Ο Σκυλομάχος

Ο Σκυλομάχος

Συνήθως, αποσπερίζαμε στη ζεστασιά της κουζίνας, προστατευμένοι από το μεσοπάτωμα του πάνω ορόφου κι από μια στιβαρή κεραμιδένια σκεπή, φτιαγμένη από τον αρχιμάστορα Σκυλομάχο. Συχνά, εκείνα τα βράδια, ενώ παίζαμε «τις λέξεις» μπροστά στη μαντεμένια σόμπα, ενώ ρουφούσαμε νόστιμες αυγόσουπες με ζυμαρικό αστράκι, ακούγοντας τα παραμύθι του Φλωρεντίνου και της Ντολτσέτας, ένας παγωμένος άνεμος κατέβαινε από τα βορινά πέτρινα βουνά και πολεμούσε ολονυχτίς στις στέγες της μικρής μας κωμόπολης. Αυτό το οργισμένο στοιχειό, μας επισκεπτόταν ανελλιπώς κατά τη διάρκεια των, κατά τα άλλα, ήπιων χειμώνων μας. Δεν ήταν, όμως, ούτε ξένος, ούτε εχθρός, αλλά ο οικείος και γνώριμος «βοριάς».

Βοριάς ήταν ένας θυμωμένος άντρας, που ξεσπούσε σαρώνοντας την ηρεμία του σπιτιού του, ένα ανήσυχο παιδί που καταργούσε την τάξη με το βίαιο παιχνίδι του. Βοριάς ήταν ο πατέρας μου, καθώς άνοιγε την πόρτα το βράδυ, επιστρέφοντας από το καφενείο, φέρνοντας μαζί του ριπές παγωμένου αέρα, χωμένος σε μια βαριά πέτσινη πατατούκα της UNRA, με γούνινους γιακάδες ανασηκωμένους, χουχουλίζοντας στις στρογγυλεμένες παλάμες του και μουρμουρίζοντας, «Σιβηρία, Σιβηρία!». Και το αντίθετο του βοριά ήταν η μάνα μου, τυλιγμένη σε μια λουλουδάτη φανελένια ρόμπα, όταν έλεγε δυο ήρεμες κουβέντες, ή ακουμπούσε ένα χαμόγελο στο χάδι της. Ήταν, δηλαδή, αυτός ο βίαιος επισκέπτης ένας από εμάς, λίγο πιο θυμωμένος και περισσότερο νευρικός, που θα έκανε τα δικά του πάνω από τα κεφάλια μας, όσο εμείς γράφαμε και διαβάζαμε στο τραπέζι της κουζίνας, μέχρι να του περάσει και να γυρίσει αποκαμωμένος στα λημέρια του.
Αλλά, πάνω από όλα, όσο διαρκούσε το θορυβώδες σεργιάνι του στα κεραμίδια της Τσίμοβας, βρίσκαμε ευκαιρία για εκείνους τους αξέχαστους παιδικούς ύπνους, τους οργανωμένους με φροντίδα από πολύξερες κυράδες και σοφούς πάππους. Μάλλινες κουβέρτες, που «τσιμπούσαν» κοκκινίζοντας το δέρμα, και μεταξωτά καπιτονέ παπλώματα του γάμου, περασμένα σε αδρές θήκες με ρομβοειδή ανοίγματα, στοιβάζονταν το ένα πάνω στο άλλο, σχηματίζοντας ένα βαρύ, αλλά ζεστό κουκούλι και οριοθετώντας τη φωλιά ενός ήρεμου ύπνου. Οι ξύλινες ντιβανοκασέλες εξοπλίζονταν, λοιπόν, με σκεπάσματα κι ακολουθούσε ο οχυρός τειχισμός τους με μια σειρά από βαριές καρέκλες, που θα κρατούσαν τα ρούχα στη θέση τους όλη τη νύχτα. Αλλά, όποιος δεν άκουσε τα κεραμίδια να κροταλίζουν, ενώ ριπές ανέμου δέρνουν τα πατζούρια και μαστιγώνουν τα δέντρα, όποιος δεν έζησε τον απόηχο ενός «χαλασμού Κυρίου» της Τσίμοβας, κουρνιασμένος σε μια τέτοια μάλλινη φωλιά, με τα παιχνίδια του σκεπασμένα για να μην κρυώνουν, δύσκολα αντιλαμβάνεται την αίσθηση χειροπιαστής φροντίδας εκείνων των χειμέριων ύπνων.

Την άλλη μέρα το πρωί, κι εφόσον ο «τρελός» είχε ξανανέβει στα βουνά, έπρεπε να γιατρευτούν οι πληγές του ολονύχτιου πολέμου του. Λιπόσαρκοι άντρες άφηναν τις δουλειές της ημέρας και μάζευαν ξεριζωμένα δέντρα, ή αντικαθιστούσαν θρυψαλιασμένες τζαμαρίες, ή ξανάχτιζαν μισογκρεμισμένους «τράφους». Τίποτα δεν μπορούσε να θεωρηθεί αρκετά δύσκολο, ή βαρύ, ή ακατόρθωτο, τίποτα δεν επιτρεπόταν να αναβληθεί, γιατί αυτοί, οι λιγομίλητοι εργάτες των σοκακιών, ήταν γιοί κι εγγονοί οικιστών. Ήταν οι μαθητευόμενοι των θεμελιωτών ενός ολόκληρου κόσμου, χτισμένου πάνω σε μια άγονη γη, κάτω από τη μύτη ενός φτωχού κράτους, που σπάνια κατάφερνε να φτάσει στην ώρα του. Έτσι, ριζωμένοι στο πέτρινο ακρωτήρι τους και πυργωμένοι στα βουνά του, δεν λογάριαζαν ποτέ στο κράτος για βοήθεια. Κι αν η γεροντία έλεγε «σχολείο», έφτιαχναν σχολείο, αν έλεγε «δρόμος», έχτιζαν δρόμο, κι αν έλεγε «δίκιο», πατριές ολόκληρες ρίχνονταν ασυλλόγιστα στο αίμα.

Όπως και να ‘χει, αναφορικά με τον βοριά, κανένας γιος που είχε δει τον πατέρα του να επιστρέφει πεζός από κάποιον πόλεμο, να ασφαλίζει το ντουφέκι του στον πάτο μιας κασέλας και να ανασταίνει το ρημαγμένο βιος του, ξανά και ξανά, δεν αναγνώριζε στον εαυτό του το δικαίωμα να παραπονεθεί για τις γκρεμισμένες ξερολιθιές του. Κανένας εγγονός δεν καταδεχόταν να φυγομαχήσει, έχοντας παρακολουθήσει τον ξεροκέφαλο πάππο του να στύβει την πέτρα για να πάρει λάδι, ή να ζεύεται το αλέτρι για να οργώσει χαλίκια. Σε κανονικές συνθήκες πίστευαν ότι τίποτα δεν μπορούσε να τους σταματήσει.
Συχνά, κόμπαζαν γι’ αυτό σαν τη βιβλική μοιρολογίστρα, τη στραμμένη προς τον ουρανό, με τη γροθιά σφιγμένη και τα δόντια να τρίζουν από θυμό, καθώς ούρλιαζε «εγώ είμαι η Βέργα* στο Αλμυρό, κι ό,τι να μέ 'βρει το μπορώ!».

Ύβρις κι ανήκουστη αλαζονεία, θα μου πείτε. Ένας συνηθισμένος καβγάς με τον δύστροπο Θεό της Τσίμοβας, θα σας απαντήσω. Υπήρχε, όμως, κάτι με το οποίο σάστιζαν, κάτι που μπροστά του ένιωθαν αληθινά αδύναμοι και αυτό ήταν… μια χαλασμένη, από τον βοριά, σκεπή! Ναι, δεν υπήρχε τίποτα πιο απειλητικό από μια χαλασμένη, από τον βοριά, σκεπή. Γι’ αυτό, πριν καλά καλά προλάβουν να στείλουν για τον Σκυλομάχο, το νέο κυκλοφορούσε σε όλη την πόλη

Κανείς, ποτέ δεν αμφισβήτησε πόρισμά του, γιατί, αν ο βοριάς ήταν το στοιχειό της πόλης, ο Σκυλομάχος ήταν ο μαχητής των κεραμιδιών, αυτός που το κρατούσε μακριά από τις εστίες μας.

Τις ελάχιστες φορές που κάποιος άκουσε τον αρχιμάστορα να φλυαρεί ήταν επειδή ο βοριάς είχε καταφέρει να τον νικήσει. «Καταραμένε, που κακό χρόνο να ‘χεις!», μουρμούριζε, φτάνοντας στο σημείο. Στεκόταν μπροστά στο πληγωμένο κτήριο, βρίζοντας και φτύνοντας κατά γης, με το πινάκι της ξεθωριασμένης τραγιάσκας του χαμηλά στο μέτωπο, ένα φαγωμένο μολύβι στο δεξί αυτί και το κίτρινο μαστορικό του μέτρο στην κωλότσεπη. Στεκόταν, λοιπόν, για λίγο άπρακτος με θυμωμένο βλέμμα, στραμμένο προς τον ουρανό και μάλωνε, όπως η προγιαγιά του η μοιρολογίστρα, με τον δικό του δύστροπο Θεό, τον οργισμένο βοριά τής Τσίμοβας. Ύστερα, συνερχόταν, έριχνε δυο καθησυχαστικές ματιές στους θορυβημένους γύρω του, σφήνωνε ένα αναμμένο τσιγάρο στα χείλη κι έσερνε το χωλό του πόδι για να ανέβει στη σκεπή, να δει τι έφταιξε. Κανείς, ποτέ δεν αμφισβήτησε πόρισμά του, γιατί, αν ο βοριάς ήταν το στοιχειό της πόλης, ο Σκυλομάχος ήταν ο μαχητής των κεραμιδιών, αυτός που το κρατούσε μακριά από τις εστίες μας. Ούτε τον παρεξηγούσαν τα μεσημέρια του καλοκαιριού, όταν, λίγο πριν κατέβει από τον σκελετό ενός ξέσκεπου σπιτιού, αγνάντευε όρθιος, με τα χέρια στη μέση, όπως ένας καπετάνιος στο κατάστρωμα του πλοίου του. Ψαχούλευε με το βλέμμα τα ψαλίδια και τις αντηρίδες, χάιδευε τις κορφάδες και τα ζευκτά, έριχνε μια γρήγορη ματιά στα πετσώματα κι αν έμενε ευχαριστημένος διέσχιζε το τοιχίο, ίδιος σχοινοβάτης που τραμπαλίζεται, για να κατέβει να φάει. Αλλιώς, αν κάτι πήγαινε στραβά στην επιθεώρηση, έφευγαν ράσπες, αλφάδια και βρισιές στον αέρα. Και τότε, γιός και παραγιοί, κρυμμένοι πίσω από τα δοκάρια για να γλιτώσουν τα σμπάρα, ήξεραν, ότι δεν είχαν να περιμένουν ούτε ψωμί ούτε νερό από αυτόν εδώ τον κουτσό Βοριά, αν δεν διόρθωναν το λάθος. Αλλά ούτε κι όταν το έκαναν υπολόγιζαν στην καλή του κουβέντα, γιατί ο αρχιμάστορας άνοιγε το στόμα του μόνο για να φτύσει την οργή του, να περιλούσει αγγέλους και καντήλια, να βεβηλώσει Παρθένα κι αγίους, επίμονα κι εντατικά μέχρι να καθαρίσει η ψυχή του. Καθόλου δεν ντρεπόταν και μπροστά σε τίποτα δεν σταματούσε, ούτε γυναίκες ούτε παιδιά υπολόγιζε. Και μόνο όταν έβλεπε τη λιανή φιγούρα του Παππούλη, να ξεπροβάλει στον δρόμο, λούφαζε πίσω από τις κορφάδες της σκεπής του κι έκανε ότι πάλευε με σφυριά και καλέμια κι ότι δεν άκουγε τον άγιο άνθρωπο με την μελιστάλαχτη φωνή να φωνάζει: «Πάλι τα θεία βρίζεις, μωρέ Γιάννη;»

Σχεδόν ποτέ δεν άκουγε ο Σκυλομάχος. Το πολύ πολύ, σε μεγάλα κέφια, να πέταγε κανένα μουλωχτό «γεια σου παπά», ίσα για να κάνει το χρέος του στον Ύψιστο. Αλλά δεν ζύγωνε στην εκκλησία, ούτε αυτός, ούτε οι συγχωριανοί του. Ούτε τα «αγιάτικα» χωράφια νοίκιαζαν για να τα δουλέψουν, γιατί «Πού να μπλέκεις αν σου τύχει αναποδιά; Να μην έχεις να δώσεις το νοίκι του Αγίου, να ρίξει φωτιά να σε κάψει;» Έτσι ξέμεναν ανοίκιαστα και, στο τέλος, πολλά από αυτά, έγιναν πλατείες και λιθόστρωτες αλάνες.
Τις γιορτινές μέρες όμως, δυο τρεις φορές τον χρόνο δηλαδή, τους φορούσαν οι κυράδες σακάκια και πουκάμισα με σκληρούς γιακάδες και τους πήγαιναν συνοδεία στον Ταξιάρχη για να λειτουργηθούν. Άκουγαν με καρτερία το κήρυγμα του παπούλη για μεταθανάτια ζωή και αιώνιο παράδεισο, κουνώντας άγαρμπα τους λαιμούς τους, επειδή τους ενοχλούσαν οι γιακάδες, ή τους έσφιγγαν τα παπούτσια, αλλά τίποτα δεν πίστευαν από όσα άκουγαν, γιατί, τόσο στα κατώγια των σπιτιών τους, δίπλα στα παραγώνια, ανάμεσα σε φουφούνια και σιδεροστιές, όσο και στις συνειδήσεις τους, κούρνιαζαν μαυροφορεμένες γερόντισσες, που μοιρολογούσαν για το σκοτάδι του θανάτου, διαλαλώντας ότι «δεν έχει ο Άδης διαβατά κι η κάτου γης περάσματα». Μόνο τον επιτάφιο θρήνο άκουγαν με συγκίνηση και, κάποιοι, βούρκωναν για τα πάθη του Χριστού, αλλά κι επειδή ο άγιος τους, εκείνες ειδικά τις ημέρες, συνήθιζε να προβάλει στην ωραία πύλη κλαμένος.

Κατά τα άλλα, σχεδόν ποτέ δεν άκουγε τη φωνή του παπούλη ο Σκυλομάχος, εκτός από τη χρονιά που ο βοριάς της Τσίμοβας τριγύριζε στα μέρη μας για δέκα ολόκληρες μέρες. Τότε, μας πήρε και μας σήκωσε το λυσσασμένο θεριό κι έκανε την πόλη άνω κάτω από τις ζημιές και τις δουλειές που έμειναν πίσω. Αλλά, κυρίως, λίγες μέρες πριν ξεθυμάνει, σήκωσε την αδερφή μου, καθώς γυρνούσε από το σχολείο, με τη μπλε της ποδιά να ανεμίζει, κοντράροντας με το λιανό της κορμάκι και παλεύοντας να βαδίσει κατά πάνω του. Όμως, αυτός, είχε τέτοια μανία που δεν χαρίστηκε ούτε σε ένα τόσο δα κοριτσάκι, αλλά το πήρε και το πέταξε πάνω στο φορτηγό του Τζιμή και του κόλλησε το πρόσωπο στο παρμπρίζ, ώσπου το πήραν τα αίματα κι ακούστηκαν τα κλάματά του μέχρι το καφενείο. Η στεναχώρια μου για το πάθημα της αδερφής μου κράτησε μέχρι το βράδυ της ίδιας μέρας, όταν την είδα θρονιασμένη στο καλό κρεβάτι της σάλας, όμοια με βασίλισσα του σπιτιού, περικυκλωμένη από παιχνίδια και γλυκά, να απολαμβάνει τέτοιες περιποιήσεις και τόσα χαϊδέματα που σε έκαναν να παρακαλάς να βρισκόσουν στη θέση της κι ας οικονομούσες μια μύτη μελιτζάνα για καμιά δεκαπενταριά μέρες κι ας ήσουν εσύ, αντί για αυτήν, που θα κουβαλούσες ένα οριζόντιο σημαδάκι στη μύτη σου για μια ολόκληρη ζωή.

Όμως, μόλις κατηφόρισε προς την κάτω πλατεία, χάθηκαν τα ίχνη του και το εκκλησίασμα περίμενε άπρακτο. Εδώ παπάς, εκεί παπάς, που είναι ο παπάς;

Τότε, περίπου, ακούσαμε και μια παρόμοια ιστορία που αφορούσε τον άγιο μας και διαδραματίστηκε στην κάτω πλατεία, έξω από τον Ταξιάρχη. Σάββατο μεσημεράκι ήταν κι ο παπούλης είχε ξεκινήσει για την εκκλησία, όπου τον περίμενε μια βάφτιση. Οι Τσιμοβιώτες τον είδαν να διασχίζει την αγορά, όμοιος με τη σκούνα του διάσημου Δ.Β.Μ.Κ. «Κάντε στην άκρη», φώναζε ο καπετάνιος της όταν πλησίαζε στον μόλο του Λιμενιού, «έρχεται ο Δ.Β.Μ.Κ!». «Και τι πάει να πει Δ.Β.Μ.Κ., καπτάν Δημήτρη;», τον ρωτούσαν οι Λιμενιώτες, «Δημήτριος Βαρβέρης-Μαύρος Κουρσάρος», απαντούσε με βροντερή φωνή στους ανυποψίαστους, «Δημήτριος Βαρβέρης–Μεγαλύτερος Κομμουνιστής», ψιθύριζε ύστερα συνωμοτικά στους μυημένους.

Σαν τη σκούνα τού Βαρβέρη λοιπόν, όταν, φορτωμένη με εμπορεύματα κι επιβάτες από την Καλαμάτα, πρόβαλε στον κόλπο του Λιμενιού με τα πανιά φουσκωμένα, έτσι διέσχισε την αγορά εκείνη την ημέρα ο άγιος. Με έναν άγριο ούριο άνεμο να φουσκώνει τα ράσα του, να τα ανεμίζει λυσσασμένα και να τα κολλάει στο σκελετωμένο του κορμί, σπρώχνοντάς το άρον άρον προς τον Ταξιάρχη. «Εταξίδευε πρόσω ολοταχώς ο πάππος,», είπαν οι αυτόπτες μάρτυρες, «με το ‘να χέρι καπάκι στο καλυμμαύκι του, για μην το κάμει σαβούρδα ο «καταραμένος», και με τ’ άλλο να κρατάει σφιχτά το βιβιλίο του!». Όμως, μόλις κατηφόρισε προς την κάτω πλατεία, χάθηκαν τα ίχνη του και το εκκλησίασμα περίμενε άπρακτο. Εδώ παππάς, εκεί παππάς, που είναι ο παππάς;
Στο μεταξύ, εκείνες τις μέρες, ο Σκυλομάχος, είχε βρει ευκαιρία να κλειστεί στο ξυλουργείο του, ολόχαρος, που θα ξεφορτωνόταν για λίγο τις έγνοιες του βοριά και θα καταπιανόταν με κάνα δυο παραγγελίες για έπιπλα. Είχε βγάλει, λοιπόν, τα κιτάπια με τις μπορντούρες, τους αγγέλους, τους ήλιους, τα τριαντάφυλλα και τις ροζέτες και δούλευε σκυφτός στον πάγκο, δίπλα στην προπολεμική πριονοκορδέλα του πατέρα του αυτήν την αιμοσταγή και αδηφάγα μηχανή, που παραμόνευε για να εκμεταλλευτεί την παραμικρή αφηρημάδα και να στείλει μαστόρους τρεχάτους, βουτηγμένους στο αίμα, να ακουμπήσουν τα ίδια τους τα κομμένα δάχτυλα στον Γιάτρακα της Τσίμοβας για να τα κάνει ό,τι τον φωτίσει ο Ύψιστος. Καμιά δεκαριά σακατεμένοι ξυλουργοί κυκλοφορούσαν εκείνα τα χρόνια στην πόλη, με πρώτον και καλύτερο τον μοναχογιό του Σκυλομάχου που, αφού ρήμαξε το δεξί του, μπήκε ψάλτης στον Ταξιάρχη κι έλεγε καμαρωτός και κουστουμαρισμένος το «Ὣ, γλυκύ μου ἔαρ» στον επιτάφιο, με ένα χαμόγελο μέχρι τα αφτιά, χωρίς να συμμερίζεται τα άγια πάθη, ευτυχής, επειδή τα δικά του είχαν τελειώσει τη στιγμή που ξεφορτώθηκε τον βαρύ ίσκιο του πατέρα του. «Μικρό κανόνι κρέπαρε, μα κάστρο ξαρματώθηκε», είπαν, τότε, οι Τσιμοβιώτες, υπολογίζοντας ότι η ξυλουργική του Σκυλομάχου θα πήγαινε ακληρονόμητη, όμως εκείνος ο «ακόλαστος», στα εξήντα του, πήγε κι έβαλε την ασθενική κυρά του να του ξεγεννήσει άλλο γιο, αρτιμελή, άξιο να παραλάβει τη λάμια μηχανή, μαζί με τα τεφτέρια των επίπλων. Αυτό, λοιπόν, το βυζανιάρικο σερνόταν εκείνη την ημέρα στα πόδια του, βουτηγμένο στα ροκανίδια, παίζοντας με τα ξύλινα παιχνίδια που του σκάρωνε όταν είχε χρόνο. Και παραδίπλα, ο ίδιος, δούλευε για την επίπλωση μιας ψηλοτάβανης σάλας, ασφαλισμένης με στέρεο μεσοπάτωμα και μια σκεπή τετράριχτη, από τις καλύτερες της μαστορικής του. Θα την έντυνε, λοιπόν, εκείνη τη σάλα με μαύρα τσιμοβιώτικα έπιπλα, που έβγαιναν από τα χέρια του για δεκαετίες, συμφωνημένα εργολαβικά, μαζί με το μεσοπάτωμα και τη σκεπή. Θα της έφτιαχνε μπουφέ βιτρινάτο, σκαλιστό, με γαλακτερό μάρμαρο για καπάκι, καθρέφτη θεόρατο με ντουλάπι δίφυλλο, μαύρο μεσοτράπεζο, βαριές καρέκλες κι ευρύχωρη ντιβανοκασέλα για τα προικιά του γάμου. Αυτά σκεφτόταν, όταν ο γιός του άρχισε να τον τραβάει από το μπατζάκι, δείχνοντας με το δάχτυλο έξω από το παράθυρο. Και, τότε, ο Σκυλομάχος, στρέφοντας το βλέμμα, είδε μια μαύρη χαλκομανία στο κοίλο του ιερού, λοξά σκαρφαλωμένη στο παράστεγο, κολλημένη εκεί, να την δέρνουν απανωτές, θυμωμένες ριπές. Έσυρε βιαστικά το χωλό του πόδι, βγήκε από το ξυλουργείο και στάθηκε στο λιθόστρωτο, για μερικά νεκρά δευτερόλεπτα, ενώ ο άγιος, με το μάγουλο κολλημένο στην κρύα πέτρα, το καλυμμαύκι φευγάτο κι ένα ζευγάρι στρογγυλά συρμάτινα γυαλιά, μισοκρεμμασμένα από το δεξί αυτί, ψέλλιζε μια «βοήθεια» χαμηλόφωνη κι αδύναμη, σχεδόν χαμένη στο βουητό του ανέμου.
Στάθηκε, λοιπόν, ο Σκυλομάχος άπρακτος και κοίταζε, όπως ακριβώς τον κοίταζε πριν από δεκαετίες αυτή εδώ η ισχνή χαλκομανία, να παλεύει με έναν σκύλο ίσο με το μπόι του. Έναν σκύλο αφρισμένο, κατάμαυρο, με λευκά, σουβλερά δόντια να προβάλουν τρομακτικά, καθώς γρύλιζε κι ορμούσε κατά πάνω τους. Στην αρχή πισωπάτησαν προς την αυλόπορτα του σχολείου, αλλά, ύστερα, ένας λιανός μαχητής είχε κυλιστεί στο χώμα, αγκαλιασμένος με το θεριό, νιώθοντας στον σβέρκο του μια αχνιστή ανάσα και ακούγοντας φοβερά γρυλίσματα. Κι ενώ κατάφερνε με αξιοσύνη να κρατά το πηγούνι του ζώου μακριά από τον λαιμό του, δεν πρόλαβε να κάνει κιχ όταν εκείνο, γύρισε, και του πάτησε άγρια δαγκωματιά στην ποδοκνημική, κόβοντας τένοντα και κάνοντας το αίμα να τρέχει ποτάμι. Τότε, μόνο, είχε συνέλθει ο σύντροφός του, που, μέχρι εκείνη τη στιγμή, στεκόταν κοκαλωμένος στο πλακόστρωτο, κι αφού άρπαξε ένα καδρόνι, το κοπάνησε στο κεφάλι του σκύλου και τον άφησε στον τόπο.

Έτσι συνήλθε, τώρα, κι ο Σκυλομάχος κι άρχισε να σκαρφαλώνει στο παράστεγο και να τραβάει το ανεμοδαρμένο ράσο για να φτάσει το πόδι του αγίου. Στο τέλος, μόλις τον κατέβασε, τον έκοψε στον ώμο ξέπνοο και πήρε τον δρόμο, ίδιος σχοινοβάτης που τραμπαλίζεται, για τη μπροστινή πόρτα του Ταξιάρχη, όπου τον απίθωσε στο στασίδι του Δημάρχου, για να τον συνεφέρει το εκκλησίασμα.
Τους τον άφησε εκεί και γύρισε να φύγει. «Πατσίσαμε Γιώργη!», είπε βγαίνοντας, «Ναι Γιάννη, πατσίσαμε, ευχαριστώ!», απάντησε αποκαμωμένος ο παπούλης.

* Βέργα: Οχυρό τείχος στην περιοχή του Αλμυρού Μεσσηνίας. Σύμβολο αντοχής κι επιμονής μέχρι την τελική νίκη.

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: