Τρία σπονδυλωτά νανοδιηγήματα

Το τάμα

Ήτανε καλός παπάς ο πατέρας Τιμόλαος. Μεγάλωνε μόνος του τα δίδυμα. Η παπαδιά του έφυγε νωρίς. Στα είκοσι οκτώ από καρκίνο. Ήτανε καλός παπάς και οικονόμος. Για το χωριό. Έκλεβε την Μητρόπολη. Για το χωριό. Και για το τάμα. Από παλιά λέει ήταν το παρεκκλήσι της Αγίας Αικατερίνης. Το είχαν βεβηλώσει οι Τούρκοι. Και η κυρά-Κατερίνη ξύπνια γυναίκα. Ξυπόλητη τη δώσαν οι γονείς της. Φτώχεια πολλή. Πήγε στην Αμερική. Δύο γάμοι, εφτά παιδιά. Τον πρώτο τον άφησε με το που φαλίρισε. Ο δεύτερος λαθρέμπορας και άλλα. Δε θα φαλιρίσει. Μάθαινε τα νέα του χωριού. Ένα πρωί πήρε άρον άρον τον παπά-Τιμόλαο. Να του πει τα καθέκαστα. Πως είδε, λέει, την Αγία Αικατερίνη στον ύπνο της. Προσευχόταν στο ύψωμα της Κεφάλας. Εκεί το ‘θελε το «σπίτι» της. Όχι στο απέναντι που λέγαν να σηκώσουν το παρεκκλήσι. Ο παπά-Τιμόλαος συγκινήθηκε. Μεγάλο σημάδι απ’ την Αμερική είπανε στο χωριό. Σε έξη μήνες η μπουλντόζα δούλευε στο ύψωμα της Κεφάλας. Σε ενάμιση χρόνο ήταν έτοιμο το παρεκκλήσι. Και το τάμα. Σε άλλα τρία χρόνια έτοιμο και το σπίτι της κυρά-Κατερίνης. Στο απέναντι ύψωμα. Εκεί που ονειρευόταν από μικρή. Κανείς δεν θα της το ΄παιρνε. Το ’χε τάξει στον εαυτό της.

Αλλαγές

Ήτανε καλός παπάς ο πατέρας Τιμόλαος. Αλλά ξεροκέφαλος. Να γίνεται το δικό του. Είχε μπει στο μάτι του Μητροπολίτη. Στο δικό του μάτι είχε μπει το άσπρο της Παναγίας της Βιλιανής. Εδώ δεν είμαστε Κυκλάδες (του θύμιζαν τα νιάτα του και τις αταξίες του). Είχε φωνάξει τον Γιάννη που ανακατευόταν με μπογιές. Και τον Νίκο τον ηλεκτρολόγο. Τα φόρτωσαν όλα στο αγροτικό. Στριμώχτηκαν στην καμπίνα και φύγανε. Ο Γιάννης άνοιξε τον κουβά με το χρώμα. Μόλις το είδε σούφρωσε. Ο ηλεκτρολόγος ήταν μέσα με τον παπά. Την Ωραία Πύλη την ήθελε πιο φωτισμένη. Και έξω δεν ήθελε φως πίσω από το ιερό. Να βγουν οι λάμπες. Να μπουν μπροστά. Σουρούπωσε. Ο ηλεκτρολόγος έσβησε το κεράκι του και έφυγε. Έφτασε χολωμένος τον ρώτησαν:

– Τί έγινε, ρε Νικολάκη, με την Παναγία μας;

– …την Παναγία του! Της άλλαξε τα φώτα!

Ήτανε μαζί φαντάροι

Του ‘χε χαλάσει το ραβδιστικό και θ’ άρχιζαν οι ελιές. Πού λεφτά να πάρει άλλο. Μέσα στην Κρίση. Το φόρτωσε στ’ αγροτικό φούλαρε και πετρέλαιο να πάει να βρει τον μηχανικό που του ᾽πανε (...) Είχε καιρό να φανεί σε τούτα τα μέρη. Πάνε και δέκα χρόνια. Είχε φύγει λιώμα. Γλένταγε με τον φίλο του τον Μήτσο την απόλυση. Πήδηξαν και μια Βουλγάρα πίσω από το σφαγείο.
Κατέβηκε να ρωτήσει τον κόσμο στο καφενείο. Δυσκολεύτηκε αλλά τον γνώρισε.

– Πού ‘σαι, ρε μαλάκα, Μητσάρα!

    Ο άλλος κοκκίνησε. Ίσα που μπόρεσε:

    – Τιμόλαος, παρακαλώ. Πατέρας Τιμόλαος.

     

    αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: