Με κριτήριο, λοιπόν, τον τόπο όπου εμφανίζονται και δρουν οι πεπερασμένες μορφές των νεκρών, διακρίνονται κάποιες χαρακτηριστικές μορφές της ετεροτοπίας του επέκεινα σε διάφορα έργα της σύγχρονης ελληνικής δραματουργίας. Ενδεικτικά, ακολουθούν τρία χαρακτηριστικά παραδείγματα:
α. Η Νύχτα της Κουκουβάγιας του Γιώργου Διαλεγμένου αποτελεί ένα από τα έργα-ορόσημα στη μελέτη των φαντασματικών μορφών του σύγχρονου ελληνικού θεάτρου.[13] Πρόκειται για ένα κείμενο που συνδυάζει τρεις πτυχές του θανάτου διαιρώντας την αντίληψη του παρόντος σε τρεις περιοχές: στην στιγμή του θανάτου, στην μνήμη του παρελθόντος, και στο μέλλον του επέκεινα, επιβάλλοντας μία παράξενη συμ-βίωση των διαστάσεων αυτών.
Πιο συγκεκριμένα, ο Ίων εργάζεται στο γραφείο του νεκροταφείου, όταν παθαίνει καρδιακή προσβολή. Το παρόν διακόπτεται ορύσσοντας μία τεράστια ρωγμή στον χρόνο και στον τόπο. Η στιγμή αυτή της καρδιακής προσβολής διαστέλλει τον πραγματικό χρόνο σε σημείο που, στο τέλος πλέον του έργου, να δίνει την αίσθηση ότι διήρκησε ατελείωτα και όλα τα υπόλοιπα, αναδρομές και μελλοντικές προβολές, συνέβησαν εντός αυτής της διαστολής – μία παράξενη και απροσδιόριστη αναμονή.[14] Αυτή η σύμπτυξη των διαφορετικών χωροχρόνων γίνεται με μία λογική μοντάζ,[15] αποκωδικοποιώντας την αποσπασματικότητα της μνήμης, αλλά και το σοκ της κάθε εμπειρίας καθώς συμβαίνει και εγγράφεται εντός του ανθρώπου.
Καθώς ο Ίων χαροπαλεύει, παρουσιάζονται δύο από τις πιο καθοριστικές στιγμές, τα επεισόδια που κατηύθυναν όχι μόνο τη ζωή του, αλλά και αυτή της αιώνιας αγαπημένης, της Πελαγίας. Το μέλλον τον προλαβαίνει: η επόμενη αναδρομή έρχεται από το μέλλον. Όλα συμβαίνουν στο επέκεινα, μετά θάνατον. Η Πελαγία είναι πλέον νεκρή από καιρό, διατηρώντας την όψη που είχε εν ζωή, αλλά με ξεθωριασμένο το πάθος της. Σύντομα ο ίδιος ο Ιών βρίσκεται να απολαμβάνει την ελευθερία και την έλλειψη πόνου που επιφέρει ο θάνατος.[16] Η Πελαγία, αυτόχειρας λόγω αθεράπευτου αισθήματος, αρχικά δεν αναγνωρίζει τον Ίωνα ως τον μεγάλο έρωτα που δείλιασε, εφόσον αυτός έχει πλέον γεράσει. Το επέκεινα προσφέρει πλεονεκτήματα σε σχέση με τη ζωή: οι οικείοι συναντώνται, διατηρούν την όψη και τη μνήμη τους, χωρίς όμως να έχουν σωματική αίσθηση, άρα διάγουν ανώδυνα, ακίνδυνα εφόσον τίποτα δεν μπορεί να ανατρέψει την γενικότερη κατάσταση. Ο Ίων βρίσκει ότι το μετά-θάνατον δίνει επιτέλους την κατάλληλη ευκαιρία για να ενωθούν οι δύο εραστές, εφόσον όλα είναι πέραν των δυνάμεών τους και σ’αυτόν τον νέο τόπο δεν χρειάζεται ούτε κόπος, ούτε ευθύνη.
β. Το πρώτο έργο του Άκη Δήμου …και Ιουλιέττα συγκεντρώνει όλα τα στοιχεία που θα εξακολουθήσουν να χαρακτηρίζουν την εργογραφία του και αποτελεί το εφαλτήριο για την πορεία ενός συγγραφέα με ξεχωριστή φωνή. [17]
Σ’αυτόν τον μονόλογο, η ηρωίδα είναι το γνωστό ήμισυ του σαιξπηρικού ζεύγους Ρωμαίος και Ιουλιέττα, δηλαδή αποτελεί χαρακτήρα άλλου δημιουργού που επιστρέφει σε ένα καινούργιο πλαίσιο. Αυτή η επανεμφάνιση ενός πολύ γνωστού και αναγνωρίσιμου χαρακτήρα προσφέρει μιας συνέχιση της ζωής, ή θα λέγαμε, μια οιονεί ανάσταση ενός χαρακτήρα που είχε τελειώσει ως λογοτεχνική ύπαρξη, με την ανάσυρση και την σύνδεσή του σε καινούριο έργο.
Ο Δήμου κατασκευάζει τη γυναίκα αυτή μετά τον μύθο, μετά τον θάνατο, σε έναν τόπο άγονο και απόμακρο, να υποδέχεται κάποιον αόρατο επισκέπτη – όλους τους θεατές ή κάποιον ξεχωριστό επισκέπτη;
Σύμφωνα με τις σκηνικές οδηγίες, η σκηνή είναι το «εσωτερικό παλιάς κατοικίας, νύχτα καλοκαιριού». Σ’αυτό το οικείο θερινό επέκεινα, σ’αυτήν την ετεροτοπία μίας ζωής που δεν είχε την ευκαιρία να ζήσει εμφανίζεται η Ιουλιέττα του Δήμου – ενδεχομένως να είναι ο τόπος όπου αποσύρονται οι μεγάλοι χαρακτήρες μετά το έργο ή ο τόπος όπου ανυψώνονται οι νεκροί εραστές. Πρόκειται για έναν τόπο που προκαλεί έντονα τις αισθήσεις, ενώ η ίδια η ηρωίδα μοιάζει να επηρεάζεται από την παραμικρή λεπτομέρεια του περιβάλλοντος.
Η επίγνωση της φθοράς και του θανάτου όμως δεν λείπει: «Ό,τι έμεινε δικό μου πια, δε βλέπεται. Το χάλασαν τα τρωκτικά μας χάδια.»[18] Οι νεκροί δεν μπορούν να νιώθουν πουθενά σαν στο σπίτι τους, παραμένουν ξένοι προς τους άλλους, και ξένοι προς τον εαυτό που είχαν.[19] Η αδυναμία δράσης, η αδυνατότητα ταυτίζεται με την αδυναμία ορισμού του χώρου: «Κάποτε, λέω στον εαυτό μου, πρέπει πια να σηκωθείς. Να ξαναπάς να δεις και να μυρίσεις. Μα αισθάνομαι βαριά, ανίκανη και για την παραμικρή μετακίνηση. Μένω, λοιπόν, εδώ, σ’αυτά τα λίγα τετραγωνικά που μπορώ ακόμη και ορίζω. Κι όλα τ’ανακαλύπτω εδώ γύρω, εδώ τα φέρνω».[20] Η Ιουλιέττα δεν μπορεί να κινηθεί, όχι γιατί έχει γεράσει, αλλά ακριβώς γιατί έχει παύσει να ορίζει το σώμα και ό,τι την περιβάλλει. Δεν της επιτρέπεται να μετακινηθεί, δεν ορίζει εκείνη τον χώρο και της κίνησή της σ’αυτό το επέκεινα όπου όλα δείχνουν μια εγκατάλειψη, μια φθορά χωρίς ελπίδα, και μια μάταιη αναμονή. Σ’αυτόν τον τόπο υπάρχει στασιμότητα, όλα διαλύονται ή σταματούν προτού ολοκληρωθούν και μάλλον εκεί κορυφώνεται η τραγικότητα, στο ότι δεν θα πραγματοποιηθούν, δεν θα ζωντανέψουν ποτέ, όπως η βροχή που δεν θα έρθει, ή η καρυδιά που δεν θα ξανανθίσει.
γ. Στο έργο Οι μέρες πριν έρθεις (2002) του Ανδρέα Φλουράκη,[21] τα μέλη μίας αστικής οικογένειας με υπέρμετρες φιλοδοξίες και εσωτερικές αστάθειες καταλήγουν νεκρά μέσα από διαδοχικούς φόνους. Η τελική σκηνή του έργου παρουσιάζει όλη την οικογένεια, μαζί με την οικιακή βοηθό, ως νεκρούς πλεόν σε μία παραλία να ετοιμάζουν κοκτέιλ. Στο επέκεινα οι άνθρωποι δεν μπορούν να ξεφύγουν από τους έτερους οικείους, παραπέμποντας στην «κόλαση των άλλων» του Κεκλεισμένων των θυρών. Σ’αυτήν την παραλία, εκτός οίκου, σε ένα φυσικό τοπίο χαλάρωσης και απόλαυσης, ο ασφυκτικός λαβύρινθος μπορεί να επαναληφθεί ανά πάσα στιγμή. Ή, αντιθέτως, ο θάνατος επιφέρει μία επιβράβευση στους επιπόλαιους και χυδαίους θνητούς, προσφέροντας την απελευθέρωση και τη δυνατότητα για μία «ευτυχισμένη» συνύπαρξη.