Το «Birdman» είναι μια σπουδαία ταινία για την ανυπολόγιστα μεγάλη αξία τού να πιάνεις πάτο. Για τον τρόπο με τον οποίο γεννιέται κανείς για δεύτερη φορά στην αληθινή ζωή, όταν του συμβαίνει κάτι τέτοιο. Και γι’ αυτό τον λόγο είναι μια ταινία σκληρή, ανελέητη αλλά και πολύτιμη.
Ο Ρίγκαν Τόμσον –ένας ΣΥΓΚΛΟΝΙΣΤΙΚΟΣ Μάικλ Κίτον που έχασε το Όσκαρ αλλά κέρδισε την αιωνιότητα– υπήρξε διάσημος ηθοποιός του Χόλιγουντ. Έκανε τεράστια επιτυχία παίζοντας έναν υπερήρωα βγαλμένο απ’ τις σελίδες ενός κόμικ. Εξαργύρωσε αυτή την επιτυχία όπως θα έκανε ο καθένας στη θέση του, απολαμβάνοντας τη μεγάλη ζωή. Κι, έπειτα, μια ωραία πρωία, όπως συμβαίνει συνήθως, ανακάλυψε την πικρή αλήθεια που εκφράζει ο στίχος: «άλλα είναι εκείνα π’ αγαπώ, γι’ αλλού, γι’ αλλού ξεκίνησα». Θέλει, λοιπόν, ν’ αλλάξει ζωή. Προσπαθεί να ανεβάσει Ρέιμοντ Κάρβερ στο θέατρο, να πείσει τον κόσμο ότι είναι ένας πραγματικός ηθοποιός όχι απλώς ο action hero που οι fans θέλουν να θυμούνται. Ρίχνει όλες του τις οικονομίες σ’ αυτό το παράτολμο σχέδιο, τα παίζει όλα για όλα. Γιατί η τέχνη θέλει θυσίες; Όχι. Γιατί πρέπει πριν πεθάνει, να γίνει αυτός που είναι. Όλα, όμως, πάνε στραβά. Όλα μοιάζουν να είναι εναντίον του. Το αποτύπωμά του σ’ αυτό τον κόσμο θα έχει το σχήμα μιας καρικατούρας.
Ο πλήρης τίτλος του «Birdman», είναι «Birdman or (The Unexpected Virtue of Ignorance». Η άγνοια του Ρίγκαν είναι αρετή. Θα έπρεπε να ξέρει ότι τη ζωή που έφτιαξες για τον εαυτό σου, για να τον χτίσεις μέσα της και να τον χάσεις, δεν μπορείς να την αλλάξεις όποτε σου κάνει κέφι (το δίδαγμα μιας επίσης πολύ μεγάλης ταινίας του σύγχρονου αμερικανικού σινεμά, του «The American»). Δεν το ξέρει, ωστόσο, και ο τρελός ρομαντισμός του οφείλεται σ’ αυτή την ενάρετη άγνοια. Χωρίς αυτήν, δεν θα έμπαινε καν στη διαδικασία να προσπαθήσει να γίνει άνθρωπος. Τα γεγονότα, όμως, θα του το μάθουν, έτσι όπως θα πέσουν επάνω του με τη μανία ενός κατακλυσμού. Θα τον τσακίσουν αλλά αυτή η συντριβή, θα είναι ευεργετική. Διότι το ερείπιο που βρίσκεται μπροστά στα μάτια του (και στα μάτια των άλλων) είναι ο παλιός του εαυτός, ο ψεύτικος, αυτός που πόθησε την επιτυχία ως ναρκωτικό που σου επιτρέπει να λησμονήσεις την αλήθεια σου: να ξεχάσεις τον Θάνατο, τη μοιραία τριάδα της «αποτυχίας, της αποπομπής, της προδοσίας, όλης της σχετικής σαβούρας» που λέει κι ο Μπουκόφσκι σ' ένα ωραίο του ποίημα.
Καταρρακωμένος από τα στραπάτσα, ο Ρίγκαν θα βγει από το θέατρο, για την ακρίβεια θα κλειστεί έξω απ’ αυτό (στην πιο ανατριχιαστική σκηνή της ταινίας) και θα περιπλανηθεί στους δρόμους ξεβράκωτος και ξεφτιλισμένος. Θα γίνει περίγελος για τα ανίδεα –πάντα– μαλακισμένα που κατοικούν στα smartphones τους και που τον τραβάνε σε βίντεο για να σπάσουν πλάκα. Και εκεί, στον πάτο της ανθρώπινης συνθήκης, θα βρει τον εαυτό του ως καλλιτέχνη, ως ηθοποιό, ως αυθεντική ύπαρξη. Το θέατρο έξω απ’ το οποίο κλειδώνεται, είναι μια μεταφορά, συμβολίζει το «Ιδεώδες του Εγώ», όπως το θέτει ο Φρόιντ. Χάνοντας κάθε αυτοεκτίμηση, τραυματίζοντας θανάσιμα το υπερεγώ του, σκοτώνοντάς το, θα κερδίσει την ελευθερία του. Όταν γυρνάει πίσω στην αίθουσα (και μάλιστα απ’ την είσοδο για το κοινό), είναι πια ο εαυτός του. Απαλλαγμένος από ψευδαισθήσεις κι απ’ την επιθυμία να «αρέσει», δεν ερμηνεύει απλώς τον ρόλο του: διαλύεται εντός του. Έχει γίνει, πλέον, ένα με την τέχνη που υπηρετεί. Η αυθεντικότητα κερδίζεται μόνο μέσα απ’ τον πόνο και την ταπείνωση. «Κάθε σημαντικός άνθρωπος σ’ αυτό τον κόσμο, έχει φάει το ξύλο που του άξιζε», γράφει κάπου ο Παπαγιώργης.
Το «Birdman» δεν θα μπορούσε παρά να έχει τη μορφή ενός φρενιασμένου μονοπλάνου, γιατί από την ύπαρξη, έτσι όπως τη βιώνουμε στιγμή με τη στιγμή, δευτερόλεπτο με το δευτερόλεπτο, λείπουν τα «κοψίματα». Ζούμε σ’ ένα αέναο τώρα, ένα ασταμάτητο παρόν που ασθμαίνει κι αγκομαχάει για να χωρέσει τα πάντα, τις πληροφορίες και τα ερεθίσματα που μας «επιτίθενται» από παντού, ως σκέψεις, συναισθήματα, ένστικτα, εικόνες, ήχοι, όλα ανάκατα και σφιχτά πλεγμένα μεταξύ τους. Μοντάζ υπάρχει μόνο στη μνήμη, όταν κάποιος θυμάται, αλλά ο Ρίγκαν δεν έχει χρόνο για κάτι τέτοιο, πνίγεται από πραγματικότητα κι ο Ινιαρίτου θέλει να βιώσουμε το «τώρα» του στην επώδυνη αμεσότητα με την οποία τον σφυροκοπάει. Ο εσωτερικός μονόλογος αυτού του βασανισμένου άνθρωπου δε, αναπόφευκτα μοιάζει με μια βροχή από κρότους. Γι' αυτό αντί για την οποιαδήποτε μελωδία, έστω και κάποια μελαγχολική, έχουμε για soundtrack ένα ατελείωτο drum solo. Η μουσική είναι παρηγοριά αλλά από αυτήν βρίσκεται αποκλεισμένος ο Ρίγκαν. Δέρματα τεντωμένα μόνο, που δέχονται χτυπήματα : ο εσωτερικός κόσμος ενός πρώην επιτυχημένου που ευλογείται με τον ρυθμικά οργανωμένο θάνατο της αλαζονείας του.
Προφανώς ο Ρίγκαν θα χάσει. Αλλά έτσι θα κερδίσει το δυσκολότερο παιχνίδι: θα γνωριστεί με τον πραγματικό του εαυτό. Αυτόν που έκρυβε για χρόνια πίσω από τη μάσκα ενός "ήρωα". Θα αντικρίσει το αληθινό του πρόσωπο και θα κερδίσει το προνόμιο να πεθάνει ως άνθρωπος, αντί να ζήσει σαν καρτούν. Απαλλαγμένος από το βάρος μιας ψεύτικης εικόνας (πόσο δυσβάσταχτες όλες αυτές οι εικόνες που κουβαλάμε από το πρωί ως το βράδυ, για χρόνια, για όλη μας τη ζωή), θα νιώσει, έστω και στο τέλος, ελαφρύς.
Άλλωστε αν δεν γίνεις πολύ ελαφρύς, δεν υπάρχει τρόπος να πετάξεις.