Σκάβοντας στο μυαλό του Γκέοργκ Μπύχνερ: «Βόυτσεκ» & Βόυτσεκ & Λα Μετρί

Ι.

Στη θε­α­τρι­κή γρα­φή, η εξα­φά­νι­ση του εν­διά­με­σου κρί­κου με­τα­ξύ των προ­σώ­πων ενός έρ­γου και του συγ­γρα­φέα του, δη­λα­δή η απου­σία της φω­νής του αφη­γη­τή που δι­η­γεί­ται και σχο­λιά­ζει την ιστο­ρία, αυ­ξά­νει τη δυ­σκο­λία συ­σχε­τι­σμού όσων συμ­βαί­νουν και όσων εκ­φρά­ζο­νται μέ­σα στο έρ­γο με τις πραγ­μα­τι­κές από­ψεις του δη­μιουρ­γού. Σε έρ­γα ημι­τε­λή, στα οποία εί­ναι άγνω­στη και η τε­λι­κή τρο­πή και λύ­ση που θα δι­νό­ταν, η αδια­φά­νεια του τρό­που που το μυ­θο­πλα­στι­κό πε­ριε­χό­με­νο συν­δέ­ε­ται με το κο­σμο­εί­δω­λο του συγ­γρα­φέα εί­ναι ακό­μα με­γα­λύ­τε­ρη.
Στην πε­ρί­πτω­ση των άτι­τλων χει­ρο­γρά­φων που εί­ναι γνω­στά ως Βό­υ­τσεκ, μη δια­θέ­το­ντας σχε­δόν κα­νέ­να σχό­λιο του ίδιου του Μπύ­χνερ που να φω­τί­ζει τις καλ­λι­τε­χνι­κές του προ­θέ­σεις, ανα­τρέ­χου­με στις πο­λι­τι­κές του θέ­σεις και σε σχό­λια που γρά­φτη­καν σε επι­στο­λές ή προη­γού­με­να έρ­γα του (Θά­να­τος του Δα­ντόν, Λεντς) ένα ή δύο χρό­νια νω­ρί­τε­ρα, για να εξη­γή­σου­με τό­σο το αντι­κεί­με­νο, δη­λα­δή τους «ελά­χι­στους» ως ήρω­ες του έρ­γου (στο πρώ­το «κοι­νω­νι­κό δρά­μα» της σύγ­χρο­νης επο­χής), όσο και την ποι­η­τι­κή του: την (προ)να­του­ρα­λι­στι­κή γρα­φή που ανα­δει­κνύ­ει το προ­φο­ρι­κό και αχτέ­νι­στο του λό­γου, την ποί­η­ση των απο­σιω­πή­σε­ων και λα­θών.

Στο τέ­λος του κα­λο­και­ριού του 1836 ο 23χρο­νος Γκέ­οργκ Μπύ­χνερ (1813-1837) γρά­φει στην αρ­ρα­βω­νια­στι­κιά του: «Στη φά­ση αυ­τή αφή­νω κά­τι αν­θρώ­πους στο χαρ­τί να σφα­χτούν». Πολ­λά άλ­λα δεν δια­θέ­του­με από τα χεί­λη της πέ­νας του, και το ου­δέ­τε­ρο αυ­τό χιού­μορ δεν προ­δί­δει ού­τε θέ­σεις ού­τε προ­θέ­σεις. Έτσι, μα­ζί με πολ­λές από τις συλ­λα­βές στα μι­σο­σβη­σμέ­να και δυ­σα­νά­γνω­στα χει­ρό­γρα­φα, έμει­ναν στο ημί­φως φι­λο­λο­γι­κών υπο­θέ­σε­ων και αντι­πα­ρα­θέ­σε­ων κά­μπο­σων ήδη γε­νε­ών ενα­σχό­λη­σης με τις λί­γο-πο­λύ σκόρ­πιες και εν μέ­ρει ασύν­δε­τες σκη­νές. Τις οποί­ες το αμεί­ω­το εν­δια­φέ­ρον για τον Μπύ­χνερ κα­λεί εκ­δό­τες και δρα­μα­τουρ­γούς να συν­θέ­τουν σε ένα συ­νο­λι­κό σώ­μα, υπο­δυό­με­νοι ανα­χρο­νι­στι­κά την ύπαρ­ξη του έρ­γου που ανα­δύ­ε­ται από τη συρ­ρα­φή.
Στις σκη­νές που έχου­με στη διά­θε­σή μας δεν εί­ναι ευ­διά­κρι­το αν ο Μπύ­χνερ εκ­θέ­τει απλά, εν εί­δει ψυ­χο­λο­γι­κής σπου­δής, την πε­ρί­πτω­ση ενός γυ­ναι­κο­κτό­νου, για να τη φω­τί­σει ου­δέ­τε­ρα και να την επα­να­φέ­ρει στο φά­σμα του αν­θρώ­πι­νου, ή αν ανα­ζη­τά μια πραγ­μα­τι­κή λο­γο­τε­χνι­κή υπε­ρά­σπι­ση του υβρι­δι­κού πρω­τα­γω­νι­στή του, που συν­θέ­τει από του­λά­χι­στον πέ­ντε ιστο­ρι­κά πρό­σω­πα, για να δι­κά­σει εμ­μέ­σως τους δι­κα­στές, τους μη­χα­νι­σμούς κοι­νω­νι­κής συμ­μόρ­φω­σης και τις ιδε­ο­λο­γί­ες της επο­χής. Με­λε­τώ­ντας τα χει­ρό­γρα­φα και τις δια­γρα­φές, υπάρ­χουν επι­χει­ρή­μα­τα και για τις δύο θέ­σεις: και για την πρό­θε­ση της αν­θρω­πο­λο­γι­κής οι­κεί­ω­σης του ζω­ώ­δους, και για εκεί­νη της ηθι­κής και πο­λι­τι­κής υπε­ρά­σπι­σης των «ελα­χί­στων» και απο­διο­πο­μπαί­ων του συ­στή­μα­τος.
Εντέ­λει με αρ­κε­τή ασφά­λεια μπο­ρεί να υπο­θέ­σει κα­νείς μια του­λά­χι­στον διτ­τή, αν όχι και πολ­λα­πλή-πα­ράλ­λη­λη καλ­λι­τε­χνι­κή στό­χευ­ση, που κά­νει το έρ­γο με τις πά­μπολ­λες μι­κρο­σκη­νές και τα πολ­λά πρό­σω­πα να ελίσ­σε­ται και να ξε­γλι­στρά­ει μέ­σα από τα χέ­ρια του φι­λο­λό­γου, σαν τη γά­τα της σκη­νής με τους φοι­τη­τές, και να δι­καιώ­νει σε κά­ποιο βαθ­μό κά­θε ερ­μη­νευ­τι­κή υπό­θε­ση που εξά­γει ή προ­βάλ­λει κα­νείς ενερ­γο­ποιώ­ντας δι­κές του προσ­δο­κί­ες και «γνώ­σεις» για το έρ­γο αυ­τό ή την ακτι­βι­στι­κή πο­λι­τι­κή δρά­ση του Μπύ­χνερ. Η πλα­στι­κό­τη­τα του κει­μέ­νου, που περ­νά­ει από τις μορ­φι­κές με­τα­θέ­σεις στα «νο­ή­μα­τά» του και πά­λι πί­σω, οφεί­λε­ται πρω­τί­στως σε κά­τι τυ­χαίο, που δεν ανή­κε στις καλ­λι­τε­χνι­κές προ­θέ­σεις του Μπύ­χνερ: τον πρό­ω­ρο θά­να­τό του (!), στον οποίο οφεί­λου­με το ημι­τε­λές του έρ­γου και την απου­σία αρίθ­μη­σης των σκη­νών, που λει­τουρ­γεί ως άλ­λο­θι μιας κά­θε –εκ των πραγ­μά­των– εκλε­κτι­κι­στι­κής προ­σέγ­γι­σης που ανα­δια­τάσ­σει το έρ­γο με βά­ση το πε­ριε­χό­με­νο που θέ­λει να ανα­δεί­ξει ο εκά­στο­τε εκ­δό­της ή σκη­νο­θέ­της: το νό­η­μα εδώ προη­γεί­ται της μορ­φής. Για­τί «ανε­βά­ζω» Βό­υ­τσεκ ση­μαί­νει πά­ντα προ­τεί­νω μια σει­ρά σκη­νών και απο­σιω­πώ ένα μέ­ρος του υλι­κού, αφού για το έρ­γο αυ­τό, που εντός των σκη­νών θυ­μί­ζει σταυ­ρό­λε­ξο (έχει πά­μπολ­λες σβη­σμέ­νες συλ­λα­βές ή λέ­ξεις, που δεν ανα­κτή­θη­καν) και στο σύ­νο­λό του εί­ναι ένα δρα­μα­τουρ­γι­κό scrabble (η διά­τα­ξη των μη αριθ­μη­μέ­νων σκη­νών εί­ναι αρ­κε­τά ελεύ­θε­ρη), επι­πλέ­ον ισχύ­ει πως εί­ναι αδύ­να­τον να συ­νυ­πάρ­ξουν όλα τα ση­μεία του υλι­κού στην ίδια πρό­τα­ση σύν­θε­σής του.  

Ζωγραφική
Ζωγραφική / φωτ. Ανδρέας Δεβετζής

II.

Στην όλη φι­λο­λο­γία γύ­ρω από το έρ­γο, ίσως το μό­νο πραγ­μα­τι­κά προ­βλη­μα­τι­κό, ακό­μα και αφε­λές (το θέ­α­τρο εδώ έχει με­γα­λύ­τε­ρες ελευ­θε­ρί­ες συ­σχε­τι­σμών), εί­ναι κά­τι άλ­λο, και δεί­χνει τε­λι­κά την ερ­μη­νευ­τι­κή μας αμη­χα­νία ενό­ψει ενός «έρ­γου ερεί­πιου», όπως χα­ρα­κτη­ρί­στη­κε: εν­νοώ τη συ­νή­θη φι­λο­λο­γι­κή σύν­δε­ση ή ανα­γω­γή του 30χρο­νου αντι­ή­ρωα του έρ­γου Φραντς Βό­υ­τσεκ στον 41χρο­νο γυ­ναι­κο­κτό­νο Γιό­χαν Κρί­στιαν Βό­υ­τσεκ. Η λί­στα των επι­χει­ρη­μά­των που τορ­πι­λί­ζουν –ίσως χω­ρίς να βυ­θί­ζουν ορι­στι­κά– τη φι­λο­λο­γι­κή αυ­τή ευ­κο­λία, εί­ναι με­γά­λη, πα­ρα­θέ­τω εν­δει­κτι­κά κά­ποια χω­ρίς να επε­κτα­θώ:

1. Η πρώ­τη γρα­φή του έρ­γου δεν ανα­φέ­ρε­ται στον ιστο­ρι­κό Βό­υ­τσεκ, το όνο­μα του πρω­τα­γω­νι­στή μά­λι­στα ήταν αρ­χι­κά Louis.
2. Ένα με­γά­λο μέ­ρος του έρ­γου, το λε­γό­με­νο «σύ­μπλεγ­μα του φό­νου» απο­τυ­πώ­νει λο­γο­τε­χνι­κά μια άλ­λη γυ­ναι­κο­κτο­νία, αυ­τήν που δια­πράτ­τει ο 38χρο­νος κα­πνερ­γά­της Ντά­νιελ Σμόλ­λινγκ. Και άλ­λα στοι­χεία του έρ­γου, π.χ. την έμ­μο­νη ιδέα του φό­νου που προ­σπα­θεί να απο­τι­νά­ξει ο πρω­τα­γω­νι­στής ή την προ­σπά­θεια ενός συ­να­δέλ­φου να του απο­σπά­σει την προ­σο­χή από τις σκέ­ψεις αυ­τές τρα­γου­δώ­ντας, ο Μπύ­χνερ τα αντλεί από την ιστο­ρία του Σμόλ­λινγκ.
3. Τα στοι­χεία που δια­θέ­τει ο Μπύ­χνερ για τη ζωή του Γιό­χαν Κρί­στιαν Βό­υ­τσεκ εί­ναι, απ’ όσο γνω­ρί­ζου­με, ελά­χι­στα: όλες οι σχε­τι­κές λε­πτο­μέ­ρειες –που χρειά­ζε­ται κά­θε λο­γο­τε­χνι­κό έρ­γο για να υπάρ­ξει– εί­ναι μυ­θο­πλα­στι­κές, κα­τα­σκευα­σμέ­νες από ελά­χι­στους αό­ρι­στους υπαι­νιγ­μούς του ιστο­ρι­κού προ­σώ­που.
4. Η υπο­νό­μευ­ση και στα­δια­κή κα­τάρ­ρευ­ση της σω­μα­τι­κής του­λά­χι­στον, αν όχι και της ψυ­χι­κής υγεί­ας του πρω­τα­γω­νι­στή ανα­φέ­ρε­ται και εμ­φα­νώς κρι­τι­κά­ρει τα δια­τρο­φι­κά πει­ρά­μα­τα που εί­χαν γί­νει μεν πρω­τί­στως στη Γαλ­λία των αρ­χών του 19ου, αλ­λά δεν σχε­τί­ζο­νταν με τον ατι­μω­τι­κά απο­στρα­τευ­μέ­νο πια άνερ­γο, και κα­τ’ επα­νά­λη­ψη βί­αιο απέ­να­ντι στην ερω­μέ­νη του, Γ.Κρ. Βό­υ­τσεκ. Το δια­τρο­φι­κό πεί­ρα­μα εί­ναι στο έρ­γο ξέ­νο σώ­μα ως προς τους τέσ­σε­ρις πραγ­μα­τι­κούς φό­νους από τους οποί­ους αντλεί ο συγ­γρα­φέ­ας.  

Αν λοι­πόν υπο­θέ­σου­με, φι­λο­λο­γι­κά, ότι ο Μπύ­χνερ, στα επό­με­να στά­δια επε­ξερ­γα­σί­ας του έρ­γου, έχει κα­τά νου τον ιστο­ρι­κό Βό­υ­τσεκ, τό­τε πρέ­πει να πα­ρα­δε­χτού­με ότι δε με­λε­τά την πε­ρί­πτω­ση με δη­μο­σιο­γρα­φι­κή-να­του­ρα­λι­στι­κή συ­νέ­πεια, αλ­λά κα­τα­σκευά­ζει σαν μυ­θι­στο­ριο­γρά­φος της επο­χής, συν­δυά­ζο­ντας στοι­χεία που συμ­βάλ­λουν με κά­ποιον έμ­με­σο τρό­πο ή απα­λύ­νουν το έγκλη­μα, για να με­τριά­σει την ευ­θύ­νη του Βό­υ­τσεκ. Αυ­τό βέ­βαια αντί­κει­ται στην ποι­η­τι­κή του «δρα­μα­τουρ­γού ως ιστο­ριο­γρά­φου» που ανα­πλά­θει μια ιστο­ρι­κή συ­γκυ­ρία και μέ­νει πι­στός στη φύ­ση των πραγ­μά­των, μια ποι­η­τι­κή που ανα­πτύσ­σει ρη­τά ο ίδιος ο Μπύ­χνερ για να υπε­ρα­σπι­στεί το έρ­γο του Θά­να­τος του Δα­ντόν.
Από τη ση­με­ρι­νή οπτι­κή πρέ­πει να πού­με πως οι αντίρ­ρο­πες αυ­τές τά­σεις υπάρ­χουν στα έρ­γα του Μπύ­χνερ: δη­λα­δή και η να­του­ρα­λι­στι­κή και ντο­κου­με­ντα­ρι­στι­κή απο­τύ­πω­ση του υπαρ­κτού στον κό­σμο, και η ση­μα­δε­μέ­νη τρά­που­λα της μυ­θο­πλα­σί­ας για την επί­τευ­ξη του επι­θυ­μη­τού δρα­μα­τουρ­γι­κού απο­τε­λέ­σμα­τος. Ίσως ο Μπύ­χνερ θέ­λει να κα­τα­νο­ή­σει, να ρί­ξει φως, να ανα­βιώ­σει κά­τι ιστο­ρι­κό, αλ­λά ελ­λεί­ψει στοι­χεί­ων κα­τα­σκευά­ζει λε­πτο­μέ­ρειες και εφέ, που χει­ρα­γω­γούν ρη­το­ρι­κά την ανα­γνω­στι­κή και θε­α­τρι­κή μας ρο­πή προς συ­μπά­θεια – προς «έλε­ος και φό­βο». Δη­λα­δή εμπνέ­ε­ται και φω­τί­ζει κα­τάλ­λη­λα τους ήρω­ές του: Έτσι ο Λεντς του εί­ναι κα­τά το ήμι­συ Μπύ­χνερ και όχι Λεντς, όπως ομο­λο­γεί αρ­γό­τε­ρα ο αδελ­φός του συγ­γρα­φέα, και ο Βό­υ­τσέκ του εί­ναι κα­τά το ήμι­συ ο πρό­θυ­μος, συ­νερ­γά­σι­μος, σχε­δόν ευ­νου­χι­σμέ­νος φα­ντά­ρος, ο «κα­λός άν­θρω­πος», όχι ο απεί­θαρ­χος μέ­θυ­σος, ο εξα­θλιω­μέ­νος, βί­αιος και κα­τα­δι­κα­σμέ­νος για κλο­πές Γ.Κρ. Βό­υ­τσεκ.
Τη δε ρη­τή ποι­η­τι­κή του Μπύ­χνερ πρέ­πει μάλ­λον να την εκλά­βου­με ως ποι­η­τι­κή απο­στα­σιο­ποί­η­σης από τον Ρο­μα­ντι­σμό, δη­λα­δή ως ποι­η­τι­κή του 1836 στα πρό­θυ­ρα του Ρε­α­λι­σμού (που ξε­κι­νά­ει στη Γερ­μα­νία πε­ρί­που το 1840), ή ακό­μα-ακό­μα ως απλή απο­λο­γη­τι­κή ενό­ψει της κρι­τι­κής και των μομ­φών για τα χθα­μα­λά και «χυ­δαία» στοι­χεία κά­ποιων ηρώ­ων, όπως τις δέ­χτη­καν και άλ­λοι Ρε­α­λι­στές του 19ου αιώ­να, π.χ. ο Ντο­στο­γιέφ­σκι, που απα­ντά πως επι­τρέ­πει σε κά­ποιο πρό­σω­πο να μι­λά­ει έτσι, για­τί έτσι θα μι­λού­σε στην πραγ­μα­τι­κό­τη­τα. Επί της ου­σί­ας, βέ­βαια, δεν έχου­με να κά­νου­με με την πραγ­μα­τι­κό­τη­τα αλ­λά με κα­λο­ζυ­γι­σμέ­νες επι­νο­ή­σεις. Που όμως δεν εί­ναι πια πα­ρα­μύ­θια και ατσα­λά­κω­τη ευ­γλωτ­τία, όπως στον Ρο­μα­ντι­σμό ή ακό­μα και στο πρό­τυ­πο του Μπύ­χνερ, τον Σαίξ­πηρ.

Μια αντί­στοι­χη απο­στα­σιο­ποί­η­ση από τους «Ρο­μα­ντι­κούς» και στοι­χεία συγ­γε­νούς, μι­κτής ποι­η­τι­κής συ­να­ντά­ει κα­νείς στον Κα­βά­φη των «ιστο­ρι­κών» ποι­η­μά­των. Ομοί­ως και κά­θε φο­ρά στην ιστο­ρία της λο­γο­τε­χνί­ας που υπο­χω­ρεί το ωραίο και το ευ­ρη­μα­τι­κό για να δώ­σει τη θέ­ση του στο πραγ­μα­τι­κό, δη­λα­δή όταν απο­κα­θη­λώ­νε­ται η αι­σθη­τι­κή της ανοι­κεί­ω­σης για την εν­δυ­νά­μω­ση και ανά­δει­ξη του πιο άμε­σα πο­λι­τι­κού. Η ίδια η ιστο­ρία της λο­γο­τε­χνί­ας εί­ναι κά­τι το αδιόρ­θω­τα εκ­κρε­μές: μπο­ρεί να συ­νο­ψι­στεί ως συ­νε­χής αλ­λη­λο­δια­δο­χή αυ­τών των δύο τά­σε­ων, που επι­με­ρί­ζουν και ορ­γα­νώ­νουν την αντίρ­ρο­πη κί­νη­ση (την κί­νη­ση του εκ­κρε­μούς) και τις διαρ­κείς με­τα­μέ­λειες της λο­γο­τε­χνί­ας σε «επο­χές», χω­ρίς να οδη­γούν σε κά­ποια στα­θε­ρή ισορ­ρο­πία σύν-θε­σης. Στη γερ­μα­νι­κή λο­γο­τε­χνία (αλ­λά και τη φι­λο­σο­φία) μά­λι­στα, την κα­τε­ξο­χήν λο­γο­τε­χνία όπου υπήρ­ξαν κι­νή­μα­τα (Θύ­ελ­λα και Ορ­μή, Να­του­ρα­λι­σμός, Εξ­πρε­σιο­νι­σμός, Νέα Αντι­κει­με­νι­κό­τη­τα κλπ.), η «πα­τρο­κτο­νία» της προη­γού­με­νης γε­νιάς εί­ναι συ­νή­θως μέ­ρος του «προ­γράμ­μα­τος».

Ζωγραφική
Ζωγραφική / φωτ. Ανδρέας Δεβετζής

ΙΙΙ.

Επι­στρέ­φω σε ένα στοι­χείο που ανέ­φε­ρα: την αμ­φι­λε­γό­με­νη, μι­κτή σχέ­ση του έρ­γου με την πραγ­μα­τι­κό­τη­τα και τον ιστο­ρι­κό Βό­υ­τσεκ. Δεν εί­ναι απί­θα­νο, αλ­λά εί­ναι αμ­φί­βο­λο ο Μπύ­χνερ στον Βό­υ­τσέκ του, όπως σχο­λιά­ζε­ται ενί­ο­τε, να απο­σκο­πεί πρω­τί­στως σε μια υπε­ρά­σπι­ση του ιστο­ρι­κού Βό­υ­τσεκ, η πε­ρί­πτω­ση του οποί­ου συ­ζη­τιό­ταν ακό­μα, δώ­δε­κα χρό­νια με­τά τον δη­μό­σιο απο­κε­φα­λι­σμό του. Πιο πι­θα­νό εί­ναι να θέ­λει να ξε­τυ­λί­ξει τους πολ­λα­πλούς κα­θο­ρι­σμούς στην πε­ρί­πτω­ση ενός «απο­κτη­νω­μέ­νου» (όπως απο­φάν­θη­κε ο ια­τρο­δι­κα­στής) γυ­ναι­κο­κτό­νου και της «βάρ­βα­ρης» επι­λο­γής του. Δη­λα­δή η επι­θυ­μία να δεί­ξει όχι απλά ότι φέ­ρου­με όλοι μέ­σα μας το «ζώο», αλ­λά ότι εί­μα­στε τω­ό­ντι ζώα, και δη χω­ρίς πραγ­μα­τι­κά ελεύ­θε­ρη βού­λη­ση. Και ότι οι δια­κρί­σεις και δια­φο­ρές με­τα­ξύ των αν­θρώ­πων εί­ναι ασή­μα­ντες, για­τί υπό­κει­νται όλοι σε βιο­λο­γι­κούς, κοι­νω­νι­κούς και άμε­σα πε­ρι­βαλ­λο­ντι­κούς κα­θο­ρι­σμούς, που δε δι­καιο­λο­γούν τις αυ­στη­ρές ηθι­κές μας κρί­σεις.
Όπως πά­ντα στη λο­γο­τε­χνία, η πρό­θε­ση του συγ­γρα­φέα ως κρυ­φή στό­χευ­ση της αλ­λη­γο­ρί­ας και προ­σο­μοί­ω­σης που απο­τε­λεί κά­θε λο­γο­τε­χνι­κό κεί­με­νο, γί­νε­ται πιο προ­σβά­σι­μη, αν στρέ­ψου­με το βλέμ­μα μας σε ό,τι δεν εί­ναι ανα­γκαίο για την ιστο­ρία που λέ­γε­ται, δη­λα­δή για το ξε­τύ­λιγ­μα της πλο­κής. Στην εγκι­βω­τι­σμέ­νη μι­κρο­α­φή­γη­ση, στο όνει­ρο, στο πα­ρα­μύ­θι, στην ει­κό­να που μοιά­ζει με χρη­σμό και στη ρη­τή έκ­θε­ση ιδε­ών ή θε­ω­ρη­τι­κού λό­γου, βρί­σκει κα­νείς συ­χνά ένα κα­θρέ­φτι­σμα του όλου – και άρα της καλ­λι­τε­χνι­κής πρό­θε­σης. Στο έρ­γο Βό­υ­τσεκ, πα­ρά τη μι­κρή του έκτα­ση, υπάρ­χουν όλων των ει­δών οι εν­θέ­σεις και τα μπο­λιά­σμα­τα, όπως υπήρ­χαν στα κεί­με­να των Ρο­μα­ντι­κών, στους οποί­ους μα­θή­τευ­σε ο Μπύ­χνερ.
Εκτός από το πα­ρα­μύ­θι της για­γιάς, που ανα­σκευά­ζει δυ­στο­πι­κά το πα­ρα­μύ­θι των αδελ­φών Γκριμ «Άστρα-φλου­ριά» (Die Sterntaler), αντι­στοί­χως χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά –ως εγκι­βω­τι­σμέ­να, φαι­νο­με­νι­κά ξέ­να προς το υπό­λοι­πο έρ­γο– εί­ναι τα λό­για κρά­χτη και θια­σάρ­χη στις σκη­νές του πα­νη­γυ­ριού, που λει­τουρ­γεί ως «θέ­α­τρο μέ­σα στο θέ­α­τρο». Εδώ, στο σα­νί­δι ή την αρέ­να του πε­ριο­δεύ­ο­ντος μι­κρού τσίρ­κου, ο συγ­γρα­φέ­ας μοιά­ζει να κα­τα­θέ­τει ένα θε­ω­ρη­τι­κό σχό­λιο. Οι φρά­σεις που ηχούν έχουν δι­πλή βα­ρύ­τη­τα, αφού δεν προ­ά­γουν την πλο­κή και εκ­στο­μί­ζο­νται από πρό­σω­πα που περ­νούν σαν κο­μή­τες από το έρ­γο, δη­μιουρ­γη­μέ­να απλώς για να τις αρ­θρώ­σουν.

Τι εί­ναι αυ­τό που κα­τα­θέ­τει ο Μπύ­χνερ στις σκη­νές του πα­νη­γυ­ριού; Πέ­ρα από ένα κα­θρέ­φτι­σμα της κα­τά­στα­σης του πρω­τα­γω­νι­στή στον πί­θη­κο που πα­ρου­σιά­ζει στον κό­σμο ο κρά­χτης, πρό­κει­ται για το ση­μείο όπου ο Μπύ­χνερ δη­λώ­νει παι­γνιω­δώς την αν­θρω­πο­λο­γι­κή του θέ­ση: Ο άν­θρω­πος σχο­λιά­ζε­ται εμ­μέ­σως ως ζώο που μπο­ρεί και με­τρά­ει στα δά­χτυ­λα, που μπο­ρεί και μι­λά­ει για να εξη­γη­θεί. Στην προ­δαρ­βι­νι­κή επο­χή (πριν το 1859 και την Κα­τα­γω­γή των ει­δών), στην οποία γρά­φε­ται το έρ­γο, η έντα­ξη του αν­θρώ­που στο ζω­ι­κό βα­σί­λειο έχει άλ­λες φι­λο­σο­φι­κές συν­δη­λώ­σεις, που σχε­τί­ζο­νται με την καρ­τε­σια­νή κλη­ρο­νο­μιά: Τα ζώα από τη μία αντι­με­τω­πί­ζο­νται ως μη­χα­νές, η φυ­σιο­λο­γία των οποί­ων μπο­ρεί να ερ­μη­νευ­τεί πλή­ρως με αυ­στη­ρά μη­χα­νι­κούς νό­μους, που δεν αφή­νουν πε­ρι­θώ­ριο στην ελευ­θε­ρία. Ο άν­θρω­πος, όμως, με τον νου του με­τέ­χει του μο­να­δι­κού προ­νο­μί­ου της ελεύ­θε­ρης βού­λη­σης.

Ο Μπύ­χνερ σπου­δά­ζει το 1831-1833 ια­τρι­κή στο Στρα­σβούρ­γο, όπου επι­στρέ­φει αρ­χές Μαρ­τί­ου του 1835 για ενά­μι­ση χρό­νο. Εκεί με­λε­τά την ιστο­ρία της φι­λο­σο­φί­ας, ει­δι­κά το πρώ­το μι­σό του 1836, δη­λα­δή τον και­ρό αμέ­σως πριν τη συγ­γρα­φή του Βό­υ­τσεκ, εμ­βα­θύ­νο­ντας στον Καρ­τέ­σιο και τον Σπι­νό­ζα, για τους οποί­ους ετοι­μά­ζει ει­ση­γή­σεις. Δεν εί­ναι δύ­σκο­λο να υπο­θέ­σει κα­νείς ότι όντας στη Γαλ­λία και ασχο­λού­με­νος σε βά­θος με τον Καρ­τέ­σιο, συ­νά­ντη­σε και τα κεί­με­να των πιο γνω­στών επι­κρι­τών του, όπως εκεί­να του σύγ­χρο­νού του Pierre Gassendi (1592-1655), ο οποί­ος αρ­νεί­ται τον δυ­ϊ­σμό σώ­μα­τος και πνεύ­μα­τος και ταυ­τί­ζει τον νου με κά­τι υλι­κό: τον εγκέ­φα­λο.

La Mettrie

Σε πολ­λά ση­μεία του έρ­γου Βό­υ­τσεκ, ει­δι­κά όμως στην έν­θε­ση του –ξέ­νου προς το πρω­ταρ­χι­κό υλι­κό– δια­τρο­φι­κού πει­ρά­μα­τος, ο Μπύ­χνερ μοιά­ζει να ανα­τρέ­χει σε έναν άλ­λο γάλ­λο φι­λό­σο­φο, τον Λα Με­τρί (La Mettrie, 1709-1751) και τα έρ­γα του Φυ­σι­κή ιστο­ρία της ψυ­χής (1745) και Ο άν­θρω­πος-μη­χα­νή (1748, που με­τα­φρά­ζε­ται στα γερ­μα­νι­κά πο­λύ αρ­γό­τε­ρα, λί­γα χρό­νια πριν την πρώ­τη έκ­δο­ση του Βό­υ­τσεκ και την άν­θι­ση του Να­του­ρα­λι­σμού). Ο La Mettrie, από την πεί­ρα του ως για­τρός και πα­ρα­τη­ρώ­ντας την επί­δρα­ση του πυ­ρε­τού ή των τρο­φών, π.χ. του κρα­σιού και του κα­φέ, στον άν­θρω­πο, κή­ρυτ­τε την εξάρ­τη­ση των νοη­τι­κών λει­τουρ­γιών από τη σω­μα­τι­κή κα­τά­στα­ση. Η κομ­βι­κή για τον Μπύ­χνερ από­φαν­ση του La Mettrie του 1745 εί­ναι ότι «εί­σαι αυ­τό που τρως». Τη φρά­ση αυ­τή θα την επα­να­λά­βει και θα την ανα­δεί­ξει ο όψι­μος Ludwig Feuerbach ως «αν­θρω­πο­λο­γι­κός υλι­στής» πια το 1866 (“Der Mensch ist, was er isst”/«Ο άν­θρω­πος εί­ναι αυ­τό που τρώ­ει»), και θα αξιο­ποι­ή­σει εκτός από ηθι­κά και πο­λι­τι­κά ο Μπρε­χτ στη λο­γο­τε­χνία του (“Erst kommt das Fressen, dann kommt die Moral”/«Πρώ­τα έρ­χε­ται η μά­σα και με­τά η ηθι­κή», στο Denn wovon lebt der Mensch? / «Από τι λοι­πόν ζει ο άν­θρω­πος;», στο σα­φώς μπυ­χνε­ρι­κό αυ­τό ση­μείο της Όπε­ρας της πε­ντά­ρας που πα­ρα­πέ­μπει στη σκη­νή της τα­βέρ­νας με τον λό­γο του νε­α­ρού τε­χνί­τη στον Βό­υ­τσεκ). Ο τρό­πος που ο Μπύ­χνερ πα­ραλ­λάσ­σει ρη­τά, αλ­λά εν­σω­μα­τώ­νει και δρα­μα­τουρ­γι­κά την από­φαν­ση του La Mettrie, του πρώ­του σύγ­χρο­νου υλι­στή και μη­χα­νι­στή φι­λο­σό­φου που στο­χά­ζε­ται επί του θέ­μα­τος (λέω «σύγ­χρο­νου» για­τί οι επι­κού­ρειοι προ­οιω­νί­ζο­νται τη θέ­ση αυ­τή), θα αρ­κού­σε να κι­νή­σει την υπο­ψία ότι ο Μπύ­χνερ εί­χε δια­βά­σει τον συ­νά­δελ­φό του και δι­πλά εξο­ρι­σμέ­νο (από Γαλ­λία και Ολ­λαν­δία) για­τρό-φι­λό­σο­φο, που βρή­κε κα­τα­φύ­γιο στη Γερ­μα­νία στην αυ­λή του Με­γά­λου Φρει­δε­ρί­κου και τη Βα­σι­λι­κή Ακα­δη­μία Επι­στη­μών στο Πότσ­νταμ/Βε­ρο­λί­νο.
Ει­δι­κά όμως οι δύο σκη­νές στο πα­νη­γύ­ρι, που εί­ναι οι πρώ­τες δύο του νέ­ου έρ­γου που γρά­φει ο Μπύ­χνερ κα­τά την πρώ­τη φά­ση ενα­σχό­λη­σης το κα­λο­καί­ρι του 1836 στο Στρα­σβούρ­γο, απο­δει­κνύ­ει ότι όχι απλά γνώ­ρι­ζε τις θέ­σεις του La Mettrie, αλ­λά ότι εί­χε ανοι­χτό δί­πλα στο λευ­κό χαρ­τί το έρ­γο Ο άν­θρω­πος-μη­χα­νή (1748) όταν τις έγρα­φε. Σχε­δόν ό,τι λέ­ει ο κρά­χτης στο πα­νη­γύ­ρι πα­ραλ­λάσ­σει ή πα­ρω­δεί παι­γνιω­δώς κά­ποια πρό­τα­ση του γάλ­λου φι­λο­σό­φου:

––– Ο La Mettrie ανα­φέ­ρε­ται σε ζώα (που τρα­γου­δούν/κε­λαη­δούν) με μου­σι­κό τα­λέ­ντο, ένα τα­λέ­ντο που ο πί­θη­κος δεν έχει. Ο Μπύ­χνερ ανα­φέ­ρε­ται στα κα­να­ρί­νια και βά­ζει τον δι­κό του πί­θη­κο να φυ­σά­ει στην τρο­μπέ­τα και τον θια­σάρ­χη να σχο­λιά­ζει πως «ο μι­κρός έχει μου­σι­κό τα­λέ­ντο».
––– Ο La Mettrie γρά­φει πως άν­θρω­πος και πί­θη­κος θα μπο­ρού­σαν να γί­νουν εντυ­πω­σια­κά όμοιοι, πως το μό­νο που τους δια­κρί­νει εί­ναι η ομι­λία και πως αν το ζώο μά­θαι­νε με την κα­τάλ­λη­λη εκ­παί­δευ­ση μια γλώσ­σα, δε θα ήταν πια ένας ελατ­τω­μα­τι­κός αλ­λά ένας τέ­λειος άν­θρω­πος, ένας μι­κρός κύ­ριος. Ο Μπύ­χνερ σχο­λιά­ζει για το άλο­γο του πα­νη­γυ­ριού ότι εί­ναι ένας με­τα­μορ­φω­μέ­νος άν­θρω­πος, που απλά δεν μπο­ρεί να εκ­φρα­στεί, να εξη­γη­θεί. Για τον πί­θη­κο λέ­ει πως η τέ­χνη της εκ­παί­δευ­σης τον έμα­θε να βα­δί­ζει στα δυο του πό­δια, με πα­ντε­λό­νι και σα­κά­κι.
–––Ο La Mettrie λέ­ει για τον άν­θρω­πο ότι δεν εί­ναι πλα­σμέ­νος από χώ­μα πιο πο­λύ­τι­μο απ’ ό,τι έχει χρη­σι­μο­ποι­η­θεί στην υπό­λοι­πη φύ­ση. Ο Μπύ­χνερ απο­φαί­νε­ται μέ­σω του κρά­χτη-θια­σάρ­χη ότι ο άν­θρω­πος πρέ­πει να εί­ναι φυ­σι­κός κι όχι να θέ­λει να εί­ναι κά­τι πα­ρα­πά­νω από σκό­νη, άμ­μο και λά­σπη.

Τα ση­μεία στα ελά­χι­στα λό­για κρά­χτη-θια­σάρ­χη, για τα οποία αντλεί ει­κό­νες και σκέ­ψεις από τον La Mettrie εί­ναι πολ­λά. Ανα­φέ­ρω κά­τι ακό­μα για την επο­χή της φι­λο­σο­φί­ας που με­λέ­τη­σε ο Μπύ­χνερ: Τό­σο οι Γάλ­λοι αι­σθη­σιάρ­χες (αι­σθη­σιο­κρά­τες), όσο και οι Άγ­γλοι εμπει­ρι­στές – ακό­μα χει­ρό­τε­ρα: τό­σο οι «λο­κια­νοί» γε­νι­κό­τε­ρα (όσοι ακο­λού­θη­σαν στα χνά­ρια του Locke), δη­λα­δή και οι Γάλ­λοι και οι Άγ­γλοι που ανα­φέ­ρω, όσο και πολ­λοί από τους ορ­θο­λο­γι­στές, π.χ. ο Σπι­νό­ζα, εί­ναι μη­χα­νι­στές (ντε­τερ­μι­νι­στές), δη­λα­δή δεν πι­στεύ­ουν στην ελευ­θε­ρία της βού­λη­σης με τη συμ­βα­τι­κή –και εντέ­λει προ­βλη­μα­τι­κή– έν­νοια της απου­σί­ας κα­θο­ρι­σμού και της εν­δε­χο­με­νι­κό­τη­τας, δη­λα­δή της δυ­να­τό­τη­τας να πρά­ξει κα­νείς αλ­λιώς. «Κα­νέ­ναν δεν πε­ρι­φρο­νώ, και σί­γου­ρα όχι για το μυα­λό του ή τη μόρ­φω­σή του, για­τί δεν εί­ναι στο χέ­ρι κα­νε­νός να μη γί­νει χα­ζός ή εγκλη­μα­τί­ας – για­τί υπό τις ίδιες συν­θή­κες θα γι­νό­μα­σταν όλοι ίδιοι, θαρ­ρώ, και για­τί τις συν­θή­κες δεν τις ορί­ζου­με οι ίδιοι», σχο­λιά­ζει ο Μπύ­χνερ σε επι­στο­λή του ήδη το 1834. Το έρ­γο του Μπύ­χνερ μοιά­ζει να πρέ­πει να προ­σεγ­γι­στεί έτσι: εντός ενός ευ­ρύ­τε­ρου προ­βλη­μα­τι­σμού πά­νω στην ελευ­θε­ρία της βού­λη­σης και τους εξω­τε­ρι­κούς και εσω­τε­ρι­κούς κα­θο­ρι­σμούς, δη­λα­δή ως συ­νο­λι­κό­τε­ρο αν­θρω­πο­λο­γι­κό σχό­λιο. Ο Βό­υ­τσεκ απο­τε­λεί το έρ­γο όπου ο Μπύ­χνερ τους κά­νει απλώς ανυ­πό­φο­ρα ορα­τούς.

«Βόυτσεκ» (Θέατρο Σημείο)
«Βόυτσεκ» (Θέατρο Σημείο)
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: