Lucho

————————————————————————————
18 γράμ­μα­τα με τον/για τον/προς τον ΛΟΥΙΣ ΣΕΠΟΥΛ­ΒΕ­ΔΑ
————————————————————————————

Με τον Αχιλλέα Κυριακίδη, Φεστιβάλ ΛΕΑ, Αθήνα 2011 (φωτογραφία: Juanita La Quejica)
Με τον Αχιλλέα Κυριακίδη, Φεστιβάλ ΛΕΑ, Αθήνα 2011 (φωτογραφία: Juanita La Quejica)


α. Ξε­κι­νή­σα­με το 1993. Κι επει­δή θα ’ταν του­λά­χι­στον πα­ρά­δο­ξο να ξε­κι­νού­σα­με από το –αγα­πη­μέ­νο σου– τέ­λος του κό­σμου, την Πα­τα­γο­νία, εί­πα­με να το κά­νου­με από τις απαρ­χές του, από τον τό­πο ενός πρω­το­γε­νούς αν­θρώ­πι­νου πο­λι­τι­σμού με το πιο αγνό και ζω­ι­κό αί­σθη­μα αφο­σί­ω­σης, έρω­τα και δι­καιο­σύ­νης. Και δε φύ­γα­με από κεί, πα­ρά μό­νο όταν «σπρώ­ξα­με τον σκο­τω­μέ­νο θη­λυ­κό οσε­λό­το ώς το πο­τά­μι, και τα νε­ρά το πή­ραν να το πά­νε στα βά­θη του δά­σους, σε πε­ριο­χές που δεν βε­βή­λω­σε πο­τέ ο λευ­κός άν­θρω­πος, στο ση­μείο όπου όλα τα πο­τά­μια γί­νο­νται Αμα­ζό­νιος, στους κα­ταρ­ρά­κτες όπου θα τον λά­ξευαν πέ­τρι­νες σμί­λες, μα­κριά για πά­ντα από τους άθλιους και τους βλα­βε­ρούς».

β. Το 1995, ενώ ακό­μα δεν εί­χε κα­τα­κα­θί­σει κα­λά κα­λά η σκό­νη από την κα­τε­δά­φι­ση του Τεί­χους, μας ανα­τέ­θη­κε μια απο­στο­λή που μας τα­ξί­δε­ψε από το Βε­ρο­λί­νο στο Σα­ντιά­γο, κι από κει στη Γη του Πυ­ρός, ανα­ζη­τώ­ντας έναν χα­μέ­νο θη­σαυ­ρό των Να­ζί. Θυ­μά­μαι ότι μου εί­πες, ενό­σω πε­ρι­μέ­να­με το αε­ρο­πλά­νο της επι­στρο­φής σε τό­πους γη­ραιούς και φθαρ­μέ­νους: «Ανα­ρω­τιέ­μαι για­τί φο­βά­μαι τό­σο πο­λύ να κοι­τά­ξω τη ζωή κα­τά­μα­τα, εγώ, που έχω δει τις χρυ­σα­φιές ανταύ­γειες του θα­νά­του».

γ. Το 1996 με προ­σκά­λε­σες να σε συ­νο­δέ­ψω σ’ ένα νο­ε­ρό τα­ξί­δι μ’ ένα τρέ­νο εξ­πρές που δε ζει πια, «αλ­λά εξα­κο­λου­θεί να τα­ξι­δεύ­ει στη μνή­μη αυ­τών των εκ­πλη­κτι­κών αν­θρώ­πων που εί­ναι οι άν­δρες και οι γυ­ναί­κες της Πα­τα­γο­νί­ας».

δ. Το 1997, στο Αμ­βούρ­γο, όταν το συμ­βού­λιο των γά­των του λι­μα­νιού απο­φά­σι­σε να επι­τρέ­ψει στον γά­το Ζορ­μπά, που ήταν μαύ­ρος και πε­λώ­ριος και χο­ντρός, «να κα­ταρ­ρί­ψει όλα τα τα­μπού και να νια­ου­ρί­σει με έναν μό­νο άν­θρω­πο», άφη­σες να εν­νοη­θεί ότι εμέ­να εί­χαν επι­λέ­ξει οι γά­τοι να εί­μαι αυ­τός (κι ας το έκα­νες τό­σο πε­ρί­τε­χνα ώστε το ίδιο να νο­μί­ζει κά­θε ανα­γνώ­στης).

ε. Την ίδια χρο­νιά, σε ακο­λού­θη­σα σ’ ένα φο­νι­κό και ιλιγ­γιώ­δες επτα­ή­με­ρο οδοι­πο­ρι­κό, Μα­δρί­τη-Πα­ρί­σι-Κων­στα­ντι­νού­πο­λη-Νέα Υόρ­κη-Πό­λη του Με­ξι­κού, ξε­τυ­λί­γο­ντας μιαν αφή­γη­ση στην κα­λύ­τε­ρη πα­ρά­δο­ση του νουάρ, και σε κρυ­φά­κου­σα να υπο­δύ­ε­σαι, με προ­βλέ­ψι­μη απο­τυ­χία, τον κυ­νι­κό: «Δεν ξέ­ρω τι έκα­νες, αδελ­φέ μου, αλ­λά έχεις μπλέ­ξει άσχη­μα. Δεν ξέ­ρω αν σε πα­ρη­γο­ρεί το γε­γο­νός πως θα σε σκο­τώ­σει κά­ποιος που κι αυ­τός έχει μπλέ­ξει άσχη­μα, και το πιο πε­ρί­ερ­γο εί­ναι πως σε ζη­λεύω, για­τί για σέ­να θα τε­λειώ­σουν όλα μό­λις σου φυ­τέ­ψω μια-δυο σφαί­ρες, ενώ εγώ θα συ­νε­χί­σω να ζω».

ζ. Μια μέ­ρα του 1998, ενώ η βε­λό­να στο πι­κάπ γρα­τζού­νι­ζε, χω­ρίς να μπο­ρεί να το τραυ­μα­τί­σει, το “My Favorite Things”, ήμουν δί­πλα σου όταν συμ­μά­ζε­ψες τα σκόρ­πια χαρ­τιά σου κι ανα­σκά­λε­ψες τα συρ­τά­ρια σου για να εκ­δώ­σεις τη συλ­λο­γή σου δι­η­γη­μά­των που σου ’ρ­θε να την τι­τλο­φο­ρή­σεις Desencuentros, μό­νο και μό­νο για να με βα­σα­νί­σεις. Εντέ­λει, αν και η λέ­ξη “desencuentro” μπο­ρεί να ση­μαί­νει από «ασυγ­χρο­νία» και «χα­μέ­νη συ­νά­ντη­ση» μέ­χρι και «ασυμ­φω­νία», ακό­μα και «ασυ­νεν­νοη­σία», έχω την αί­σθη­ση ότι σ’ αυ­τό το βι­βλίο συ­να­ντη­θή­κα­με – και μά­λι­στα (ας τολ­μή­σω κι εγώ μια πα­ρά­δο­ξη δια­τύ­πω­ση), πο­λύ πε­ρισ­σό­τε­ρο απ’ ό,τι σε κά­θε άλ­λο σου.

η. Δε μ’ άφη­σες ήσυ­χο εκεί­νη τη χρο­νιά. Όπως δεν αφή­σα­με ήσυ­χο ού­τε έναν ασφα­λι­στι­κό πραγ­μα­το­γνώ­μο­να που τον στεί­λα­με στην Ιτα­λία να ερευ­νή­σει τα πλο­κά­μια μιας πο­λυ­ε­θνι­κής κρο­κο­δεί­λιας κερ­δο­σκο­πί­ας, ού­τε έναν χι­λιά­νο χω­ρο­φύ­λα­κα που τον με­τα­θέ­σα­με στο Τμή­μα Ηθών της πρω­τεύ­ου­σας («Στο αε­ρο­πλά­νο για το Σα­ντιά­γο, έκλει­σε τα μά­τια του για να μη βλέ­πει το το­πίο με τους κά­μπους, τις λί­μνες, τους λό­φους, τις αγε­λά­δες, τις αγε­λά­δες, τις αγε­λά­δες, και σκέ­φτη­κε πό­σο σω­στός εί­ναι ο στί­χος “δι­κά μας εί­ν’ τα βά­σα­να, τα μο­σχα­ρά­κια ξέ­να”»). Εί­χες κα­λή διά­θε­ση εκεί­νες τίς δύο νου­βέ­λες. Ίσως προ­αι­σθα­νό­σουν τη σύλ­λη­ψη του Πι­νο­τσέτ στο Λον­δί­νο.

θ. Με την αλ­λα­γή της χι­λιε­τί­ας, σε βρή­κα στο στρα­τό­πε­δο του Μπέρ­γκεν Μπέλ­σεν, να προ­σκυ­νάς μια πέ­τρα και, κά­νο­ντας πρά­ξη αυ­τό που έγρα­ψε κά­πο­τε ο αγα­πη­μέ­νος σου Γκι­μα­ρά­ες Ρό­σα («Όταν αφη­γεί­σαι, αντι­στέ­κε­σαι»), ν’ αντι­στέ­κε­σαι στον δεύ­τε­ρο θά­να­το, αυ­τόν της λή­θης και της ανω­νυ­μί­ας: «Σε μια γω­νιά του στρα­το­πέ­δου, πο­λύ κο­ντά στο ση­μείο όπου υψώ­νο­νταν τα απο­τρό­παια κρε­μα­τό­ρια, πά­νω στην τρα­χιά επι­φά­νεια μιας πέ­τρας, κά­ποιος ή κά­ποια χά­ρα­ξε, ίσως μ’ ένα κλει­δί ή ένα κου­τά­λι, την κραυ­γή: “΄Ήμουν κι εγώ εδώ, μα τη δι­κή μου ιστο­ρία δε θα την πει κα­νείς”».

ι. 2003. Στο τέ­λος του βι­βλί­ου με τα συ­γκε­ντρω­μέ­να άρ­θρα σου που ’χαν γρα­φτεί με­τά τη σύλ­λη­ψη του Πι­νο­τσέτ, σε ρώ­τη­σα: «Για­τί γρά­φεις;» και μου απά­ντη­σες, με­τα­ξύ άλ­λων: «Γρά­φω από αγά­πη για τις λέ­ξεις που αγα­πώ, κι απ’ τη μα­νία να βλέ­πω τα πράγ­μα­τα κά­τω από ένα πρί­σμα ηθι­κό, κλη­ρο­νό­μη­μα μιας έντο­νης κοι­νω­νι­κής δρά­σης. Γρά­φω για­τί έχω μνή­μη και την καλ­λιερ­γώ γρά­φο­ντας για τους δι­κούς μου, για τους πε­ρι­θω­ρια­κούς κα­τοί­κους των πε­ρι­θω­ρια­κών κό­σμων μου, για τις εν­σαρ­κω­μέ­νες ου­το­πί­ες μου, για τους έν­δο­ξους συ­ντρό­φους μου, άν­δρες και γυ­ναί­κες, που ητ­τή­θη­καν σε χί­λιες μά­χες και εξα­κο­λου­θούν να προ­ε­τοι­μά­ζο­νται για τις επό­με­νες, χω­ρίς να φο­βού­νται τις ήτ­τες. Γρά­φω για­τί αγα­πώ τη γλώσ­σα μου κι ανα­γνω­ρί­ζω σ’ αυ­τήν τη μό­νη δυ­να­τή πα­τρί­δα, αφού η επι­κρά­τειά της δε γνω­ρί­ζει όρια, και ο σφυγ­μός της εί­ναι μια διαρ­κής πρά­ξη αντί­στα­σης».

κ. Το 2004, τρέ­χα­με πά­λι να μα­ζέ­ψου­με διά­σπαρ­τα κομ­μά­τια της ακα­τά­στα­της ζω­ής σου, άρ­θρα και χρο­νι­κά και δι­η­γή­μα­τα πε­τα­μέ­να από δω κι από κει, μα πιο πο­λύ να συμ­μορ­φώ­σου­με κεί­με­να που, έτσι όπως ήταν γραμ­μέ­να (πρό­χει­ρα, με υφή προ­σχε­δί­ου, κά­πως σαν εκεί­νες τις ιδέ­ες για δι­η­γή­μα­τα του Χό­θορν) σε τρεις ατζέ­ντες Moleskin, αντι­στέ­κο­νταν σε μιαν ανε­πε­ξέρ­γα­στη έκ­δο­ση. «Τα κεί­με­να που ακο­λου­θούν» γρά­φεις, στον Πρό­λο­γο ενός βι­βλί­ου που εί­ναι ανε­πί­λη­πτα συ­γκρο­τη­μέ­νο και συ­γκι­νη­τι­κά φρο­ντι­σμέ­νο απ’ τη δεύ­τε­ρη και την τρί­τη μα­τιά σου, «βγή­καν απ’ τις τρεις ατζέ­ντες Moleskin που εί­χα αγο­ρά­σει με­τα­ξύ Ια­νουα­ρί­ου 2002 και Ια­νουα­ρί­ου 2004· έκτο­τε, όπως έγρα­ψε και ο Βι­κέ­ντιος Βαν Γκογκ στον αδελ­φό του, Τέο, “ανε­μό­μυ­λοι μπο­ρεί να μην υπάρ­χουν πια, αλ­λά ο άνε­μος εξα­κο­λου­θεί να φυ­σά­ει”.»

λ. Και ξαφ­νι­κά, το 2006, μπαί­νει ένας τρί­τος στην πα­ρέα, φέρ­νο­ντας έναν αέ­ρα ξέ­φρε­νου χιού­μορ, άναρ­χης αφή­γη­σης και αδυ­σώ­πη­της σά­τι­ρας. Ήδη από τον τί­τλο αυ­τής της ψευ­δο-δια­τρι­βής για δύο εκ­προ­σώ­πους-σύμ­βο­λα της πιο ελε­ει­νής μου­σι­κής φολ­κλόρ, ο ανα­γνώ­στης οφεί­λει να πε­ρι­μέ­νει πα­ρα­γρά­φους σαν κι αυ­τήν: «Ανά­γκα­ζαν τους ομή­ρους ν’ ακού­νε ατε­λεί­ω­τα ρε­σι­τάλ ποί­η­σης ή ανα­γνώ­σεις βρα­βευ­μέ­νων δι­η­γη­μά­των χω­ρίς κα­μία τά­ξη και χω­ρίς κα­νέ­να συ­ντο­νι­σμό. Έτσι κα­τά­φε­ραν να εκ­κα­θα­ρί­σουν πολ­λές πε­ριο­χές: οι Κρο­ά­τες έφευ­γαν στην Κρο­α­τία, οι Ουα­λοί στην Ουα­λία, οι Ιτα­λοί επέ­στρε­φαν στην Αρ­γε­ντι­νή, και οι Γα­λι­κια­νοί ένας θε­ός ξέ­ρει πού. Πολ­λοί απ’ τους επι­ζή­σα­ντες έγι­ναν αρ­γό­τε­ρα κρι­τι­κοί λο­γο­τε­χνί­ας, κι ίσως αυ­τή εί­ναι η μό­νη απο­λύ­τως δι­καιο­λο­γη­μέ­νη εκ­δί­κη­ση που γνω­ρί­ζει η Ιστο­ρία».

μ. Όταν, το 2009, βρε­θή­κα­με πά­λι μό­νοι μας, εί­πα­με να στρω­θού­με πά­λι και να δού­με τι γί­νο­νται οι ανα­μνή­σεις όταν αυ­το­νο­θεύ­ο­νται, υπο­συ­νεί­δη­τα και κα­λο­προ­αί­ρε­τα, δη­λα­δή όταν προ­σβάλ­λο­νται από το φα­ντα­στι­κό κι όταν τις υιο­θε­τεί ο μύ­θος για να γε­μί­σει τα κε­νά. Γρά­φεις, άλ­λω­στε: «Τώ­ρα, πλάι στη θά­λασ­σα, την κοι­τά­ζω, ξέ­ρω τα πά­ντα γι’ αυ­τήν αλ­λά την ξε­χνάω για την από­λαυ­ση να την ξα­να­μά­θω, αλή­θεια την αλή­θεια, αμ­φι­βο­λία την αμ­φι­βο­λία, σι­γου­ριά τη σι­γου­ριά, φό­βο το φό­βο, για­τί, τι διά­ο­λο, έτσι εί­ν’ η αγά­πη» («και η ζωή» πή­γα να προ­σθέ­σω).

ν. Δε χρειά­στη­κε να προ­σθέ­σω τί­πο­τα. Την ίδια χρο­νιά, στο επό­με­νο μυ­θι­στό­ρη­μα (την ιδέα τη γυ­ρό­φερ­νες στο νου σου και μου την έκρυ­βες ενώ με­τα­φρά­ζα­με το προη­γού­με­νο βι­βλίο) προ­τάσ­σε­ται ένα ωραίο κλο­πι­μαίο από τον πρό­λο­γο της ται­νί­ας Butch Cassidy and the Sundance Kid: «Όχι πως έχει κα­μιά ση­μα­σία, αλ­λά όλα αυ­τά που ακο­λου­θούν συ­νέ­βη­σαν στ’ αλή­θεια». Το μυ­θι­στό­ρη­μα, γραμ­μέ­νο με τον αγα­πη­μέ­νο μας τρό­πο του «πα­ράλ­λη­λου μο­ντάζ», κα­τα­δύ­ε­ται ώς το βυ­θό της κοι­νό­χρη­στης ιστο­ρι­κής μνή­μης, για να δι­καιω­θεί με μία από τις κα­τα­λη­κτι­κές φρά­σεις του κει­μέ­νου: «Εγώ μπο­ρώ να πω κα­μα­ρω­τά: το ρί­σκα­ρα – και κέρ­δι­σα».

ξ. Κι ύστε­ρα, πά­λι, σκορ­πί­σα­με και δια­σκορ­πι­στή­κα­με. Το 2011, ιστο­ρί­ες γραμ­μέ­νες όλες σε πρώ­το πρό­σω­πο, σαν πι­νε­λιές πι­στής (ή όχι;) αυ­το­προ­σω­πο­γρα­φί­ας, πή­ραν τον έναν από δω, τον άλ­λον από κει, για να συ­να­ντη­θού­με πά­λι στο ση­μείο το­μής της μνή­μης και της λή­θης, του μύ­θου που κα­ρυ­κεύ­ει την πραγ­μα­τι­κό­τη­τα και της πραγ­μα­τι­κό­τη­τας που μιαί­νει το μύ­θο. Υπε­ξαι­ρώ (και δια­στρέ­φω) τη φρά­ση της σε­λί­δας 92: «Μπο­ρεί να εί­ναι πε­ριτ­τό να πω ότι εί­σαι φί­λος μου, αδελ­φός μου, αλ­λά θα το πω, για­τί θέ­λω να νιώ­σω όλο το κα­μά­ρι όταν το λέω».

ο. Το 2012, πά­λι ένας τρί­τος μπή­κε ανά­με­σά μας. Τού­τη τη φο­ρά, δεν εί­μαι εγώ αυ­τός που σε συ­νό­δευ­σε στην κα­τα­βύ­θι­σή σου στο χρό­νο και στην αγα­πη­μέ­νη σου ήπει­ρο. Προ­σπα­θώ να με­τα­φρά­σω τις φω­το­γρα­φί­ες του Μορ­τζίν­σκι που πα­ρεμ­βάλ­λο­νται στο κεί­με­νο, αλ­λά δεν μπο­ρώ. Όχι ότι δε γνω­ρί­ζω τη γλώσ­σα τους, αλ­λά δεν ξέ­ρω αν πρέ­πει να τις δω ως κό­σμη­μα ή ως αφορ­μή, δεν ξέ­ρω αν εί­ναι τα ωραία σου κεί­με­να που πυ­ρο­δό­τη­σαν το βλέμ­μα του φω­το­γρά­φου, ή αν εσύ απο­φά­σι­σες να τις εξι­στο­ρή­σεις σαν μια μα­κρο­σκε­λή λε­ζά­ντα που κλέ­βει τη συ­γκί­νη­ση του ανα­γνώ­στη.

π. Δύο φο­ρές το 2013, μία το 2016 και μία το 2018, γί­να­με πά­λι παι­διά (εσύ, βέ­βαια, δεν έπα­ψες πο­τέ να εί­σαι). Ένας γά­τος, που τώ­ρα δεν έχει ελ­λη­νι­κό όνο­μα όπως ο Ζορ­μπάς αλ­λά ελ­λη­νι­κό προ­φίλ, ένα σα­λι­γκά­ρι που ανα­κα­λύ­πτει τη ση­μα­σία της βρα­δύ­τη­τας (δη­λα­δή τη ση­μα­σία τού να εί­σαι σα­λι­γκά­ρι ή κου­κου­βά­για ή άν­θρω­πος και να δέ­χε­σαι αυ­τό που εί­σαι), ένας σκύ­λος που εξι­στο­ρεί ο ίδιος την πε­ρι­πέ­τεια της ζω­ής του, και μια θε­ό­ρα­τη λευ­κή φά­λαι­να, ή το αρ­χέ­τυ­πο της φά­λαι­νας, που ορ­θώ­νει κυ­ριο­λε­κτι­κά το ανά­στη­μά της σε κά­θε αν­θρώ­πι­νο κή­τος, σε τέσ­σε­ρα αι­σώ­πεια αφη­γή­μα­τα χω­ρίς κα­μία πρό­θε­ση ηθι­κού δι­δα­κτι­σμού. Εδώ, τα φω­νή­ε­ντα ζώα δεν υπο­κα­θι­στούν τους αν­θρώ­πους, αλ­λά τους μι­μού­νται ή τους υπο­δύ­ο­νται, χω­ρίς να χά­νουν πο­τέ τη ζω­ι­κή τους υπό­στα­ση, ού­τε τη συ­νει­δη­το­ποί­η­ση της ου­σιώ­δους δια­φο­ράς και της ακό­μα πιο ου­σιώ­δους από­στα­σης για να τους κρί­νουν.

ρ. Το 2015, εί­πα­με να γε­μί­σου­με με μου­σι­κή άλ­λες δέ­κα ανα­δρο­μές. Με νό­τες μου­σι­κής («τρα­γου­δά­με σαν τα μού­τρα μας, αλ­λά τρα­γου­δά­με») και με μια πρω­θύ­στε­ρη νό­τα αι­σιο­δο­ξί­ας για μά­χες που έμελ­λε να κερ­δη­θούν ή να χα­θούν, τι ση­μα­σία πια έχει. Επι­στρα­τεύ­ο­ντας μιαν απα­λή μου­σι­κή για να ρί­ξου­με τη θερ­μο­κρα­σία μιας αντάρ­τι­κης επι­χεί­ρη­σης, ένα αμε­ρι­κά­νι­κο τρα­γού­δι για να ρί­ξου­με τα τεί­χη μιας αδιέ­ξο­δης δια­λε­κτι­κής, ένα δυ­τι­κό πι­κάπ για να ρί­ξου­με μια σο­βιε­τι­κή συ­ντρό­φισ­σα. Κι ένα τρα­γού­δι, όποιο να ’ναι, που αφή­σα­με να το δια­λέ­ξει κά­θε ανα­γνώ­στης, για να συ­νο­δέ­ψει τον Τσε στο τε­λευ­ταίο του τα­ξί­δι. Και το χιού­μορ που μας έμα­θε ο Νε­ρού­δα.

σ. Και το 2017, το τε­λευ­ταίο μυ­θι­στό­ρη­μα, το τέ­λος του μυ­θι­στο­ρή­μα­τος, το μυ­θι­στό­ρη­μα του τέ­λους. Κι ο τί­τλος του να μνη­μο­νεύ­ε­ται πά­ντα με κε­φα­λαία. Για να μέ­νει ωραία με­τέ­ω­ρο το αν πα­ρα­πέ­μπει στο εγε­λια­νό τέ­λος της Ιστο­ρί­ας ή στο τέ­λος της ιστο­ρί­ας ενός πα­λαί­μα­χου guerillero με όνο­μα ταυ­ρο­μά­χου. Πά­ντως, το βέ­βαιο εί­ναι ότι, στο τέ­λος του τέ­λους, ο guerillero και η αγα­πη­μέ­νη του απο­χω­ρούν άπρα­κτοι και αγκα­λια­σμέ­νοι από το προ­σκή­νιο μιας αε­νά­ως σει­σμό­πλη­κτης ΙΣΤΟ­ΡΙΑΣ: «Και πή­ραν το δρό­μο τους μέ­σα απ’ τη λα­βω­μέ­νη πό­λη, αδιά­φο­ροι για τους επί­μο­νους σπα­σμούς της Γης».

Κά­πο­τε, με την προ­πέ­τεια ασφα­λώς ιδα­νι­κού και πι­θα­νόν ανά­ξιου ερα­στή, εί­χα πει: «Εγώ έχω γρά­ψει όλα τα ποι­ή­μα­τα που αγα­πώ». Το ίδιο λέω, Lucho, και για τα βι­βλία σου.

Mε τη σύ­ζυ­γό του Κάρ­μεν, Αθή­να, 2011

Τα βι­βλία του Λουίς Σε­πούλ­βε­δα που υπο­νο­ού­νται πιο πά­νω, εί­ναι, κα­τά σει­ράν (εν πα­ρεν­θέ­σει, η χρο­νο­λο­γία έκ­δο­σης του πρω­το­τύ­που):

α. Ένας γέ­ρος που διά­βα­ζε ιστο­ρί­ες αγά­πης [Un viejo que leía novelas de amor (1988)].
β. Όνο­μα ταυ­ρο­μά­χου [Nombre de torero (1989)].
γ. Patagonia Express (1989).
δ. Η ιστο­ρία του γά­του που έμα­θε σ’ ένα γλά­ρο να πε­τά­ει [Historia de una gaviota y del gato que lo enseñó a volar (1996)].
ε. Το ημε­ρο­λό­γιο ενός ευαί­σθη­του killer [Diario de un killer sentimental (1998)] .
ζ. Αν δεν έχεις πού να κλά­ψεις [Desencuentros (1997)].
η. Hot Line – πε­ρι­λαμ­βά­νε­ται και η νου­βέ­λα Για­κα­ρέ (Yacaré), 1998.
θ. Χρο­νι­κά του πε­ρι­θω­ρί­ου [Historias marginales (2000)].
ι. Η τρέ­λα του Πι­νο­τσέτ [La locura de Pinochet (2001).
κ. Ση­μειώ­σεις εν και­ρώ πο­λέ­μου [Moleskin (2004)].
λ. Τα χει­ρό­τε­ρα πα­ρα­μύ­θια των Αδελ­φών Γκριμ (με τον Μά­ριο Δελ­γά­δο Απα­ρα­ΐν) [Los peores cuentos de los hermanos Grim (con Mario Delgado Aparaín), 2004].
μ. Το λυ­χνά­ρι του Αλα­ντίν [La lámpara de Aladino (2008)].
ν. Η σκιά του εαυ­τού μας [La sombra de lo que fuimos (2009)].
ξ. Ιστο­ρί­ες από δω κι από κει [Historias de aquí y de allá (2010)].
ο. Τε­λευ­ταία νέα από το Νό­το [Últimas noticias del Sur (2012)].
π. Η ιστο­ρία του Μιξ, του Μαξ και του Μεξ [Historia de Mix, de Max y de Mex (2010)], Η ιστο­ρία ενός σα­λι­γκα­ριού που ανα­κά­λυ­ψε τη ση­μα­σία της βρα­δύ­τη­τας [Historia de un caracol que descubrió la importancia de la lentitud (2013)], Η ιστο­ρία ενός σκύ­λου που τον έλε­γαν Πι­στό [Historia de un perro llamado Leal (2015)], Ιστο­ρία μιας λευ­κής φά­λαι­νας [Historia de una ballena blanca (2018)].

ρ. Ο μου­γκός Ουζ­μπέ­κος και άλ­λες ιστο­ρί­ες πα­ρα­νο­μί­ας [El Uzbeko mudo y otras historias clandestinas (2015)].
σ. Το τέ­λος της ΙΣΤΟ­ΡΙΑΣ [El fin de la historia (2015)].

Όλα τα πιο πά­νω βι­βλία, σε με­τά­φρα­ση Αχιλ­λέα Κυ­ρια­κί­δη, εκ­δό­θη­καν και κυ­κλο­φο­ρούν από τις Εκ­δό­σεις opera, όπως και Ο κό­σμος του τέ­λους τού κό­σμου [El mundo del fin del mundo (1989)], που κυ­κλο­φό­ρη­σε το 1996, σε με­τά­φρα­ση Ελέ­νης Χα­ρα­τσή.

ΑΛΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
ΣΧΕΤΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: