«Ανεκτικότητα»: μια λέξη-κλειδί στο θέατρο του 21ου αιώνα

Μ Ε Ρ Ο Σ   Δ Ε Υ Τ Ε Ρ Ο
————————————————————————————

Στο πρώ­το μέ­ρος εί­δα­με πο­λύ γε­νι­κά και εν­δε­χο­μέ­νως στα μά­τια ενός ει­δι­κού με νο­μι­κές γνώ­σεις κά­πως ερα­σι­τε­χνι­κά, ορι­σμέ­να ζη­τή­μα­τα που αφο­ρούν την έν­νοια της ανε­κτι­κό­τη­τας. Στο
δεύ­τε­ρο μέ­ρος θα δού­με πώς αυ­τά λει­τουρ­γούν στο θέ­α­τρο.

Το θέ­α­τρο, όπως όλοι γνω­ρί­ζου­με, δεν εί­ναι τί­πο­τε άλ­λο από μια πυ­κνή μι­κρο­γρα­φία της κοι­νω­νί­ας, ο κα­θρέ­φτης των προ­βλη­μά­των της, των αντι­φά­σε­ών της, των γλωσ­σών της των κρι­μά­των της και πα­ράλ­λη­λα μια τέ­χνη εμ­βλη­μα­τι­κή του ελεύ­θε­ρου πνεύ­μα­τος, άρα από τη φύ­ση της άρ­ρη­κτα δε­μέ­νη με την ιδέα της ανε­κτι­κό­τη­τας, ιδέα η οποία, όπως και στην πο­λι­τι­κή, την κοι­νω­νιο­λο­γία και τη φι­λο­σο­φία, έτσι και εδώ έχει τα­λαι­πω­ρή­σει θε­ω­ρη­τι­κούς και καλ­λι­τέ­χνες και από ό,τι φαί­νε­ται θα συ­νε­χί­σει να τα­λαι­πω­ρεί − και εκτι­μώ πο­λύ πιο έντο­να όσο θα πυ­κνώ­νει η πο­λυ­πο­λι­τι­σμι­κό­τη­τα.
Εί­ναι πά­ρα πολ­λά τα απο­φθέγ­μα­τα που δί­νουν το στίγ­μα της διά­στα­σης από­ψε­ων∙ για λό­γους όμως οι­κο­νο­μί­ας στέ­κο­μαι σε δύο μό­νο εν­δει­κτι­κά του όλου κλί­μα­τος. Το ένα το δα­νεί­ζο­μαι από τον Πωλ Γκω­γκέν ο οποί­ος εί­χε πει ότι «Η τέ­χνη εί­ναι εί­τε αντι­γρα­φή εί­τε επα­νά­στα­ση»: δη­λα­δή, εί­ναι εί­τε σε­βα­σμός των ορί­ων (=αντι­γρα­φή) εί­τε υπέρ­βα­σή τους (=επα­νά­στα­ση). Το άλ­λο το δα­νεί­ζο­μαι από τον Όρ­σον Ου­έλς που ήταν της άπο­ψης ότι «ο εχθρός της Τέ­χνης εί­ναι η απου­σία ορί­ων», δη­λα­δή η απου­σία «κόκ­κι­νων γραμ­μών».

«Ανεκτικότητα»: μια λέξη-κλειδί στο θέατρο του 21ου αιώνα

Πού βρί­σκο­νται τα όρια; Στη σκη­νή ή στην πλα­τεία;

Και στις δύο πε­ρι­πτώ­σεις, λοι­πόν, το ση­μείο ανα­φο­ράς και διά­κρι­σης εί­ναι τα όρια που ενερ­γο­ποιούν και τους μη­χα­νι­σμούς της ανε­κτι­κό­τη­τας, οπό­τε πο­λύ λο­γι­κά θα διε­ρω­τη­θεί κά­ποιος: Πού βρί­σκο­νται αυ­τά τα όρια; Μή­πως εκεί όπου στα­μα­τά το έρ­γο τέ­χνης ή μή­πως εκεί όπου στα­μα­τά η ανο­χή/ανε­κτι­κό­τη­τα του θε­α­τή; Με άλ­λα λό­για, το έρ­γο τέ­χνης έχει ως «απο­στο­λή» να δο­κι­μά­ζει την ανε­κτι­κό­τη­τά μας ή μή­πως να ικα­νο­ποιεί την άπο­ψή μας πε­ρί ορί­ων (ήτοι πε­ρί απο­δε­κτής και μη τέ­χνης);
Και ακρι­βώς επει­δή μι­λά­με για θέ­α­τρο, η απά­ντη­ση εδώ έχει ση­μα­σία για­τί στην αί­θου­σα βρί­σκο­νται την ίδια στιγ­μή και οι δύο μη­χα­νι­σμοί ενερ­γο­ποί­η­σης της ανε­κτι­κό­τη­τας. Από τη μια εί­ναι ο θε­α­τρι­κός χώ­ρος του θε­ά­μα­τος (η σκη­νή) που πα­ρά­γει το θέ­α­μα (και τις όποιες ορια­κές ή μη από­ψεις του) και, από την άλ­λη, ο χώ­ρος του θε­α­τή (η πλα­τεία), με τις δι­κές του από­ψεις (που σα­φώς έχουν να κά­νουν και με τα όρια της ανε­κτι­κό­τη­τάς του), αλ­λά και απαι­τή­σεις, αφού έχει πλη­ρώ­σει για να υπο­δε­χτεί (και να κρί­νει) τα σκη­νι­κά πα­θή­μα­τα.
Χω­ρίς να αγνο­ού­με βε­βαί­ως και άλ­λους κα­θο­ρι­στι­κούς πα­ρά­γο­ντες που διεκ­δι­κούν θέ­ση στην εξί­σω­ση και βρί­σκο­νται πέ­ρα από την αί­θου­σα. Π.χ εί­ναι ο χώ­ρος της πό­λης και των κοι­νο­τή­των της∙ και φυ­σι­κά εί­ναι και οι θε­σμοί, η πο­λι­τι­κή της εκά­στο­τε κυ­βέρ­νη­σης, οι νό­μοι που εγ­γυώ­νται (και σε ποιο βαθ­μό) την ελευ­θε­ρία των τε­χνών.

Σύ­νο­λο: τέσ­σε­ρεις «συ­μπαί­χτες», όλοι με δυ­να­τά επι­χει­ρή­μα­τα που απο­κλεί­ουν απα­ντή­σεις από­λυ­τες σε στυλ μαύ­ρο-άσπρο. Μάλ­λον το δια­με­τρι­κά αντί­θε­το συμ­βαί­νει: πολ­λα­πλα­σιά­ζουν τις ερω­τή­σεις και τις απο­ρί­ες. Εν τά­χει:
Τι γί­νε­ται όταν το θέ­α­μα πα­ρα­βιά­ζει γε­νι­κώς τα θε­σμο­θε­τη­μέ­να όρια; Το προ­στα­τεύ­ουν τα όρια (και τα δι­καιώ­μα­τα) της τέ­χνης του; Και τι γί­νε­ται όταν οι θε­α­τές, ή ορι­σμέ­νοι από αυ­τούς, θε­ω­ρή­σουν ότι κα­τα­πα­τώ­νται τα δι­κά τους όρια (τά­ξης, συ­μπε­ρι­φο­ράς, ηθι­κής κ.ο.κ); Η τέ­χνη, ως ελεύ­θε­ρη που θέ­λου­με να εί­ναι, μπο­ρεί να προ­σβάλ­λει τα Θεία λ.χ. ή άλ­λα ζη­τή­μα­τα ηθι­κής εφό­σον οι συ­ντε­λε­στές της εκτι­μούν ότι το απαι­τεί το θέ­α­μα που πραγ­μα­τεύ­ο­νται επί σκη­νής; Και αν εμείς, ως άτο­μα, θε­ω­ρή­σου­με ότι μπο­ρεί, τι γί­νε­ται με τους νό­μους ενός κρά­τους που θε­σπί­στη­καν ώστε να «κα­τα­δι­κά­ζου­ν’ όποιον συ­μπε­ρι­φέ­ρε­ται βλά­σφη­μα ή ανή­θι­κα; Πρέ­πει να εφαρ­μό­ζο­νται ή όχι;
Εδώ κά­ποιος θα μπο­ρού­σε να πει (και πο­λύ σω­στά) ότι οφεί­λου­με, πριν απα­ντή­σου­με, να κά­νου­με μια πρώ­τη δια­φο­ρο­ποί­η­ση, λέ­γο­ντας ότι εάν ένα θέ­α­μα, προ­σβλη­τι­κό ή μη απο­δε­κτό από κά­ποια κοι­νω­νι­κή ομά­δα, πα­ρου­σια­στεί σε έναν από­λυ­τα ιδιω­τι­κό ή ελεγ­χό­με­νο χώ­ρο τό­τε τα πράγ­μα­τα εί­ναι κά­πως πιο απλά, κα­θώς δεν μπαί­νει θέ­μα άμε­σης προ­σβο­λής ή κα­κο­ποί­η­σης του δη­μό­σιου αι­σθή­μα­τος. Τι γί­νε­ται όμως όταν το ίδιο «βλά­σφη­μο» ή «ανή­θι­κο» θέ­α­μα εμ­φα­νι­στεί σε δη­μό­σιο χώ­ρο, ας υπο­θέ­σου­με στον δρό­μο ή σε ένα πάρ­κο, εκεί όπου, πέ­ρα από τους θε­α­τές και τους πε­ρα­στι­κούς, «συ­να­ντά» και το Σύ­νταγ­μα της χώ­ρας που υπάρ­χει για να δια­σφα­λί­ζει τη δη­μό­σια τά­ξη; Μή­πως εκεί νο­μι­μο­ποιεί­ται ο κρα­τι­κός έλεγ­χος του θε­ά­μα­τος στο όνο­μα της δια­τή­ρη­σης αυ­τής της τά­ξης;
Ακό­μη: Τι γί­νε­ται όταν η υπέρ­βα­ση των απο­δε­κτών ορί­ων συ­ντε­λεί­ται με κρα­τι­κή επι­χο­ρή­γη­ση, δη­λα­δή με τα χρή­μα­τα των φο­ρο­λο­γου­μέ­νων; Έχουν λό­γο ή νο­μι­κό έρει­σμα οι φο­ρο­λο­γού­με­νοι να αντι­δρά­σουν επι­κα­λού­με­νοι την πο­λι­τι­κή ορ­θό­τη­τα, την ίση με­τα­χεί­ρι­ση, τη δια­φά­νεια (πού πά­νε τα χρή­μα­τά τους) κ.λπ;
Μο­λο­νό­τι μια πρώ­τη, μια «ιδε­α­λι­στι­κή» απά­ντη­ση σε αυ­τό θα έλε­γε ότι η τέ­χνη, εί­τε σε κλει­στό και ελεγ­χό­με­νο χώ­ρο εί­τε στον δρό­μο, προ­χω­ρά χω­ρίς να συμ­βι­βά­ζε­ται (που εί­ναι και το προ­σω­πι­κό μου πι­στεύω), τα πράγ­μα­τα στην πρά­ξη εί­ναι πο­λύ πιο σύν­θε­τα, ιδί­ως στις μέ­ρες μας, όπου το σύγ­χρο­νο θέ­α­τρο κα­λεί­ται να επι­κοι­νω­νή­σει με ένα εντε­λώς ανο­μοιο­γε­νές κοι­νό ως προς τις κα­τα­βο­λές και τα πι­στεύω του, που ση­μαί­νει ότι, θέ­λει δεν θέ­λει, η δο­κι­μα­σία με τα όριά του εί­ναι σχε­δόν δε­δο­μέ­νη, όπως εί­ναι και με τα όρια της πο­λι­τι­κής ορ­θό­τη­τας.
Όπως συμ­βαί­νει και με τα ίδια τα έθνη, έτσι και το σύγ­χρο­νο θέ­α­τρο κι­νεί­ται σε ένα πε­δίο θα­μπό που εύ­κο­λα μπο­ρεί να οδη­γή­σει σε πα­ρα­βί­α­ση της ανε­κτι­κό­τη­τας του θε­α­τή (ή μιας ολό­κλη­ρης κοι­νό­τη­τας). Δεν φαί­νο­νται πλέ­ον κα­θα­ρά οι κόκ­κι­νες γραμ­μές, και αυ­τό δεν έχει να κά­νει μό­νο με την κα­τάρ­ρευ­ση των ορι­σμών και των πα­λιών βε­βαιο­τή­των αλ­λά και με τη νέα πο­λυ­πο­λι­τι­σμι­κή αγο­ρά, η οποία δεν δια­θέ­τει πλέ­ον κά­ποιο συ­νε­κτι­κό κέ­ντρο, ένα κοι­νά απο­δε­κτό, ομοιο­γε­νές ση­μείο ανα­φο­ράς και αξιο­λό­γη­σης, αλ­λά πολ­λά κέ­ντρα, συ­χνά εντε­λώς δια­φο­ρε­τι­κά με­τα­ξύ τους και κα­τά συ­νέ­πεια με άλ­λα όρια και άλ­λες δε­κτι­κό­τη­τες. Και κά­τι επι­πλέ­ον, σε άμε­ση σχέ­ση με αυ­τό.

Ορια­κά θε­ά­μα­τα, η αγο­ρά και ο θε­α­τής

Εί­ναι γνω­στή η αγά­πη της με­τα­μο­ντέρ­νας κουλ­τού­ρας για το και­νούρ­γιο. Οτι­δή­πο­τε νέο εί­ναι κα­λο­δε­χού­με­νο για­τί «που­λά­ει», όπως που­λά­ει κά­θε και­νούρ­γιο μο­ντέ­λο της i-phone λ.χ. Και αυ­τή η δυ­νά­μει εμπο­ρευ­σι­μό­τη­τα του νέ­ου, του αλ­λιώ­τι­κου, έχει σπρώ­ξει ένα σε­βα­στό μέ­ρος του θε­ά­τρου (κυ­ρί­ως του πιο πει­ρα­μα­τι­κού) προς μια κα­τεύ­θυν­ση η οποία οδη­γεί συ­χνά σε υπέρ­βα­ση των απο­δε­κτών ορί­ων ―όπως αφό­δευ­ση στη σκη­νή κα­τά τη διάρ­κεια της πα­ρά­στα­σης, ού­ρη­ση, ακραί­ες ερω­τι­κές πρά­ξεις, πιε­στι­κή συμ­με­το­χή των θε­α­τών―, οπό­τε αμέ­σως-αμέ­σως μπαί­νει και το θέ­μα κα­τά πό­σο αυ­τή η τά­ση προς τον «υπερ­να­του­ρα­λι­σμό» κα­ταρ­γεί και τη δι­πλή ιδιό­τη­τα των θε­α­τρι­κών ση­μεί­ων, δη­λα­δή τα (ανα)πα­ρα­στα­τι­κά τους όρια. Και όχι μό­νο: κα­τά πό­σο αυ­τή η κα­τάρ­γη­ση γί­νε­ται με αι­σθη­τι­κά κρι­τή­ρια ή γί­νε­ται κα­θα­ρά για λό­γους εμπο­ρι­κούς («γυ­μνό για το γυ­μνό», «βία για τη βία»).

Ο σκη­νο­θέ­της Ρο­ντρί­γκο Γκαρ­σία

Όταν ο Ρο­ντρί­γκο Γκαρ­σία λ.χ. σκο­τώ­νει ή βα­σα­νί­ζει (κυ­ριο­λε­κτι­κά) ζώα, ως μέ­ρος της περ­φόρ­μανς, τι θέ­ση κα­λεί­ται να πά­ρει ένας φι­λό­ζω­ος θε­α­τής; Τα δέ­χε­ται ως «τέ­χνη» (κι έτσι δεν κά­νει τί­πο­τε) ή ως «ζωή», οπό­τε επι­κα­λεί­ται τον ισχύ­ο­ντα νό­μο για την προ­στα­σία των ζώ­ων και πράτ­τει ανά­λο­γα; Εδώ κά­ποιος θα μπο­ρού­σε να επι­κα­λε­στεί από τη με­ριά του την αδια­πραγ­μά­τευ­τη ελευ­θε­ρία στην τέ­χνη. Και πο­λύ σω­στά θα πρά­ξει. Το ίδιο όμως σκε­πτι­κό δεν ισχύ­ει και για τον δια­φω­νού­ντα ζω­ό­φι­λο;
Επα­νερ­χό­μα­στε, με άλ­λα λό­για, στο ερώ­τη­μα που έχου­με θέ­σει: ποιος θα μας πει εάν υπάρ­χουν όρια και κρι­τή­ρια (ανε­κτι­κό­τη­τας/ανο­χής) στην αι­σθη­τι­κή εμπει­ρία και ποιος τα θέ­τει; Ανέ­φε­ρα τον Γκαρ­σία. Δεν εί­ναι ού­τε μό­νος ού­τε μο­να­δι­κός. Τα πα­ρα­δείγ­μα­τα δο­κι­μα­σί­ας των ορί­ων, εί­ναι άπει­ρα. Εν τά­χει κά­ποια πα­ρα­κά­τω ατά­κτως ερ­ριμ­μέ­να.

Πα­ρα­δείγ­μα­τα

Εδώ και και­ρό πολ­λές πα­ρα­στά­σεις (περ­φόρ­μανς πιο πο­λύ) πα­ρου­σιά­ζουν σκη­νές ακραί­ας βί­ας από τα πε­δία πο­λε­μι­κών συ­γκρού­σε­ων προ­κει­μέ­νου να ασκή­σουν κοι­νω­νι­κή κρι­τι­κή. Στο Ρουά­ντα 94, λ.χ., ο σκη­νο­θέ­της Ζακ Ντελ­σι­βε­λε­ρί εί­χε προ­βά­λει ένα πά­ρα πο­λύ σκλη­ρό τρέι­λερ με τον απο­κε­φα­λι­σμό ενός Τού­τσι.
Σε ανά­λο­γο κλί­μα και η δου­λειά του σερ­βο-κρο­ά­τη σκη­νο­θέ­τη Όλι­βερ Φρα­λίτς (Oliver Frljić) όπου οι σκη­νές βί­ας δεν εί­ναι «σαν σκη­νές βί­ας» αλ­λά πραγ­μα­τι­κές σκη­νές βί­ας (βλ. Κα­τα­ρα­μέ­νος να εί­ναι ο προ­δό­της της πα­τρί­δας του, με­τα­ξύ άλ­λων). Όπως και οι σκη­νές στην εκ­δο­χή του Γιό­χαν Κρέσ­νικ στο 120 ημέ­ρες στα Σό­δο­μα (Βε­ρο­λί­νο, 2015), οι οποί­ες κα­τα­λή­γουν σε φρι­κια­στι­κή μα­ζι­κή σφα­γή δο­σμέ­νη με τρο­μα­κτι­κή λε­πτο­μέ­ρεια.

Από την παράσταση του Γιόχαν Κρέσνικ, «120 ημέρες στα Σόδομα»
Από την παράσταση του Γιόχαν Κρέσνικ, «120 ημέρες στα Σόδομα»

Και το ερώ­τη­μα: Αυ­τά τα γε­γο­νό­τα που μπαί­νουν στο σκη­νι­κό κά­δρο με­τα­τρέ­πο­νται αυ­τό­μα­τα σε με­τα­φο­ρά, δη­λα­δή με την εί­σο­δό τους στο πε­δίο της αι­σθη­τι­κής εμπει­ρί­ας γί­νο­νται «σαν κά­τι άλ­λο» ή πα­ρα­μέ­νουν μια “πραγ­μα­τι­κό­τη­τα”; Το θε­α­τρι­κό πλαί­σιο που τα φι­λο­ξε­νεί τα προ­στα­τεύ­ει και τα αι­τιο­λο­γεί ταυ­τό­χρο­να ή όχι; Κι αν τα «προ­στα­τεύ­ει», μέ­χρι ποιου ση­μεί­ου;
Κι αν ως θε­α­τές εκτι­μού­με ότι δια­λύ­ε­ται η αι­σθη­τι­κή από­στα­ση ανά­με­σα στο ση­μαί­νον και το ση­μαι­νό­με­νό του και μέ­νει μό­νο το γε­γο­νός (το ση­μείο), ποια εί­ναι (ή θα ‘πρε­πε να εί­ναι) η θέ­ση μας; Δε­χό­μα­στε/ανε­χό­μα­στε την ακύ­ρω­ση της ανα­πα­ρά­στα­σης για χά­ρη του (επι­τε­λε­στι­κού) γε­γο­νό­τος; Δη­λα­δή, δε­χό­μα­στε το θε­α­τρι­κό ση­μείο χω­ρίς το πε­ριε­χό­με­νό του; Και εάν το γε­γο­νός/ση­μείο εί­ναι εμ­φα­νώς πορ­νο­γρα­φι­κό (όπως πολ­λοί εί­παν για τη σκη­νή live στο­μα­τι­κού έρω­τα στο Αμό­ρε από φι­λο­ξε­νού­με­νη γερ­μα­νι­κή ομά­δα τη δε­κα­ε­τία του 1990), τι κά­νου­με;
Ή αν εί­ναι πα­ρά­νο­μο ―όπως ήταν η περ­φόρ­μανς Shoot, του αμε­ρι­κα­νού Chris Burden (1971), όπου φί­λος του καλ­λι­τέ­χνη κλή­θη­κε να τον πυ­ρο­βο­λή­σει στο μπρά­τσο επί σκη­νής, με απο­τέ­λε­σμα ο καλ­λι­τέ­χνης με­τα­φερ­θεί αμέ­σως στο νο­σο­κο­μείο, όπου κα­τέ­θε­σε στην αστυ­νο­μία ότι ήταν ένα ατύ­χη­μα και έτσι δεν ασκή­θη­κε ενα­ντί­ον του δί­ω­ξη;

Και βέ­βαια δεν ξε­χνά­με την πο­λυ­συ­ζη­τη­μέ­νη περ­σό­να της αμ­φι­λε­γό­με­νης Μα­ρί­νας Αμπρά­μο­βιτς σε περ­φόρ­μανς όπως το Rhythm’ O (1974), όπου το κοι­νό εί­χε το ελεύ­θε­ρο να δρά­σει επά­νω στο σώ­μα της με διά­φο­ρα αντι­κεί­με­να όπως ένα τρια­ντά­φυλ­λο, ένα φτε­ρό, ένα μα­στί­γιο, ένα ψα­λί­δι, ένα νυ­στέ­ρι, ένα πι­στό­λι.

Επί έξι ώρες αυ­τό το κοι­νό ήταν ο από­λυ­τος κυ­ρί­αρ­χος, στην αρ­χή με επι­φύ­λα­ξη όμως στη συ­νέ­χεια ολο­έ­να και πιο επι­θε­τι­κά. Όπως θα εξο­μο­λο­γη­θεί αρ­γό­τε­ρα η ίδια η Αμπρά­μο­βιτς: «Αυ­τό που έμα­θα από την εμπει­ρία αυ­τή εί­ναι ότι αν αφή­σεις χώ­ρο στους θε­α­τές μπο­ρούν και να σε σκο­τώ­σουν. Ένιω­σα πραγ­μα­τι­κά ότι πα­ρα­βί­α­ζαν το σώ­μα μου. Μου έσκι­σαν τα ρού­χα, βύ­θι­σαν αγκά­θια τρια­ντά­φυλ­λου στο στο­μά­χι μου, ένα άτο­μο εί­χε το όπλο στραμ­μέ­νο στο κε­φά­λι μου μέ­χρι που κά­ποιος άλ­λος του το πή­ρε. Δη­μιουρ­γή­θη­κε μια επι­θε­τι­κή ατμό­σφαι­ρα. Με­τά από έξι ώρες ακρι­βώς, όπως εί­χε προ­γραμ­μα­τι­στεί, ση­κώ­θη­κα και άρ­χι­σα να περ­πα­τώ ανά­με­σα στο κοι­νό. Όλοι έτρε­χαν μα­κριά, για να απο­φύ­γουν να με αντι­με­τω­πί­σουν με όρους πια πραγ­μα­τι­κούς».

Κι άλ­λα πα­ρα­δείγ­μα­τα

Τι κά­νου­με, λοι­πόν, ως θε­α­τές που βλέ­που­με ένα σώ­μα να δει­νο­πα­θεί, ένα σώ­μα που πο­νά­ει πραγ­μα­τι­κά και όχι με­τα­φο­ρι­κά; Πώς ενερ­γο­ποιεί­ται η ανε­κτι­κό­τη­τά μας; Εμπο­δί­ζου­με αυ­τούς που συμ­με­τέ­χουν στο άγριο θέ­α­μα, που δεν εί­ναι πια θέ­α­μα αλ­λά μια κυ­ριο­λε­ξία (του πό­νου); Ή απλώς δια­μαρ­τυ­ρό­μα­στε, όπως οι δια­δη­λω­τές που μπή­καν βί­αια στην αί­θου­σα Theatre de la Ville στις 20 Οκτω­βρί­ου του 2011, όπου έκα­νε πρε­μιέ­ρα το έρ­γο του Ρο­μέο Κα­στε­λού­τσι On the Concept of the Face, Regarding the Son God («Πε­ρί της έν­νοιας του προ­σώ­που του Υιού του Θε­ού» ), μια πα­ρά­στα­ση που εκτυ­λίσ­σε­ται κά­τω από το βλέμ­μα του Ιη­σού, και σή­κω­σαν ένα πα­νό που έγρα­φε «Χρι­στια­νο­φο­βία» επει­δή βρή­καν βλά­σφη­μο τον τρό­πο σκη­νι­κής αντι­με­τώ­πι­σης ενός πο­λύ ευαί­σθη­του θέ­μα­τος που αφο­ρού­σε την πί­στη;
Ή κά­νου­με όπως και οι φα­να­τι­κοί μου­σουλ­μά­νοι, οι οποί­οι βρή­καν την πα­ρά­στα­ση της όπε­ρας του Μό­τσαρτ Ιδο­με­νέ­ας (Indomeneo, σε σκη­νο­θε­σία Hans Neuenfels, 2006) επί­σης βλά­σφη­μη και «ισλα­μο­φο­βι­κή», κα­θώς έδει­χνε τον βα­σι­λιά να μπαί­νει τρε­κλί­ζο­ντας στη σκη­νή κου­βα­λώ­ντας σε μια σα­κού­λα τα κε­φά­λια του Πο­σει­δώ­να, του Ιη­σού, του Βού­δα και του Μω­ά­μεθ, με απο­τέ­λε­σμα την ακύ­ρω­σή της, πυ­ρο­δο­τώ­ντας έντο­νες συ­ζη­τή­σεις στην Ευ­ρώ­πη γύ­ρω από την ελευ­θε­ρία της έκ­φρα­σης σε μια πο­λυ­πο­λι­τι­σμι­κή κοι­νω­νία, η οποία πε­ρι­λαμ­βά­νει και φα­να­τι­κούς μου­σουλ­μά­νους, συ­ζη­τή­σεις όπου συμ­με­τεί­χε και η ίδια η κα­γκε­λά­ριος Μέρ­κελ δη­λώ­νο­ντας ότι η ακύ­ρω­ση ήταν λά­θος και πως η λο­γο­κρι­σία δεν βοη­θά στην κα­τα­πο­λέ­μη­ση της βί­ας.
Να θυ­μί­σου­με επί­σης, προ­σθέ­το­ντας στα πα­ρα­πά­νω πα­ρα­δείγ­μα­τα, τι έγι­νε στα μέ­σα Μαρ­τί­ου του 2018, όταν τέσ­σε­ρα άτο­μα διέ­κο­ψαν με τις δια­μαρ­τυ­ρί­ες τους την πα­ρά­στα­ση του έρ­γουΠυρ­κα­γιές, στο Βα­σι­λι­κό θέ­α­τρο του ΚΘ­ΒΕ, με την αι­τιο­λο­γία ότι προ­σβάλ­λει τα Θεία. [ Το στιγ­μιό­τυ­πο από την πα­ρέμ­βα­ση με­λών της ορ­γά­νω­σης «Ιε­ρός Λό­χος» ]

Να θυ­μί­σου­με ακό­μη την πε­ρί­πτω­ση του Εθνι­κού θε­ά­τρου (Πει­ρα­μα­τι­κή Σκη­νή) στην Αθή­να που λί­γους μή­νες πιο πριν εί­χε δε­χτεί τις επι­θέ­σεις εκεί­νων που θε­ώ­ρη­σαν υπερ­βο­λι­κό και ανή­θι­κο το γε­γο­νός ότι η Πη­γή Δη­μη­τρα­κο­πού­λου, σκη­νο­θέ­τι­δα της πα­ρά­στα­σης Η Ισορ­ρο­πία του Nash, χρη­σι­μο­ποί­η­σε, με­τα­ξύ άλ­λων, και υλι­κό από το βι­βλίο Η Μέ­ρα Εκεί­νη – 1560 ώρες στην εντα­τι­κή – Μια μαρ­τυ­ρία για το δι­κό μας Γκουα­ντά­να­μο του Σάβ­βα Ξη­ρού, από τους πρω­τερ­γά­τες της 17 Νο­έμ­βρη.

ΚΘΒΕ: «Πυρκαγιές», του Ουαζντί Μουαουάντ. Σκηνοθεσία: Ιώ Βουλγαράκη
ΚΘΒΕ: «Πυρκαγιές», του Ουαζντί Μουαουάντ. Σκηνοθεσία: Ιώ Βουλγαράκη

Και ως συ­νέ­χεια των πα­ρα­πά­νω να προ­σθέ­σω εδώ πως την επό­με­νη χρο­νιά, το 2019, και χι­λιά­δες χι­λιό­με­τρα μα­κριά από την Ελ­λά­δα, o πο­λύς Ρο­μπέρ Λε­πάζ θα ανα­γκα­στεί να απο­σύ­ρει το έρ­γο του Slav, από το Μου­σι­κό Φε­στι­βάλ του Μο­ντρε­άλ, κά­τω από την πί­ε­ση μαύ­ρων ακτι­βι­στών, οι οποί­οι θε­ώ­ρη­σαν απα­ρά­δε­κτη την επι­λο­γή του να χρη­σι­μο­ποι­ή­σει μια λευ­κή τρα­γου­δί­στρια για να απο­δώ­σει τρα­γού­δια που αφο­ρού­σαν την ιστο­ρία της δου­λεί­ας. Σχο­λί­α­σαν την κί­νη­σή του ως μια ακό­μη «ρα­τσι­στι­κή πο­λι­τι­στι­κή προ­σάρ­τη­ση» εκ μέ­ρους ενός ισχυ­ρού λευ­κού. Και σαν να μην φτά­νει αυ­τό, λί­γο με­τά, στο Θέ­α­τρο του Ήλιου, στην πε­ρί­φη­μη Καρ­του­σε­ρί, ο Λε­πάζ πά­λι θα βρε­θεί στο προ­σκή­νιο, αυ­τή τη φο­ρά με αφορ­μή το έρ­γο
Κα­να­δάς (Kanata, συμ­με­τεί­χε στο Φε­στι­βάλ Αθη­νών το κα­λο­καί­ρι του 2019), μια ιστο­ρία της χώ­ρας ιδω­μέ­νη μέ­σα από τις αφη­γή­σεις των Ιν­διά­νων. Θα κα­τη­γο­ρη­θεί ξα­νά για πο­λι­τι­στι­κή προ­σάρ­τη­ση (άλ­λοι θα μι­λή­σουν για «υφαρ­πα­γή», «πα­ρα­ποί­η­ση» κ.λπ), κα­θώς και για το γε­γο­νός ότι δεν με­ρί­μνη­σε προ­κει­μέ­νου να υπάρ­χει στη δια­νο­μή επαρ­κής εκ­προ­σώ­πη­ση αυ­το­χθό­νων.

Εν συ­νε­χεία, τι;

Τι κά­νου­με, επα­να­λαμ­βά­νω, σε τέ­τοιες πε­ρι­πτώ­σεις υπέρ­βα­σης των απο­δε­κτών δε­δο­μέ­νων, προ­σω­πι­κών, κοι­νο­τι­κών, ιδε­ο­λο­γι­κών, ερω­τι­κών, εθνο­τι­κών ή έμ­φυ­λων; Πώς λει­τουρ­γεί η ανε­κτι­κό­τη­τα εδώ, όπου μπαί­νει με­τα­ξύ άλ­λων και ζή­τη­μα ηθι­κής τά­ξης, αφού το θέ­μα ξε­φεύ­γει κα­τά πο­λύ από αυ­τό που ονο­μά­ζου­με αι­σθη­τι­κή, ερ­μη­νευ­τι­κή ή ανα­λυ­τι­κή προ­σέγ­γι­ση; Πώς κρί­νει τα τε­κται­νό­με­να ο θε­α­τής και κυ­ρί­ως εκεί­νος που νιώ­θει άμε­σα θιγ­μέ­νος; Φω­νά­ζει, δια­μαρ­τύ­ρε­ται, δια­κό­πτει και στο τέ­λος απο­χω­ρεί, δη­λώ­νο­ντας έτσι τη δια­φω­νία του; Ή φω­νά­ζει αλ­λά στο τέ­λος μέ­νει, όπως εί­δα να κά­νει θε­α­τής σε φε­στι­βάλ αρα­βι­κής χώ­ρας, για­τί ο ηθο­ποιός στη σκη­νή υπο­δυό­ταν γυ­ναί­κα (τη Θά­τσερ), κά­τι που θε­ώ­ρη­σε ηθι­κά απα­ρά­δε­κτο; Κι αν μεί­νει, τι μπο­ρεί να ση­μαί­νει άρα­γε; Ότι απλώς «υπο­μέ­νει», για­τί αυ­τό επι­βάλ­λει το άτυ­πο «συμ­βό­λαιο» ανά­με­σα στη σκη­νή και την πλα­τεία ή για­τί πλή­ρω­σε άρα κά­θε­ται ως το τέ­λος; Σε αυ­τές τις πε­ρι­πτώ­σεις, πό­σο απέ­χει το απλά υπο­μέ­νω από το ανέ­χο­μαι;

Προ­βλη­μα­τι­κές σχέ­σεις

Διε­ρω­τώ­μαι: από τη στιγ­μή που δε­χό­μα­στε ότι το θέ­α­τρο υπάρ­χει όσο υπάρ­χουν θε­α­τές να πλη­ρώ­νουν και να το συ­ντη­ρούν στη ζωή, αυ­τό ση­μαί­νει ότι εί­ναι, σε ένα βαθ­μό του­λά­χι­στο, υπο­χρε­ω­μέ­νο να αυ­το­λο­γο­κρί­νε­ται ώστε να μην ξε­περ­νά τα όρια του ορί­ζο­ντα των προσ­δο­κιών και των πι­στεύω της πλα­τεί­ας;

Και τι γί­νε­ται, όμως, εάν το θέ­α­τρο αρ­χί­σει να απο­δέ­χε­ται τα όρια της ανε­κτι­κό­τη­τας και της υπο­μο­νής των θε­α­τών (και των ποι­κί­λων κοι­νο­τή­των) από «φό­βο» μην ενο­χλή­σει, μην το ονο­μά­σουν πο­λι­τι­κά μη ορ­θό ή σε­ξι­στι­κό ή πορ­νο­γρα­φι­κό ή ρα­τσι­στι­κό (πο­λύ δη­μο­φι­λείς «κα­τη­γο­ρί­ες» τα τε­λευ­ταία χρό­νια); Μή­πως τό­τε κιν­δυ­νεύ­ει να κα­τα­δι­κά­σει τον εαυ­τό του σε μια τέ­χνη προ­βλέ­ψι­μη, που δεν κά­νει το βή­μα πα­ρα­πά­νω από φό­βο μή­πως προ­κα­λέ­σει ή μή­πως πά­ει ενά­ντια στα «πρέ­πει» και τα «κα­θω­σπρέ­πει»;

Έχουν γί­νει πά­ρα πο­λύ προ­βλη­μα­τι­κές οι σχέ­σεις σκη­νής/πλα­τεί­ας. Πιο πα­λιά ο δια­χω­ρι­σμός σκη­νι­κού μύ­θου και πραγ­μα­τι­κό­τη­τας έκα­νε και τη δια­δι­κα­σία της κρί­σης και της θέ­α­σης κά­πως πιο συ­γκε­κρι­μέ­νη. Όλοι οι εμπλε­κό­με­νοι πε­ρί­που γνώ­ρι­ζαν αφε­τη­ρί­ες και πε­ρα­τό­τη­τες. Πε­ρί­που γνώ­ρι­ζαν πού στα­μα­τά το mainstream και πού αρ­χί­ζει η πρω­το­πο­ρία, πού στα­μα­τά η συμ­βα­τι­κή και απο­δε­χτή τέ­χνη και πού αρ­χί­ζει η ανοί­κεια και μη απο­δε­χτή τέ­χνη. Τώ­ρα τα πράγ­μα­τα έχουν για τα κα­λά μπερ­δευ­τεί. Η μία τέ­χνη πα­ρει­σφρέ­ει στην άλ­λη, το ένα όριο μπαί­νει στο άλ­λο ή ακυ­ρώ­νει το άλ­λο σε ση­μείο από­λυ­της σύγ­χυ­σης, που γί­νε­ται ακό­μη πιο έντο­νη με την αυ­ξα­νό­με­νη πο­λι­τι­σμι­κή, γλωσ­σι­κή και θρη­σκευ­τι­κή δια­σπο­ρά των πλη­θυ­σμια­κών ομά­δων, η οποία εν­νο­εί­ται ότι επι­δρά άμε­σα και στη σύν­θε­ση και τις προσ­δο­κί­ες της πλα­τεί­ας, όπου η ηθι­κή του ενός εν­δέ­χε­ται να εί­ναι ανη­θι­κό­τη­τα για κά­ποιον άλ­λο, όπως και η ερ­μη­νεία του πρω­το­πο­ρια­κού του ενός μπο­ρεί να εί­ναι οπι­σθο­δρό­μη­ση για τον άλ­λο.

Ένας φαύ­λος κύ­κλος, που έχει φέ­ρει το θέ­α­τρο σε δύ­σκο­λη θέ­ση δια­χεί­ρι­σης των πραγ­μά­των αλ­λά και τον κρι­τι­κό επί­σης, ο οποί­ος πλέ­ον κα­λεί­ται να εγκα­τα­λεί­ψει τα κρι­τή­ρια αξιο­λό­γη­σης, για­τί από τη φύ­ση τους επι­βάλ­λουν ιε­ραρ­χί­ες (ανώ­τε­ρη και κα­τώ­τε­ρη τέ­χνη, ανώ­τε­ρη και κα­τώ­τε­ρη ηθι­κή κ.λπ), και να ασπα­στεί τη λο­γι­κή του σχε­τι­κι­σμού στο όνο­μα της πο­λι­τι­κής ορ­θό­τη­τας.

Δεν έχω απα­ντή­σεις που να κλεί­νουν τα θέ­μα­τα αυ­τά. Εκεί­νο που έχω να πω εί­ναι απλό: για να στα­θού­με αρ­νη­τι­κά απέ­να­ντι σε μια πα­ρά­στα­ση πρέ­πει οι λό­γοι της απόρ­ρι­ψής της να εί­ναι πιο ισχυ­ροί από τους λό­γους της απο­δο­χής της.

Σε κά­θε πε­ρί­πτω­ση, ο σύγ­χρο­νος θε­α­τής κα­λεί­ται πλέ­ον να διευ­ρύ­νει τα αξιο­λο­γι­κά και ηθι­κά του κρι­τή­ρια ώστε να χω­ρά­νε και αλ­λό­τρια πράγ­μα­τα. Όσο πιο σί­γου­ρος νιώ­θει για τα πι­στεύω του τό­σο πιο ανε­κτι­κός εί­ναι στη δια­φο­ρε­τι­κό­τη­τα, υπό την έν­νοια ότι καλ­λιερ­γεί μη­χα­νι­σμούς θε­τι­κής επι­κοι­νω­νί­ας. Μα­θαί­νει να σέ­βε­ται την επι­λο­γή κά­ποιου να κά­νει θέ­α­μα μια ιδέα χω­ρίς αυ­τό να ση­μαί­νει ότι σέ­βε­ται, πολ­λώ δε μάλ­λον ασπά­ζε­ται την ιδέα την ίδια. Όλες οι ιδέ­ες δεν εί­ναι οι ίδιες και όλες δεν αξί­ζουν του σε­βα­σμού μας.

Να θυ­μό­μα­στε πά­ντα ότι και οι δι­κές μας από­ψεις εν­δέ­χε­ται να μην εί­ναι αρε­στές στους άλ­λους. Πι­στεύ­ου­με στον Χρι­στια­νι­σμό. Άλ­λοι στον Βου­δι­σμό. Και τα δύο εί­ναι θέ­μα πί­στης. Δί­νεις χώ­ρο σε κά­τι ή σε κά­ποιον να εκ­φρα­στεί. Το ότι κά­ποιος έχει δί­κιο δεν ση­μαί­νει ότι ο άλ­λος έχει άδι­κο. Σε μια δη­μο­κρα­τία τα όρια αυ­τά πρέ­πει να εί­ναι δια­κρι­τά. Ένα θε­α­τρι­κό έρ­γο μπο­ρεί να εί­ναι από­λυ­τα ψυ­χα­γω­γι­κό για μια ομά­δα και βα­σα­νι­στι­κό για κά­ποια άλ­λη. Και δεν μπο­ρεί να γί­νει αλ­λιώς, για­τί απλού­στα­τα αυ­τό που γί­νε­ται στο θέ­α­τρο εί­ναι μια μορ­φή σιω­πη­ρής συμ­φω­νί­ας με­τα­ξύ ενός δρά­στη (ηθο­ποιού) και ενός θε­α­τή. Ο θε­α­τής πε­ρί­που συμ­φω­νεί να «συ­ντρέ­ξει’ με αυ­τά που του δί­νει η τέ­χνη (όχι κατ ανά­γκη, επα­να­λαμ­βά­νω, να ασπα­στεί).

Εκεί όπου επι­βάλ­λε­ται η λο­γο­κρι­σία ση­μαί­νει ότι το θε­α­τρι­κό κοι­νό αντι­με­τω­πί­ζε­ται από τους ιθύ­νο­ντες ως αντι­προ­σω­πευ­τι­κό κοι­νό των πο­λι­τών, ότι δη­λα­δή ανή­κει στην ευ­ρύ­τε­ρη δη­μό­σια σφαί­ρα, άρα στο μυα­λό της πο­λι­τεί­ας αυ­τό της δί­νει το δι­καί­ω­μα ελέγ­χου. Όταν ένας Δή­μος λ.χ. επι­κα­λεί­ται το πο­σό που δί­νει σε ένα θέ­α­τρο λέ­γο­ντας ότι πρό­κει­ται για χρή­μα­τα των φο­ρο­λο­γού­με­νων, τό­τε δί­νει μια διευ­ρυ­μέ­νη ερ­μη­νεία της έν­νοιας «κοι­νό» προ­κει­μέ­νου να έχει θέ­ση και αυ­τός στις απο­φά­σεις.

Κα­τα­λή­γο­ντας: τα όρια της ανε­κτι­κό­τη­τας της πλα­τεί­ας δο­κι­μά­ζο­νται πά­ντα σε συ­νάρ­τη­ση με τον τρό­πο που η τέ­χνη δια­χει­ρί­ζε­ται ένα αμ­φι­λε­γό­με­νο θέ­μα. Και μιας και ανέ­φε­ρα το πα­ρά­δειγ­μα του Ξη­ρού, εάν πρό­θε­ση ήταν ο έπαι­νος των πρά­ξε­ών του και η ηθι­κο­ποί­η­σή τους σα­φώς και οι συγ­γε­νείς των θυ­μά­των του έχουν κά­θε λό­γο να ενα­ντιώ­νο­νται. Όλα εξαρ­τώ­νται από τις προ­θέ­σεις των συ­ντε­λε­στών. Και οι προ­θέ­σεις συ­χνά έχουν και το τί­μη­μά τους.

Πο­λι­τι­κά ορ­θός λό­γος

Αυ­τό που με ανη­συ­χεί εί­ναι ότι η ανε­κτι­κό­τη­τα, που ήταν για χρό­νια το κυ­ρί­αρ­χο αξί­ω­μα του πο­λι­τι­κά ορ­θού λό­γου και δη του με­τα­μο­ντερ­νι­σμού, έχει αρ­χί­σει να παίρ­νει τη μορ­φή ενός απο­κλει­στι­κού και άκαμ­πτου λό­γου (εί­τε/εί­τε), πλημ­μυ­ρι­σμέ­νου από «πρέ­πει» και «δεν πρέ­πει». Έχουν πολ­λα­πλα­σια­στεί οι ντι­ρε­κτί­βες «ορ­θής» συ­μπε­ρι­φο­ράς και πρά­ξης, όλα στο όνο­μα μιας νέ­ας και ακό­μη αδιευ­κρί­νι­στης αντί­λη­ψης πε­ρί «ορ­θής» δη­μο­κρα­τί­ας.
Με άλ­λα λό­για, για την αντι­με­τώ­πι­ση της μη ανε­κτι­κό­τη­τας και της μι­σαλ­λο­δο­ξί­ας, ο πο­λι­τι­κά ορ­θός λό­γος αντα­πα­ντά δυ­στυ­χώς με δογ­μα­τι­σμό και μια ολο­έ­να πιο ενι­σχυ­μέ­νη ακαμ­ψία. Όπως ωμά και, κα­τά την εκτί­μη­σή μου, ακραία και ισο­πε­δω­τι­κά το δια­τυ­πώ­νει η συγ­γρα­φέ­ας Ντό­ρις Λέ­σινγκ, «η πιο ισχυ­ρή πνευ­μα­τι­κή τυ­ραν­νία στον ού­τω απο­κα­λού­με­νο ελεύ­θε­ρο κό­σμο εί­ναι η Πο­λι­τι­κή Ορ­θό­τη­τα […] οι επιρ­ρο­ές της βρί­σκο­νται πο­λύ μα­κριά από τις πη­γές της, και εκ­δη­λώ­νο­νται με τη μορ­φή μη ανε­κτι­κό­τη­τας».

Τραμπ: η ακύ­ρω­ση του πο­λι­τι­κά ορ­θού λό­γου

Πο­λύς κό­σμος κρύ­βει το πώς αι­σθά­νε­ται ώστε να εί­ναι κοι­νω­νι­κά/πο­λι­τι­κά ορ­θός, και άρα απο­δε­κτός. Με άλ­λα λό­για, η ανε­κτι­κό­τη­τά του εί­ναι προ­σποι­η­τή (βλ. την πρώ­τη ερ­μη­νεία του όρου που σχο­λιά­σα­με στην αρ­χή του άρ­θρου). Πάρ­τε την Αμε­ρι­κή, τη χώ­ρα όπου ασκεί­ται με ιδιαί­τε­ρη δρι­μύ­τη­τα ο πο­λι­τι­κά ορ­θός λό­γος Αυ­τή η χώ­ρα, λοι­πόν, εξέ­λε­ξε τον Τραμπ ως ηγέ­τη της, τον από­λυ­τα μη ορ­θό πο­λι­τι­κά, έναν κα­τ’ ευ­φη­μι­σμό πο­λι­τι­κό νου που μι­λά όπως του κα­τέ­βει και που σπά­νια σκέ­φτε­ται. Στο πρό­σω­πό του οι Αμε­ρι­κα­νοί βρή­καν μια δι­καιο­λο­γία να εκ­φρά­σουν αυ­τό που δη­μό­σια δεν θα μπο­ρού­σαν. Πρό­σφα­το γκά­λοπ έδει­ξε ότι 75% των ρε­που­μπλι­κα­νών συμ­φω­νούν με τον πρό­ε­δρό τους ότι πρέ­πει να φύ­γουν οι Μου­σουλ­μά­νοι από την Αμε­ρι­κή. Ένα 20% πι­στεύ­ει ακό­μη πως ήταν λά­θος του Λίν­κολν που κα­τήρ­γη­σε τον θε­σμό της δου­λεί­ας.
Στα όρια της πο­λι­τι­κής (γλωσ­σι­κής) ορ­θό­τη­τας εί­ναι και αλ­λα­γές που υπο­δη­λώ­νουν κά­ποια θρη­σκεία, όπως το «Κα­λές γιορ­τές» [Happy holiday] αντί του «Κα­λά Χρι­στού­γεν­να». Έχου­με αλ­λα­γές που αφο­ρούν τα φύ­λα. Δεν λέ­με στα αγ­γλι­κά salesman αλ­λά salesperson. Κα­λά όλα αυ­τά. Η γλώσ­σα εί­χε άμε­ση ανά­γκη από πολ­λές διορ­θω­τι­κές κι­νή­σεις. Το θέ­μα, όμως, εί­ναι κα­τά πό­σο οι αλ­λα­γές αυ­τές κα­τά­φε­ραν να εμπλου­τί­σουν τα αυ­θε­ντι­κά καύ­σι­μα της ανε­κτι­κό­τη­τάς μας. Μα­θαί­νο­ντας λ.χ. να απο­κα­λού­με τον δού­λο [slave] «υπο­δου­λω­μέ­νο άτο­μο» [enslaved person] ή τον «σα­κά­τη» άτο­μο με ει­δι­κές ανά­γκες άλ­λα­ξε και το πώς αι­σθα­νό­μα­στε; Μας έκα­νε πιο αυ­θε­ντι­κούς ή απλώς κα­λύ­τε­ρους (και πο­νη­ρό­τε­ρους) δια­χει­ρι­στές του λό­γου που, ευ­και­ρί­ας δο­θεί­σης, τα ξε­χνά­με όλα και εκ­φρα­ζό­μα­στε όπως νιώ­θου­με κι όχι όπως πρέ­πει;

Με προ­βλη­μα­τί­ζει πο­λύ αυ­τός ο χώ­ρος για­τί θα κα­θο­ρί­σει βα­σι­κά πράγ­μα­τα που αφο­ρούν, με­τα­ξύ πολ­λών άλ­λων, τις σχέ­σεις του θε­ά­τρου και της κοι­νω­νί­ας, αλ­λά και την ίδια την πε­ραι­τέ­ρω εξέ­λι­ξη του θε­ά­τρου τό­σο στο επί­πε­δο της γρα­φής όσο και στο επί­πε­δο της πρά­ξης. Γι’ αυ­τό και θα συ­νε­χί­σω να ασχο­λού­μαι μα­ζί του μέ­χρις ότου λι­γο­στέ­ψουν οι πά­μπολ­λες απο­ρί­ες που έχω εκ­φρά­σει στο κεί­με­νο αυ­τό.

ΑΛΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: