κόσμου μπορούσε κανείς με εξονυχιστική αναζήτηση να ανακαλύψει λουτρά ποδιών, εκτός από τις μπανιέρες, σε λίμνες, στέρνες και βαρέλια, στην γλυκιά αυταπάτη της εισβολής σε πεντακάθαρες ιδιωτικές στιγμές.
Μια τέτοια γυναίκα λάτρεψα στην ταινία The Ballad of Cable Hogue και αμέσως πήρα την θέση του προσφιλούς μου Jason Robards. Αναζητούσα νερό στην έρημο της Αριζόνα κι όταν το βρήκα κατασκεύασα την δική μου όαση στην μέση του πουθενά, κάπου ανάμεσα σε εξίσου απόμακρες πόλεις. Μ’ έλεγαν Cable Hogue κι ήμουν ένας αντικοινωνικός, αγράμματος, συνηθισμένος άντρας που προτιμούσε να ζει στην ερημιά παρέα με τις σαύρες. Με την κοινωνία ήθελα ελάχιστες επαφές: μου αρκούσε να φτιάξω ένα σταθμό να παρέχει νερό για τους ταξιδευτές και τα άλογά τους. Έτσι, ναι· θα είχα μικρές δόσεις κοινωνικών επαφών· αλλά θα ήμουν ένας αυτόνομος άνθρωπος με την προσωπική μου επικράτεια.
Όταν πήγα στην πόλη για να πάρω την σχετική άδεια, γνώρισα την πόρνη Hildy που με βοήθησε να διαβάσω τις πινακίδες. Διακονούμενη από την ωραία Χολλυγουντιάνα Stella Stevens, ήταν μια τυπική γουέστερν γυναίκα: καλόψυχη και δοτική, φιλόδοξη κι υπολογιστική. Η αρχική της συμπόνια εξελίχτηκε σε τρυφερότητα. Σύντομα βρήκε καταφύγιο στην καλύβα μου, διωγμένη από την θρησκόληπτη κοινωνία της πόλης, σχεδιάζοντας να φύγει για το Σαν Φρανσίσκο για να φτιάξει την ζωή της ως the ladyiest lady. Στο μεταξύ συνέβη ο έρωτας.
Δείτε μας σε μια βασική φωτογραφία της ταινίας, στην κάρτα που απεικονίζει ένα αντιπροσωπευτικό στιγμιότυπο πάνω από τα γράμματα των συντελεστών. Είμαστε έξω από το σπίτι, σ’ ένα άπλετο φως, στο υποστατικό της κοινής μας απεραντοσύνης. Δεν μπορείτε βέβαια να νιώσετε το απαλό αεράκι ή την σκόνη που δεν παύει να πλέει εντός του. Η ωραία μου ξανθή μπανιαρίζεται ολόγυμνη μέσα σ’ ένα βαρέλι με νερό, απ’ όπου ξεπροβάλλουν τα ροζ μουσκεμένα πέλματά της κι ένα πρόσωπο που φιλάει περιπαθώς τον εραστή της, εμένα!
Η ηλιόλουστη πλύση του σώματος ολοκλήρωνε την κατάφαση ενός ελεύθερου πνεύματος. Η ιέρεια του έρωτα επεδείκνυε τα πεντακάθαρα άκρα της πρόθυμη να λευκάνει το ίδιο της το παρόν και να καθαρθεί απ’ ό,τι μπορεί να την λέρωσε: την βρωμιά των ταπεινωτικών βλεμμάτων, τα ίχνη των αλλεπάλληλων σωμάτων, ή την ίδια την ζωή. Αργότερα στο ξύλινο κονάκι μας θα χορογραφούσε τα πόδια της μπροστά στο πρόσωπό μου. Εσείς στις πλατείες των σινεμά θα γελάσατε, γιατί πάντα τα πόδια σήμαιναν κάτι «αστείο», μα δείτε την έκφρασή μου: ένας έκπληκτος παρθένος μπροστά την ωραιότητα των ποδιών!
Αυτάρκεις στην εσχατιά μας, ικανοποιημένοι με τα ελάχιστα, μακριά από τους ανθρώπους που δεν κατανοούσαν την ιδιαιτερότητά μας – και οποιαδήποτε ιδιαιτερότητα, μα και με διάθεση σύντομης προσφοράς στην πρόσκαιρη ταξιδιωτική στάση που θα φτιάχναμε, δεν είχαμε τίποτα να μας χωρίζει. Ο αιώνιος μύθος της καλύβας του ζευγαριού, η ερωτική αγάπη, η οικογένεια, να η ολοκλήρωση της ζωής ακόμα και στις άκρες της Δύσης. Κι εγώ θα ευτυχούσα δίπλα στην κατάλαμπρη Χίλντυ, που θα ίδρωνε τα πρωινά στο κτήμα μας, θα δροσιζόταν τα απογεύματα στο βαρέλι και θα ξαναΐδρωνε στα σφιχτά μας αγκαλιάσματα τα βράδια. Υπάρχει κάτι που να λείπει;
Κι όμως, όσο βάθαινε ο έρωτάς μας τόσο άνοιγε το χάσμα των προσωπικών μας οραμάτων: εκείνη ήταν υπερβολικά δοσμένη στην αναχώρησή της για να μείνει, εγώ υπερβολικά πιστός στην μικρή μου επικράτεια για να φύγω. Μόλις γνώριζα μια από τις πρώτες εκφράσεις ενός αιώνιου διχαστικού διλήμματος: εστία ή φυγή; Α, όχι, δεν θα μάθετε τι έγινε «παρακάτω», υπάρχει πάντα μια θέση για σας στον σταθμό των περαστικών μας, να ψάξετε να μας βρείτε. Όσο για μένα, όποτε αποφάσιζα να βγω από ένα παραπόρτι της καλύβας για τις άλλες μου ζωές, ήμουν πια βέβαιος: Θα δεχόμουν οποιαδήποτε περπατημένη σε δρόμους και κρεβάτια γυναίκα, όσο οργωμένη κι αν ήταν από οργασμούς. Η Χίλντυ και όλες οι πόρνες των ταινιών μού αφαιρούσαν σχεδόν χειρουργικά το αίσθημα της ζήλειας, τονίζοντας άλλα κάλλη: καλλιτέχνιδες του έρωτα, τον γνώριζαν και τον ασκούσαν χωρίς σεμνοτυφίες και επεδείκνυαν μια σπάνια δυναμικότητα στην ζωή τους, που είχαν πλέον πάρει στα όμορφα χέρια τους.
Ένα άλλο ξανθό κορίτσι που συνήθιζε να πλένει τα πόδια του σε μια λίμνη ζούσε μακριά από τους «άλλους». Την έπαιζε η Marina Vlady, εμφανώς ρωσικής ομορφιάς (διόλου τυχαία, εφόσον γεννήθηκε στην Γαλλία από Ρώσους εμιγκρέδες) στην ταινία La Sorcière και την διεκδίκησα αμέσως. Ονομαζόταν Ίνα και ζούσε μόνη της στην φύση, κυριολεκτικά εκτός πόλης και πολιτισμού. Φυσικά ήταν πάντα ξυπόλητη και της αρκούσε ένα φόρεμα για να ζει στο δάσος της, εκφράζοντας κάθε τρυφερότητα στα ζώα που την περιτριγύριζαν. Φοβόταν να πλησιάσει τους ανθρώπους κι όταν κάποτε βρέθηκε στο πλησιέστερο χωριό οι κάτοικοι την πέρασαν για κλέφτρα και της όρμησαν για να την διώξουν. Τον έρωτα τον γνώριζε μόνο βλέποντας κρυφά δυο κορμιά να κυλιούνται στην άμμο.
Στα μέρη της στην Σουηδία βρέθηκα ως Γάλλος πολιτικός μηχανικός, υπεξαιρώντας την εμφάνιση του Μωρίς Ρονέ. Είχα αναλάβει κάποια τεχνικά έργα κι όταν την συνάντησα στις δασωμένες ερημιές γοητεύτηκα από την ομορφιά της κι εκδήλωσα
κάθε καλή πρόθεση να την προσελκύσω στον πολιτισμό. Κέρδισα την εμπιστοσύνη της κι άρχισα να την φροντίζω· εκείνη δεν έδιωξε τα τρυφερά μου αισθήματα. Στις πιο αγαπημένες μου στιγμές, την πήγα να της πάρω παπούτσια· καθώς διέσχιζε το πεζοδρόμιο ξυπόλητη κάτι γηραιές γυναίκες κοίταζαν τα πόδια της ενοχλημένες, σκανδαλισμένες. Μέσα στο κατάστημα των υποδημάτων η εξίσου έκπληκτη υπάλληλος την έβαλε να καθίσει και της μέτρησε το πέλμα μ’ ένα ξύλινο χαρακάκι ενώ εκείνη αντέδρασε στο γαργαλιστικό άγγιγμα. Τρυφερά μου πόδια, εσείς που περπατούσατε γυμνά στα φύλλα και στα χώματα, τώρα μ’ ένα διαφορετικό άγγιγμα τρομάξατε! [Η έστω και φευγαλέα όψη του πέλματος ήταν σπάνια από κινηματογραφική άποψη.] Τελικά της αγόρασα καλά γοβάκια και καθημερινά πέδιλα, που αργότερα φόρεσε στον δρόμο, σαστισμένη από τον θόρυβο και την κίνηση των οχημάτων, μια αρχαϊκή Αλίκη στις Πόλεις.
Την πήγα σε βραδινό κέντρο, οδηγήσαμε στην νυχτερινή πόλη, άρχιζα να νοιώθω ένα έρωτα πρωτόγνωρο. Την μάθαινα να διαβάζει και εκείνη, μια εύπλαστη μαθήτρια στα χρυσοπράσινα (αν και μαυρόασπρα) φυλλώματα, χαμογελούσε. Μέσα μου όμως τρωγόμουν: θα γινόταν ποτέ αποδεκτή από την κοινότητα; Όταν κάποια στιγμή χαυνωμένη μέσα στην εκκλησία κατά την Θεία Λειτουργία τόλμησε να χαμογελάσει, η οριστική αφορμή είχε επέλθει· έξω από τον ναό την περίμεναν εξαγριωμένες γυναίκες κι έπεσαν πάνω της. Την έφτυσαν, της τραβούσαν τα μαλλιά, την χτυπούσαν. Κάποιοι την έσωσαν από τα βάρβαρα χέρια κι έτρεξε στο δάσος της αλλά προφανώς ένα χτύπημα ήταν θανατηφόρο. Καθώς βρέθηκε στο έδαφος, το ελαφάκι που συνήθιζε να χαϊδεύει ήρθε δίπλα της, μόνη αγνή συντροφιά ως το τέλος. Ζώα και άνθρωποι, ευκρινέστεροι από ποτέ.
Κι εγώ, άπραγος και ανήμπορος να την σώσω, είδα τους ορισμούς να αντιστρέφονται: οι «πολιτισμένοι» της πόλης, έστω της κωμόπολης ή του χωριού, και πάντως των παπουτσιών, μισούσαν και αφάνιζαν τους διαφορετικούς. Όσο για τα γυμνά πόδια, αυτά γίνονταν συνώνυμα των αποβλητέων απολίτιστων και πιστώνονταν οριστικά στην πρωτόγονη εποχή, σχεδόν στην ίδια την λήθη.
Αναζητώντας ως θεατής και άλλα λουόμενα πόδια, βρέθηκα στην άλλη άκρη του κόσμου. Στην ταινία A Passage to India μια νεαρή γυναίκα, η Άντελα, ταξιδεύει στην αποικιοκρατούμενη Ινδία μαζί με την μητέρα του μνηστήρα της, που εργάζεται ως τοπικός δικαστής. Σε μια βόλτα της βρίσκεται τυχαία σ’ έναν χορταριασμένο αρχαίο ναό που κατακλύζεται από σφιχταγκαλιασμένα γλυπτά ζεύγη. Βλέπει τα πρόσωπα των γυναικών παραμορφωμένα από την ηδονή, τα στήθη τους γυμνά, τις ρώγες έξεργες, και φεύγει εμφανώς αναστατωμένη. Αργότερα ο νεαρός Ινδός ξεναγός τους προθυμοποιείται να τους πάει στα περίφημα σπήλαια Μαραμπάρ, που περιβάλλονται από μύθους και μυστήρια. Κάποια στιγμή βρίσκεται μόνη της σ’ ένα σπήλαιο μαζί του και σύντομα αισθάνεται πανικό. Ο φακός την εγκαταλείπει και λίγο αργότερα την βρίσκει να τρέχει μακριά, ματωμένη και καταγδαρμένη. Η συνέχεια μοιάζει προδιαγεγραμμένη: η ίδια δεν θυμάται τι συνέβη και ο Ινδός κατηγορείται για απόπειρα βιασμού.
Επηρεασμένη από την κλειστοφοβία και την ηχώ αλλά και μια αναπάντητη ερώτησή της για τις δυο γυναίκες του, ταραγμένη από τα άσεμνα συμπλέγματα και την απομόνωση με τον άγνωστο άντρα στον αποπνικτικό χώρο, ξαναμμένη από τον άγνωστο διάχυτο ερωτισμό ενός άλλου πολιτισμού, η Άντελα έχασε τον ίδιο της τον εαυτό και τρέχοντας μακριά σκίστηκε από τις πέτρες. Κι ίσως εκεί, πανικόβλητη στα χέρια του ίδιου του Πάνα, μεταξύ αισθητού και αναίσθητου, να φαντάστηκε έναν βιασμό από τον μόνο κληρονόμο εκείνου του κόσμου, που ταυτόχρονα ήταν ο ένοχος των αποικιοκρατικών ενοχών της, ο «άγνωστος άλλος» που εκπροσωπεί τους υπόδουλους στον κόσμο των κυρίαρχων αλλά και μια άγρια, φοβιστική ελευθερία.
Όμως είχα ήδη αντιληφθεί ότι η Αγγλίδα με το λευκό, αξιοπρεπές πρόσωπο, εξόχως ενορχηστρωμένη από την Judy Davis, ενδόμυχα ποθούσε την μετάβαση από τον δυτικό κόσμο στον ανατολικό. Σε μια προγενέστερη σκηνή κάθεται έξω από το σπίτι μαζί με τον νεαρό κι έναν μεγαλύτερο Ινδό άντρα και εκφράζει το ενδιαφέρον της για την ινδική φιλοσοφία. Τόσο ο τελευταίος όσο κι εκείνη έχουν τα πόδια τους σε μια στέρνα με νερό - δίπλα της διακρίνονται τα κομψά αστικά της παπούτσια. Λίγο αργότερα βγαίνει έκπληκτος ο Άγγλος μνηστήρας· στο πρόσωπό του είναι εμφανής η αποδοκιμασία της συνύπαρξής τους, ίσως και του υδάτινου μοιράσματος, και με κάποια πρόφαση σχεδόν την προστάζει να φύγουν αμέσως. Αλλά μέχρι τότε, μέτρησα τέσσερις φορές τα δάχτυλά της να αναδύονται ελαφρά στην επιφάνεια με διακριτική ευχαρίστηση. Χωρίς καλά καλά να το καταλαβαίνει, έβγαιναν δειλά, σε μια δήλωση σωματικής ελευθερίας σ’ έναν νέο πολυερωτικό κόσμο.
Κι αν τα δυσεύρετα πόδια των ταινιών με άφηναν διψασμένο, γνώριζα πως τουλάχιστον τους πέντε από τους δώδεκα μήνες του χρόνου έξω από τη σκοτεινή (ή αστρόφωτη) αίθουσα βόλταραν εκατοντάδες ξέσκεπα ποδαράκια. Και ειδικά τα καλοκαίρια, μπορεί στο κάθετο λευκό πανί οι έρωτες να θριάμβευαν και η δράση να μεγαλουργούσε, όμως έξω, στον οριζόντιο γκρίζο δρόμο περπατούσαν τα πόδια από τις δικές μου ηρωίδες. Αλλά και μέσα στον θερινό ναό, δεκάδες άκρα σιωπούσαν στο ημίφως της προβολής. Τότε περίμενα ν’ ανάψουν τα κίτρινα φώτα και καθώς άκουγα ξανά τα πεδιλάκια των κοριτσιών να ηχούν πάνω στα βότσαλα, έκανα πως διαλέγω εκείνη με τα εκφραστικότερα δάχτυλα για να την πάρω από το χέρι και να ξεχυθούμε στον παραλιακό πεζόδρομο, που σίγουρα θα κατέληγε σ’ όλα τα μέρη της εκάστοτε ταινίας, όση απόσταση κι αν μεσολαβούσε. Κι έτσι, χωρίς ποτέ να το μαθαίνουν, γίνονταν πρωταγωνίστριες μιας δεύτερης ταινίας, που σκηνοθετούσα από το πρώτο βήμα του τελευταίου περιπάτου της ημέρας μέχρι το κρεβάτι, με μια υπερένταση που δεν έφευγε ούτε στα όνειρα.
( Συνεχίζεται, πάντα συνεχίζεται... )
Οι ταινίες: The Ballad of Cable Hogue (Sam Peckinpah, 1970), La Sorcière (The blond witch) (André Michel, 1956), A Passage to India (David Lean, 1984)