Τότε, περίπου, ακούσαμε και μια παρόμοια ιστορία που αφορούσε τον άγιο μας και διαδραματίστηκε στην κάτω πλατεία, έξω από τον Ταξιάρχη. Σάββατο μεσημεράκι ήταν κι ο παπούλης είχε ξεκινήσει για την εκκλησία, όπου τον περίμενε μια βάφτιση. Οι Τσιμοβιώτες τον είδαν να διασχίζει την αγορά, όμοιος με τη σκούνα του διάσημου Δ.Β.Μ.Κ. «Κάντε στην άκρη», φώναζε ο καπετάνιος της όταν πλησίαζε στον μόλο του Λιμενιού, «έρχεται ο Δ.Β.Μ.Κ!». «Και τι πάει να πει Δ.Β.Μ.Κ., καπτάν Δημήτρη;», τον ρωτούσαν οι Λιμενιώτες, «Δημήτριος Βαρβέρης-Μαύρος Κουρσάρος», απαντούσε με βροντερή φωνή στους ανυποψίαστους, «Δημήτριος Βαρβέρης–Μεγαλύτερος Κομμουνιστής», ψιθύριζε ύστερα συνωμοτικά στους μυημένους.
Σαν τη σκούνα τού Βαρβέρη λοιπόν, όταν, φορτωμένη με εμπορεύματα κι επιβάτες από την Καλαμάτα, πρόβαλε στον κόλπο του Λιμενιού με τα πανιά φουσκωμένα, έτσι διέσχισε την αγορά εκείνη την ημέρα ο άγιος. Με έναν άγριο ούριο άνεμο να φουσκώνει τα ράσα του, να τα ανεμίζει λυσσασμένα και να τα κολλάει στο σκελετωμένο του κορμί, σπρώχνοντάς το άρον άρον προς τον Ταξιάρχη. «Εταξίδευε πρόσω ολοταχώς ο πάππος,», είπαν οι αυτόπτες μάρτυρες, «με το ‘να χέρι καπάκι στο καλυμμαύκι του, για μην το κάμει σαβούρδα ο «καταραμένος», και με τ’ άλλο να κρατάει σφιχτά το βιβιλίο του!». Όμως, μόλις κατηφόρισε προς την κάτω πλατεία, χάθηκαν τα ίχνη του και το εκκλησίασμα περίμενε άπρακτο. Εδώ παππάς, εκεί παππάς, που είναι ο παππάς;
Στο μεταξύ, εκείνες τις μέρες, ο Σκυλομάχος, είχε βρει ευκαιρία να κλειστεί στο ξυλουργείο του, ολόχαρος, που θα ξεφορτωνόταν για λίγο τις έγνοιες του βοριά και θα καταπιανόταν με κάνα δυο παραγγελίες για έπιπλα. Είχε βγάλει, λοιπόν, τα κιτάπια με τις μπορντούρες, τους αγγέλους, τους ήλιους, τα τριαντάφυλλα και τις ροζέτες και δούλευε σκυφτός στον πάγκο, δίπλα στην προπολεμική πριονοκορδέλα του πατέρα του αυτήν την αιμοσταγή και αδηφάγα μηχανή, που παραμόνευε για να εκμεταλλευτεί την παραμικρή αφηρημάδα και να στείλει μαστόρους τρεχάτους, βουτηγμένους στο αίμα, να ακουμπήσουν τα ίδια τους τα κομμένα δάχτυλα στον Γιάτρακα της Τσίμοβας για να τα κάνει ό,τι τον φωτίσει ο Ύψιστος. Καμιά δεκαριά σακατεμένοι ξυλουργοί κυκλοφορούσαν εκείνα τα χρόνια στην πόλη, με πρώτον και καλύτερο τον μοναχογιό του Σκυλομάχου που, αφού ρήμαξε το δεξί του, μπήκε ψάλτης στον Ταξιάρχη κι έλεγε καμαρωτός και κουστουμαρισμένος το «Ὣ, γλυκύ μου ἔαρ» στον επιτάφιο, με ένα χαμόγελο μέχρι τα αφτιά, χωρίς να συμμερίζεται τα άγια πάθη, ευτυχής, επειδή τα δικά του είχαν τελειώσει τη στιγμή που ξεφορτώθηκε τον βαρύ ίσκιο του πατέρα του. «Μικρό κανόνι κρέπαρε, μα κάστρο ξαρματώθηκε», είπαν, τότε, οι Τσιμοβιώτες, υπολογίζοντας ότι η ξυλουργική του Σκυλομάχου θα πήγαινε ακληρονόμητη, όμως εκείνος ο «ακόλαστος», στα εξήντα του, πήγε κι έβαλε την ασθενική κυρά του να του ξεγεννήσει άλλο γιο, αρτιμελή, άξιο να παραλάβει τη λάμια μηχανή, μαζί με τα τεφτέρια των επίπλων. Αυτό, λοιπόν, το βυζανιάρικο σερνόταν εκείνη την ημέρα στα πόδια του, βουτηγμένο στα ροκανίδια, παίζοντας με τα ξύλινα παιχνίδια που του σκάρωνε όταν είχε χρόνο. Και παραδίπλα, ο ίδιος, δούλευε για την επίπλωση μιας ψηλοτάβανης σάλας, ασφαλισμένης με στέρεο μεσοπάτωμα και μια σκεπή τετράριχτη, από τις καλύτερες της μαστορικής του. Θα την έντυνε, λοιπόν, εκείνη τη σάλα με μαύρα τσιμοβιώτικα έπιπλα, που έβγαιναν από τα χέρια του για δεκαετίες, συμφωνημένα εργολαβικά, μαζί με το μεσοπάτωμα και τη σκεπή. Θα της έφτιαχνε μπουφέ βιτρινάτο, σκαλιστό, με γαλακτερό μάρμαρο για καπάκι, καθρέφτη θεόρατο με ντουλάπι δίφυλλο, μαύρο μεσοτράπεζο, βαριές καρέκλες κι ευρύχωρη ντιβανοκασέλα για τα προικιά του γάμου. Αυτά σκεφτόταν, όταν ο γιός του άρχισε να τον τραβάει από το μπατζάκι, δείχνοντας με το δάχτυλο έξω από το παράθυρο. Και, τότε, ο Σκυλομάχος, στρέφοντας το βλέμμα, είδε μια μαύρη χαλκομανία στο κοίλο του ιερού, λοξά σκαρφαλωμένη στο παράστεγο, κολλημένη εκεί, να την δέρνουν απανωτές, θυμωμένες ριπές. Έσυρε βιαστικά το χωλό του πόδι, βγήκε από το ξυλουργείο και στάθηκε στο λιθόστρωτο, για μερικά νεκρά δευτερόλεπτα, ενώ ο άγιος, με το μάγουλο κολλημένο στην κρύα πέτρα, το καλυμμαύκι φευγάτο κι ένα ζευγάρι στρογγυλά συρμάτινα γυαλιά, μισοκρεμμασμένα από το δεξί αυτί, ψέλλιζε μια «βοήθεια» χαμηλόφωνη κι αδύναμη, σχεδόν χαμένη στο βουητό του ανέμου.
Στάθηκε, λοιπόν, ο Σκυλομάχος άπρακτος και κοίταζε, όπως ακριβώς τον κοίταζε πριν από δεκαετίες αυτή εδώ η ισχνή χαλκομανία, να παλεύει με έναν σκύλο ίσο με το μπόι του. Έναν σκύλο αφρισμένο, κατάμαυρο, με λευκά, σουβλερά δόντια να προβάλουν τρομακτικά, καθώς γρύλιζε κι ορμούσε κατά πάνω τους. Στην αρχή πισωπάτησαν προς την αυλόπορτα του σχολείου, αλλά, ύστερα, ένας λιανός μαχητής είχε κυλιστεί στο χώμα, αγκαλιασμένος με το θεριό, νιώθοντας στον σβέρκο του μια αχνιστή ανάσα και ακούγοντας φοβερά γρυλίσματα. Κι ενώ κατάφερνε με αξιοσύνη να κρατά το πηγούνι του ζώου μακριά από τον λαιμό του, δεν πρόλαβε να κάνει κιχ όταν εκείνο, γύρισε, και του πάτησε άγρια δαγκωματιά στην ποδοκνημική, κόβοντας τένοντα και κάνοντας το αίμα να τρέχει ποτάμι. Τότε, μόνο, είχε συνέλθει ο σύντροφός του, που, μέχρι εκείνη τη στιγμή, στεκόταν κοκαλωμένος στο πλακόστρωτο, κι αφού άρπαξε ένα καδρόνι, το κοπάνησε στο κεφάλι του σκύλου και τον άφησε στον τόπο.
Έτσι συνήλθε, τώρα, κι ο Σκυλομάχος κι άρχισε να σκαρφαλώνει στο παράστεγο και να τραβάει το ανεμοδαρμένο ράσο για να φτάσει το πόδι του αγίου. Στο τέλος, μόλις τον κατέβασε, τον έκοψε στον ώμο ξέπνοο και πήρε τον δρόμο, ίδιος σχοινοβάτης που τραμπαλίζεται, για τη μπροστινή πόρτα του Ταξιάρχη, όπου τον απίθωσε στο στασίδι του Δημάρχου, για να τον συνεφέρει το εκκλησίασμα.
Τους τον άφησε εκεί και γύρισε να φύγει. «Πατσίσαμε Γιώργη!», είπε βγαίνοντας, «Ναι Γιάννη, πατσίσαμε, ευχαριστώ!», απάντησε αποκαμωμένος ο παπούλης.
* Βέργα: Οχυρό τείχος στην περιοχή του Αλμυρού Μεσσηνίας. Σύμβολο αντοχής κι επιμονής μέχρι την τελική νίκη.