————————————————————————————
18 γράμματα με τον/για τον/προς τον ΛΟΥΙΣ ΣΕΠΟΥΛΒΕΔΑ
————————————————————————————
Lucho
α. Ξεκινήσαμε το 1993. Κι επειδή θα ’ταν τουλάχιστον παράδοξο να ξεκινούσαμε από το –αγαπημένο σου– τέλος του κόσμου, την Παταγονία, είπαμε να το κάνουμε από τις απαρχές του, από τον τόπο ενός πρωτογενούς ανθρώπινου πολιτισμού με το πιο αγνό και ζωικό αίσθημα αφοσίωσης, έρωτα και δικαιοσύνης. Και δε φύγαμε από κεί, παρά μόνο όταν «σπρώξαμε τον σκοτωμένο θηλυκό οσελότο ώς το ποτάμι, και τα νερά το πήραν να το πάνε στα βάθη του δάσους, σε περιοχές που δεν βεβήλωσε ποτέ ο λευκός άνθρωπος, στο σημείο όπου όλα τα ποτάμια γίνονται Αμαζόνιος, στους καταρράκτες όπου θα τον λάξευαν πέτρινες σμίλες, μακριά για πάντα από τους άθλιους και τους βλαβερούς».
β. Το 1995, ενώ ακόμα δεν είχε κατακαθίσει καλά καλά η σκόνη από την κατεδάφιση του Τείχους, μας ανατέθηκε μια αποστολή που μας ταξίδεψε από το Βερολίνο στο Σαντιάγο, κι από κει στη Γη του Πυρός, αναζητώντας έναν χαμένο θησαυρό των Ναζί. Θυμάμαι ότι μου είπες, ενόσω περιμέναμε το αεροπλάνο της επιστροφής σε τόπους γηραιούς και φθαρμένους: «Αναρωτιέμαι γιατί φοβάμαι τόσο πολύ να κοιτάξω τη ζωή κατάματα, εγώ, που έχω δει τις χρυσαφιές ανταύγειες του θανάτου».
γ. Το 1996 με προσκάλεσες να σε συνοδέψω σ’ ένα νοερό ταξίδι μ’ ένα τρένο εξπρές που δε ζει πια, «αλλά εξακολουθεί να ταξιδεύει στη μνήμη αυτών των εκπληκτικών ανθρώπων που είναι οι άνδρες και οι γυναίκες της Παταγονίας».
δ. Το 1997, στο Αμβούργο, όταν το συμβούλιο των γάτων του λιμανιού αποφάσισε να επιτρέψει στον γάτο Ζορμπά, που ήταν μαύρος και πελώριος και χοντρός, «να καταρρίψει όλα τα ταμπού και να νιαουρίσει με έναν μόνο άνθρωπο», άφησες να εννοηθεί ότι εμένα είχαν επιλέξει οι γάτοι να είμαι αυτός (κι ας το έκανες τόσο περίτεχνα ώστε το ίδιο να νομίζει κάθε αναγνώστης).
ε. Την ίδια χρονιά, σε ακολούθησα σ’ ένα φονικό και ιλιγγιώδες επταήμερο οδοιπορικό, Μαδρίτη-Παρίσι-Κωνσταντινούπολη-Νέα Υόρκη-Πόλη του Μεξικού, ξετυλίγοντας μιαν αφήγηση στην καλύτερη παράδοση του νουάρ, και σε κρυφάκουσα να υποδύεσαι, με προβλέψιμη αποτυχία, τον κυνικό: «Δεν ξέρω τι έκανες, αδελφέ μου, αλλά έχεις μπλέξει άσχημα. Δεν ξέρω αν σε παρηγορεί το γεγονός πως θα σε σκοτώσει κάποιος που κι αυτός έχει μπλέξει άσχημα, και το πιο περίεργο είναι πως σε ζηλεύω, γιατί για σένα θα τελειώσουν όλα μόλις σου φυτέψω μια-δυο σφαίρες, ενώ εγώ θα συνεχίσω να ζω».
ζ. Μια μέρα του 1998, ενώ η βελόνα στο πικάπ γρατζούνιζε, χωρίς να μπορεί να το τραυματίσει, το “My Favorite Things”, ήμουν δίπλα σου όταν συμμάζεψες τα σκόρπια χαρτιά σου κι ανασκάλεψες τα συρτάρια σου για να εκδώσεις τη συλλογή σου διηγημάτων που σου ’ρθε να την τιτλοφορήσεις Desencuentros, μόνο και μόνο για να με βασανίσεις. Εντέλει, αν και η λέξη “desencuentro” μπορεί να σημαίνει από «ασυγχρονία» και «χαμένη συνάντηση» μέχρι και «ασυμφωνία», ακόμα και «ασυνεννοησία», έχω την αίσθηση ότι σ’ αυτό το βιβλίο συναντηθήκαμε – και μάλιστα (ας τολμήσω κι εγώ μια παράδοξη διατύπωση), πολύ περισσότερο απ’ ό,τι σε κάθε άλλο σου.
η. Δε μ’ άφησες ήσυχο εκείνη τη χρονιά. Όπως δεν αφήσαμε ήσυχο ούτε έναν ασφαλιστικό πραγματογνώμονα που τον στείλαμε στην Ιταλία να ερευνήσει τα πλοκάμια μιας πολυεθνικής κροκοδείλιας κερδοσκοπίας, ούτε έναν χιλιάνο χωροφύλακα που τον μεταθέσαμε στο Τμήμα Ηθών της πρωτεύουσας («Στο αεροπλάνο για το Σαντιάγο, έκλεισε τα μάτια του για να μη βλέπει το τοπίο με τους κάμπους, τις λίμνες, τους λόφους, τις αγελάδες, τις αγελάδες, τις αγελάδες, και σκέφτηκε πόσο σωστός είναι ο στίχος “δικά μας είν’ τα βάσανα, τα μοσχαράκια ξένα”»). Είχες καλή διάθεση εκείνες τίς δύο νουβέλες. Ίσως προαισθανόσουν τη σύλληψη του Πινοτσέτ στο Λονδίνο.
θ. Με την αλλαγή της χιλιετίας, σε βρήκα στο στρατόπεδο του Μπέργκεν Μπέλσεν, να προσκυνάς μια πέτρα και, κάνοντας πράξη αυτό που έγραψε κάποτε ο αγαπημένος σου Γκιμαράες Ρόσα («Όταν αφηγείσαι, αντιστέκεσαι»), ν’ αντιστέκεσαι στον δεύτερο θάνατο, αυτόν της λήθης και της ανωνυμίας: «Σε μια γωνιά του στρατοπέδου, πολύ κοντά στο σημείο όπου υψώνονταν τα αποτρόπαια κρεματόρια, πάνω στην τραχιά επιφάνεια μιας πέτρας, κάποιος ή κάποια χάραξε, ίσως μ’ ένα κλειδί ή ένα κουτάλι, την κραυγή: “΄Ήμουν κι εγώ εδώ, μα τη δική μου ιστορία δε θα την πει κανείς”».
ι. 2003. Στο τέλος του βιβλίου με τα συγκεντρωμένα άρθρα σου που ’χαν γραφτεί μετά τη σύλληψη του Πινοτσέτ, σε ρώτησα: «Γιατί γράφεις;» και μου απάντησες, μεταξύ άλλων: «Γράφω από αγάπη για τις λέξεις που αγαπώ, κι απ’ τη μανία να βλέπω τα πράγματα κάτω από ένα πρίσμα ηθικό, κληρονόμημα μιας έντονης κοινωνικής δράσης. Γράφω γιατί έχω μνήμη και την καλλιεργώ γράφοντας για τους δικούς μου, για τους περιθωριακούς κατοίκους των περιθωριακών κόσμων μου, για τις ενσαρκωμένες ουτοπίες μου, για τους ένδοξους συντρόφους μου, άνδρες και γυναίκες, που ηττήθηκαν σε χίλιες μάχες και εξακολουθούν να προετοιμάζονται για τις επόμενες, χωρίς να φοβούνται τις ήττες. Γράφω γιατί αγαπώ τη γλώσσα μου κι αναγνωρίζω σ’ αυτήν τη μόνη δυνατή πατρίδα, αφού η επικράτειά της δε γνωρίζει όρια, και ο σφυγμός της είναι μια διαρκής πράξη αντίστασης».
κ. Το 2004, τρέχαμε πάλι να μαζέψουμε διάσπαρτα κομμάτια της ακατάστατης ζωής σου, άρθρα και χρονικά και διηγήματα πεταμένα από δω κι από κει, μα πιο πολύ να συμμορφώσουμε κείμενα που, έτσι όπως ήταν γραμμένα (πρόχειρα, με υφή προσχεδίου, κάπως σαν εκείνες τις ιδέες για διηγήματα του Χόθορν) σε τρεις ατζέντες Moleskin, αντιστέκονταν σε μιαν ανεπεξέργαστη έκδοση. «Τα κείμενα που ακολουθούν» γράφεις, στον Πρόλογο ενός βιβλίου που είναι ανεπίληπτα συγκροτημένο και συγκινητικά φροντισμένο απ’ τη δεύτερη και την τρίτη ματιά σου, «βγήκαν απ’ τις τρεις ατζέντες Moleskin που είχα αγοράσει μεταξύ Ιανουαρίου 2002 και Ιανουαρίου 2004· έκτοτε, όπως έγραψε και ο Βικέντιος Βαν Γκογκ στον αδελφό του, Τέο, “ανεμόμυλοι μπορεί να μην υπάρχουν πια, αλλά ο άνεμος εξακολουθεί να φυσάει”.»
λ. Και ξαφνικά, το 2006, μπαίνει ένας τρίτος στην παρέα, φέρνοντας έναν αέρα ξέφρενου χιούμορ, άναρχης αφήγησης και αδυσώπητης σάτιρας. Ήδη από τον τίτλο αυτής της ψευδο-διατριβής για δύο εκπροσώπους-σύμβολα της πιο ελεεινής μουσικής φολκλόρ, ο αναγνώστης οφείλει να περιμένει παραγράφους σαν κι αυτήν: «Ανάγκαζαν τους ομήρους ν’ ακούνε ατελείωτα ρεσιτάλ ποίησης ή αναγνώσεις βραβευμένων διηγημάτων χωρίς καμία τάξη και χωρίς κανένα συντονισμό. Έτσι κατάφεραν να εκκαθαρίσουν πολλές περιοχές: οι Κροάτες έφευγαν στην Κροατία, οι Ουαλοί στην Ουαλία, οι Ιταλοί επέστρεφαν στην Αργεντινή, και οι Γαλικιανοί ένας θεός ξέρει πού. Πολλοί απ’ τους επιζήσαντες έγιναν αργότερα κριτικοί λογοτεχνίας, κι ίσως αυτή είναι η μόνη απολύτως δικαιολογημένη εκδίκηση που γνωρίζει η Ιστορία».
μ. Όταν, το 2009, βρεθήκαμε πάλι μόνοι μας, είπαμε να στρωθούμε πάλι και να δούμε τι γίνονται οι αναμνήσεις όταν αυτονοθεύονται, υποσυνείδητα και καλοπροαίρετα, δηλαδή όταν προσβάλλονται από το φανταστικό κι όταν τις υιοθετεί ο μύθος για να γεμίσει τα κενά. Γράφεις, άλλωστε: «Τώρα, πλάι στη θάλασσα, την κοιτάζω, ξέρω τα πάντα γι’ αυτήν αλλά την ξεχνάω για την απόλαυση να την ξαναμάθω, αλήθεια την αλήθεια, αμφιβολία την αμφιβολία, σιγουριά τη σιγουριά, φόβο το φόβο, γιατί, τι διάολο, έτσι είν’ η αγάπη» («και η ζωή» πήγα να προσθέσω).
ν. Δε χρειάστηκε να προσθέσω τίποτα. Την ίδια χρονιά, στο επόμενο μυθιστόρημα (την ιδέα τη γυρόφερνες στο νου σου και μου την έκρυβες ενώ μεταφράζαμε το προηγούμενο βιβλίο) προτάσσεται ένα ωραίο κλοπιμαίο από τον πρόλογο της ταινίας Butch Cassidy and the Sundance Kid: «Όχι πως έχει καμιά σημασία, αλλά όλα αυτά που ακολουθούν συνέβησαν στ’ αλήθεια». Το μυθιστόρημα, γραμμένο με τον αγαπημένο μας τρόπο του «παράλληλου μοντάζ», καταδύεται ώς το βυθό της κοινόχρηστης ιστορικής μνήμης, για να δικαιωθεί με μία από τις καταληκτικές φράσεις του κειμένου: «Εγώ μπορώ να πω καμαρωτά: το ρίσκαρα – και κέρδισα».
ξ. Κι ύστερα, πάλι, σκορπίσαμε και διασκορπιστήκαμε. Το 2011, ιστορίες γραμμένες όλες σε πρώτο πρόσωπο, σαν πινελιές πιστής (ή όχι;) αυτοπροσωπογραφίας, πήραν τον έναν από δω, τον άλλον από κει, για να συναντηθούμε πάλι στο σημείο τομής της μνήμης και της λήθης, του μύθου που καρυκεύει την πραγματικότητα και της πραγματικότητας που μιαίνει το μύθο. Υπεξαιρώ (και διαστρέφω) τη φράση της σελίδας 92: «Μπορεί να είναι περιττό να πω ότι είσαι φίλος μου, αδελφός μου, αλλά θα το πω, γιατί θέλω να νιώσω όλο το καμάρι όταν το λέω».
ο. Το 2012, πάλι ένας τρίτος μπήκε ανάμεσά μας. Τούτη τη φορά, δεν είμαι εγώ αυτός που σε συνόδευσε στην καταβύθισή σου στο χρόνο και στην αγαπημένη σου ήπειρο. Προσπαθώ να μεταφράσω τις φωτογραφίες του Μορτζίνσκι που παρεμβάλλονται στο κείμενο, αλλά δεν μπορώ. Όχι ότι δε γνωρίζω τη γλώσσα τους, αλλά δεν ξέρω αν πρέπει να τις δω ως κόσμημα ή ως αφορμή, δεν ξέρω αν είναι τα ωραία σου κείμενα που πυροδότησαν το βλέμμα του φωτογράφου, ή αν εσύ αποφάσισες να τις εξιστορήσεις σαν μια μακροσκελή λεζάντα που κλέβει τη συγκίνηση του αναγνώστη.
π. Δύο φορές το 2013, μία το 2016 και μία το 2018, γίναμε πάλι παιδιά (εσύ, βέβαια, δεν έπαψες ποτέ να είσαι). Ένας γάτος, που τώρα δεν έχει ελληνικό όνομα όπως ο Ζορμπάς αλλά ελληνικό προφίλ, ένα σαλιγκάρι που ανακαλύπτει τη σημασία της βραδύτητας (δηλαδή τη σημασία τού να είσαι σαλιγκάρι ή κουκουβάγια ή άνθρωπος και να δέχεσαι αυτό που είσαι), ένας σκύλος που εξιστορεί ο ίδιος την περιπέτεια της ζωής του, και μια θεόρατη λευκή φάλαινα, ή το αρχέτυπο της φάλαινας, που ορθώνει κυριολεκτικά το ανάστημά της σε κάθε ανθρώπινο κήτος, σε τέσσερα αισώπεια αφηγήματα χωρίς καμία πρόθεση ηθικού διδακτισμού. Εδώ, τα φωνήεντα ζώα δεν υποκαθιστούν τους ανθρώπους, αλλά τους μιμούνται ή τους υποδύονται, χωρίς να χάνουν ποτέ τη ζωική τους υπόσταση, ούτε τη συνειδητοποίηση της ουσιώδους διαφοράς και της ακόμα πιο ουσιώδους απόστασης για να τους κρίνουν.
ρ. Το 2015, είπαμε να γεμίσουμε με μουσική άλλες δέκα αναδρομές. Με νότες μουσικής («τραγουδάμε σαν τα μούτρα μας, αλλά τραγουδάμε») και με μια πρωθύστερη νότα αισιοδοξίας για μάχες που έμελλε να κερδηθούν ή να χαθούν, τι σημασία πια έχει. Επιστρατεύοντας μιαν απαλή μουσική για να ρίξουμε τη θερμοκρασία μιας αντάρτικης επιχείρησης, ένα αμερικάνικο τραγούδι για να ρίξουμε τα τείχη μιας αδιέξοδης διαλεκτικής, ένα δυτικό πικάπ για να ρίξουμε μια σοβιετική συντρόφισσα. Κι ένα τραγούδι, όποιο να ’ναι, που αφήσαμε να το διαλέξει κάθε αναγνώστης, για να συνοδέψει τον Τσε στο τελευταίο του ταξίδι. Και το χιούμορ που μας έμαθε ο Νερούδα.
σ. Και το 2017, το τελευταίο μυθιστόρημα, το τέλος του μυθιστορήματος, το μυθιστόρημα του τέλους. Κι ο τίτλος του να μνημονεύεται πάντα με κεφαλαία. Για να μένει ωραία μετέωρο το αν παραπέμπει στο εγελιανό τέλος της Ιστορίας ή στο τέλος της ιστορίας ενός παλαίμαχου guerillero με όνομα ταυρομάχου. Πάντως, το βέβαιο είναι ότι, στο τέλος του τέλους, ο guerillero και η αγαπημένη του αποχωρούν άπρακτοι και αγκαλιασμένοι από το προσκήνιο μιας αενάως σεισμόπληκτης ΙΣΤΟΡΙΑΣ: «Και πήραν το δρόμο τους μέσα απ’ τη λαβωμένη πόλη, αδιάφοροι για τους επίμονους σπασμούς της Γης».
Κάποτε, με την προπέτεια ασφαλώς ιδανικού και πιθανόν ανάξιου εραστή, είχα πει: «Εγώ έχω γράψει όλα τα ποιήματα που αγαπώ». Το ίδιο λέω, Lucho, και για τα βιβλία σου.
Τα βιβλία του Λουίς Σεπούλβεδα που υπονοούνται πιο πάνω, είναι, κατά σειράν (εν παρενθέσει, η χρονολογία έκδοσης του πρωτοτύπου):
α. Ένας γέρος που διάβαζε ιστορίες αγάπης [Un viejo que leía novelas de amor (1988)].
β. Όνομα ταυρομάχου
[Nombre de torero (1989)].
γ. Patagonia Express (1989).
δ. Η ιστορία του γάτου που έμαθε σ’ ένα γλάρο να πετάει [Historia de una gaviota y del gato que lo enseñó a volar (1996)].
ε. Το ημερολόγιο ενός ευαίσθητου killer [Diario de un killer sentimental (1998)] .
ζ. Αν δεν έχεις πού να κλάψεις [Desencuentros (1997)].
η. Hot Line – περιλαμβάνεται και η νουβέλα Γιακαρέ (Yacaré), 1998.
θ. Χρονικά του περιθωρίου
[Historias marginales (2000)].
ι. Η τρέλα του Πινοτσέτ [La locura de Pinochet
(2001).
κ. Σημειώσεις εν καιρώ πολέμου [Moleskin (2004)].
λ. Τα χειρότερα παραμύθια των Αδελφών Γκριμ (με τον Μάριο Δελγάδο Απαραΐν) [Los peores cuentos de los hermanos Grim
(con Mario Delgado Aparaín), 2004].
μ. Το λυχνάρι του Αλαντίν [La lámpara de Aladino
(2008)].
ν. Η σκιά του εαυτού μας [La sombra de lo que fuimos
(2009)].
ξ. Ιστορίες από δω κι από κει [Historias de aquí y de allá (2010)].
ο. Τελευταία νέα από το Νότο [Últimas noticias del Sur
(2012)].
π. Η ιστορία του Μιξ, του Μαξ και του Μεξ [Historia de Mix, de Max y de Mex (2010)], Η ιστορία ενός σαλιγκαριού που ανακάλυψε τη σημασία της βραδύτητας [Historia de un caracol que descubrió la importancia de la lentitud (2013)], Η ιστορία ενός σκύλου που τον έλεγαν Πιστό [Historia de un perro llamado Leal (2015)], Ιστορία μιας λευκής φάλαινας [Historia de una ballena blanca (2018)].
ρ. Ο μουγκός Ουζμπέκος και άλλες ιστορίες παρανομίας [El Uzbeko mudo y otras historias clandestinas (2015)].
σ. Το τέλος της ΙΣΤΟΡΙΑΣ [El fin de la historia
(2015)].
Όλα τα πιο πάνω βιβλία, σε μετάφραση Αχιλλέα Κυριακίδη, εκδόθηκαν και κυκλοφορούν από τις Εκδόσεις opera, όπως και Ο κόσμος του τέλους τού κόσμου [El mundo del fin del mundo (1989)], που κυκλοφόρησε το 1996, σε μετάφραση Ελένης Χαρατσή.