Το Έλις Άιλαντ της Νέας Υόρκης και το Καστριγκάρι Λευκοπηγής

Με τo που το εί­δα δια­φη­μι­ζό­με­νο το επα­ράγ­γει­λα στο βι­βλιο­πω­λείο της ΣΥΝ-Κα­τε­ρί­νας· κά­τι με­γα­λύ­τε­ρο από ένα πλα­κέ πα­κέ­το σι­γά­ρων, που δεν κα­πνί­ζω, μο­νής στρώ­σης: Ζορζ Πε­ρέκ Έλις Άιλαντ, ήγουν, στην νε­ο­ελ­λη­νι­κήν, «Κα­στρι­γκά­ρι».

Το Έλις Άιλαντ της Νέας Υόρκης και το Καστριγκάρι Λευκοπηγής

...Το λοι­πόν, ο Γ. Βε­ντού­ρης τραυ­μα­τι­σθείς στον ελ­λη­νοϊ­τα­λι­κό πό­λε­μο βα­ρυαλ­γών γνώ­ρι­σε τη νο­ση­λεύ­τρια Γε­ωρ­γία στο νο­σο­κο­μείο Γρε­βε­νών. Κα­τέρ­ρευ­σε το μέ­τω­πο. Ήρ­θαν Γερ­μα­νοί, Ιτα­λοί, Βουλ­γά­ροι κι αυ­τοί πα­ντρεύ­τη­καν στα γλή­γο­ρα. Πή­γαν στην Kε­ρα­σιά, μι­κρά κοι­νό­της πλην ψω­μό­το­πος, αλ­λά οι βρο­μο­ξυ­λιές αρω­μά­τι­ζαν με την πι­κρή τους αί­σθη­ση το γά­λα των ζω­ντα­νών. Σαν τα ζω­ντα­νά κι αυ­τοί έβο­σκαν χόρ­τα, ρα­δί­κια κ.ά. στο έρη­μο κτή­μα Κο­βε­ντά­ρου. Εκεί τους βρή­κε βό­σκων τα πρό­βα­τά του και τους πε­ρι­μά­ζω­ξεν ο Μπάρ­μπα Τσέ­λιος με 8 παι­διά στην πλά­τη (αλ­λά τό­σον χα­ρού­με­νος άν­θρω­πος) και με μια σφαί­ρα στην κοι­λιά· την εί­χε μέ­χρι θα­νά­του δώ­ρο από το Αλ­βα­νι­κό μέ­τω­πο και έδει­χνε εις εκά­στην ζή­τη­ση το κε­φά­λι της. Στο σπί­τι του τα ερ­μο­πού­λια έφα­γαν, ήπιαν δη­λα­δή, δε βύ­ζα­ξαν, γά­λα, στά­θη­καν στα πό­δια τους σαν νε­ο­γέν­νη­τα κα­τσί­κια. Το χω­ριό μι­κρό δεν μπο­ρού­σε να ζή­σει το ζεύ­γος που στη­ρι­ζό­ταν στη σύ­ριγ­γα ενέ­σε­ων. Ήρ­θαν στο γει­το­νι­κό πιο με­γά­λο από όπου κα­τα­γό­ταν ο εφή­με­ρος σω­τήρ τους. Η σα­μα­ρεί­τι­δα νο­σο­κό­μα με τις ενέ­σεις έσω­σε προ­σώ­ρας, στο μέ­τρο του ια­τρι­κώς δυ­να­τού, τον κό­σμο τού μι­κρού τό­που. Ηταν ο φό­βος κι η σω­τη­ρία μι­κρών και με­γά­λων. H ένε­ση τρο­μο­κρα­τού­σε ακό­μα κι εκεί­νον που πέ­ρα­σε από τη φω­τιά του πο­λέ­μου· η γε­νι­κό­τη­τα του κιν­δύ­νου και η πι­θα­νό­τη­τα στο χα­μό ή τη σω­τη­ρία, έφε­ραν πά­ντα μια προσ­δο­κία απο­φυ­γής του μοι­ραί­ου, όμως στην ένε­ση η εξα­το­μί­κευ­ση του πράγ­μα­τος εί­ναι αδή­ρι­τη. Tα μα­λα­κά ενός και μό­νο ασθε­νούς θα δε­χτούν τη λυ­τρω­τι­κή αλ­λά λί­αν οχλη­ρή βε­λό­να, με πε­νι­κιλ­λί­νη ή στρε­πτο­μυ­κί­νη σε ση­μείο που ο Στέρ­γιος Τέ­γος, κι ενώ εί­χε τη σύ­ριγ­γα όλη μέ­σα του, να εκλι­πα­ρεί: «Μπάρ­μπα Γιώρ­γι­να, έτσι να ζή­σεις, ρί­ξε την άλ­λη μι­σή στη Στέρ­γι­να». Πο­νού­σε το κε­φά­λι του Κο­ντύ­λα και του σύ­στη­σε Kαλ­μόλ –πάπ­πον της καλ­μα­λί­νης, προ­πάπ­πον της ασπι­ρί­νης– κι αυ­τός έδε­σε με μα­ντί­λι μαύ­ρο, σαν πει­ρα­τής, το δι­σκίο στο μέ­τω­πο και πε­ρί­με­νε ία­σιν. Δια­μαρ­τυ­ρό­με­νος όμως δια το ανί­α­τον, άρα και για τη διά­γνω­ση, δέ­χτη­κε την ευ­γε­νι­κή πα­ρα­τή­ρη­ση: «Tο κα­τα­πί­νου­με, δεν το δέ­νου­με στο μέ­τω­πο, κα­κό­μοι­ρε». Oταν ο Β. πέ­ρα­σε ανε­πί­στρο­φα την κόκ­κι­νη γραμ­μή της αλ­κο­ο­λι­κής δια­δρο­μής του, έδερ­νε, συ­νή­θως αναι­τιο­λό­γη­τα ή φα­ντα­σιο­λό­γη­τα, τη γλυ­κεία Σα­μα­ρεί­τι­δα ότι, αν όχι 5 του­λά­χι­στον 3 με 4 άν­δρας έσχε· ο ξυ­λό­φθων ο μέ­θυ­σος! Έπι­νε και το οι­νό­πνευ­μα, με το οποίο αυ­τή προ­λεί­αι­νε, κα­θά­ρι­ζε αντι­ση­πτι­κά, τα ενέ­σι­μα μέ­ρη. Kλή­θη­κε δε πολ­λές φο­ρές να σώ­σει τη νο­σο­κό­μα ο αρ­χη­γός των χω­ρι­κών ΤΕΑ που ήταν κι επί της εσω­τε­ρι­κής τά­ξε­ως και οι­κια­κής ει­ρή­νης αρ­μό­διος, και να μα­λα­κώ­σει τον οι­νο­πνευ­μα­το-μπουρ­λο­τιέ­ρη. Όταν αυ­τός ού­τος επέ­στρε­φε στα οι­νο-λο­γι­κά του, θυ­μό­ταν πως ο πα­τέ­ρας του ΤΕ­Αρ­χο­ντος, (ο παπ­πούς μου, δη­λο­νό­τι) με μια καρ­διά ίσα με τον μπόι του, βο­ή­θη­σε τους ανέ­στιους να εγκα­τα­στα­θούν στη Λευ­κο­πη­γή με τον ευ­ρω­στό­τε­ρο πλά­τα­νο των Βαλ­κα­νί­ων – δια­πι­στω­μέ­νο κι από το Δα­σαρ­χεί­ον. Tαυ­τό­χρο­να, αλ­λά αδιά­γνω­στα για τον βά­ναυ­σο, έσω­σε τη συ­ριγ­γο­φό­ρο νο­σο­κό­μα με­τά την κα­το­λί­σθη­σή της στη με­γά­λη ξύ­λι­νη σκά­λα του σπι­τιού, από την κο­ρυ­φή της οποί­ας εκλω­τσί­σθη σε κο­ρύ­φω­ση ζή­λιας. Τη με­γά­λη ξύ­λι­νη εξω­τε­ρι­κή κλί­μα­κα ανέρ­χο­νταν όχι μό­νον οι φο­βι­σμέ­νοι ασθε­νείς σω­μά­των αλ­λά και το πε­τα­χτό, πα­ρά το εύ­ρος των σω­μά­των τους, ολι­γο­φρε­νές γυ­ναι­κο­μά­νι, τα λε­γό­με­να και κου­τορ­νί­θια, το οποίο με τη διαρ­κή πα­ρα­κα­τά­θε­ση των υλι­κών πα­ρα­σκευ­ής του κα­φέ, και ορι­σμέ­νων άλ­λων ει­δών εστιά­σε­ως και ζε­στά­σε­ως, ζη­τού­σε διά­γνω­ση, μέ­σω του φλι­τζα­νιού, στα ζη­τή­μα­τα του έρω­τα, αν και αυ­τός ήταν επί το πλεί­στον, εντε­λώς ξέ­μπαρ­κος στα λι­μά­νια τους.
Ήτο καλ­λι­τε­χνι­κή φύ­ση, δί­δα­σκε κι έγρα­φε μου­σι­κή. Ως γλύ­πτης εποί­η­σεν μια κε­φα­λή του Μ. Αλέ­ξαν­δρου με το σταυ­ρό των Χρι­στια­νών δί­πλα της και την κόλ­λη­σε ο Ζ. Βε­νιώ­της στη γω­νιά του σπι­τιού του, ώστε κά­πο­τε ερω­τη­θείς ο μα­θη­τής Γ. Πάλ­λας από το δά­σκα­λο «Πού στα­μά­τη­σε ο μέ­γας Αλέ­ξαν­δρος» απά­ντη­ξε άνευ δι­σταγ­μού: «Στ’ Βε­νιώ­τη τ’ γω­νιά κύρ­γιε». Εζω­γρά­φι­ζε – ήταν, δει­νός πο­λυ/καλ­λι/τε­χνί­της, στη λαϊ­κή ντα­βέρ­να του Nτα­λα­θω­μά, τα μέ­λη του κόμ­μα­τος των βα­ρε­λο­φρό­νων με­τά στί­χων, κι έτσι εί­χε το ελευ­θέ­ρας στο πί­νειν εις το δι­η­νε­κές. Έκα­νε πί­να­κες τε­ρά­στιους για τα σκετς στις σχο­λι­κές γιορ­τές – η γέ­φυ­ρα της Aλα­μά­νας χρη­σί­μευ­σε και για σκη­νι­κό στο σκετς της Aρ­τας το Γε­φύ­ρι, με μια σκη­νο­θε­τι­κή φυ­σι­κά υπέρ­βα­ση. Ξα­να­χρω­μά­τι­ζε τους λα­δο­κα­πνι­σμέ­νους αγί­ους στις τοι­χο­γρα­φί­ες του να­ού τού Τι­μί­ου Προ­δρό­μου· εκεί πά­ντα έβα­ζε το ει­κα­στι­κό ευ­λο­γη­τός μό­νον με μπύ­ρα, κά­πο­τε δε που με­ρε­μέ­τι­ζε τον Πα­ντο­κρά­το­ρα, την έδε­ναν με φόρ­τω­μα και αυ­τός την τρα­βού­σε άνω­θεν, ως μπύ­ραν αι­νέ­σε­ως.
Πρώ­τος και μό­νι­μος κα­τα­σκευα­στής του αρ­χι­καρ­νά­βα­λου της πό­λε­ως για χρό­νια, αυ­τό που μια απο­κριά­τι­κη χρο­νιά έκα­ψε ο πα­πάς από το Σου­φλά­ρι και αμέ­σως ανε­φεύ­ει στα χεί­λη των φα­νών το:

Ο παπάς απ’ το Σου­φλά­ρι έκα­ψε το καρ­να­βά­λι
κι όλοι τώ­ρα τον δι­κά­ζουν και τα ρά­σα του πετά­ζουν.

Τού­τ’ αυ­τό επά­θα­μαν κι ημείς τω και­ρώ που η Κο­ζά­νη ήτο πό­λη του βι­βλί­ου κι ετρα­γω­δή­θη­μεν στα φα­νό Μπου­ντα­νάθ­κα:

Το βι­βλίο Κα­ρα­γιάν­νη
δεν ται­ριά­ζει στην Κο­ζά­νη κ.λπ.

Έκα­νε ο πε­ρί ού δά­σκα­λος κι­θά­ρας και πιά­νου πα­ντού, σε ωδεία και σπί­τια, αυ­τός ο διω­χθείς από το Πα­νε­πι­στή­μιο ως αρι­στε­ρός προ­πο­λε­μι­κά· ασκού­σε όλες τις τέ­χνες της επι­βί­ω­σης σ’ ένα χω­ριό όπου τον έβλε­παν με σέ­βας, αλ­λά και ως ξε­χω­ρι­στό οι­νο-πνευ­μα­τι­κό ον.

«Kα­στρι­γκά­ρι»(!) έγρα­ψε και καλ­λι­τέ­χνι­σε την τα­μπέ­λα –πει­ραιώ­τι­κη μνή­μη (;)– για το κα­φε­νείο, του Δ. Κα­ρα­μή­τσιου, που εθή­τευε όλη η μα­θη­τιώ­σα νε­ο­λαία στην ξε­ρή, σπα­θιά, ρα­μί, μπουρ­λότ, τά­βλι, πι­νάκλ, εορ­τές δε του δω­δε­καη­μέ­ρου, στο ’21. Ομως τι ήταν αυ­τό το όνο­μα; Τη δια­βά­ζα­με χω­ρίς να την κα­τα­νο­ού­με. Τι ήταν αυ­τό. Πε­ρί­ερ­γον πε­ριερ­γό­ταν!

Αλ­λ’ εδώ εί­μα­στε κά­πως.

Ένα­ντι του «μα­θη­τι­κού» κα­φε­νεί­ου, έκει­το η «Nέα Υόρ­κη», κα­φε­νεί­ον ενή­λι­κων νέ­ων, όπου η ανη­συ­χού­σα νε­ο­λαία χό­ρευε με το πι­κάπ «Της Λα­ρί­σης το πο­τά­μι που το λέ­νε Πη­νειό» εν κύ­κλω και χαρ­τό­παι­ζε ολη­με­ρίς σε δια­φό­ρους κύ­κλους. Στις χαρ­το­παι­κτι­κές νύ­χτες των Χρι­στου­γέν­νων μια βρα­διά ει­σέ­βα­λε ο αστυ­νό­μος Αια­νής και τους έπια­σε στα πρά­σα με τα χρή­μα­τα στο τρα­πέ­ζι. Ο ιδιο­κτή­της Βαγ­γέ­λης Β. κα­κο­μοι­ρο­κλαυθ­μη­ρί­ζων: «Κυ­ρ’ αστυ­νό­με από­ψε εί­ναι Κό­λια­ντα, κ.λπ.» κι αυ­τός, ημιά­γρια: «Τι κό­λια­ντα και πρά­σι­να άλο­γα μου λες, όλοι στο τμή­μα». Ημουν κι εγώ εκεί αλ­λά στους βλε­ψί­ες και δεν εσυ­νε­λή­φθην, άκου­σα όμως τη φρά­ση «Πρά­σι­να άλο­γα» κι έμει­να κό­κα­λο. Πέ­ρα­σαν πολ­λά χρό­νια να κα­τα­λά­βω πε­ρί τί­νος επρό­κει­το κι όχι εκ του ανύ­παρ­κτου πρα­σί­νου χρώ­μα­τος των ιπ­ποει­δών που ενό­μι­ζα.

Συ­μπέ­ρα­σμα πρό­χει­ρον. Δια να πε­ρά­σει η πρώ­τη νε­ό­της αλ­λά ενο­χλη­τι­κά ευ­ε­ρέ­θι­στη και ρέ­που­σα προς κά­θε ημι­πα­ρα­νο­μία κ.λπ. του χω­ριού στο ένα­ντι ενή­λι­κο κα­φε­νείο «Νέα Υόρ­κη», χώ­ρος ευαγ­γε­λί­ας γι αυ­τούς, έπρε­πε να πε­ρά­σει ανα­γκα­στι­κά, εδώ λό­γω ηλι­κί­ας, από το «Κα­στρι­γκά­ρι».
Το χω­ριό εί­χε αρ­κε­τούς με­τα­νά­στες στην Αμε­ρι­κή τω και­ρώ εκεί­νω από τις 600.000 ελ­λή­νων με την εμπει­ρία του Έλις Άιλαντ, ζή­τη­μα που διε­ξέρ­χε­ται ο σαν φρι­κιό κα­θ’ όψιν, εν ζωή, Ζορζ Πε­ρέκ σε με­τά­φρα­ση και ση­μειώ­σεις του κυ­ρ’ Αχιλ­λέ­ως Κυ­ρια­κί­δη, εκδ. ύψι­λον/βι­βλία.

*

Όταν κά­πο­τε το οι­νό­πνευ­μα πλειο­ψή­φι­σε στο αί­μα του κυρ Β. κι ετοι­μα­ζό­ταν για την τε­λευ­ταία του βόλ­τα, τον έπει­σε, επι­τέ­λους, ο Πα­πα­γιάν­νης να τον με­τα­λά­βει.
«Άι­ντε, πα­πά», εί­πε ως άλ­λος Βολ­ταί­ρος, «φέ­ρε κι από αυ­τό το κρα­σί, το μό­νο που δεν δο­κί­μα­σα εν ζωή»· και απήλ­θε σχε­δόν ήρε­μος.

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: