Ήταν το μακρινό 1995 όταν πάνω σε συζήτησή μας σε κάποια από τις εβδομαδιαίες συναντήσεις μας, στις περίφημες Τρίτες του Πλανόδιου
στο cafe Metro της πλατείας Κλαυθμώνος, μου το πρωτοζήτησε και πραγματικά με εξέπληξε. Γνωρίζοντας ότι παρέδιδα εθελοντικά μαθήματα ζωγραφικής στις Γυναικείες Φυλακές Κορυδαλλού για περίπου τρία χρόνια μού ζήτησε να κανονίσω να εκδοθεί ειδική άδεια στο όνομά του, ώστε να μπορέσει να έρθει μαζί μου ως επισκέπτης καλλιτέχνης και να διαβάσει ποίηση στις κρατούμενες, με αφορμή τις ποιητικές συναντήσεις που πλαισίωναν τα μαθήματά μου εκείνη την χρονική περίοδο.
Είχα εκπλαγεί τόσο που χρειάστηκε να μου το υπενθυμίσει επίμονα αρκετές φορές για να με πείσει ότι σοβαρολογεί. Και ήταν απολύτως φυσιολογικό το ξάφνιασμά μου, μια που ο Γιάννης, όπως κι αν το δούμε, κρατούσε πάντα τις αποστάσεις του και μια συνειδητή αφ’ υψηλού στάση θέασης των πραγμάτων, που οφειλόταν εν μέρει και στην ιδιοσυγκρασία του. Ωστόσο, όσοι τον γνωρίζαμε από πιο κοντά διαπιστώναμε κατά καιρούς ή καλύτερα ανάλογα με την ώρα της ημέρας και κυρίως της νύχτας, ρωγμές σ’ αυτή την πανοπλία του. Αναδύονταν τότε όλα τα στριμωγμένα του συναισθήματα, που όσο άξια ήξερε να τα διαχειρίζεται με την ποίησή του άλλο τόσο θεωρώ πως τα φοβόταν.
Μια τέτοια ρωγμή, λοιπόν, φανέρωνε και εκείνη η επιμονή του για την έκδοση της άδειας προκειμένου να συμμετάσχει στα καλλιτεχνικά δρώμενα των Γυναικείων Φυλακών Κορυδαλλού...
Τελικά η άδεια βγήκε σχετικά εύκολα και η επιθυμία του πραγματοποιήθηκε. Τότε υπουργός Δικαιοσύνης ήταν ο Γιώργος Κουβελάκης, μάλιστα ο αδελφός του, ο Παναγιώτης Κουβελάκης έγραφε ποίηση, όπως μου είχε πει με συγκρατημένη περηφάνια ο υπουργός όταν συναντηθήκαμε κάποια μέρα στο «Φίλιον» με αφορμή την ανταλλαγή βιβλίων και την πιθανή διεύρυνση των μαθημάτων ζωγραφικής. Αυτή η εξοικείωσή του με την ποίηση τον έκανε να συμμερίζεται ευκολότερα τον ουσιαστικό ρόλο που θα μπορούσε να παίξει η οποιαδήποτε μορφή τέχνης στις έγκλειστες. Είχαν, λοιπόν, αρχίσει να ανοίγουν κάπως ευκολότερα «οι πόρτες» των φυλακών. Το σωφρονιστικό σύστημα εμπλουτιζόταν πέρα από τις μέχρι τότε αλα κάρτ συναυλίες επωνύμων καλλιτεχνών και με πιο βιωματικά ψυχαγωγά στοιχεία όπως τα μαθήματα ζωγραφικής, ανθοδετικής, μικρής καλλιέργειας στα κηπάρια του αύλειου χώρου, κ.ά. έτσι άρχισαν να περνούν το κατώφλι των φυλακών ευκολότερα όσοι ήθελαν να προσφέρουν κάτι διαφορετικό στον ευαίσθητο και πολύπλοκο κόσμο τους, και οι κρατούμενες να παίρνουν τις πρώτες τους πενθήμερες άδειες. Κάτι που διευκόλυνε κάπως τις γραφειοκρατικές διαδικασίες ήταν το γεγονός ότι με γνώριζαν και με εμπιστευόντουσαν πλέον οι υπηρεσίες διοίκησης των φυλακών –η διευθύντρια, η κοινωνική λειτουργός, η ψυχολόγος, μια που είχα κατά καιρούς προτείνει πέρα από τις ποιητικές συναντήσεις και αρκετούς καλλιτέχνες ως επισκέπτες των εκδηλώσεων όπως τον δάσκαλό μου Δημήτρη Μυταρά, την φίλη τραγουδοποιό Λήδα Χαλκιαδάκη, τον επίσης τραγουδοποιό Στέφανο Δεκεριάν, τον γνωστό καραγκιοζοπαίκτη Κυριάκο Δεσύλλα, τον Γιάννη Χατζηφώτη, κ.ά.
Η επίσκεψή μας κράτησε περίπου μιάμιση ώρα, ο Γιάννης αν και λίγο τρακαρισμένος στην αρχή, ήταν προσηνής, πολύ ευγενής με την ουσιαστική έννοια της λέξης, καθόλου σνομπ – σε ανησυχητικό σημείο (!) και στιγμές-στιγμές η φωνή του και το βλέμμα του άγγιξαν την τρυφερότητα. Οι κοπέλες επικοινωνούσαν με την ποίησή του κυρίως με συναισθηματικό τρόπο, πράγμα που είχαμε διαπιστώσει και από άλλες ποιητικές συναντήσεις, επικοινωνούσαν όμως με δίψα και ευγνωμοσύνη. Ανάμεσα στις αναγνώσεις των ποιημάτων οι κρατούμενες έκαναν σχόλια κι ερωτήσεις κι εκείνος προσπαθούσε να δίνει όσο γινόταν πιο προσιτές για τον χώρο απαντήσεις. Είναι κρίμα που δεν έχω καμία σχετική φωτογραφία από εκείνη την επίσκεψη του Γιάννη, πάντως σίγουρα υπάρχει καταχωρημένο το όνομά του μαζί με το δικό μου εκείνη την συγκεκριμένη ημέρα στα κατάστιχα του βιβλίου επισκεπτών των Γυναικείων Φυλακών Κορυδαλλού.
Όταν φύγαμε ο Γιάννης φαινόταν αναστατωμένος. Καθώς πλησιάζαμε με το αυτοκίνητο στο κέντρο της Αθήνας, μου πρότεινε να καθίσουμε κάπου για ένα καφέ, καταλήξαμε να πίνουμε ούζα για τις επόμενες δυο-τρεις ώρες στη ρεσεψιόν ξενοδοχείου της πλατείας Μεταξουργείου απέναντι από το «Περοκέ». Άρχισε να με ρωτά τι ήξερα για τις γυναίκες που ήρθαν στην εκδήλωση, για κάθε μια ξεχωριστά με το όνομά της, τι αδίκημα είχε διαπράξει, τον λόγο και την διάρκεια του εγκλεισμού της, με ρώτησε επίσης αν είχε διαφοροποιηθεί η συμπεριφορά τους απέναντί μου μετά από τόσα χρόνια, αν τους προσέφερε τελικά κάτι η ζωγραφική, πώς αντιδρούσαν, και τελικά πώς αισθανόμουν εγώ όλα αυτά τα χρόνια. Η ώρα περνούσε και αποκαλυπτόταν στα μάτια μου ένας άλλος Γιάννης που δεν είχα ξαναδεί, ευαίσθητος, τρυφερός και κυρίως άοπλος· τέλος, μου ομολόγησε πως η εμπειρία της επίσκεψης στη φυλακή ήταν συγκλονιστικότερη απ’ ό,τι περίμενε. Από εκείνη την ημέρα τον εκτιμούσα και τον αγαπούσα περισσότερο.