Ο Γκέοργκ Κρίστοφ Λίχτενμπεργκ [1742-1799] δεν είναι ούτε ποιμένας ούτε ανατόμος. Εάν οι αφορισμοί του ξεκινούν από κάπου, ξεκινούν από την αδάπανη εμπειρία της καταγραφής, και μόνον ύστερα επεκτείνονται σε πεδία ιδεών. Αυτά είναι τα περίφημα Sudelbücher, τα τετράδια, τα «κιτάπια» όπου ο Λίχτενμπεργκ κατέγραφε –σχεδόν για μια ολόκληρη ζωή, για τριάντα τέσσερα χρόνια, από τον καιρό της νεότητας έως τον καιρό της ωριμότητας– αποκυήματα της παρατηρητικής μανίας του. Ο Λίχτενμπεργκ δεν ξεχώριζε αυτά τα τετράδια από τα φύλλα όπου ένας μανάβης καταγράφει τα χρωστούμενα των πελατών του, όχι όμως επειδή θεωρούσε τη σκέψη του ποταπή ή ανούσια (έστω κι αν τον δυσαρεστούσε λίγο η προχειρότητά της)· αντιθέτως: επειδή τη θεωρούσε άρρηκτα συνδεδεμένη με τη ζωή, την πολύ ανθρώπινη ζωή, για την οποία μπορεί να μάθει κανείς περισσότερα εξετάζοντας τ’ απόβλητά της παρά τους θησαυρούς της. Σίγουρα ο Λίχτενμπεργκ θα έτριβε τα χέρια του με ικανοποίηση εάν μάθαινε πως κάποια από τα αρχαιότερα γραπτά τεκμήρια που περιήλθαν στη γνώση του νεώτερου ανθρώπου είναι λίστες ονομάτων, διαμαρτυρίες και αποδεικτικά αγοραπωλησιών και όχι φιλοσοφικές πραγματείες. Οι μικρές πράξεις, οι μικρές συνήθειες, οι μικρές λεπτομέρειες της βιωτής αποκάλυπταν στον Λίχτενμπεργκ πολλά για την ανθρώπινη κατάσταση, διότι άρχιζαν εκεί όπου τελείωνε η φιλοσοφία. Τα ανθρώπινα συμβάντα ήταν γι’ αυτόν τόσο περίεργα όσο τα φυσικά συμβάντα – και η μέθοδος της διαχείρισής τους δεν έπρεπε να διαφέρει πολύ. Εξάλλου, ήταν φυσικός, όχι φιλόσοφος, ούτε και λογοτέχνης. Ο στοχασμός ως συνθήκη τοποθετείται στην αφετηρία της επιστήμης του και πιθανόν να κατάλαβε νωρίς ο Λίχτενμπεργκ πως τοποθετείται επίσης στην αφετηρία της ανθρωπογνωσίας, μολονότι, σ’ αυτό το πλαίσιο, το ερώτημα δεν εξελίσσεται ποτέ σε αξίωμα.
Τα Sudelbücher είναι ένα ανομοιόμορφο σώμα· ο Λίχτενμπεργκ καταγράφει σ’ αυτά σκέψεις, παρατηρήσεις, διαπιστώσεις, ιδέες, ιδέες που μπορεί να χρησιμοποιηθούν στο μέλλον, ιδέες που δεν είναι για τίποτα παραπάνω, αστεϊσμούς, παράπονα, υπαινιγμούς, οραματισμούς, ελπίδες, ακόμη και απλές φράσεις που μπορεί να σημαίνουν κάτι ή να μη σημαίνουν τίποτα. Η αυτοτέλεια των ψηφίδων σίγουρα συνέβαλε στην αναγωγή τους σε αφορισμούς, ευτυχώς όμως δίχως να τους στερήσει την αυθεντικότητα του προσωπικού στοχασμού. Αυτό που ο ίδιος ο Λίχτενμπεργκ αντιλαμβανόταν ως προχειρολόγημα διατήρησε τελικά, μέσα στην ιδιωτικότητά του, τη διαφάνεια της αρτιγέννητης σκέψης.
Οι εκδόσεις Στιγμή έχουν ωφελήσει το ελληνικό κοινό με δύο μεταφράσεις των αφορισμών του Λίχτενμπεργκ, πρώτα από τον Παναγιώτη Κονδύλη (Επιλογή από τα Sudelbücher, 1992, 2004) και κατόπιν από τον Ε.Χ. Γονατά (Πιπέρι και σπασμένες γραμμές, 2005). Η αξία των μεταφράσεων δεν έγκειται στην έκθεση του Λίχτενμπεργκ καθεαυτή, μα στη σκόπευση της σκέψης του από δύο διαφορετικές γωνίες, που όμως έχουν πρόσβαση, εντέλει, στην ίδια εικόνα. Με άλλα λόγια, η στοχαστική πρόθεση του Κονδύλη και η ποιητική πρόθεση του Γονατά οδηγούν στο ίδιο αποτέλεσμα, ενώ θα περίμενε κανείς να είναι άλλος ο Λίχτενμπεργκ του Κονδύλη και άλλος του Γονατά, άλλος ο Λίχτενμπεργκ ενός «Χαϊδελβεργιανού» και άλλος ο Λίχτενμπεργκ ενός υπερρεαλιστή.
Πράγματι, εκ πρώτης φαίνεται πως ο Κονδύλης εμμένει στις πιο φιλοσοφικές σημειώσεις του Λίχτενμπεργκ ενώ ο Γονατάς στις πιο ποιητικές. Ο Κονδύλης επιλέγει τα σημεία από τη συνομιλία των οποίων προκύπτει ένα αντιληπτικό σύστημα· στέκεται στις ψυχολογικές και κοινωνικές επισημάνσεις, στην έκφραση των διαδικασιών της σκέψης, στο ζήτημα της διατύπωσης και των ορίων της γλώσσας, κατόπιν στις ποιότητες της ανάγνωσης και της κριτικής. Παράλληλα όμως δεν αποσιωπά τους αστεϊσμούς του – αυτούς ακριβώς τους αστεϊσμούς που γέμιζαν τον Γκαίτε οχληρές υποψίες. Ο Κονδύλης με τις επιλογές και τη μετάφρασή του πιθανώς ανακουφίζει την ανάγκη του Λίχτενμπεργκ να προσφέρει όχι διδαχές και σοφίσματα αλλά εφαλτήρια αυτοπαρατήρησης και κατά συνέπεια αυτογνωσίας, με όλη την απλότητα των λέξεων.
Από την άλλη πλευρά, ο Γονατάς, παρότι διατηρεί το νεύρο του Λίχτενμπεργκ, ίσως να μην ανακουφίζει τις ανάγκες του, αλλά μάλλον να τις εμπαίζει. Ο Λίχτενμπεργκ γίνεται τόσο δηκτικός όταν μιλάει για ποίηση που αν μπορούσε να προφητέψει τις ζυμώσεις του Γονατά ίσως να μην ήταν καθόλου σύμφωνος με τις επιλογές που θα γίνονταν κάποτε από τα τετράδιά του. Μα θα έκανε λάθος. Διότι ο Γονατάς, που κατέχει την έννοια του παράδοξου, διέκρινε εύκολα και εκμαίευσε ακόμη πιο εύκολα το παράδοξο προς το οποίο πορευόταν ο Λίχτενμπεργκ μέσα σ’ εκείνες τις σημειώσεις, κάνοντας δυνατό το αδύνατο της γλώσσας. Συνεπώς, αφού ο άξονας του Λίχτενμπεργκ έχει ήδη φανερωθεί μέσω του Κονδύλη, ο Γονατάς έρχεται να συμπληρώσει το παρατηρήσιμο σύμπαν των Sudelbücher μεταφράζοντας τους μικρούς δορυφόρους – τις μικρές και παράδοξες φράσεις που θυμίζουν περισσότερο στίχους παρά συμβατικά αποφθέγματα.
Ο ένας πνεύμονας του αφορισμού είναι η ταχύτητα και ο άλλος η αιχμηρότητα. Αλλιώς ο αφορισμός δεν αναπνέει. Ο Κονδύλης το γνωρίζει καλά αυτό· αν στάθηκε κάπως παραπάνω σε σκέψεις του Λίχτενμπεργκ που ξεπερνούν (λιγότερο ή περισσότερο) τη μία ή τις δύο αράδες, το έκανε προκειμένου να μεταδώσει όσο γίνεται αρτιότερα την ανθρωπογνωστική τους εκτύλιξη. «Μεγάλον ονομάζω όποιον έχει πολλά στοχαστεί και διαβάσει και ζήσει, και όλα, όσα έχει στοχαστεί, διαβάσει και ζήσει, ξέρει να τα χρησιμοποιεί συνταιριάζοντάς τα για να πετύχει το καλύτερο σ’ οτιδήποτε επιχειρεί και σε κάθε βιβλίο που γράφει, παρουσιάζοντας τα πάντα με τόση ενάργεια, ώστε καθένας εξαναγκάζεται να δει ό,τι έχει δει κι εκείνος» μεταφράζει (σ. 118). Φροντίζει όμως να ενσωματώσει στην εργασία του και αρκετές από τις πιο σύντομες σημειώσεις, όχι επιλέγοντάς τις τυχαία ή υπηρετώντας απλώς τη βιβλιογραφία, αλλά σύμφωνα με την αντανάκλαση της φιλοσοφικής τους γενεαλογίας, τουλάχιστον κατά πλειονότητα. Για παράδειγμα: «Φύση και τρόπος ζωής είναι δύο πράγματα κάτι παραπάνω από διαφορετικά» (σ. 73). Μήπως όμως και το «Καινούργιες ματιές μέσα από παλιές τρύπες» (σ. 82) δεν συνομιλεί (όχι χωρίς κάποιον κυνισμό) με το ευαγγελικό «οίνος νέος εις ασκούς παλαιούς» (Κατά Ματθαίον 9:17), ή μήπως το «Τι έχουμε κάμει; Τι κάνουμε τώρα; Τι πρέπει να κάμουμε ακόμα;» (σ. 119) δεν ανοίγει ένα ζήτημα καντιανό, μέσα σ’ όλα τα άλλα καντιανά ζητήματα που ανοίγουν οι αφορισμοί του;
Επιπλέον, μέσα από τους αφορισμούς που επιλέγει ο Κονδύλης φαίνεται ο τρόπος με τον οποίον ο Λίχτενμπεργκ αντιλαμβανόταν την οικονομία των γλωσσικών εκφράσεων. Τύχαινε να συλλάβει ιδέες οι οποίες θεωρούσε πως θα μπορούσαν ν’ αναπτυχθούν πολύ ωραία, για παράδειγμα, σε ένα μυθιστόρημα – αρκεί να το γράψει κάποιος άλλος. Εν ολίγοις ο Λίχτενμπεργκ γνώριζε ποια ήταν τα όριά του, όρια τα οποία δεν αμαύρωνε με το πρόσημο της δύναμης ή της αδυναμίας, απλώς ήξερε για τι είναι ικανός και για τι δεν είναι, όπως επίσης και ποια μορφή του γραπτού λόγου μπορεί να υποστηρίξει καλύτερα τη μία ή την άλλη ιδέα. «Οι επιστολές ενός μυαλωμένου ανθρώπου εμπεριέχουν πάντοτε τον χαρακτήρα εκείνων στους οποίους απευθύνεται. Αυτό μπορεί να δειχτεί πολύ ωραία σ’ ένα μυθιστόρημα γραμμένο υπό μορφή επιστολών», ή: «Αν δεν μπορούσαμε να ξεχωρίσουμε καθόλου τα δύο φύλα από την ενδυμασία, αλλά είμαστε αναγκασμένοι να μαντέψουμε ακόμη και το φύλο, τότε θα γεννιόταν ένας καινούργιος κόσμος αγάπης. Θ’ άξιζε να πραγματευθεί κανείς, με φρόνηση και με γνώση του κόσμου, τούτο το θέμα μέσα σ’ ένα μυθιστόρημα» μεταφράζει ο Κονδύλης (σ. 97 και σ. 73 αντίστοιχα). Προφανώς οποιοσδήποτε άλλος στη θέση του θα έπιανε να γράψει ένα μυθιστόρημα προκειμένου να πραγματώσει την ίδια του την ιδέα ή θα παρέδιδε στο κοινό μια ογκώδη μελέτη σχετικών μυθιστορημάτων· ο Λίχτενμπεργκ αρκέστηκε σε αυτές τις σημειώσεις, αφενός διότι δεν ήταν μυθιστοριογράφος και αφετέρου διότι τα βιβλία που γράφονται για άλλα βιβλία του φαίνονταν επιεικώς θλιβερά. Συν τοις άλλοις, σε σημειώσεις σαν τις παραπάνω υπάρχει κάτι διττό: ο Λίχτενμπεργκ κάνει παρατηρήσεις, όχι διαγνώσεις· ο λόγος του είναι αποχρωματισμένος, γι’ αυτό και οι αφορισμοί του μπορεί κάπου κάπου να μοιάζουν με συνταγές, αλλά δεν είναι. Όσο εξοικειώνεται με το ύφος του ο αναγνώστης τόσο διακρίνει αυτήν τη διττότητα, ενίοτε ακόμη και την ειρωνεία –που είναι πιο έντονη όταν ο Λίχτενμπεργκ δεν αστειεύεται παρά όταν αστειεύεται– ή, χειρότερα, την αβάσταχτη κοστολόγηση της γραφής, αφού ο Λίχτενμπεργκ συχνά υπονοεί ότι τίποτα δεν πρέπει να γράφεται δίχως γνώση.
Όπως προλέχθηκε, ο Κονδύλης δεν αποσιωπά τους αστεϊσμούς του Λίχτενμπεργκ, μα ούτε και τα «παράλογά» του, τα επιλέγει όμως περισσότερο ως βιογραφικές επαγωγές, όπως είναι εκείνο το διάσημο «Θεωρία των πτυχώσεων πάνω σ’ ένα μαξιλάρι» (σ. 130), στην κατανόηση του οποίου δεν θα βοηθήσει εκείνος, αλλά ο Γονατάς, σημειώνοντας στην εισαγωγή της δικής του μετάφρασης (σ. 16) ότι ο κάποτε ο Λίχτενμπεργκ «έμεινε για μήνες κλεισμένος στο δωμάτιό του, ξαπλωμένος στο κρεβάτι του, όπου εμπνεύστηκε την ιδέα της “θεωρίας των πτυχώσεων πάνω σ’ ένα μαξιλάρι”».
Στη μετάφραση του Κονδύλη κατά τα άλλα εμφανίζονται με πολλή φειδώ αυτές οι αλλοπρόσαλλες φράσεις που παρ’ ολίγον να μονοπωλήσουν το ενδιαφέρον του Γονατά. Ο Κονδύλης επιλέγει λίγα μόνο από τα εν λόγω «παράλογα», ενώ ο Γονατάς τα περιτριγυρίζει συνεχώς. Ήδη όμως από τη «θεωρία των πτυχώσεων» (που αλλού βρίσκεται η μετάφρασή της και αλλού η εξήγησή της) φαίνεται πως οι μεταφράσεις Κονδύλη και Γονατά συνδέονται άρρηκτα και συμπληρώνουν η μία την άλλη, επειδή ο Λίχτενμπεργκ είναι πάντα ο Λίχτενμπεργκ.
Ο Γονατάς έχει βεβαίως υπόψη του τη μετάφραση του Κονδύλη και εξηγεί στην εισαγωγή του πως ένας από τους λόγους για τους οποίους παροτρύνθηκε να εκδώσει τη δική του μετάφραση είναι οι διαφορές στην επιλογή των αφορισμών. Εδώ ο αναγνώστης απομακρύνεται από τις επιστημολογικές επιδιώξεις του Κονδύλη και γεύεται τον παράλογο
Λίχτενμπεργκ. Ο Γονατάς προβαίνει σαφώς στις δικές του εξαιρέσεις, δεν συλλέγει δηλαδή μονάχα τις μικρές φράσεις που κάλλιστα μπορούν να τροφοδοτήσουν τον υπερρεαλιστικό τυχοδιωκτισμό, πρόθυμα όμως τους επιτρέπει να θριαμβεύσουν.
Στη μετάφραση του Γονατά διαβάζει κανείς: «Ένα μαύρο χειροπιαστό» (σ. 31), «Τα φύλλα του ολέθρου» (σ. 37), «Γράμματα αρσενικά και θηλυκά» (σ. 41), «Βάψε την καμπούρα γαλάζια μ’ ένα πινέλο από ξύλο σημύδας» (σ. 44), «Ένας τρόπος ν’ ανατινάζουμε τα δόντια με πυρίτιδα» (σ. 45), «Ένας μικρός θρόμβος αίμα ή ένας ήλιος» (σ. 48), «Σύννεφα μεθυσμένα από θύελλα, μεθυσμένα από χλεύη» (σ. 52), «Το δωμάτιο ήταν ολότελα αδειανό, μόνο μια μικρή μεταχειρισμένη ηλιαχτίδα κειτόταν στο πάτωμα» (σ. 93). Σε κάθε περίπτωση, οι φράσεις αυτές, τις οποίες ο Γονατάς θεωρεί «καθαρή ποίηση», είναι τωόντι ποιητικές. Τόσο ποιητικές που δεν συνάδουν καν με τον αιώνα τους. Από αυτά τα λίγα δείγματα πάντως φανερώνεται αμέσως αυτό που βρήκε στον Λίχτενμπεργκ ο Γονατάς, αλλά και αυτό το διαφορετικό που βρήκε στον Λίχτενμπεργκ ο Γονατάς σε σχέση με τον Κονδύλη.
Η σημασία αυτών των φράσεων είναι σκοτεινή. Λίγο φως προσφέρει μόνο το εναργές ύφος του Λίχτενμπεργκ καθεαυτό: οι φράσεις φαίνονται σαν να μην έχουν κανένα νόημα – και πράγματι δεν έχουν κανένα νόημα. Συχνά ένας άνθρωπος –που με τον έναν ή τον άλλον τρόπο και υπηρετώντας τη μία ή την άλλη ιδιότητα στοχάζεται– συλλαμβάνει εικόνες της ζωής και της φύσης που τον γεμίζουν αναίτιο δέος και τότε μια φράση ξεπηδά στο μυαλό του, που μπορεί να μην υπακούει σε κανέναν κανόνα της γλώσσας κι όμως να συνίσταται στο μόνο στ’ αλήθεια σωστό συνταίριασμα λέξεων που θα μπορούσε να υπάρξει. Ακόμη πιο συχνά, για να εννοήσει τις εικόνες αυτές ο άνθρωπος αφήνεται στην παράβαση των ίδιων του των εσωτερικών νόμων, αφήνεται σε μια ελευθεριότητα που δεν θ’ αποτολμούσε να εκφράσει ενώπιον άλλου και που όχι δίχως ένα αίσθημα εξάντλησης εκφράζει ενώπιον του ίδιου του εαυτού. Τέτοιων εικόνων έρμαιο γίνεται ο Λίχτενμπεργκ· έτσι μεταφέρει στο σημειωματάριό του φράσεις παράλογες που όμως είναι απολύτως σωστές, καθώς και φράσεις οι οποίες αντιβαίνουν κατάφωρα στις προσωπικές του αξίες, τις πιο ταπεινές και συνάμα πιο σημαντικές, όπως τη σαφή και απέριττη διατύπωση μιας σκέψης. Παραδείγματος χάριν, όταν ο Λίχτενμπεργκ γράφει για «σύννεφα μεθυσμένα από χλεύη» θα μπορούσε απλώς να εννοεί μια επερχόμενη κακοκαιρία που χαλά τα καθημερινά σχέδια των ανθρώπων. Κανονικά, θα μπορούσε να γράψει απλώς ένα ευφυολόγημα περί «βρομόκαιρου» (όπως σε κάποιον αφορισμό στη μετάφραση του Κονδύλη) ή να μην ασχοληθεί καθόλου με το θέμα εξαρχής. Κι όμως, η εικόνα τον αιφνιδίασε. Και την κατέγραψε στο σημειωματάριό του όχι επειδή ήθελε να τη χρησιμοποιήσει κάποτε κάπως, αλλά απλά και μόνο επειδή ήταν ολότελα δική του.
Αυτός είναι ο Λίχτενμπεργκ του Γονατά. Ο Γονατάς πληροφορεί τον αναγνώστη στην εισαγωγή του πως «ο Σοπεγχάουερ διακρίνει στον Λίχτενμπεργκ τον “κατ’ εξοχήν” στοχαστή, εκείνον που σκέφτεται για τον εαυτό του και όχι για τους άλλους». Πολλά διαφωτίζει γενικώς η θεώρηση αυτή, μα πάνω απ’ όλα την εσωστρέφεια του στοχασμού. Στην εργασία του Κονδύλη διακρίνεται ήδη ένας Λίχτενμπεργκ αποστρεφόμενος την ιδιότητα του ποδηγέτη και συνάμα την ανάγκη του κόσμου για ποδηγέτες· μιλάει για τη φύση και τα όνειρα, μιλάει για τον εαυτό με κάθε δυνατή αφορμή, για την προβληματική του ευσεβούς πόθου να απευθύνεσαι σε κάποιον με σκοπό όχι να επικοινωνήσεις απλώς μα να εμφυσήσεις μέσα του ένα νέο εγώ: το δικό σου. Ο συνομιλητής ή αναγνώστης που οραματίζεται ο Λίχτενμπεργκ δεν είναι ούτε semblable ούτε frère. Γνωρίζει πως όσο απομακρύνεται κανείς από τον εαυτό τόσο φθείρεται η αίσθηση και η γνώση· όσο καλά, όσο βαθιά κι αν (νομίζουν πως) «επικοινωνούν» δύο άνθρωποι, θα υπάρχει πάντα μια απειροελάχιστη μάζα υλικού που θα χάνεται στην απόσταση. Στους αφορισμούς που μεταφράζει ο Κονδύλης «φωνάζει» η κατεργασία της πιθανότητας να μεταδώσεις στον άλλον αυτούσια τη δική σου θέα, τη δική σου εικόνα του κόσμου και των πραγμάτων, ως το πρώτο και σημαντικότερο βήμα. Κατόπιν, στη μετάφραση του Γονατά, αναδύονται οι απόπειρες: ο Λίχτενμπεργκ καταγράφει παράλογες εικόνες, και μάλιστα δίχως να φοβάται μην καταντήσει «ποιητικός», «ασαφής», «δυσερμήνευτος», διότι έχει πιστέψει πως όλες οι αποστάσεις έχουν διανυθεί, πως έφερε τον άλλον στο σημείο να αισθάνεται και να κατανοεί ό,τι κι εκείνος ο ίδιος. Είναι πράγματι ένας άνθρωπος που στοχάζεται για τον εαυτό του και όχι για τον άλλον, ίσως όμως επειδή αντιμετωπίζει τον άλλον –τον ιδανικό άλλον– ως έτερο εαυτό.
Υπ’ αυτήν την έννοια ο Λίχτενμπεργκ επιδίδεται σε καινοφανείς πειραματισμούς, με το ίδιο εξαίσιο και δημιουργικό θράσος που τον ωθεί στους πειραματισμούς της επιστήμης του. Ο Κονδύλης μεταφέρει τη σύλληψη και την επεξεργασία, ο Γονατάς την πραγμάτωση.
Σίγουρα η γλωσσική προσέγγιση του Κονδύλη και η γλωσσική προσέγγιση τού Γονατά διαφέρουν· όχι εντυπωσιακά, ούτε κι ενοχλητικά, αλλά διαφέρουν. Η όποια διαφορά δεν οφείλεται βέβαια τόσο στη μεταφραστική μέθοδο καθενός όσο στο περιεχόμενο των επιλεγμένων αφορισμών. Ο Κονδύλης είναι επιφορτισμένος με το καθήκον να μεταμοσχεύσει στο κείμενο όλα εκείνα τα σαρκαστικά νεύρα που η ελληνική γλώσσα ευτυχώς καλοδέχεται, αλλά και ταυτόχρονα να διατηρήσει τη διαύγεια που φανερώνει τις γνωστικές καταβολές του. Από την άλλη ο Γονατάς, αντιμετωπίζοντας τελικά το κείμενο –έστω και χωρίς να το παραδέχεται ή έστω και εν μέρει– ως ποιητικό, έχει την ελευθερία να επιχειρήσει συντακτικές παρεμβάσεις, από εκείνες που ναι μεν οι φιλολογούντες υπολαμβάνουν ως «συναίσθημα», στην ουσία όμως εξυπηρετούν το πρόταγμα μιας δειλής μετρικής.
Επομένως η μετάφραση του Κονδύλη και η μετάφραση του Γονατά αποκαλύπτονται σήμερα σε όλο τους το εύρος όταν μελετώνται συνδυαστικά, όχι μόνο επειδή περιλαμβάνουν διαφορετικές επιλογές από τα Sudelbücher, που ενωμένες φέρνουν εγγύτερα τον αναγνώστη στο πνεύμα του Λίχτενμπεργκ, αλλά και επειδή διακρίνουν την εκάστοτε γλώσσα με την οποία πρέπει να αποδοθεί κάθε επιλογή, αφού η γλώσσα του ίδιου του Λίχτενμπεργκ ήταν πολύπλευρη.
Όπως και να έχει, ο Λίχτενμπεργκ είναι ένας άγιος που τιμάται ή θα έπρεπε να τιμάται απ’ τους αυτόχθονες του θαυμαστού κόσμου των σημειώσεων. Ένα σημειωματάριο διαφέρει πολύ, πάρα πολύ από ένα ημερολόγιο, γι’ αυτό και ο μύθος του δεν ερείδεται στον προσωπικό χαρακτήρα της γραφής, αλλά στην «αυτοτελή αποσπασματικότητα» ή, ίσως, και «αποσπασμένη αυτοτέλεια» (ναι, την τόσο παράδοξη όσο φαίνεται) του σώματός της. Ο Λίχτενμπεργκ μπορεί, όπως υπονοείται σε κάποιους αφορισμούς, να προτιμά τη σιωπή μπροστά στο αίτημα των επιγόνων του για ξεκάθαρη αποδοχή ή απάρνηση της έννοιας της αρετής, εντούτοις δεν υπάρχει άλλη λέξη εκτός από την αρετή που ν’ απαντά στη δίψα του για λιτότητα και σαφήνεια. Δεν υπάρχει αμφιβολία πως ο Λίχτενμπεργκ δεν θα άντεχε ποτέ να μπει στη διαδικασία να γράψει ένα ολόκληρο βιβλίο για χάρη ενός καλού θέματος, μιας καλής ιδέας, μιας καλής φράσης, ή ακόμη και ενός αισιόδοξου γλωσσικού πειραματισμού. Αρκέστηκε να σημειώνει ό,τι ερχόταν στον νου του, τιμώντας την ίδια τη νοητική διεργασία, συνήθως με τη φροντίδα της σωστής διατύπωσης, λες και το παραμικρό του ευφυολόγημα επρόκειτο να διαβαστεί αυτοστιγμεί από ένα σύμμεικτο πλήθος αυστηρών διανοούμενων και άφοβων λαϊκών, και μάλιστα χωρίς ο ίδιος να το γνωρίζει. Μέχρις εκεί όμως. Εάν κατάφερνε να πει αυτό που ήθελε να πει, ακόμη και σε μία πρόταση όλη κι όλη, έμενε τόσο ικανοποιημένος όσο θα έμενε κάποιος άλλος έχοντας γράψει μια ολόκληρη πραγματεία, ένα ολόκληρο μυθιστόρημα ή τέλος πάντων έναν φαντασιώδη τόμο που θα ήλπιζε να γίνει το magnum opus του. Ο Λίχτενμπεργκ αφέθηκε στη στωική πράξη της σημείωσης πρωτίστως επειδή όλα τα ενδεχόμενα είχαν για εκείνον το ίδιο βάρος, το εντελές παν και το εντελές τίποτα, η διάρκεια και η φύρα, η αιωνιότητα και η λήθη. Είναι συντριπτική, αφόρητη η πίστη του στον λόγο και η εστιασμένη αδιαφορία του για τον άνθρωπο –ή, καλύτερα, το όνομα– πίσω από τον λόγο. Ο Λίχτενμπεργκ άφησε οπωσδήποτε ένα έργο στην ανθρωπότητα, κι όμως η ιδιότητα που υπηρέτησε δεν θυμίζει τόσο την ιδιότητα του συγγραφέα όσο την ιδιότητα του αναγνώστη, του μετριόφρονος συστηματικού αποδέκτη, του αυθεντικού παρατηρητή που συλλέγει μετά μανίας εικόνες του ταπεινού περιβάλλοντος κόσμου του, πρώτα απ’ όλα προς ίδιον όφελος, με καμία θέληση μήτε κι ανάγκη να τις επιδείξει, ούτε καν να τις μεταδώσει, πόσο μάλλον να τις μετατρέψει σε διδασκαλία.
Εδώ εμφανίζεται η μοναξιά, μια μοναξιά απειροελάχιστα αιτιαρχική, που υπερβαίνει τους όρους του ψυχισμού. Δεν είναι αποφατική η μοναξιά του στοχαστή, δεν είναι η έλλειψη τινός, είναι απλώς μια κατάσταση στο πλαίσιο της οποίας ο στοχαστής μπορεί να είναι λειτουργικός. Δεν προκύπτει από τίποτε άλλο παρά από την πιθανότητα να είναι ο άνθρωπος τρομακτικά μόνος όταν δεν μοιράζεται, όταν δεν μοιράζεται κάτι υψηλότερο από το σώμα.
Ο Λίχτενμπεργκ δεν απέρριπτε τους ανθρώπους, αντιθέτως, τους σεβόταν πολύ για να αυτοπροταθεί ως ένας ακόμη μεσσίας, τους αντιμετώπιζε ως ίσους· εκείνους ως καθρέφτη του και τον εαυτό του ως καθρέφτη τους. Γι’ αυτό οι στοχασμοί, οι αφορισμοί του ήταν τόσο φιλόδοξοι, γι’ αυτό η ιδιότητα του συγγραφέα, που αποδεχόταν, προϋπέθετε το άνοιγμα σε ένα ολόκληρο σύμπαν, του οποίου η περιγραφή προϋπέθετε με τη σειρά της τη βαθιά και λεπτομερή γνώση του· γι’ αυτό ο Λίχτενμπεργκ δεν υπήρξε πουθενά όσο υπήρξε σ’ έναν από εκείνους τους σύντομους στοχασμούς που παρέδωσε ο Κονδύλης (σ. 102): «Αν κάποιος μάζευε σε συμπυκνωμένη μορφή όλες τις επιτυχημένες εμπνεύσεις της ζωής του, θα έφτιαχνε ένα ωραίο βιβλίο. Ο καθένας είναι τουλάχιστον μια φορά τον χρόνο μεγαλοφυΐα. Όσοι αποκαλούνται μεγαλοφυΐες έχουν απλώς καλές εμπνεύσεις σε πυκνότερα διαστήματα. Απ’ αυτό καταλαβαίνουμε πόση σημασία έχει να καταγράφει κανείς τα πάντα». Και σε τι συνίσταται η μεγαλοφυΐα σύμφωνα με τον Λίχτενμπεργκ; Μεταφράζει και τούτο ο Κονδύλης (σ. 136): «Η μεγαλοφυΐα συνίσταται κατά μεγάλο μέρος στο χάρισμά της να αξιοποιεί όλα τα συμβάντα της ζωής προς όφελος δικό της και της επιστήμης της». Αυτά είναι λοιπόν τα Sudelbücher, ένα ωραίο βιβλίο όπου μια μεγαλοφυΐα κατέγραψε τα πάντα.