Σημάδια

Σημάδια

Πριν γεν­νη­θώ εί­χα ήδη ση­μά­δια.

Τό­τε ήξε­ρα να τα κρύ­βω.

Όταν γεν­νή­θη­κα στο δε­ξί μου πό­δι οι με­γά­λοι εί­δαν ένα σχή­μα που έμοια­ζε με χτα­πό­δι.

Κι ας εί­χε εφτά πό­δια.

Κι ένα ακό­μα στο χέ­ρι μου.

Αυ­τό δεν έμοια­ζε με τί­πο­τα.

Τον πρώ­το χρό­νο της ζω­ής μου εί­χα ση­μά­δια από φι­λιά στο κε­φά­λι, στα χέ­ρια και στα μά­γου­λα.

Αυ­τά ήταν αό­ρα­τα.

Τη μέ­ρα που έσβη­σα δύο κε­ρά­κια η μα­μά μού έμα­θε το ση­μά­δι-ρο­λόι.

Μια μι­κρή δα­γκω­νιά στο χέ­ρι και… τικ-τακ! Λί­γες στιγ­μές με­τά, το ρο­λόι εξα­φα­νί­ζε­ται.

Όταν έγι­να τριών έπε­σα από τρία σκα­λιά. Τα σκα­λιά μου άφη­σαν δυο με­λα­νιές –μία στο κού­τε­λο και μία στο πό­δι.

Μα­γι­κά ση­μά­δια που άλ­λα­ξαν χρώ­μα­τα –έγι­ναν μοβ, πρά­σι­να, κα­φε­τιά και με­τά κρύ­φτη­καν.

Τα ση­μά­δια από τα φι­λιά έρ­χο­νταν κι έφευ­γαν.

Και με­ρι­κά από αυ­τά εί­χαν χρώ­μα κόκ­κι­νο, ροζ και κε­ρα­σί.

Όσο με­γά­λω­να τό­σο πιο πολ­λά ση­μά­δια μά­θαι­να.

Ση­μά­δια σαν χνού­δι –στο χώ­μα το χορ­τά­ρι, στο σώ­μα οι τρι­χού­λες.

Ση­μά­δια χρω­μα­τι­στά κυ­μα­τά­κια –για­τί τα τρί­βει η μα­μά με το σφουγ­γά­ρι;

Ση­μά­δια ολόι­σιες γραμ­μές που τσού­ζουν λί­γο –έχουν χά­ρα­κα οι γά­τες;

Ση­μά­δια που έκα­ναν τα αυ­τιά μου κόκ­κι­να –όταν τα βου­νά φο­ρού­σαν άσπρο σκου­φί.

Ση­μά­δια που όλο μού ζη­τού­σαν να τα ξύ­νω –αυ­τά έρ­χο­νταν πά­ντα το κα­λο­καί­ρι.

Στο σχο­λείο έμα­θα τι εί­ναι χάρ­της.

Τό­τε κα­τά­λα­βα ότι κι εγώ μοιά­ζω με χάρ­τη μα­γι­κό.

Τα ση­μά­δια ήταν οι χώ­ρες μου που όλο ήθε­λαν ν’ αλ­λά­ζουν θέ­ση, να φεύ­γουν

και να έρ­χο­νται ξα­νά.

Με­γα­λώ­νω.

Μα­ζί μου με­γα­λώ­νουν τα ση­μά­δια.

Ση­μά­δια που φαί­νο­νται και δεν πο­νά­νε κα­θό­λου.

Ση­μά­δια που δεν φαί­νο­νται και πο­νά­νε πο­λύ.

Ση­μά­δια πε­ρα­στι­κά.

Ση­μά­δια που δεν φεύ­γουν με τί­πο­τα.

Ση­μά­δια που παί­ζουν κρυ­φτό.

Ση­μά­δια που δεν παί­ζουν πο­τέ.

Ο χάρ­της μου με­γα­λώ­νει. Εί­ναι ακό­μα μα­γι­κός.

Τα ση­μά­δια εί­ναι οι χώ­ρες, τα βου­νά, τα νη­σιά, οι θά­λασ­σες, οι πό­λεις και τα χω­ριά μου που όλο θέ­λουν ν’ αλ­λά­ζουν θέ­ση, να φεύ­γουν και να έρ­χο­νται ξα­νά.

Κι όποιος φο­βά­ται, ντρέ­πε­ται ή δεν ξέ­ρει ακό­μα να κοι­τά­ζει στα μά­τια, μπο­ρεί να με γνω­ρί­σει αλ­λιώς.

Ψά­χνο­ντας στον χάρ­τη μου.

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: